11.1 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Η πολιτική θεολογία και η σχέση χριστιανικής και συνταγματικής ηθικής

Ευάγγελος  Βενιζέλος 

Η πολιτική θεολογία και η σχέση χριστιανικής και συνταγματικής ηθικής *

Είχα προγραμματίσει να πω λίγα λόγια για τις σχέσεις θεολογίας και κοινωνικών επιστημών, όμως τώρα, μια που ακούσαμε τα κρίσιμα αποσπάσματα του κειμένου της ομιλίας του αγίου  Περγάμου, θα έλεγα να συνεχίσω στο ίδιο πνεύμα παίρνοντας αφορμή από τις τρεις πληγές που ανέδειξε ο Ιωάννης Ζηζιούλας, τον ψυχολογισμό, τον ηθικισμό και, ας πούμε, τον τεχνολογισμό, για να δούμε πώς αντιμετωπίζονται τα θέματα αυτά όχι μόνο από τη σύγχρονη ορθόδοξη μαρτυρία, αλλά και από εμάς, θύραθεν. Διότι ευχαριστώ που με χαρακτηρίσατε «θεολόγο της πολιτικής» και βεβαίως είμαι επηρεασμένος, όπως κάθε επιστήμονας των κοινωνικών και ανθρωπιστικών σπουδών, από τη θεολογία, από τη θεολογική επιστήμη, από το εκκλησιαστικό φαινόμενο, αλλά  θύραθεν είναι οι προσεγγίσεις οι δικές μου. Νομικός είμαι πρωτίστως και οι κλάδοι με τους οποίους εφάπτομαι, οι πέραν της νομικής, όπως είναι κατ’ ανάγκη η οικονομία, η πολιτική επιστήμη, η κοινωνιολογία, η ιστορία, οι διεθνείς σχέσεις είναι και αυτοί κλάδοι θύραθεν προερχόμενοι.

Ως εκ τούτου, θα ήθελα να μου επιτρέψετε, παίρνοντας ως αφορμή τις τρεις έννοιες και τις τρεις αγωνίες του Ιωάννη Ζηζιούλα, να σας αναπτύξω δύο θέματα. Το πρώτο θέμα θα το ονόμαζα, πώς εμφανίζεται σήμερα η πολιτική θεολογία από τη σκοπιά της Εκκλησίας, της θεολογίας αλλά και από τη σκοπιά της νομικής επιστήμης και της θεωρίας του κράτους, η οποία ασχολείται με την πολιτική θεολογία. Το δεύτερο είναι η σχέση μεταξύ χριστιανικής ηθικής και συνταγματικής ηθικής. Γιατί τελικά πρέπει να μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποιες αποφάσεις και οι αποφάσεις οι ατομικές και οι κοινωνικές λαμβάνονται μέσα στην έννομη τάξη, στις κρίσιμες και οριακές περιπτώσεις λαμβάνονται δικαστικά. Όταν ανακύπτουν  πολύ μεγάλες αμφισβητήσεις, παρότι τα ζητήματα μπορεί να είναι ηθικά, βιοηθικά,  τεχνοηθικά,  εντέλει ένας δικαστής αποφασίζει αναφερόμενος στον νόμο και στο Σύνταγμα.

Άρα έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να δούμε ποια είναι η σχέση μεταξύ χριστιανικής ηθικής που σίγουρα έχει επηρεάσει αυτό που λέγεται ευρωπαϊκός πολιτικός και νομικός πολιτισμός, ευρωπαϊκό κεκτημένο, και συνταγματικής ηθικής. Όταν λέω συνταγματικής ηθικής εννοώ την ηθική όχι μόνο του εθνικού Συντάγματος αλλά και του Διεθνούς Δικαίου, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, της νομολογίας του Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο και την ηθική του Ενωσιακού Δικαίου, του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της νομολογίας του Δικαστηρίου της ΕΕ  στο  Λουξεμβούργο.

Το ζήτημα είναι να δούμε τι απαντήσεις μπορούμε να δώσουμε σε βιοηθικά ερωτήματα πάμπολλα, αυτοκτονία, ευθανασία, ιατρικά υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, χρήση βλαστοκυττάρων, εμβολιασμός σε σχέση με την πανδημία ή σε τεχνοηθικά ζητήματα  κρίσιμα, όπως είναι η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης για τη λήψη δικαστικών αποφάσεων. Στις ΗΠΑ, σε ορισμένες Πολιτείες, ήδη με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης αποφασίζουν εάν θα προφυλακίσουν έναν κατηγορούμενο ή εάν θα τον αφήσουν ελεύθερο με αυστηρούς ή χαλαρούς περιοριστικούς όρους. Εξίσου κρίσιμα ζητήματα έχουν σχέση με τη χρήση του διαδικτύου. Είναι ηθικά ουδέτερο το διαδίκτυο και η συναφής τεχνολογία από πλευράς πεποιθήσεων φιλοσοφικών ή θεολογικών ή προδιαγράφει επιλογές οι οποίες κρύβονται πίσω από την τεχνική ουδετερότητα που μπορεί να προσφέρει η μία ή η άλλη πλατφόρμα;

