Συνήλθε κατά το χρονικό διάστημα από Δευτέρα, 6 έως Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2023 το 34ο Διεθνές Συνέδριο Διευθυντών Θρησκευτικών Υπηρεσιών Ενόπλων Δυνάμεων των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ και συνεργαζόμενων με αυτό χωρών, στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας, με γενικό θέμα:
«Το πρόσωπο και η αποστολή του στρατιωτικού ιερέα στην τρέχουσα γεωπολιτική και θρησκευτική συγκυρία».
Στο συνέδριο συμμετείχαν 120 σύνεδροι, διαφόρων χριστιανικών ομολογιών και θρησκειών, από εικοσιπέντε και πλέον χώρες.
Οι εργασίες του συνεδρίου έλαβαν χώρα στο κεντρικό μέγαρο του Ορθοδόξου Πατριαρχείου της Ρουμανίας με την ευλογία του Πατριάρχη Ρουμανίας κ. Δανιήλ (βλ. ΦΩΤΟ).
Το συνέδριο τίμησε, επίσης, με την παρουσία του και ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων της Ρουμανίας, Στρατηγός Daniel Petrescu, ο οποίος και απηύθυνε εμπνευσμένο χαιρετισμό, καταθέτοντας την προσωπική του εμπειρία και μαρτυρία από την ευεργετική παρουσία και δράση κληρικών υπέρ του προσωπικού των ρουμανικών ενόπλων δυνάμεων. Στο συνέδριο προσήλθαν και απηύθυναν χαιρετισμό και άλλοι πολιτικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι και εκπρόσωποι άλλων δογμάτων από τη Ρουμανία.
Από ελληνικής πλευράς τη Διεύθυνση του Σώματος των Στρατιωτικών Ιερέων εκπροσώπησαν ο Αρχιμ. Μελέτιος Κουράκλης (Δντης ΓΕΕΘΑ/Β7) και ο Πρωτοπρ. Γεώργιος Μάντζιος (Επιτελής ΓΕΕΘΑ/Β7), ενώ την Κύπρο εκπροσώπησε ο Πρωτοπρ. Κωνσταντίνος Χριστοδούλου, Διευθυντής Θρησκευτικού ΓΕΕΦ.
Οι βασικοί ομιλητές του συνεδρίου ήταν:
α) ο καθηγητής ορθόδοξης δογματικής θεολογίας Stefan Buchiu με θέμα The educational mission of the chaplain. Historical and current landmarks (Η εκπαιδευτική αποστολή του στρατιωτικού ιερέα. Ιστορικά και σύγχρονα ορόσημα).
β) ο πανεπιστημιακός καθηγητής Bunaciu Otniel με θέμα: Military chaplains – Vocation, Integrity and ongoing Challenges – a Biblical perspective (Στρατιωτικοί ιερείς – Καθήκον, ακεραιότητα και διαρκείς προκλήσεις – μια βιβλική προοπτική).
γ) ο κληρικός-καθηγητής Marius Talos με θέμα: Warship and worship: brief considerations of an ongoing tension (Πολεμικό πλοίο και λατρεία: σύντομες σκέψεις για μια συνεχιζόμενη ένταση).
δ) ο Δόκτωρ Serban Pavelescu με θέμα: A century and a half of religious assistance in the Romanian Army (Ενάμισης αιώνας ποιμαντικής διακονίας των Ρουμανικών Ενόπλων Δυνάμεων).
ε) η Δόκτωρ Cristina Bragea με θέμα: Religion as a dimension of national security. Historical coordinates and actual dimensions (Η θρησκεία ως διάσταση εθνικής ασφάλειας. Ιστορικές συντεταγμένες και πραγματικές διαστάσεις).
στ) και ο στρατιωτικός ιερέας (Αντιστράτηγος ε.α., Δόκτωρ) Dondi E. Costin με θέμα: Strategic Leadership in Full Spectrum Ministry (Στρατηγική Ηγεσία στην ποιμαντική διακονία ενόπλων δυνάμεων πλήρους φάσματος).
Στο περιθώριο των εργασιών του συνεδρίου πραγματοποιήθηκαν λατρευτικές εκδηλώσεις ανά χριστιανική ομολογία και θρησκεία, συσκέψεις, επισκέψεις σε ιστορικούς χώρους και άλλες εκδηλώσεις.
Στη συνέχεια παραθέτουμε τα κείμενα των δύο πιο σημαντικών ομιλιών του συνεδρίου τόσο στην πρωτότυπη μορφή τους, στα Αγγλικά, όπως εκφωνήθηκαν, όσο και σε ελληνική μετάφραση.
[Εκ της Διευθύνσεως Σώματος Στρατιωτικών Ιερέων Ε.Δ. (ΓΕΕΘΑ/Β7)]
Από το πολεμικό πλοίο στη λατρεία[1]
του Marius Talos
κληρικού-καθηγητή
Εξοχότατοι, Στρατιωτικές και Πολιτικές Αρχές,
Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με ένα προσωπικό ανέκδοτο. Πριν από σχεδόν 20 χρόνια, ενώ προετοιμαζόμουν στο Παρίσι για την εξέταση στην ακρόαση εξομολογήσεων –το λεγόμενο Ad audienda Confessiones– η υπηρεσία μου τα Σαββατοκύριακα συνίστατο στο να συνοδεύω ηλικιωμένους Ιησουίτες πατέρες στην απογευματινή τους βόλτα στο Dome des Invalides, δηλ. στον τέως οίκο και νοσοκομείο για τους βετεράνους του στρατού, που σήμερα αποτελεί την έδρα της Επισκοπής των Γαλλικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Σε μια από τις ελεύθερες συζητήσεις μας με έναν πρώην στρατιωτικό ιερέα, που κινούνταν σε αναπηρικό καροτσάκι, άρχισα να ανησυχώ για τις δύσκολες περιπτώσεις που πιθανώς θα αντιμετώπιζα κατά τη διάρκεια της μελλοντικής ποιμαντικής μου διακονίας, ρωτώντας τον για τα θεωρητικά μου διλήμματα. Αντί, όμως, να μου δίνει ακριβείς απαντήσεις στα ερωτήματά μου, μου διηγήθηκε πώς ήταν η πρώτη εξομολόγηση που άκουσε ποτέ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αμέσως μετά τη χειροτονία του, του ανατέθηκε να παραστεί στην εκτέλεση, δια τουφεκισμού, αρκετών Γερμανών στρατιωτών. Καθώς πλησίασε στον τόπο της εκτέλεσης, ο νεαρός ιερέας ψιθύρισε στο αυτί του πρώτου (Γερμανού) αξιωματικού που καταδικάστηκε σε θάνατο: «Ζητώ συγγνώμη, είναι η πρώτη φορά που το κάνω αυτό»· στο οποίο, απάντησε ο μελλοθάνατος: «Μην ανησυχείτε, το ίδιο ισχύει και για μένα, δεν έχω ξαναπεθάνει ποτέ!».
Αυτή η ιστορία διέλυσε ξαφνικά το άγχος μου και ταυτόχρονα με εισήγαγε μέσα στο μυστήριο αυτής της διακονίας: της ποιμαντικής διακονίας στο στράτευμα. Μου έδειξε αμέσως τις ρίζες της κλήσης ως στρατιωτικού ιερέα, τη σημασία της διπλής προετοιμασίας ως ιερέας και στρατιώτης και την ετοιμότητα να ανταποκριθώ με επιτυχία στη «διακονία της παρουσίας εν κινήσει» προς οποιονδήποτε θα αποστελλόμουν (να υπηρετήσω ποιμαντικά), ιδίως στους ανθρώπους εκτός της θεσμικής εκκλησίας. Η παρέμβασή μου θα ακολουθήσει, επομένως, αυτές τις τρεις ανακαλύψεις που θέλω να μοιραστώ μαζί σας.
Μέρος Ι – Οι ρίζες και η ιστορία της ποιμαντικής διακονίας στο Στράτευμα
Για τη χριστιανική ποιμαντική διακονία, ο ίδιος ο Ιησούς διαμορφώνει τρεις θεμελιώδεις πυλώνες διακονίας: (1) να είναι προσχεδιασμένη μέσω της κίνησης και της κατεύθυνσης, (2) να αγκαλιάζει τη διαφορετικότητα μέσω της σύνδεσης και της συμπόνιας και (3) να επιδιώκει τη μεταμόρφωση μέσω της παρουσίας και της υπηρεσίας.
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η ποιμαντική διακονία εστιάζει προς τα έξω, πέραν των ορίων της Εκκλησίας. Οι χριστιανοί κληρικοί μιμούνται τον Ιησού κινούμενοι προς τα σύνορα, διατηρώντας ταυτόχρονα τα πρότυπα και τις πρακτικές της πίστης τους.
Η προληπτική κίνηση και η προσχεδιασμένη κατεύθυνση απηχούν τον τρόπο του Ιησού, που κατευθύνεται έξω από τον τόπο του και κινείται σε ξένο έδαφος: «ἔρχεται οὖν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ· ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη» (Ιωα. 4, 5-6). Ο Ιησούς, κατά τη διάρκεια της πορείας του προς τη Γαλιλαία, σταματά και κάθεται σε μια πολύ δημόσια και ορατή τοποθεσία. Η ενδυμασία και η προφορά του είναι από έναν ξένο πολιτισμό. Σύντομα εντοπίζεται ότι δεν είναι μέλος του τοπικού χωριού των Σαμαρειτών. Κάποιοι πολίτες ίσως τον είχαν κιόλας αποφύγει. Η κατάσταση φαινόταν πολιτισμικά και κοινωνικά φορτισμένη για να ανάψει: Τι κάνει ένας Εβραίος στη Σαμάρεια; Το ερώτημα αυτό θα μπορούσε να μεταφραστεί μέσα στο χρόνο στο σήμερα: Τι κάνει ένας ιερέας σε μια φυλακή; Τι κάνει ένας «θρησκευτικός επαγγελματίας» μέσα σε ένα εργοστάσιο;
Αγκαλιάζοντας τη διαφορετικότητα μέσω της σύνδεσης και της συμπόνιας. Η ιστορία συνεχίζεται στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη 4, 7-8: «ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· δός μοι πιεῖν. (οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι)». Ο Ιησούς αναζητά ενεργητικά και δυναμικά αυτούς που υποφέρουν και στη συνέχεια δημιουργεί χώρο για συζήτηση. Οι κληρικοί, επίσης, αναζητούν τους πάσχοντες και δημιουργούν ευκαιρίες για σύνδεση. Ο Ιησούς, όπως και ένας εμπνευσμένος ιερέας, ξεκινάει τον διάλογο με σκοπό να εμβαθύνει στη συζήτηση. Κινεί το ενδιαφέρον στη Σαμαρείτισσα και εκείνη απαντά στο εδάφιο 9: «λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις· πῶς σὺ Ἰουδαῖος ὢν παρ’ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; (οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρίταις)».
Αναζητώντας τη μεταμόρφωση μέσω της παρουσίας και της υπηρεσίας: Το ίδιο Ευαγγέλιο μας λέει να επιβεβαιώσουμε την αξία της αναζήτησης της μεταμόρφωσης μέσω της σκόπιμης έναρξης μιας ποιμαντικής διακονίας παρουσίας στην υπηρεσία των πασχόντων. Ο Ιησούς κινείται προς την ικανοποίηση της βαθύτερης ανάγκης της Σαμαρείτισσας καλώντας την να ρωτήσει τι μπορεί (ο Ιησούς) να κάνει. Είναι προσκλητικός (ο προσκαλών), και ένα βαθύτερο επίπεδο συζήτησης με τη Σαμαρείτισσα μπορεί τώρα να λάβει χώρα όταν αυτή ρωτάει: «Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν; μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς Ἰακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ;» (Ιωα. 4, 11-12). Τώρα η Σαμαρείτισσα έχει εμπλακεί πλήρως σε συζήτηση με τον Ιησού. Επιπλέον, η συζήτησή τους έχει ως θεμέλιο την πίστη. Η απάντηση του Ιησού φανερώνει την αξία που δίνει στη Σαμαρείτισσα και τον σεβασμό του προς αυτήν: «ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· ὃς δ’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ιωα. 4, 13-14). Αυτή επιδιώκει εξεταστικά την προσφορά του στον στίχο 15: «Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν».
Εμπνευσμένη από αυτό το πρότυπο, αλλά εν τω μεταξύ διαμορφωμένη από κάθε σημαντική εποχή, η ιστορία της ποιμαντικής διακονίας στο στράτευμα εξελίχθηκε, κατά τη διάρκεια των αιώνων, ως εξής:
1. Βιβλική εποχή: Η ουσία της ποιμαντικής διακονίας μπορεί να εντοπιστεί ήδη από τα πρώτα χρόνια της ισραηλιτικής ιστορίας μέσω των ρόλων του ιερέα, του προφήτη, του σοφού και του βασιλιά. Στην Καινή Διαθήκη, ο Ιησούς, ως ενσάρκωση αυτών των τεσσάρων ρόλων, υπηρέτησε άνδρες, γυναίκες και παιδιά, τόσο εντός όσο και εκτός της ισραηλιτικής κοινότητας —και το έκανε ολιστικά, ως αρχιερέας, προφήτης, σοφός, βασιλιάς των βασιλιάδων και ευαγγελιστής.
2. Πρώιμη εποχή της Εκκλησίας: Η έμφαση δόθηκε περισσότερο στη χριστιανική ζωή· οι διάκονοι έπαιζαν επίσης σημαντικό ρόλο στη φροντίδα των ατόμων, ιδίως στη φροντίδα των φτωχών.
3. Εξέλιξη της αυτοκρατορικής εκκλησίας: Η Εκκλησία παρείχε και ήλεγχε τη διανομή της κοινωνικής πρόνοιας, προσέφερε συμβουλές για τις καθημερινές υποθέσεις, εκπαίδευε άτυπα και συνεργαζόταν με τους γιατρούς στη διάγνωση και τη θεραπεία ασθενειών.
4. Αναγέννηση και Μεταρρύθμιση: Η ποιμαντική φροντίδα επεκτάθηκε σε μια στοχευμένη υπεράσπιση και προστασία των θυμάτων των ανηλεών κοινωνικών πρακτικών.
5. Διαφωτισμός και σύγχρονοι χρόνοι: Η ποιμαντική θεραπεία (ο έλεγχος της Εκκλησίας επί της ιατρικής) υποχώρησε, η πρακτική της ποιμαντικής φροντίδας επεκτάθηκε στους ασθενείς και τους ετοιμοθάνατους και οι διάκονοι–φροντιστές άρχισαν να χρησιμοποιούν την αξιολόγηση των ασθενών/πελατών. Καθώς ανέτειλε ο 21ος αιώνας, η συζήτηση για την ποιμαντική φροντίδα έχει επικεντρωθεί πολύ περισσότερο στην πολυεπιστημονική προσέγγιση που χρησιμοποιείται συχνά στους διάφορους τομείς ποιμαντικής διακονίας. Αυτού του είδους η προσέγγιση καλεί τους κληρικούς–ποιμένες να συγκεράσουν τον θεολογικό προβληματισμό με την προσωπική και κοινωνική εμπειρία. Απαιτεί ώστε η ποιμαντική διακονία σε κάθε τομέα εκκλησιαστικής δράσης να αναγνωρίζει τα πολυδιάστατα ζητήματα των ατόμων και των οικογενειών. Κάθε αποδέκτης ποιμαντικής φροντίδας (είναι αναμενόμενο ότι) θα έχει μια προσωπική εμπειρία κρίσης/πρόκλησης που σχετίζεται με το οικογενειακό ιστορικό, την προσωπική ιστορία και τις πολιτισμικές και γεωπολιτικές δυναμικές, μαζί με το ιατρικό ιστορικό, το ψυχικό-πνευματικό ιστορικό καθώς και με την αντιληπτική-γνωστική λειτουργία (την ικανότητα δηλαδή να κατανοεί κανείς πλήρως τι συμβαίνει και πώς αυτό θα επηρεάσει τον ίδιο και τους γύρω του).
Μέρος ΙΙ – Η πολυπλοκότητα της σημερινής ποιμαντικής διακονίας στο Στράτευμα
Σύμφωνα με αυτή την πολύπλοκη ιστορική κατανόηση, η τρέχουσα έννοια της ποιμαντικής διακονίας περιλαμβάνει: (1) την παροχή εκκλησιαστικών υπηρεσιών σύμφωνα με την παράδοση της πίστης κάποιου, (2) τη διευκόλυνση των θρησκευτικών προσδοκιών και απαιτήσεων των άλλων, (3) τη φροντίδα όλων και (4) τη συμβουλευτική των ηγετών σε έναν οργανισμό. Σύμφωνα με την τρέχουσα προετοιμασία για την ποιμαντική διακονία, οι τέσσερις κατηγορίες ικανοτήτων του ιερέα, του πάστορα, του μεσίτη και του θεραπευτή σφυρηλατούνται στο σεμινάριο και μέσω της πρακτικής άσκησης και εμπειρίας της ποιμαντικής διακονίας. Σε αυτές τις τέσσερις πρέπει να προστεθεί και η κατηγορία του δασκάλου.
Λειτουργός. Ο όρος «Λειτουργός» αναφέρεται ειδικά στον τρόπο με τον οποίο ένας κληρικός επιτελεί τη θρησκευτική λατρεία ή το θρησκευτικό τελετουργικό, όπως έχει διαμορφωθεί από τη θρησκευτική ιδιαιτερότητα και τις απαιτήσεις μιας θρησκευτικής ομάδας/εκκλησίας/θρησκείας. Αντιπροσωπεύει την πιο αληθινή έκφραση της χειροτονίας ή της εκκλησιαστικής διακονίας ενός κληρικού. Αυτές οι διάφορες τελετουργίες/εκκλησιαστικές ιεροπραξίες/διαδικασίες είναι συχνά διακριτές σε μια συγκεκριμένη θρησκευτική ομάδα. Για παράδειγμα, ορισμένες θρησκευτικές οργανώσεις/εκκλησίες απαιτούν από τους λειτουργούς τους να χρησιμοποιούν μια τυποποιημένη τελετουργία/εκκλησιαστική ακολουθία/τυπικό για τη βάπτιση. Άλλες θρησκευτικές ομάδες αποδέχονται μια συγκεκριμένη τελετουργία ως προαιρετική. Ορισμένες ομολογίες απαιτούν από έναν ιερέα να υποβάλει ένα πιστοποιητικό βάπτισης στην κεντρική εκκλησιαστική/θρησκευτική διοίκηση της εκκλησιαστικής/θρησκευτικής τους κοινότητας μετά από μια βάπτιση, ενώ άλλες ομολογίες δεν τηρούν κανένα συστημικό αρχείο.