Βλέπετε ότι όλα αυτά είναι ερωτήματα στα οποία καλούμαστε να απαντήσουμε και θεολογικά και νομικά, εντέλει πολιτικά βέβαια, γιατί όταν μία απάντηση διεκδικεί να είναι νομική, πρέπει να είναι νομοθετική, αλλά ο νομοθέτης είναι ο πολιτικός, νομοθέτης είναι τα εθνικά κοινοβούλια ή είναι τα κράτη τα οποία διαπραγματεύονται κείμενα του Διεθνούς Δικαίου ή πράξεις της ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Άρα όταν μιλάμε για Δίκαιο, μιλάμε στην πραγματικότητα για πολιτική, γιατί η πολιτική είναι αυτή που παράγει το Δίκαιο εντός των προδιαγραφών των συνταγματικών κανόνων και γενικά των κανόνων που έχουν αυξημένη νομική ισχύ, όπως λέμε, που δεν είναι μόνο η συνταγματική είναι και η διεθνής, είναι και η ευρωπαϊκή /  ενωσιακή.

 Μερικές εισαγωγικές  σκέψεις για την πολιτική θεολογία – Η «θεολογία του πολέμου»

Καταρχάς μη σας ξενίζει ο όρος «πολιτική θεολογία», πολιτική θεολογία σημαίνει –το απλουστεύω σκοπίμως – δύο κατά βάση πράγματα. Από θεολογικής πλευράς σημαίνει μία θεολογία η οποία είναι μάχιμη και μαχητική, είναι μία θεολογία η οποία παρεμβαίνει σε συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Σε μία ευρωπαϊκή ευνομούμενη χώρα, αναπτυγμένη, η οποία προφανώς έχει προβλήματα αλλά δεν έχει προβλήματα ακραίας  φτώχειας, ωμής βίας, διάλυσης, που συναντάμε σε πολλές χώρες της Αφρικής ή σε κάποιες  χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας ή της Λατινικής Αμερικής, αυτό που λέγεται αλλού- στη Λατινική Αμερική έτσι ξεκίνησε – «θεολογία της απελευθέρωσης», δεν γίνεται ίσως άμεσα αντιληπτό.

Υπό  τις συνθήκες της λεγόμενης πλειονοτικής ορθοδοξίας, σε χώρες που είναι ορθόδοξες στην πλειονότητα του πληθυσμού, το ζήτημα που κυριαρχεί είναι οι σχέσεις κράτους και εκκλησίας με πτυχές όπως η εκκλησιαστική περιουσία, οι οργανικές θέσεις των εφημεριών και η μισθοδοσία του κλήρου. Σκεφτείτε όμως τι συμβαίνει σε χώρες όπου η ορθοδοξία είναι μειονοτική, σε χώρες στις οποίες η ορθοδοξία είναι εμπερίστατη, όπως συμβαίνει με τα Πρεσβυγενή Πατριαρχεία, τα οποία είναι όλα  μειονοτικά από πλευράς πληθυσμιακής, και το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Αλεξανδρείας και το Αντιοχείας και το Ιεροσολύμων, για να μείνω στα Πρεσβυγενή. Ή τι γίνεται όταν έχεις εκκλησίες ορθόδοξες οι οποίες είναι ιεραποστολικές, όπως συμβαίνει κυρίως με το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας που στην Αφρική τώρα δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνον τους τοπικούς πληθυσμούς και τα τοπικά προβλήματα και τη βία –γενοκτονίες, πολέμους– έχει να αντιμετωπίσει και την επίθεση του Πατριαρχείου Μόσχας, το οποίο έχει εισπηδήσει στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Αντιλαμβάνεστε ότι τα πράγματα εκεί είναι διαφορετικά και έχει πολύ μεγάλη σημασία η πολιτική θεολογία.

Η «θεολογία του πολέμου», είναι πολιτική θεολογία; Πώς αντιμετωπίζεται θεολογικά το γεγονός ότι ο Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος ευλογεί τα ρωσικά όπλα, το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή στην Ουκρανία οξύνεται η σύγκρουση ανάμεσα στις δύο εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες, ανάμεσα στην Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία που έχει λάβει τον Τόμο από τα χέρια του Πατριάρχη και της περί αυτόν Συνόδου, υπό τον Επιφάνιο και την εκκλησιαστική παρουσία υπό τον Ονούφριο που ανήκει στο Πατριαρχείο Μόσχας, η  οποία  τώρα διαμαρτύρεται γιατί η ουκρανική κυβέρνηση λαμβάνει μέτρα, επειδή ενδεχομένως υπάρχει μία έκδηλη ρωσοφιλία ή ενδεχομένως τελούνται  πράξεις οι οποίες μπορεί να υπονομεύουν την κρατική υπόσταση της Ουκρανίας στις περιοχές που αυτή τη στιγμή τελούν υπό ρωσικό έλεγχο; Αυτή είναι μία πολιτική θεολογία; Βεβαίως και είναι μία πολιτική θεολογία. Πολιτική θεολογία είναι, κατά τη γνώμη μου το να μεσολαβεί ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας στη διένεξη μεταξύ Αιγύπτου και Αιθιοπίας για τα νερά του Νείλου. Σύγχρονη και διορατική πολιτική  θεολογία είναι να έχει το θάρρος ο Οικουμενικός Πατριάρχης να θέσει σε διεθνές επίπεδο και μάλιστα το 1992, πολύ πριν την πρώτη Σύνοδο του ΟΗΕ για το κλίμα, τα ζητήματα του περιβάλλοντος, να αναδειχθεί ως  «πράσινος» Πατριάρχης και να πηγαίνει εκεί που υπάρχουν μεγάλα προβλήματα, από τη Μεσόγειο μέχρι τον Αμαζόνιο προκειμένου να προβάλλει  τα προβλήματα αυτά.

Από την άλλη μεριά, αυτό που λέγεται πολιτική θεολογία, είχε λάμψει στον χώρο της νομικής επιστήμης τα πιο σκοτεινά χρόνια του 20ου αιώνα,  τα χρόνια του μεσοπολέμου, μεταξύ του Α΄ και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου,  τα χρόνια του φασισμού, του ναζισμού, τα χρόνια που προετοίμασαν το ολοκαύτωμα. Τότε εμφανίζεται μία σύγκρουση γύρω από την πολιτική θεολογία, γιατί οι μεγάλοι νομικοί του ναζισμού εμφανίζονται ως πολιτικοί θεολόγοι, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ένα όνομα που θα το έχετε ακούσει, τον Καρλ Σμιτ, τον κατεξοχήν συνταγματολόγο του ναζισμού, ευφυέστατο, χαρισματικό, που στην τελευταία φάση της ζωής του τον αγκάλιασε η επαναστατική αριστερά, κυρίως η ιταλική και τον έκανε θεωρητικό της. Πέθανε σχετικά πρόσφατα, προχωρημένα μέσα στη δεκαετία του ’80. Έλεγε λοιπόν ο Σμιτ ότι όλες οι έννοιες του Συνταγματικού Δικαίου είναι έννοιες θεολογικές, το κράτος καταρχάς στην πραγματικότητα υποκαθιστά στη σκέψη του Χέγκελ τον Θεό. Ο Λεβιάθαν του Χομπς είναι ο πανοπτικός «πατέρας» που το σώμα του συγκροτείται από τα μικρά σώματα όλων των ανθρώπων. Η έννοια της κυριαρχίας η οποία είναι θεμελιώδης, η διάκριση των εξουσιών που στην πολιτική θεωρία λέγεται πολιτική τριάδα, “Trias Politica”,  που έχει δυσκολίες κατανόησης σχεδόν όσες και το τριαδολογικό δόγμα. Η έννοια της δικαιοδοσίας, jurisdictio, είναι μία έννοια βαθιά θεολογική. Όπως είπε  ο  Περγάμου Ιωάννης  προηγουμένως,  ο κοινοτισμός, με μία ορθόδοξη προσέγγιση, αλλά στην πραγματικότητα η δημοκρατία και μάλιστα η αντιπροσωπευτική δημοκρατία απορρέει από τη συνοδικότητα και από τον αντιπροσωπευτικό ρόλο των Αποστόλων και διά αποστολικής διαδοχής των επισκόπων, οι οποίοι ίστανται εις τόπον και τύπον Χριστού, άρα έχουμε την έννοια της αντιπροσώπευσης, της αντιπροσωπευτική αρχής.

Στην πολιτική θεολογία του Καρλ Σμιτ που θεωρούσε ως νομικό «θαύμα» την κατάσταση εξαίρεσης και ως κυρίαρχο αυτόν που έχει την αρμοδιότητα να θέσει σε εφαρμογή την κατάσταση πολιορκίας, απάντησε ο μέγιστος εκπρόσωπος του νομικού θετικισμού  και οπαδός της δημοκρατίας και του κράτους ως έννομης τάξης, ο Χάνς Κέλσεν που θεωρούσε ειρωνικά ως νομικό «θαύμα» κάθε αποκόλληση της έννοιας του κράτους από την έννοια και κυρίως από τα όρια της έννομης τάξης.

Όλες αυτές οι πολιτειολογικές έννοιες έχουν θεολογική καταγωγή, αλλά για να μη σας λέω διάφορα δυσνόητα ίσως θεωρητικά, θα σας μεταφέρω  σε τηλεοπτικές εικόνες πολύ πρόσφατες που τις έχετε δει όλοι είμαι βέβαιος. Θα σας μιλήσω για την κηδεία της Βασίλισσας Ελισάβετ.