Ποιμένας. Οι ποιμένες επεκτείνουν τη διακονία στα βαθύτερα και πιο οδυνηρά μέρη του πλανήτη. Ο Πάπας Φραγκίσκος προειδοποίησε λέγοντας ότι ένας ιερέας που «δεν βάζει το δικό του δέρμα και την καρδιά του στη γραμμή» τότε γίνεται (ένας απλός) διαχειριστής αντί να είναι διαμεσολαβητής. «Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για την απογοήτευση ορισμένων, που καταλήγουν θλιμμένοι —θλιμμένοι ιερείς!— και έτσι κατά κάποιο τρόπο γίνονται συλλέκτες αντικών ή μικροπραγμάτων, αντί να είναι ποιμένες που ζουν με “την οσμή των προβάτων”», εξήγησε ο Πάπας. «Αυτό σας ζητώ: Να είστε ποιμένες, έχοντας την “οσμή των προβάτων”». Οι ιερείς φέρουν την οσμή των προβάτων τους. Τρώνε το ίδιο φαγητό, κοιμούνται στα ίδια κτίρια, υπομένουν τις ίδιες συνθήκες και φορούν τα ίδια ρούχα με εκείνους που υπηρετούν.
Μεσίτης. Ο κληρικός ως μεσίτης αποτελεί τη βασική προσδοκία για κάθε οργανισμό που προσλαμβάνει ιερέα. Η μεσολάβηση/παρέμβαση/φροντίδα για λογαριασμό άλλων περιλαμβάνει προσευχή, υποστήριξη/υπεράσπιση και σύνδεση. Ενώ οι ικανότητες προσευχητικής μεσιτείας αναπτύσσονται στο σεμινάριο και μέσω της πνευματικής καθοδήγησης, τίποτα δεν αναπτύσσει τις ικανότητες υπεράσπισης/υποστήριξης και διασύνδεσης γρηγορότερα απ’ ότι η πραγματική εμπειρία, που συσσωρεύει κάποιος στην πράξη ως εκκλησιαστικός εφημέριος σε έναν οργανισμό. Οι διαθέτοντες το φρόνημα του υπερασπιστή/υποστηρικτή πιστεύουν στους ανθρώπους και παρέχουν στήριξη μέσω προσφοράς νουθεσίας, παρηγοριάς και ενθάρρυνσης. Συχνά φτάνουν πέρα από αυτούς τους τρείς τομείς ποιμαντικής δράσης, προσφέροντας συμβουλές και μεσιτεία για τους περιθωριοποιημένους.
Θεραπευτής Οι κοινωνίες και οι πολιτισμοί έχουν συνδέσει τους κληρικούς με τη θεραπεία και την ολότητα/ακεραιότητα από την αρχαιότητα. Το βλέπουμε στα πρώτα λόγια του Ιησού μετά τη θεραπεία ενός λεπρού: «Παρουσιάσου στον ιερέα» (Ματθ. 8, 4). Οι ιερείς αναμενόταν να επαληθεύσουν ότι κάποιος ήταν υγιής και είχε θεραπευτεί (Λευιτ. 13, 49, 14, 2). Σε αυτό το πλαίσιο, ο ιερέας δεν επιτελούσε στην πραγματικότητα τη θεραπεία, αλλά απλώς επαλήθευε τη θεραπεία. Οι εφημέριοι δεν πρέπει να εκπλήσσονται όταν ανακαλύπτουν ανθρώπους στη θρησκευτική τους κοινότητα, που επιμένουν να τους θεωρούν ως σύγχρονους σαμάνους που κατέχουν ειδικές δυνάμεις. Υπάρχει μια περιγραφή του στρατηγού George Patton που καλεί τον ιερέα του στο γραφείο του για να του ζητήσει να «φτιάξει» μια προσευχή για να αλλάξει ο κακός καιρός εν μέσω μιας στρατιωτικής εκστρατείας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: «Στρατιωτικέ ιερέα, θέλω να γράψεις μια προσευχή για καλό καιρό. Έχω κουραστεί με τους στρατιώτες μου που πρέπει να αντιμετωπίζουν λάσπη και οδύνες καθώς και τους Γερμανούς. Να δούμε αν μπορούμε να κάνουμε τον Θεό να δουλέψει με το μέρος μας».
Δάσκαλος. Οι περισσότερες θρησκευτικές ομάδες περιμένουν από τους κληρικούς τους να έχουν υψηλό βαθμό εκπαίδευσης. Οι στρατιωτικοί ιερείς μπορεί να έχουν περισσότερα πτυχία και χρόνια σπουδών από άλλους στην εκκλησιαστική/θρησκευτική τους κοινότητα, λόγω των πολλαπλών καθηκόντων που καλούνται να επιτελέσουν στη Λατρεία και τα Μυστήρια, την Πνευματική Φροντίδα, τη Διαχείριση Κρίσεων, τις Ιατρικές και Στρατιωτικές αρμοδιότητες, την επικοινωνία και ούτω καθεξής. Η εκπαίδευσή τους και η πιστοποίησή τους σημαίνει ότι συχνά υπάρχει προσδοκία να λειτουργούν και ως δάσκαλοι εντός του (στρατιωτικού) οργανισμού.
Μέρος III Ευκαιρίες και προκλήσεις
Κλασική διακονία και ποιμαντική διακονία Στρατεύματος
Ενώ τα μοντέλα των τοπικών εκκλησιών συνήθως ενισχύουν μια προσέγγιση του τροχού της άμαξας, όπου ο ιερέας και ο πάστορας παραμένει στο κέντρο και η εξωτερική κοινότητα ακολουθεί τις ακτίνες προς τα μέσα, οι στρατιωτικοί ιερείς αντιστρέφουν το μοντέλο του τροχού της άμαξας παρέχοντας την παρουσία τους εκεί όπου οι άνθρωποι ζουν και εργάζονται κατά μήκος της εξωτερικής στεφάνης του τροχού. Αυτή η αλλαγή παραδείγματος προσφέρει τόσο ευκαιρίες για δημιουργικότητα στον ποιμαντικό τομέα όσο και τεράστιες προκλήσεις για την προσωπική και συλλογική πίστη και ζωή.
Ταυτότητα και ένταξη
Επειδή η ποιμαντική διακονία στο στράτευμα είναι μια διακονία εκτός των πυλών, οι στρατιωτικοί εφημέριοι διατρέχουν τον κίνδυνο να επικεντρωθούν σχεδόν ολοκληρωτικά στην ατομική ανάπτυξη εκτός των ορίων της ιστορικής εκκλησίας. Σε τέτοια μοντέλα φροντίδας, οι στρατιωτικοί εφημέριοι μπορεί να χάσουν την αυθεντική ποιμαντική τους ταυτότητα, όπως αυτή έχει εξελιχθεί στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εκκλησιαστικής/θρησκευτικής τους παράδοσης και του τοπικού εκκλησιαστικού τους σώματος. Είναι σημαντικό να διατηρείται η σύνδεση με το τοπικό εκκλησιαστικό σώμα και να επιδιώκεται η ατομική ανάπτυξη· αυτό επιτυγχάνεται μέσω της φροντίδας που λαμβάνει υπόψη τόσο την ανθρώπινη εμπειρία όσο και την ιστορική παράδοση. Στην ουσία, η διαδικασία μετατοπίζει την εστίαση από το «ποιος είμαι» στο «ποιανού είμαι». Μια τέτοια διαδικασία εξαρτάται από δύο δραστηριότητες: την εκκλησιαστική λατρεία και τον κριτικό στοχασμό. Χωρίς ουσιαστικές και στοχευμένες τελετουργίες, η καθημερινή ζωή δεν μπορεί να γίνει ή να διατηρηθεί ανθρώπινη. Η εξανθρώπιση των τελετουργιών εξανθρωπίζει όλη τη ζωή… Οι αντικρουόμενες τελετουργίες έχουν ως αποτέλεσμα την αποξένωση και την απανθρωποίηση. Από την άλλη πλευρά, οι κοινές νοηματοδοτημένες τελετουργίες έχουν ως αποτέλεσμα το δώρο της κοινότητας.
Δυαδικότητα Εκκλησίας και Κράτους
Ευκαιρίες και προκλήσεις της θεσμικής δυαδικότητας. Τι σημαίνει να είσαι μέλος σε δύο σημαντικούς κοινωνικούς θεσμούς; Τα πλεονεκτήματα αυτής της διπλής σχέσης περιλαμβάνουν απαράμιλλες ευκαιρίες να σχετίζεσαι ως εσωτερικός/οικείος. Οι στρατιωτικοί εφημέριοι διατηρούν συχνή και θετική υπηρεσιακή επαφή όχι μόνο με τα μέλη αλλά και με τον ίδιο τον θεσμό. Οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι είναι αναπόφευκτοι. Στο πλαίσιο των Ενόπλων Δυνάμεων, οι ιερείς κινδυνεύουν να θεωρούν σύμφυτη την αγάπη τους για τον Θεό με την υπηρεσία τους στο έθνος. Ορισμένες εκκλησιαστικές/θρησκευτικές κοινότητες αμφισβητούν την ορθότητα των κληρικών να φορούν στολές και να φέρουν/κατέχουν ιεραρχικό βαθμό. Παραμένει ο κίνδυνος οι ιερείς να υποτάξουν τις προσδοκίες των μελών της εκκλησιαστικής τους κοινότητας (των ομάδων πίστης) στους στρατιωτικούς στόχους. Ωστόσο, αυτό αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης εθνικής συζήτησης. Η συζήτηση για τη θεσμική δυαδικότητα επεκτείνεται στη σχέση μεταξύ Εκκλησίας και Κράτους.
Πόλεμος και ειρήνη
Παραπέμποντας σε ένα πολύ γνωστό μυθιστόρημα ενός διάσημου συγγραφέα, που ανήκει όμως σε ένα έθνος που δύσκολα μπορούμε να αναφέρουμε για προφανείς λόγους που σχετίζονται με τον πόλεμο, αυτό που τελικά αναδεικνύεται ως μείζων πρόκληση για την ποιμαντική διακονία στο στράτευμα είναι η πολύ προβληματική σχέση μεταξύ πολέμου και ειρήνης. Από τη μία πλευρά, υπάρχει η αντίληψη ότι ο στρατός είναι όργανο ειρήνης. Ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ στο Spirituali Militum Curae δήλωσε ότι «όσοι ανήκουν στις Ένοπλες Δυνάμεις πρέπει να θεωρούνται “ως όργανα της ασφάλειας και της ελευθερίας των λαών”», διότι «επιτελώντας καλά αυτή τη λειτουργία συμβάλλουν πραγματικά στη σταθεροποίηση της ειρήνης». Από την άλλη πλευρά, είμαστε όλοι μάρτυρες αυτού που ο Πάπας Φραγκίσκος αποκαλεί «πόλεμο σε κομμάτια», ο οποίος βήμα προς βήμα αναφλέγει όλες τις ηπείρους του πλανήτη μας. Χωρίς να κάνουν πολιτική, οι συνειδήσεις των στρατιωτικών ιερέων εκτίθενται στην πρώτη γραμμή αυτού του τρομερού διλήμματος. Και σε περίπτωση σφαγών, αυτές μελετώνται ως μέρος ενός μαθήματος ηθικής για το πώς μπορεί να επισημαίνονται/καταγγέλλονται οι κακές αποφάσεις και να αντιμετωπίζονται/κατακρίνονται οι ηγέτες που τις λαμβάνουν. Εάν ένας στρατιωτικός ιερέας λάβει γνώση για μια διαταγή που καταφανώς είναι παράνομη ή ανήθικη ή παραβιάζει τις Συμβάσεις της Γενεύης, είναι καθήκον του να υποβάλει επίσημη καταγγελία και να κάνει κάθε δυνατή ενέργεια για να επιστήσει την προσοχή στο πρόβλημα.
Σε (ποιον) Θεό πιστεύουμε;
Και όμως, η πιο σκληρή δοκιμασία που προκαλεί την πίστη των στρατιωτών και των στρατιωτικών ιερέων στην πρώτη γραμμή αφορά τελικά την εικόνα του Θεού, τον οποίο υπηρετούν στην αποστολή τους. Η πνευματικότητα και η ψυχική υγεία, για πολλούς πιστούς, πάνε χέρι-χέρι. Λένε ότι ο Θεός μπορεί να βρεθεί ή να χαθεί σε ένα στρατιωτικό χαράκωμα. Αυτό που έμαθα από την αποστολή μου ως στρατιωτικός ιερέας ήταν ότι ο πόλεμος σπάνια αφήνει ανέγγιχτη την πίστη ενός ανθρώπου. Πολλοί στρατιώτες μού υπέβαλαν εκδοχές της ίδιας βασικής ερώτησης: Πώς μπορείς να συμβιβάσεις τον Θεό της αγάπης με έναν Θεό που επιτρέπει τον τρόμο του πολέμου; Τι κάνει έναν πόλεμο «δίκαιο» πόλεμο; Το «Ου φονεύσεις» είναι μια φράση που όλοι έχουμε ακούσει κάποια στιγμή στη ζωή μας, αλλά υπό ορισμένες συνθήκες γιατί είναι κατά κάποιο τρόπο αποδεκτό για τους στρατούς να σφάζει ο ένας τον άλλον; Υπάρχει ένας τρόπος να ξεφύγουμε από μια τεχνική, δικηγορική απάντηση σε αυτό, αλλά οι στρατιώτες που έθεσαν αυτή την ερώτηση ανησυχούσαν για το πώς εφαρμόζεται στις προσωπικές τους πράξεις. Είναι πάντα δύσκολο να βρούμε μια απάντηση, ικανοποιητική γι’ αυτούς.
Συμπέρασμα
Όπως ξεκίνησα με ένα στρατιωτικό ανέκδοτο, επιτρέψτε μου να κλείσω την παρουσίαση αυτή με μια στοχαστική φράση ενός πρώην στρατιωτικού ιερέα στο Ιράκ: Αυτό που είναι μοναδικό στο ταξίδι μου —από μια ακλόνητη πίστη, στην απειλή της απώλειάς της και σε μια ανανεωμένη σχέση με τον Θεό— είναι ότι επιταχύνθηκε. Είναι μια απλή αλήθεια: Η ζωή επιταχύνεται σε μια εμπόλεμη ζώνη. Για δύο χρόνια ένιωθα σαν η ζωή μου να ήταν κολλημένη στο fast-forward, με τον Θεό να εμφανίζεται ως θεατής, χωρίς να ανταποκρίνεται στις απεγνωσμένες εκκλήσεις μου να πατήσει το κουμπί της παύσης. Τι μας συμβαίνει όταν αντιμετωπίζουμε τα χειρότερα που μας επιφυλάσσει η ζωή; Τι συμβαίνει όταν ο χρόνος μοιάζει να σταματάει, όταν είμαστε σε θέση να δούμε την αστοχία μας να περνάει μπροστά από τα μάτια μας, είμαστε σε θέση να ακούσουμε και να απομνημονεύσουμε κάθε ήχο που μας περιβάλλει και μπορούμε να μυρίσουμε εκείνες τις αξέχαστες μυρωδιές που δεν θα ξεφύγουν ποτέ από τη μνήμη μας; Αυτές οι σκέψεις και τα συναισθήματα είναι χαραγμένα μέσα μας και στη συνέχεια είναι δική μας δουλειά να προσπαθήσουμε να βγάλουμε νόημα σε αυτό που συχνά μπορεί να μοιάζει παράλογο.
Είναι «η δουλειά μας να προσπαθήσουμε να δώσουμε νόημα σε αυτό που συχνά μπορεί να αισθανόμαστε παράλογο». Δεν γνωρίζω άλλον ορισμό του στρατιωτικού ιερέα που να τονίζει με σαφέστερο τρόπο το χάσμα και τη διαδικασία από το πολεμικό πλοίο στη λατρεία (from warship to worship). Προσπαθώντας τελικά να επανεκτιμήσουμε το αρχικό ερώτημα «τι είναι ο στρατιωτικός ιερέας», μπορούμε απλά να πούμε: αντί να προσδιορίζεις τον εαυτό σου λέγοντας «είσαι αυτό που κάνεις», το κάλεσμα λέει: «κάνε αυτό που είσαι. Ένας άνθρωπος κληθείς από τον Θεό και προσληφθείς από την Πατρίδα για μία αποστολή».
Σας ευχαριστώ!
[1] (Σ.τ.Μ.) Ο τίτλος της ομιλίας μπορεί μεν στα ελληνικά να φαίνεται παράδοξος αλλά στο πρωτότυπο, στην αγγλική γλώσσα, αποτελεί (ο τίτλος) ευφυή έμπνευση (from Warship to Worship), διότι μέσω του λογοπαίγνιου των ομόηχων λέξεων Warship και Worship αποδίδει ταυτοχρόνως και την διφυή υπόσταση της ποιμαντικής διακονίας στις ένοπλες δυνάμεις αλλά και τον διλημματικό χαρακτήρα της.
From Warship to Worship
Your Excellencies, Military and Civil Authorities,
Please allow me to start with a personal anecdote. Almost 20 years ago, while I was preparing in Paris my Examination for hearing confessions – the so called Ad audienda Confessiones – my weekend service consisted in accompanying old Jesuits in their afternoon walk to the Dome des Invalides, former home and hospital for military veterans, current cathedral of the Diocese of the French Army. In one of our free conversations with a former military chaplain pulled in wheelchair, I started to worry about the difficult cases I would probably face during my future pastoral ministries asking him my theoretical dilemmas. Instead of providing punctual answers to my questions, he replied by tellying me how was his first confession he was ever listened to during the Second World War. Immediately after his ordination, he was commissioned to attend the execution by shooting of several German soldiers. As he approached the place of execution, the young chaplain whispered into the ear of the first officer sentenced to death: „Apologizes, this my first time doing this”. To which, thhe soldier replied: „Don’t worry, the same is for me, I have never died before!” This story shattered my anxiety all of a sudden, and in the same time introduced me within the mystery of this ministry: military chaplaincy. It showed me at once the roots of the calling as a military chaplain, the importance of the double preparation as a chaplain and soldier and the readiness to deliver the “ministry of presence in motion” to whomever I was sent to, especially to the people outside the institutional church. My intervention will follow therefore these three discoveries I want to share you.
Part I – Roots and History of Chaplaincy
For Christian chalplaincy, Jesus himself models three foundational pillars of chaplaincy: (1) being intentional through movement and direction, (2) embracing diversity through connection and compassion, and (3) seeking transformation through presence and service
As mentioned earlier, chaplaincy is focused outward from the boundaries of the church. Christian chaplains imitate Jesus by moving toward the frontier while simultaneously maintaining the standards and practices of their faith.
The proactive movement and intentional direction echo Jesus heading out of his own place and moving through foreign territory: “So he came to a town of Samaria called Sychar, near the eld that Jacob had given to his son Joseph. Jacob’s well was there; so Jesus, wearied as he was from his journey, was sitting beside the well. It was about the sixth hour” (4:5–6). Jesus, in the process of heading toward Galilee, stops and sits in a very public and visible location. His attire and accent are from a foreign culture. He is soon spotted as not being a member of the local Samaritan village. Some citizens might have avoided him. The situation seemed culturally and socially charged to ignite: What is a Jew doing in Samaria? That question could translate through time into today: What is a chaplain doing in a prison? What is a religious professional doing inside a factory?