Η κηδεία της Βασίλισσας Ελισάβετ η οποία προβλήθηκε σε όλο τον κόσμο από την τηλεόραση και που θύμισε το Crown στο Netflix, δεν ξέρω εάν έχετε παρατηρήσει πώς τελείωσε. Πριν από τον ενταφιασμό αφαιρούνται τα σύμβολα, δηλαδή αφαιρείται το στέμμα και το σκήπτρο, παραδίδονται στον πρωθιερέα του βασιλικού παρεκκλησίου, άρα στην Εκκλησία και κατεβαίνει το φέρετρο για να τοποθετηθεί στην κρύπτη και την ώρα που κατεβαίνει το φέρετρο, ο νέος βασιλιάς Κάρολος ο οποίος έχει ήδη υπογράψει την πράξη διαδοχής –θα τα έχετε δει στην τηλεόραση– πηγαίνει και στέκεται εκεί που ήταν το φέρετρο. Άρα αποτυπώνεται με μία αναγωγή η οποία είναι βαθιά βυζαντινή και παραπέμπει στη θεολογία και την πολιτειολογία της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μία θεωρία που έχει διατυπώσει ένας γνωστός μεσαιωνολόγος, ο Καντόροβιτς, του διπλού σώματος του Βασιλιά. Το διπλό σώμα του Βασιλιά λοιπόν, είναι το φυσικό του σώμα το οποίο πέθανε και  ενταφιάζεται, αλλά το corpus mysticum δεν είναι το φθαρτό φυσικό σώμα, είναι το νομικό σώμα, η έννοια του στέμματος που έχει πλέον άλλο φορέα, «ο Βασιλιάς πέθανε, ζήτω ο Βασιλιάς».

Ο Κάρολος είναι ήδη Βασιλιάς, στέκεται ως το άλλο σώμα, το ένα έχει φύγει, το νομικό σώμα είναι αυτό που έχει τη θεολογική  αναγωγή. Τώρα θα γίνει η στέψη, σε μερικούς μήνες, γίνεται συζήτηση  εάν θα καλέσουν τον Χάρι και τη Μέγκαν, αλλά έχετε ίσως δει στο Crown πώς έγινε η στέψη της Ελισάβετ στην πρώτη περίοδο της σειράς αυτής.  Έχει  γίνει στον σολέα  και έχει γίνει ως  κανονική  χειροθεσία, με  επάλειψη διά του αγίου μύρου. Η Αγγλικανική Εκκλησία είναι ritual, έχει ρυθμό ο οποίος σε πολλά σημεία μπορεί να ξεπερνά τον ρυθμό της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας,. Εν πάση περιπτώσει εκεί θα δούμε ότι θα γίνει επάλειψη διά του αγίου μύρου και στέψη από τον Αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρι. Θα γίνει δηλαδή ό,τι γινόταν με τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα, ό,τι έγινε με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο στον Μυστρά.

 Χριστιανική και συνταγματική ηθική – Το κείμενο « υπέρ της του κόσμου ζωής: Το κοινωνικό ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας»

Διάβαζα στο διαδίκτυο χθες ότι μία γυναίκα 23 χρονών, η οποία έχει πολλαπλή διαίρεση προσωπικοτήτων και ζει σε 40 προσωπικότητες, θέλει να πάει στο Βέλγιο όπου μπορεί να κάνει ευθανασία. Έχουμε προβλήματα πολύ λεπτά, μας είχαν θέσει πολλές φορές το ερώτημα εάν έχουν χρησιμοποιηθεί νεκρά έμβρυα για τα mRNA εμβόλια, τι γίνεται με τα βλαστοκύτταρα, τι γίνεται με την παρένθετη μητρότητα. Με θέματα δηλαδή τα οποία συζητούνται. Τι  απαντήσεις δίνει και ποιος εντέλει δίνει τις απαντήσεις αυτές;

H δική μου εκδοχή είναι πάρα πολύ εύκολη διότι τις απαντήσεις θα τις δώσει η πολιτεία, θα τις δώσει η διεθνής κοινότητα, θα τις δώσει το Σύνταγμα, θα τις δώσει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, θα τις δώσει ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επειδή υπάρχουν όλα αυτά διασφαλίζεται η θρησκευτική ελευθερία, διασφαλίζεται η πολυφωνία, διασφαλίζεται η ελεύθερη λειτουργία των χριστιανικών κοινοτήτων και τελικά των χριστιανικών εκκλησιών. Εάν δεν υπάρχει αυτού του τύπου το κράτος και η έννομη τάξη, δεν μπορεί κάθε θρησκευτική κοινότητα ούτε καν η επικρατούσα πληθυσμιακά  η ορθόδοξη, σε ένα κράτος όπως η Ελλάδα,  να είναι  ελεύθερη.  Ούτε λοιπόν σε αυτές τις χώρες, όπως είναι η Ελλάδα ή η Κύπρος, δεν έχει νόημα η Εκκλησία να διεκδικεί τον ρόλο της ως Εκκλησία της επικρατούσας θρησκείας. Νόημα έχει να διεκδικεί τον ρόλο της ως υποκειμένου της θρησκευτικής ελευθερίας, γιατί εάν δεν είναι υποκείμενο ενός θεμελιώδους δικαιώματος ανά πάσα στιγμή κινδυνεύει.