Embracing Diversity through Connection and Compassion The story continues in John 4:7–8: “A woman from Samaria came to draw water. Jesus said to her, ‘Give me a drink.’ (For his disciples had gone away into the city to buy food.)” Jesus proactively seeks those who suffer and then creates space for conversation. Chaplains also seek the suffering and create opportunities for connection. Jesus, like a prototypical chaplain, is initiating dialogue with the intent of growing deeper in conversation. He engages the Samaritan woman, and she responds in verse 9: “The Samaritan woman said to him, ‘How is it that you, a Jew, ask for a drink from me, a woman of Samaria?’ (For Jews had no dealings with Samaritans).
Seeking Transformation through Presence and Service: The same Gospel tells us affirm the value of seeking transformation through intentionally initiating a ministry of presence to serve the suffering. Jesus moves toward meeting the Samaritan woman’s deeper need by inviting her to ask what he can do. He is invitational, and a deeper level of conversation with the Samaritan woman can now take place when she asks: “Sir, you have nothing to draw water with, and the well is deep. Where do you get that living water? Are you greater than our father Jacob? He gave us the well and drank from it himself, as did his sons and his livestock” (John 4:11–12). She is now fully engaged in conversation with Jesus. Moreover, their talk has faith as its foundation. His response communicates her value and his respect for her: “Jesus said to her, ‘Everyone who drinks of this water will be thirsty again, but whoever drinks of the water that I will give him will never be thirsty again. The water that I will give him will become in him a spring of water welling up to eternal life’ ” (4:13–14). She inquisitively pursues his invitation in verse 15, “Sir, give me this water, so that I won’t get thirsty and have to keep coming here to draw water.”
Inspired by this model, but in the meantime shaped by each of the important age, the history of the military chaplaincy developped during the centuries as it follows:
1. Biblical Era: The essence of chaplaincy ministry can be traced as far back as the earliest years of Israelite history through the roles of the priest, prophet, sage, and king. In the New Testament, Jesus, as the embodiment of these four roles, ministered to men, women, and children, both within the Israelite community and outside; and He did it holistically, as high priest, prophet, sage, king of kings, and evangelist. 2. Early Church Era: The emphasis became more focused on Christian living; deacons also played a significant role in care of individuals, particularly in care for the poor. 3. Evolution of the Imperial Church: The Church provided and controlled the distribution of social welfare, provided counsel for daily affairs, educated informally, and worked with physicians in diagnosis and healing. 4. Renaissance and Reformation: Pastoral care expanded to an intentional advocacy and protection for victims of uncaring societal practices. 5. Enlightenment and Modern times: Pastoral healing (the church’s control over medicine) subsided, pastoral care practice expanded to the sick and dying, and caregivers started using patient/client assessment. As the 21st century has dawned, the pastoral care conversation has become much more focused on the multi-disciplinary approach often used in chaplaincy ministries. This approach calls for chaplains to intertwine theological reflection with personal and social experience. It demands that all pastoral care recognize the multidimensional issues of individuals and families. Every care recipient will have a unique crisis experience related to family history, personal history, and cultural and geo-political dynamics, along with medical history, mental history, and cognition (ability to fully understand what is occurring and how that will affect them and those around them).
Part II – Complexity of the current Military Chaplaincy
According to this complex historical understanding, the current concept of Chaplaincy is comprised of (1) providing ecclesiastical services according to your faith tradition, (2) facilitating the religious expectations and requirements of others, (3) caring for all, and (4) advising leaders within an organization. According to the current preparation for chaplaincy, the four competency categories of minister, pastor, intercessor, and healer are forged in seminary and through practical ministry experience. Added to these four is the category of teacher.
Minister “Minister” is a term specically referring to the way in which a clergyperson provides religious functions unique to a faith group’s expectations and requirements. It represents the truest expression of a clergy’s ordination or license. These various functions are frequently distinct to a particular faith group. For example, some religious organizations require their ministers to use a standardized liturgy for baptism. Other faith groups make a specific liturgy optional. Some denominations require a chaplain to submit a certicate of baptism to their faith group headquarters following a baptism, while other denominations keep no systemic record.
Pastor Chaplains extend ministry to the deepest and most painful places on the planet. Pope Francis warned that a priest who “doesn’t put his own skin and his own heart on the line” becomes a manager rather than a mediator. “This is precisely the reason for the dissatisfaction of some, who end up sad—sad priests—in some sense becoming collectors of antiques or novelties, instead of being shepherds living with ‘the odor of the sheep,’ ” the pope explained. “This I ask you: Be shepherds, with the ‘odor of the sheep.’ ” Chaplains bear the odor of their sheep. They eat the same food, sleep in the same buildings, bear the same conditions, and wear the same clothes as those they serve.
Intercessor The chaplain as intercessor is a baseline expectation for any organization hiring a chaplain. Intervening on behalf of others includes prayer, advocacy, and liaison. While intercessory prayer competencies are developed in seminary and through spiritual direction, nothing develops advocacy and liaison skills faster than actual experience as a chaplain within an organization. Advocates believe in people and lend support by offering counsel, comfort, and encouragement. They frequently reach beyond these three activities by offering advice and intercession for the disenfranchised
Healer Societies and cultures have associated clergy with healing and wholeness since ancient times. We witness it in the rst words of Jesus following his healing of a leper: “Show yourself to the priest” (Matt. 8:4). Priests were expected to verify that someone was healthy and had been cured (Lev. 13:49; 14:2). In this context, the priest did not actually perform the healing but simply veried the healing. Chaplains should not be surprised to discover people in their organization who persist in viewing them as modern shamans holding special powers. There is an account of General George Patton calling his chaplain into his office to ask him to provide a prayer to change the miserable weather in the midst of a military campaign during World War II: “Chaplain, I want you to publish a prayer for good weather. I’m tired of these soldiers having to ght mud and oods as well as Germans. See if we can’t get God to work on our side.”
Teacher Most faith groups expect their clergy to have a high degree of education. Chaplains may have more degrees and years of study than others in their organization, due to their multiple tasks they are called to accomplish in Liturgy and Sacraments, Spiritual Care, Crisis Management, Medical and Military competencies, communication and so on. Their education and certification mean they are often sought as teachers within the organization.
Part III Opportunities & Challenges
Classic Ministry and Chaplaincy
While local-church models typically reinforce a wagon-wheel approach, where the priest and pastor remains at the center and the outside community follows the spokes inward, chaplains invert the wagon-wheel model by providing their presence where people live and work along the outer wheel rim. This change of paradigm offers both opportunities for creativity in the pastoral field and tremendous challenges for personal and collective faith and life.
Identity and Belonging
Because chaplaincy is a ministry outside the gates, chaplains run the risk of focusing almost totally on individual growth outside the boundaries of the historical church. In such models of care, chaplains may lose their authentic pastoral identity as it has evolved within their specific faith tradition and local church body. It is important to maintain a connection to the local body and pursue individual growth; this is accomplished through care which takes into account both the human experience and historical tradition. In essence, the process shifts focus from “who I am” to “Whose I am.” Such a process is dependent on two activities: worship and critical reflection. Without meaningful and purposeful rituals, daily life cannot be made or kept human. Humanizing rituals humanizes all of life… Conflicting rituals result in alienation and dehumanization. On the other hand, common meaningful rituals result in the gift of community
Duality Church and State
Opportunities and Challenges of Institutional Duality What does it mean to hold membership in two major social institutions? Benets of this dual relationship include unparalleled opportunities to relate as an insider. Chaplains retain frequent and positive ministerial contact not only with members but with the institution itself. Challenges and risks are unavoidable. Within the military, chaplains risk conating their love of God with their service to nation. Some faith groups challenge the propriety of clergy wearing uniforms and holding officer rank. There remains the risk of chaplains subordinating faith-group expectations to military goals. Yet this is part of a larger national conversation. The conversation of institutional duality expands to the relationship between church and state.
War and Peace
Quoting a well known novel from a famous writer, but belonging to a nation we can hardly mention for obvious reasons related to the war, what eventually emerges as a major challenge for the military chaplaincy is the very problematic relationship between war and peace. On the one hand, there is an understanding of the Army as instrument for peace. Saint John Paul II in Spirituali Militum Curae stated that „those who are part of the Armed Forces must be considered “as instruments of the security and freedom of peoples”, because “by performing this function well they really contribute to stabilize peace”. On the other hand, we all witness what Pope Francis is calling a „war in pieces” which step by step ignites all the continents of our planet. Without making politics, chaplains consciences are exposed in the first line of this terrible dilemma. And in case of massacres, they are studied as part of an ethics lesson on how to recognize bad decisions and confront the leaders who make them. If a chaplain learns of an order that seems illegal or immoral, or violates Geneva Conventions, it is the chaplain’s duty to lodge a formal complaint and take all action possible to raise attention to the problem.
In (what)God we trust?
And yet, the toughest trial that challenges the faith of the soldiers and military chaplains in first line concerns ultimately the image of the God they serve in their mission. , spirituality and mental health, for many believers, go hand in hand. They say that God can be found or lost in a foxhole. What I knew from my ɹrst deployment was that war rarely leaves a person’s faith untouched. Many soldiers asked me versions of the same basic question: How can you reconcile a God of love with a God who allows the terror of conɻict? What makes a war a “just” war? “Thou Shalt not Kill” is a phrase we’ve all heard at some point in our lives, but under certain conditions why is it somehow acceptable for armies to slaughter one another? There’s a way to wriggle out a technical, lawyerly answer to that, but the soldiers who asked that question were concerned about how it applied to their personal actions. It is always hard to come up with a satisfactory answer for them.
Conclusion
Just as I started with an military anecdote, please allow me to end this presentation with a thoughtful quotation of a former military chaplain in Iraq: What is unique about my journey—from a rock solid faith, to the threat of losing it, and to a renewed relationship with God—is that it was accelerated. It’s a simple truth: Life is accelerated in a war zone. For two years it felt as if my life was stuck on fast-forward with God appearing as a spectator, not responding to my desperate calls for him to hit the pause button. What happens to us when we face the worst that life has to throw at us? What happens when time seems to stand still, when we are able to see our fallibility pass before our very eyes, we are able to hear and memorize every sound that surrounds us, and we can smell those unforgettable scents that will never escape our memories? These thoughts and feelings are branded into us and then it is our job to try to make sense of what can often feel senseless.
Is „our job to try to make sense of what can often feel senseless”. I don’t know any other definition of the military chaplaincy stressing out in a clearer way the gap and the process from warship to worship. Trying finally to reassess the initial question: what is military chaplain, we can simply say: Instead of identifying yourself by saying, “You are what you do,” calling says, “Do what you are. A man called by God an commissioned by your country.
Thank you!
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ/ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΣΤΟΝ ΡΟΥΜΑΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟ
ΣΥΝΔΕΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Elena Cristina BRĂGEA
Ερευνήτρια
Ινστιτούτο Μελετών Αμυντικής Πολιτικής και Στρατιωτικής Ιστορίας
Βουκουρέστι, Ρουμανία
Η επαφή του ρουμανικού λαού με τον χριστιανισμό χρονολογείται πριν από δύο χιλιάδες χρόνια. Ο Άγιος Απόστολος Ανδρέας, ο πρώτος που κλήθηκε μεταξύ των 12 αποστόλων του Σωτήρα Χριστού, είναι ο προστάτης της Ρουμανίας, καθώς διέδωσε το Ευαγγέλιο στους προγόνους του ρουμανικού λαού στη Μικρή Σκυθία, η οποία περιλάμβανε μέρος της σημερινής ρουμανικής επικράτειας, πιο συγκεκριμένα τη Δοβρουτσά. Ως εκ τούτου, η Ορθοδοξία έγινε και συνεχίζει να είναι η χριστιανική ομολογία της πλειονότητας του ρουμανικού λαού εδώ και σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια.
Η επίπονη διαδικασία ίδρυσης των ρουμανικών φεουδαρχικών κρατών και ο συνεχής αγώνας κατά των εισβολέων κατέστησαν την Εκκλησία εξαιρετικά πολύτιμο παράγοντα για τον στρατό των Ρουμάνων αρχόντων. Αυτή η συμβίωση προκύπτει από επαναλαμβανόμενες πρακτικές τόσο στη Μολδαβία όσο και στη Βλαχία. Για παράδειγμα, η ευλογία του στρατού από τους μητροπολίτες πριν από τη μάχη ή η διαρκής συνοδεία των στρατευμάτων κατά τη διάρκεια της μάχης από ιερείς. Δεν είναι τυχαίο ότι στο κείμενο του σημερινού ρουμανικού ύμνου, που γράφτηκε το 1848 από τον Andrei Mureșanu, υπάρχει η ακόλουθη γραμμή: «Ιερείς με τον σταυρό στο μέτωπο, γιατί ο στρατός είναι χριστιανικός».
Μετά τη δεκαετία του 1830, ακολουθώντας το ευρωπαϊκό πρότυπο, η θρησκευτική/ποιμαντική μέριμνα υπέρ των στρατιωτών έγινε θεσμοθετημένη παρουσία στον ρουμανικό στρατό για τα επόμενα εκατό πενήντα χρόνια, ενώ η παράδοση αυτή διακόπηκε κατά την περίοδο του άθεου κομμουνιστικού καθεστώτος (1948-1989). Από ιστορική σκοπιά, διακρίνουμε τέσσερα σημαντικά στάδια όσον αφορά την ποιμαντική διακονία της Εκκλησίας στον ρουμανικό στρατό:
1. από το 1830 έως το 1914, η εισαγωγή και η θεσμοθέτηση της ποιμαντικής διακονίας της Εκκλησίας υπέρ του στρατιωτικού προσωπικού,
2. από το 1915 έως το 1921, η ίδρυση της Θρησκευτικής Υπηρεσίας του Στρατού,
3. στη συνέχεια, από το 1921 έως το 1948, η ίδρυση της Επισκοπής του Ρουμανικού Στρατού και, τέλος,
4. από το 1990 έως σήμερα, η αναβίωση και η ανάπτυξη της Θρησκευτικής Υπηρεσίας στον ρουμανικό στρατό.
Θα παρουσιάσουμε εν συντομία αυτά τα τέσσερα στάδια, με βάση αρχειακά έγγραφα και δημοσιευμένες εργασίες για το θέμα αυτό, προκειμένου να αναδείξουμε τις σημαντικότερες πτυχές στην ιστορία της Θρησκευτικής Υπηρεσίας στον Ρουμανικό Στρατό.
Ποιμαντική Μέριμνα της Εκκλησίας υπέρ του Στρατεύματος (1830-1914)
Οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι ανέδειξαν το γεγονός ότι ο πόλεμος είχε καταστεί μια μακροχρόνια (πολεμική) επιχείρηση και ότι η νίκη στο πεδίο της μάχης δεν μπορούσε να επιτευχθεί σε μία μόνο μάχη. Ως εκ τούτου, οι στρατοί απαιτούνταν να διαθέτουν μια συγκεκριμένη και αποτελεσματική οργάνωση, στην οποία θα συμπεριλαμβανόταν και μια μόνιμη Θρησκευτική Υπηρεσία Στρατού, στελεχωμένη από ιερείς, που εκείνη την εποχή ονομάζονταν «ιερείς του στρατού». Μόνο αφού οι ιερείς αποκτήσουν μόνιμο καθεστώς εντός του στρατού, θα αποκαλούνται «στρατιωτικοί ιερείς» και θα ενεργούν στο μέτωπο μαζί με τους κινητοποιούμενους σε περίπτωση πολέμου[1] .
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η διαδικασία ίδρυσης εθνικών κρατών οδήγησε στη δημιουργία μόνιμων στρατών, επιβάλλοντας την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία ανάλογα με τις ανάγκες. Αυτή η μονιμότητα των στρατιωτικών δομών, η οποία συνεπαγόταν τη συμμετοχή σημαντικού αριθμού ανθρώπων στον αμυντικό μηχανισμό, ανέδειξε την ανάγκη να ληφθεί μέριμνα όχι μόνο για τις συνθήκες εργασίας, τον εξοπλισμό και τη σωματική τους εκπαίδευση, αλλά και για την πνευματική τους ευημερία. Η Εκκλησία διαδραμάτισε επομένως θεμελιώδη ρόλο στον θεσμικό αμυντικό μηχανισμό των νεοσύστατων κρατών, παρέχοντας στο εθνικό οικοδόμημα την απαραίτητη και καθοριστική πνευματική θωράκιση.
Με ισχυρό συμβολισμό, η παρουσία του ιερέα στον στρατό σε καιρό πολέμου εντάχθηκε σταδιακά σε ένα επίσημο πλαίσιο, μέσα από μια διαδικασία οργάνωσης και μονιμοποίησης. Με τον εκσυγχρονισμό του Ρουμανικού Στρατού, η θρησκευτική συνιστώσα απέκτησε μεγαλύτερη σημασία, γεγονός που αντανακλάται στην παρουσία ενός αυξανόμενου αριθμού ιερέων εντός των στρατιωτικών δομών.
Ο εκσυγχρονισμός του Ρουμανικού Στρατού μετά το 1830 επέβαλε επίσης την αύξηση του ρόλου της Εκκλησίας στην προετοιμασία και την εκπαίδευση των στρατιωτών για τη μάχη, καθώς ο στρατός είχε γίνει μόνιμος με την καθιέρωση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας. Το 1850, ανελήφθη πολιτική πρωτοβουλία προκειμένου «να τοποθετηθεί από ένας ιερέας για κάθε σύνταγμα του στρατού», στις φρουρές του Βουκουρεστίου, της Κραϊόβα και της Μπραϊλά. Ακολούθησε, το ίδιο έτος, ο πρώτος κανονισμός για τα καθήκοντα των στρατιωτικών ιερέων του σύγχρονου Ρουμανικού Στρατού. Τα στοιχεία αυτά θα αποτελέσουν το σημείο αναφοράς για τη Θρησκευτική Υπηρεσία Στρατού για τα επόμενα είκοσι χρόνια. Το 1870 συντάχθηκε ένας κανονισμός για τους κληρικούς του μόνιμου στρατού, ο οποίος εγκρίθηκε από τον βασιλιά της Ρουμανίας Κάρολο τον Πρώτο (1881-1914). Ο κανονισμός αυτός παρέμεινε σε ισχύ για τα επόμενα 45 χρόνια, μέχρι το 1915[2].