Για να μη σας κουράζω και για να είμαι πρακτικός, διάβασα ξανά ένα κείμενο το οποίο είναι θεμελιώδες  για τη σύγχρονη ορθοδοξία, που είναι το κείμενο «Υπέρ της του κόσμου ζωής: Το κοινωνικό ήθος της Ορθόδοξης Εκκλησίας». Αυτό είναι ένα κείμενο για την του κόσμου ζωή, δηλαδή για την παρούσα ζωή και όχι για τη μετά θάνατον ζωή, όχι εν αναμονή της Αναστάσεως εν ετέρα μορφή, δεν είναι ένα κείμενο εσχατολογικό, είναι ένα κείμενο κοινωνικής θεολογίας,  ένα κείμενο πολιτικής θεολογίας γιατί δίνει απαντήσεις σε κορυφαία πολιτικά θέματα.

Θέλω να δω μαζί σας, εάν έχουμε διαφωνία από πλευράς πολιτικής θεολογίας και από πλευράς ηθικής, εάν η πολιτική θεολογία η επίσημη ή η ημιεπίσημη της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι διαφορετική από τη δική μου αντίληψη ως Ευρωπαίου και Έλληνα καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου και εάν η ηθική που κωδικοποιεί το κείμενο αυτό είναι διαφορετική από τη συνταγματική, από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Καταρχάς τι είναι το κείμενο αυτό; Το κείμενο αυτό ξεκίνησε στην πρώτη του εκδοχή ως ένα κείμενο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, το 2016 στην Κρήτη. Στη συνέχεια το Οικουμενικό Πατριαρχείο συγκρότησε μία ομάδα εργασίας η οποία το εμπλούτισε. Δεν θα θέσω το ερώτημα   ποιο είναι το κανονολογικό κύρος των κειμένων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, θα το συζητήσουμε σε κάποιο συνέδριο, θα έλεγα με τα δικά μου μέτρα ότι το κείμενο αυτό είναι ένα κείμενο κανονολογικό του soft law όπως λέμε, δηλαδή έχει όση αξία έχει μία διακήρυξη, μία κοινή δήλωση, μία ανακοίνωση. Αυτά τα λέμε στη νομική επιστήμη κείμενα του μαλακού δικαίου, soft law, τα οποία δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα, δεν γεννούν δικαιώματα και υποχρεώσεις, δεν θεωρείται ότι περιέχουν κανόνες οι οποίοι είναι επιτακτικοί, αλλά επηρεάζουν τις αντιλήψεις, την ερμηνεία, κατευθύνουν το νομοθέτη, τις πρωτοβουλίες του.

Αυτό το κείμενο καταρχάς είναι καθαρή πολιτική θεολογία. Πού αποτυπώνεται  η πιο καθαρή πολιτική θεολογία; Στο ίδιο το Ευαγγέλιο. Πώς αντιλαμβάνεται το Ευαγγέλιο, το γνωστό χωρίο  «Απόδοτε ουν Καίσαρος  Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ». Τι λέει το κείμενο που συζητούμε  για αυτή την περιώνυμη φράση και τι λέει κυρίως για το κατεξοχήν θεολογικό-πολιτικό κείμενο, που είναι η προς Ρωμαίους επιστολή του Παύλου, με το γνωστό χωρίο «Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω. Ου γαρ έστιν εξουσία ει μη υπό Θεού· αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισίν, ώστε ο αντιτασσόμενος τη εξουσία τη του θεού διαταγή ανθέστηκεν, οι δε ανθεστηκότες εαυτοίς κρίμα λήμψονται. Οι γαρ άρχοντες ουκ εισίν φόβος τω αγαθώ έργω αλλά τω κακώ θέλεις δε μη φοβείσθαι την εξουσίαν; –ο πολίτης– το αγαθόν ποίει, και έξεις έπαινον εξ αυτής».