Η οργάνωση της Θρησκευτικής Υπηρεσίας του Στρατού (1915-1921)
Μετά το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, η δυναμική της σύγκρουσης που εντάθηκε στα σύνορα του Ρουμανικού Κράτους οδήγησε τις πολιτικές αρχές στο Βουκουρέστι να δώσουν προτεραιότητα στην κινητοποίηση του στρατού. Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης, προβλέφθηκε ότι, σε περίπτωση μελλοντικής κινητοποίησης, θα δημιουργούνταν μια Θρησκευτική Υπηρεσία, η οποία θα λειτουργούσε δίπλα στο Μεγάλο Διοικητήριο του Ρουμανικού Στρατού. Η Διεύθυνσή της επρόκειτο να ανατεθεί σε έναν αρχιμανδρίτη, υπό την εξουσία του οποίου θα υπάγονταν όλοι οι ιερείς που θα κινητοποιούνταν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας. Θα διορίζονταν από τον μητροπολίτη ή τον επίσκοπο της επισκοπής όπου βρισκόταν η στρατιωτική μονάδα, κατόπιν αιτήματος του Γενικού Επιτελείου, μέσω του Υπουργείου Λατρείας και Δημόσιας Εκπαίδευσης. Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι δεν υπήρχε πρόβλεψη για τους κινητοποιημένους να είναι οι εξομολογητές της αντίστοιχης μονάδας κατά τη διάρκεια της ειρήνης. Ένα έτος, περίπου, προτού εγκαταλείψει το Ρουμανικό Κράτος την ουδετερότητά του, η Ιερά Σύνοδος της Ρουμανικής Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας διόρισε τον ιερέα Constantin Nazarie να ηγηθεί της Θρησκευτικής Υπηρεσίας του Στρατού[3]. Κατά την ίδια συνεδρίαση, τα μέλη της Συνόδου καθιέρωσαν μια σειρά από κανονισμούς σχετικά με τα κριτήρια που έπρεπε να πληρούν οι κινητοποιούμενοι ιερείς, όπως, π.χ., το επαγγελματικό προφίλ —απαιτούνταν πτυχίο θεολογίας και η αποδεκτή ηλικία ήταν μεταξύ 35 και 40 ετών. Ο διορισμός των στρατιωτικών ιερέων γινόταν από το Υπουργείο Πολέμου, κατόπιν εισήγησης του μητροπολίτη ή του επισκόπου στη δικαιοδοσία του οποίου έδρευε η στρατιωτική μονάδα. Μετά την είσοδό τους στην υπηρεσία του Ρουμανικού Στρατού, εντάσσονταν στο σώμα των αξιωματικών με τον βαθμό του Υπολοχαγού. Κατά τη διάρκεια της κινητοποίησης, οι στρατιωτικοί ιερείς εξομολογούσαν και προσέφεραν τη θεία κοινωνία στο στρατιωτικό προσωπικό και τους ευλογούσαν, επίσης, όταν έφευγαν από τη φρουρά. Και κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων, ο στρατιωτικός ιερέας τελούσε τη θεία λειτουργία, όπως επίσης και άλλες διάφορες περιστατικές θρησκευτικές ακολουθίες, καθώς και την ταφή των πεσόντων και το μνημόσυνο τους.
Ο Constantin Nazarie, σε συνεργασία με το Υπουργείο Πολέμου, κατάφερε, παρά τις πολλές δυσκολίες, να οργανώσει τη Θρησκευτική Υπηρεσία του Ρουμανικού Στρατού κατά τη διάρκεια του πολέμου, διορίζοντας κινητοποιημένους ιερείς σε όλες τις στρατιωτικές δομές[4]. Η Ιερά Σύνοδος εκτίμησε ότι ο Nazarie εκτέλεσε επιδέξια το έργο που του είχε ανατεθεί. Μεταξύ των σημαντικότερων δραστηριοτήτων του ως επικεφαλής της Θρησκευτικής Υπηρεσίας του Στρατού μεταξύ 1915 και 1921, ήταν οι προσπάθειες τόσο για την οργάνωση της Θρησκευτικής Υπηρεσίας του Στρατού ήδη από την περίοδο ειρήνης, όσο και για τη μονιμότητα του στρατιωτικού ιερέα στις δομές του Ρουμανικού Στρατού. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Ρουμανικού Στρατού από το 1916 έως το 1918 κινητοποιήθηκαν 252 στρατιωτικοί ιερείς. Από αυτούς, 25 αναφέρθηκαν ως αγνοούμενοι ή αιχμάλωτοι και 5 από αυτούς πέθαναν στο πεδίο της μάχης[5]. Αναφερόμενος στη δραστηριότητα και τη θυσία των στρατιωτικών ιερέων κατά τα χρόνια του πολέμου, ο Constantin Prezan, πρώην επικεφαλής του Μεγάλου Διοικητηρίου, ο οποίος αργότερα έγινε επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου, δήλωσε ότι: «Οι ιερείς έκαναν περισσότερα από το καθήκον τους και αυτό αποτελεί τιμή για τον κλήρο που μαζί με τους στρατιώτες έδωσαν περισσότερα από όσα ζητήσαμε για την πατρίδα και το έθνος»[6]. Πέρα από την ποιμαντική δραστηριότητα και την αφοσίωση που επέδειξαν στον τομέα της υγείας, οι στρατιωτικοί ιερείς διατήρησαν το ηθικό των στρατευμάτων κατά την περίοδο της αποσταθεροποίησης που προκλήθηκε μεταξύ των ρωσικών συμμαχικών στρατευμάτων από την επανάσταση των Μπολσεβίκων, αποτελώντας σημαντικό παράγοντα άμβλυνσης του κινδύνου μπολσεβικοποίησης του Ρουμανικού Στρατού.
Η ίδρυση και η δραστηριότητα της Επισκοπής του Ρουμανικού Στρατού (1921-1948)
Η εμπειρία του Μεγάλου Πολέμου άνοιξε το δρόμο για την ίδρυση της Επισκοπής του Ρουμανικού Στρατού. Το 1921, η Συνέλευση των Αντιπροσώπων ψήφισε τον νόμο σχετικά με την οργάνωση του στρατιωτικού κλήρου. Ως εκ τούτου, ιδρύθηκε η Επιθεώρηση Στρατιωτικού Κλήρου στο πλαίσιο του Υπουργείου Πολέμου. Σε εκκλησιαστικό επίπεδο, η Επισκοπή του Ρουμανικού Στρατού ιδρύθηκε στο πλαίσιο της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, με έδρα το Βουκουρέστι. Ο επιθεωρητής του στρατιωτικού κλήρου είχε τον εξομοιωμένο βαθμό του ταξίαρχου και οι εν ενεργεία στρατιωτικοί ιερείς υπό τη διοίκησή του εξομοιώνονταν επίσης με τους στρατιωτικούς βαθμούς. Σύμφωνα με τον νόμο, ο στρατιωτικός επίσκοπος επιλεγόταν από το Υπουργείο Πολέμου μεταξύ των υποψηφίων που πρότεινε η Ιερά Σύνοδος της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ως μέλος της Ιεράς Συνόδου, διορισμένο με βασιλικό διάταγμα, με τον τίτλο (επίσκοπος) «της Alba Iulia», ο στρατιωτικός επίσκοπος ασκούσε διπλή δικαιοδοσία: κανονική και διοικητική. Τα διοικητικά του καθήκοντα ασκούνταν επί του συνόλου του στρατιωτικού κλήρου, ανεξαρτήτως δόγματος ή θρησκείας, ενώ τα πνευματικά μόνο επί των ιερέων του ορθόδοξου δόγματος. Οι καθολικοί και ευαγγελικοί ιερείς, οι ραβίνοι και οι ιμάμηδες στο στρατό υποτάσσονταν κανονικά στις θρησκευτικές δομές των θρησκευτικών κοινοτήτων στις οποίες ανήκαν[7].
Η Επισκοπή του Ρουμανικού Στρατού είχε τέσσερις εκλεγμένους επισκόπους. Ο τελευταίος στρατιωτικός επίσκοπος ήταν ο Partenie Ciopron, ο οποίος παρασημοφορήθηκε για τα προσόντα του κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου. Επιλέχθηκε βάσει του νέου νόμου για την οργάνωση του στρατιωτικού κλήρου και του ανατέθηκε να ηγηθεί της Επισκοπής του Ρουμανικού Στρατού στην πιο δύσκολη περίοδο της ύπαρξής της[8]. Από την άφιξή του στην ηγεσία της Επισκοπής του Ρουμανικού Στρατού, το 1937, ο Επίσκοπος Partenie Ciopron διαισθάνθηκε τον κίνδυνο ενός πολέμου που ξεκινούσε στα σύνορα της χώρας. Ως εκ τούτου, ανέπτυξε ένα ενιαίο σχέδιο για την αναζωογόνηση της Στρατιωτικής Επισκοπής, αυξάνοντας τον αριθμό των στρατιωτικών ιερέων μέσω έξι διαγωνισμών, φτάνοντας τους 105 ιερείς το 1944[9].
Ένα άλλο στοιχείο που βελτίωσε την ποιμαντική δραστηριότητα των στρατιωτικών ιερέων τόσο κατά την περίοδο πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, ήταν η έκδοση του περιοδικού με τίτλο «Όπλο του Λόγου», το επίσημο όργανο της Στρατιωτικής Επισκοπής. Το περιοδικό ξεχώριζε για την ποιότητα και την ποικιλία των πληροφοριών: ποιμαντικές ομιλίες του επισκόπου προς το στρατιωτικό προσωπικό, δογματικά και θεολογικά άρθρα, πληροφορίες για τη δραστηριότητα των στρατιωτικών ιερέων, το χρονικό των ποιμαντικών επισκέψεων του στρατιωτικού επισκόπου στο μέτωπο. Εντατικοποίησε επίσης τις κανονικές επισκέψεις σε όλες τις στρατιωτικές φρουρές της χώρας και τύπωσε διάφορα φυλλάδια και έντυπα θρησκευτικού κηρύγματος και διδαχής (προσευχητάρια, ημερολόγια). Διέταξε, επίσης, τους στρατιωτικούς ιερείς να τελούν, στα εδάφη που απελευθερώθηκαν ή κατακτήθηκαν από τον Ρουμανικό Στρατό, τα ιερά μυστήρια: τη χριστιανική βάπτιση και τον θρησκευτικό γάμο. Επαναλειτούργησε και εγκαινίασε πολυάριθμες εκκλησίες[10]. Μετά τον πόλεμο, αγωνίστηκε για την επιβίωση της Επισκοπής του Ρουμανικού Στρατού, η οποία καταργήθηκε το 1948 με διάταγμα των κομμουνιστικών αρχών, και για το λόγο αυτό καταδιώχθηκε από τη μυστική υπηρεσία Securitate, και αναγκάστηκε σε απομόνωση σε μονή από το 1950 έως το 1961[11].