Λέει λοιπόν τώρα το κείμενο που σχολιάζουμε ότι αυτά δεν ισχύουν, ότι πρέπει να προσεγγίσουμε διαφορετικά το ζήτημα. Έχει ένα πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο το κείμενο αυτό, υπό τον τίτλο « Η Εκκλησία στο δημόσιο χώρο. Πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα», που μας λέει  ότι η χριστιανική πίστη  βασίζεται στη Βασιλεία του Θεού και όχι στα Βασίλεια αυτού του κόσμου. Η Ορθόδοξη Εκκλησία όμως  δεν μπορεί να εκλαμβάνει όλες τις μορφές της ανθρώπινης διακυβέρνησης ως ισοδύναμες μεταξύ τους, έστω και εάν όλες απέχουν πολύ από τη Βασιλεία του Θεού. Καταδικάζει, για παράδειγμα, απερίφραστα κάθε είδους θεσμική διαφθορά και ολοκληρωτισμό, γνωρίζοντας ότι αυτά δεν μπορεί παρά να προκαλέσουν μαζική ταλαιπωρία και καταπίεση, ενώ δεν επιμένει ότι χριστιανοί πολίτες οι οποίοι ζουν στα εγκαθιδρυμένα κράτη υποχρεούνται πάντοτε, όπως έχει πει ο Παύλος δηλαδή, να υποτάσσονται στις αρχές ή να συμφωνούν με τις κοινωνικές και πολιτικές δομές μέσα στις οποίες διαβιούν.

Η «μεμονωμένη»  αυτή συμβουλή, προσέξτε, η «μεμονωμένη» συμβουλή του Ευαγγελίου, το «απόδοτε ουν Καίσαρος  Καίσαρι», κατά το κείμενο που σχολιάζουμε  δεν αποτελεί κανενός είδους απόλυτο κανόνα για τη χριστιανική συμπεριφορά σε όλες τις πιθανές περιπτώσεις. Άλλωστε  στις Πράξεις  των Αποστόλων ο Πέτρος τονίζει στο Μέγα Συνέδριο «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις». Οι χριστιανοί λοιπόν μπορούν και οφείλουν να συμμετέχουν στην πολιτική ζωή των κοινωνιών στις οποίες ζουν, αλλά θα πρέπει πάντοτε να το πράττουν διακονώντας τη δικαιοσύνη και το έλεος της Βασιλείας του Θεού.

Σε πολλές χώρες του κόσμου σήμερα, σύμφωνα με το κείμενο που σχολιάζουμε, η πολιτική τάξη, η ελευθερία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και η δημοκρατία, αποτελούν πραγματικότητες τις οποίες πρέπει να εμπιστεύονται οι πολίτες. «Πρόκειται για μία πολύ σπάνια ευλογία ως προς τη συνολική πορεία της ανθρώπινης ιστορίας και θα ήταν παράλογο και έκφραση αγνωμοσύνης εκ μέρους των χριστιανών να μην αισθάνονται πραγματική ευγνωμοσύνη απέναντι στο ιδιαίτερο, δημοκρατικό πνεύμα της σύγχρονης εποχής», και να λένε «με ένα ολέθριο ύφος ψεύτικης ευσεβείας ότι το περιβάλλον που ταιριάζει στην ορθοδοξία είναι η βυζαντινή αυτοκρατορία».

Θα μπορούσα να αναφέρω πολλά άλλα παραδείγματα. Αρκετές σελίδες παρακάτω αφιερώνεται ένα ολόκληρο κεφάλαιο στα ανθρώπινα δικαιώματα. Δίνεται απάντηση στο ερώτημα εάν πρέπει τα ανθρώπινα δικαιώματα να τα αποδέχεται η Ορθόδοξη Εκκλησία. Πρόκειται  για το  κεφάλαιο υπό τον τίτλο  «Ορθοδοξία και ανθρώπινα δικαιώματα. Ο  Θεός ο Άγιος  εποίησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωση». Τονίζεται στο κεφάλαιο αυτό ότι «δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η γλώσσα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς και οι νομικές συμβάσεις και οι θεσμοί που έχουν καθιερωθεί για την προστασία και την προώθησή τους εμφανίστηκαν πρωτίστως σε έθνη των οποίων οι ηθικοί πολιτισμοί διαμορφώθηκαν από τα χριστιανικά ιδεώδη». Είναι ακριβές αυτό, τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν χριστιανική αφετηρία που εντοπίζεται στην ίδια την έννοια της ανθρώπινης αξίας και αξιοπρέπειας, στο κατ’ εικόνα και ομοίωση. «Η όντως ελευθερία αφορά βεβαίως την πραγμάτωση της φύσης του ανθρώπου προς το δικό του αγαθό τέλος, την  ικανότητά του να καρποφορεί σε όλο το φάσμα της ανθρωπινότητάς του. Επομένως η γλώσσα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από κάθε άποψη συμφωνεί με τις θεμελιώδεις αρχές οι οποίες πρέπει να διέπουν τη χριστιανική συνείδηση.»

Η διακήρυξη της πολιτικής θεολογίας, ότι είμαστε μία ορθοδοξία δημοκρατική, ότι είμαστε μία ορθοδοξία φιλελεύθερη, ότι είμαστε μία ορθοδοξία κατά του αυταρχισμού, κατά του ολοκληρωτισμού, κατά της προσβολής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καταλήγει αναγκαστικά στο συμπέρασμα ότι είμαστε άλλη ορθοδοξία από την ορθοδοξία του Κυρίλλου Μόσχας. Δεν ξέρω πώς αυτό το ζήτημα επηρεάζει τη δογματική ενότητα, αλλά η ορθόδοξη εκκλησία  στην Ελλάδα, κατά το άρθρο 3 Συντ.,  πρέπει να είναι δογματικώς ενωμένη προς την Αγία Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, γιατί αλλιώς δεν είναι η εκκλησία της επικρατούσας θρησκείας. Επικρατούσα είναι κατά το Σύνταγμα η ορθόδοξη εκκλησία μόνο εφόσον είναι δογματικώς ενωμένη με την Αγία Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία.

Τι απαντήσεις δίνει τώρα αυτή η φιλελεύθερη, η δημοκρατική ορθοδοξία στα μεγάλα ερωτήματα; Τι γίνεται  με τις προγαμιαίες σχέσεις; Λέει το κείμενο αυτό ότι εάν οι προγαμιαίες σχέσεις εξελίσσονται μέσα σε στενές και μακροχρόνιες σχέσεις, με τη σοβαρότητα που απαιτείται και έχουν ως απώτερο σκοπό τον γάμο, συζητούνται. Τι γίνεται με την ιατρικά υποβοηθούμενη αναπαραγωγή; Λέει το κείμενο ότι είναι αποδεκτή η ιατρικά υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Τι γίνεται με τη χρήση βλαστοκυττάρων; Ναι λέει το κείμενο, αρκεί να μην υπάρχουν κατάλοιπα εμβρύων. Να κηδεύονται οι αυτόχειρες; Κατά τεκμήριο να κηδεύονται οι αυτόχειρες λέει το κείμενο που σχολιάζουμε, διότι είναι η ψυχική πίεση του σύγχρονου κόσμου τέτοια, που δεν μπορείς να πεις ότι είναι αθεράπευτα αμαρτωλός και αποσυνάγωγος, δηλαδή μη άξιος της εξοδίου ακολουθίας ο αυτόχειρας, όταν υπό μεγάλη πίεση έχει οδηγηθεί σε αυτό το απονενοημένο διάβημα.

Θα μπορούσα να πολλαπλασιάσω τα παραδείγματα, που δείχνουν ότι έχει συναφθεί  ένα δάνειο και ένα αντιδάνειο. Ο χριστιανισμός ως μονοθεϊστική θρησκεία, ως θρησκεία του λόγου, ως θρησκεία που βασίζεται στο φαινόμενο της ενανθρώπισης, ως θρησκεία η οποία επαγγέλλεται την ανάσταση, η οποία είναι ανάσταση σωματική αλλά εν ετέρα  μορφή, έχει διαμορφώσει τις προϋποθέσεις του Διαφωτισμού  και κατά μείζονα λόγο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, γιατί όλοι σχεδόν οι μεγάλοι Νεοέλληνες διαφωτιστές ήταν κληρικοί, ήταν οι κατά τεκμήριο  μορφωμένοι της εποχής. Τώρα η χριστιανική διδασκαλία βεβαίως αντιλαμβάνεται ότι ποιμαντικά πρέπει να αντιμετωπίσει μία άλλη κοινωνία, πολύπλοκη, απαιτητική, η οποία ζει υπό πολύ σκληρές συνθήκες και ως εκ τούτου το ίδιο το δόγμα ή εν πάση περιπτώσει η θεολογική αντίληψη, ακόμα και εάν πρόκειται για ποιμαντική και άρα για  κατ’ οικονομία λύσεις  και όχι για  δογματικούς όρους, πρέπει να προσαρμοστεί. Έχει συνεπώς και αυτή  επηρεαστεί από αυτό που λέγεται σύγχρονη συνταγματική ηθική, που είναι η ηθική βέβαια η επεξεργασμένη, του επαυξημένου, όπως λέω, Συντάγματος, το οποίο συμπεριλαμβάνει  και το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι η τελευταία λέξη της ευαισθησίας απέναντι στα φαινόμενα αυτά  επί των οποίων αρχίζει να τοποθετείται τώρα η Εκκλησία. Μάλιστα μερικοί εκπρόσωποι της Εκκλησίας με πολύ μεγάλο θάρρος έχουν διατυπώσει θεωρητικές και ανθρωπολογικές θεωρήσεις για τα ζητήματα αυτά. Για παράδειγμα το κείμενο θεωρεί ότι ο ομοφυλόφιλος δεν είναι αποσυνάγωγος, είναι άξιος της ανθρώπινης ιδιότητάς του, μπορεί να είναι αμαρτωλός όπως ειπώθηκε, αλλά πάντως δεν είναι αποσυνάγωγος και αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία για τα μηνύματα που πρέπει να στέλνει μία Εκκλησία, η οποία βεβαίως δεν είναι μία Εκκλησία για λίγους ή μία Εκκλησία εναρέτων, αλλά είναι μία Εκκλησία αμαρτωλών, πεπτωκότων. Ως εκ τούτου μέσα από τη συνείδηση της πτώσης έχουμε μία αλληλεγγύη, δηλαδή στην πραγματικότητα μία κοινότητα, μία εκκλησία, ένα σύνδεσμο αγάπης που πρέπει να τον έχουμε μεταξύ μας για να τον έχουμε και με το Θεό, αλλιώς δεν εγκαθιδρύεται αυτή η σχέση, που είναι μία σχέση θεολογική αλλά και κοινωνική και πολιτική.

Άρα, πραγματικά, βλέπω να υπάρχει μία έξαρση της Πολιτικής  θεολογίας ένθεν κακείθεν και μία προσέγγιση των ηθικών αντιλήψεων ένθεν κακείθεν. Τη θεολογία δεν ξέρω εάν θα την υποτιμούσαμε λέγοντας ότι είναι επιστήμη, έχει προφανώς πολύ ισχυρά στοιχεία πειθαρχίας διανοητικής αλλά θέλει πίστη. Η επιστήμη στην πραγματικότητα θέλει «απιστία», θέλει καχυποψία, θέλει διαψευσιμότητα, μέσα από τα λάθη της και τις ανατροπές των επιστημολογικών παραδειγμάτων προάγεται η επιστήμη.

Η Εκκλησία δεν αναγνωρίζει δογματικά τον σχετικισμό, γιατί αλλιώς θα είχε διασπαστεί από τις αιρέσεις και τα σχίσματα, αλλά η επιστήμη είναι σχετικιστική, η νομική δε επιστήμη κατεξοχήν, ανατρέπονται οι αποφάσεις, αλλάζουν οι νόμοι, διατυπώνονται μειοψηφίες, ασκούνται ένδικα μέσα για την ανατροπή αποφάσεων ακόμα και τελεσίδικων ή αμετάκλητων, συντελούνται μεταστροφές της νομολογίας.

Άρα έχουμε διαφορετικά παραδείγματα, όμως έχουμε κάτι κοινό, την ομοιότητα του ρόλου της Βίβλου και του Συντάγματος. Η Βίβλος είναι αυτή  που έχει εμπνεύσει στην πραγματικότητα το νεωτερικό νομικό πολιτισμό που βασίζεται στην έννοια του Συντάγματος. Το κίνημα του συνταγματισμού, το γεγονός ότι υπάρχουν κώδικες με υπερέχουσα δύναμη που ρυθμίζουν τον τρόπο παραγωγής των υποδεεστέρων κανόνων και λειτουργούν ως κριτήρια για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των υποδεεστέρων κανόνων.

Αυτά τα δύο βασικά χαρακτηριστικά είναι βεβαίως τα χαρακτηριστικά που έχει η Βίβλος, η οποία έχει επηρεάσει τη σύγχρονη νομική σκέψη διά της έννοιας του Συντάγματος σε καθοριστικό βαθμό. Όχι επειδή το Σύνταγμα ιστορικά σε χώρες όπως η Ελλάδα ή η Ιρλανδία, ξεκινά με ένα προοίμιο επίκλησης της Αγίας Τριάδος ή γενικά του Θεού, αλλά εδώ η τριαδολογική αναφορά  έχει πολύ μεγάλη σημασία γιατί  είναι χριστιανικού χαρακτήρα επίκληση, ή γιατί το Σύνταγμα  εμπεριέχει  διατάξεις περί επικρατούσας θρησκείας για παράδειγμα. Η βασική εισφορά, το βασικό σημείο επαφής είναι αυτή καθεαυτήν η έννοια του Συντάγματος και ο παραλληλισμός της με την ύπαρξη της Βίβλου.

* Ομιλία  στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε, με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Περιστερίου κ. Γρηγορίου (Παπαθωμά), στις 29.1.2023 στο Αμφιθέατρο Εκδηλώσεων του Επισκοπείου της Ιεράς Μητροπόλεως Περιστερίου, με αφορμή την Εορτή των Τριών Ιεραρχών με ομιλητές τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Γέροντα  Περγάμου  Ιωάννη (Ζηζιούλα) και τον Ευάγγελο Βενιζέλο. Την τελευταία πριν το θάνατο του ομιλία του Περγάμου  Ιωάννη (Ζηζιούλα), που είχε ήδη διασωληνωθεί στη ΜΕΘ του Σισμανογλείου Νοσοκομείου, διάβασε ο Μητροπολίτης Περιστερίου, Καθηγητής του Κανονικού Δικαίου στη Θεολογική Σχολή του ΕΚΠΑ, που διετέλεσε φοιτητής του Ιωάννου Ζηζιούλα στη Θεολογική Σχολή ΑΠΘ και φοιτητής του Ευάγγελου Βενιζέλου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ .

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