Η αναδιοργάνωση και ο ρόλος της Θρησκευτικής Υπηρεσίας του Ρουμανικού Στρατού μετά τον Δεκέμβριο του 1989
Η αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος στη Ρουμανία τον Δεκέμβριο του 1989 επέτρεψε την αναθεώρηση της σχέσης μεταξύ του Στρατού και της Εκκλησίας. Όπως όλοι οι θεσμοί του Ρουμανικού Κράτους, έτσι και ο Στρατός διήλθε μέσω μιας εκτεταμένης και βαθιάς μεταρρυθμιστικής διαδικασίας, η οποία περιλάμβανε και την ανασύσταση της Θρησκευτικής Υπηρεσίας.
Σημείο αναφοράς του μηχανισμού αναδιοργάνωσής της αποτέλεσε η υπογραφή του Πρωτοκόλλου σχετικά με την οργάνωση και την ανάπτυξη της Θρησκευτικής Υπηρεσίας στον Ρουμανικό Στρατό. Το κείμενο του Πρωτοκόλλου που υιοθετήθηκε μετά το πέρας των συνομιλιών μεταξύ της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας στις 11 Οκτωβρίου 1995, προέβλεπε τη δημιουργία του Τομέα Θρησκευτικής Υπηρεσίας εντός του Τμήματος Αμυντικής Πολιτικής και Διεθνών Σχέσεων. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο αυτό, η επανίδρυση της Θρησκευτικής Υπηρεσίας στο Ρουμανικό Στρατό αποσκοπούσε στην ανταπόκριση «στις θρησκευτικές, ηθικές και πνευματικές απαιτήσεις του στρατεύματος και στη συμβολή στη θρησκευτική, πολιτική και ηθική τους εκπαίδευση». Προβλεπόταν επίσης ότι οι εν ενεργεία στρατιωτικοί ιερείς υπάγονταν εκκλησιαστικά στον τοπικό επίσκοπο. Από διοικητική άποψη, υπάγονταν στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, το οποίο εξασφάλιζε τον μηνιαίο μισθό τους, τη στρατιωτική στολή και άλλες ανάγκες που ήταν απαραίτητες για τη Θρησκευτική Υπηρεσία Στρατού.
Το Τμήμα Θρησκευτικής Υπηρεσίας απαρτιζόταν από εκπροσώπους των Ορθόδοξων, Καθολικών και Ευαγγελικών χριστιανικών ομολογιών, αλλά και του Στρατεύματος. Στην πρώτη προαγωγή των στρατιωτικών ιερέων, επιλέχθηκαν 23 κληρικοί[12].
Πέντε χρόνια μετά την υπογραφή του πρωτοκόλλου του 1995, αυτό αντικαταστάθηκε από τον νόμο για τη συγκρότηση και την οργάνωση του σώματος των στρατιωτικών ιερέων, ο οποίος συμπληρώθηκε το 2014 από τον κανονισμό για τη Θρησκευτική Υπηρεσία στον Ρουμανικό Στρατό. Βάσει αυτού του νομοθετικού πλαισίου, ο Τομέας Θρησκευτικής Υπηρεσίας του Ρουμανικού Στρατού τέθηκε υπό τη διοίκηση του Γενικού Επιτελείου. Επίσης, η νομοθεσία αυτή αποτέλεσε τη βάση για την παρουσία στρατιωτικών ιερέων σε ειρηνευτικές αποστολές και σε αποστολές για την καταπολέμηση της διεθνούς τρομοκρατίας στο Αφγανιστάν, την Αφρική, την Ευρώπη και το Ιράκ. Τόσο οι ρουμανικές όσο και οι συμμαχικές αρχές αναγνώρισαν τη συμβολή και τη δράση τους, και, εμμέσως, τον θεμελιώδη ρόλο της Θρησκευτικής Υπηρεσίας στις δομές του Ρουμανικού Στρατού.
Τελικές παρατηρήσεις
Αυτή η αναδρομή στην ιστορία της Θρησκευτικής Υπηρεσίας στον Ρουμανικό Στρατό επισημαίνει ότι η διαδικασία καθορισμού της θεσμικής δομής του ρουμανικού εθνικού κράτους ενσωμάτωσε τη θρησκεία, από αυτή την αρχή, στα θεμελιακά και ουσιαστικά του στοιχεία. Ο συμβολισμός που αποδίδεται στη θρησκεία, ως παράγοντα συνοχής του εθνικού οικοδομήματος, εδραιώθηκε μέσα από τις διάφορες δραστηριότητες του κλήρου στην υπηρεσία του ρουμανικού κράτους, με έναν από τους τομείς εκδήλωσής τους να είναι ο στρατός.
Η θρησκευτική υπηρεσία που προσφερόταν στο στράτευμα, διαμόρφωνε το ηθικό και πνευματικό φρόνημα των απασχολούμενων στο κρατικό αμυντικό σύστημα, προσδίδοντας στην αποστολή τους ένα βαθύ συμβολικό νόημα. Ανταποκρινόμενη στις ανάγκες του Ρουμανικού Στρατού, η θεσμοθέτηση της Θρησκευτικής Υπηρεσίας γνώρισε μια συνεχή και συγχρονική εξέλιξη, παράλληλη προς την ανάπτυξη των στρατιωτικών δομών. Η συμβιωτική σχέση μεταξύ του Ρουμανικού Στρατού και της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ωστόσο, γνώρισε μια παύση 50 περίπου ετών, η οποία προκλήθηκε από τη αθεϊστική σοβιετική επιρροή στην οργάνωση της αμυντικής δομής του Ρουμανικού Κράτους. Η επανέναρξη του διαλόγου κατέστη δυνατή μόνο μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, υπό την ώθηση των ευρωατλαντικών αξιών και επιδιώξεων του δημοκρατικού, πλέον, Ρουμανικού Κράτους. Υπό τις νέες συντεταγμένες, η θρησκευτική συνιστώσα ανέκτησε το ρόλο και τη σημασία της στον κρατικό αμυντικό μηχανισμό. Αυτό σημειώθηκε τόσο σε θεσμικό επίπεδο, μέσω της δημιουργίας ενός νομοθετικού πλαισίου σχετικά με τη Θρησκευτική Υπηρεσία στο ρουμανικό στρατό, όσο και σε συμβολικό επίπεδο, μέσω της επαναμετάγγισης ηθικών και πνευματικών αξιών σε μια δομή αφοσιωμένη να διατηρεί την ειρήνη και να υπερασπίζεται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
[1] Gabriel Pârvu, Pregătiri sufletești pentru zile mari, Atelierele Socec&Co., București, 1916, pp. 3-8, 41-46.
[2] Aurel Pentelescu, Ionuț-Constantin Petcu, Episcopii Armatei Române. Biografii. Documente (1921-1948), Editura Militară, București, 2016, pp. 15-16; Gheorghe Vasilescu, „Asistența religioasă în Oastea Țării Românești în 1850-1870”, in Ilie Manole (ed.), Armata și Biserica, Editura Militară, București, 1996, pp. 129-137.
[3] Aurel Pentelescu, „Înființarea Episcopiei Armatei. Episcopii militari”, in I. Manole (ed.), Armata și Biserica, pp. 172-174; A. Pentelescu, I.-C. Petcu, Episcopii Armatei Române…, pp. 34-35.
[4] Constantin Nazarie, Activitatea preoților de armată în campania din 1916-1918, Imprimeria Ministerului Cultelor și Artelor, București, 1920.
[5] C. Nazarie, Activitatea preoților de armată…, p. 35.
[6] C. Nazarie, Activitatea preoților de armată…, p. 31.
[7] A. Pentelescu, I.-C. Petcu, Episcopii Armatei Române…, pp. 111-120.
[8] Aurel Pentelescu, Ionuț-Constantin Petcu, O viață închinată Bisericii și Armatei Române (1896-1980), Editura Editgraph, Buzău, 2021, pp. 15-344.
[9] «Partenie Ciopron», in Mircea Păcurariu, Dicționarul teologilor români, Editura Enciclopedică, București, 22002, p. 488; A. Pentelescu, I.-C. Petcu, Episcopii Armatei Române…, pp. 81-97.
[10] A. Pentelescu, I.-C. Petcu, Episcopii Armatei Române…, pp. 81-97.
[11] Ionuț-Constantin Petcu, „Episcopul Dr. Partenie Ciopron, ultimul ierarh al Armatei Române”, in: Biserica Ortodoxă Română, CXXVIII (2010), 2, pp. 155-177.
[12] Ion Ilinca, Biserica și armata: slujire și jertfă, Editura Centrului Tehnic-Editorial al Armatei, București, 2006, pp. 59-72.
RELIGIOUS ASSISTANCE IN THE ROMANIAN ARMY.
CONNECTING PAST TO PRESENT
Elena Cristina Brăgea
Researcher
Institute for Defense Policy Studies and Military History
Bucharest, Romania
The Romanian people’s contact with Christianity dates back two thousand years. Saint Andrew the Apostle, the first called among the 12 apostles of Christ the Redeemer, is the Protector of Romania, as he spread the gospel to the ancestors of the Romanian people in Scythia Minor, which included part of the current Romanian territory, more precisely Dobrogea. Therefore, Orthodoxy became and continues to be the denomination of the majority of the Romanian people for almost two thousand years.
The arduous process of establishing the Romanian feudal states, and the continuous fight against the invaders, made the Church an extremely valuable actor for the army of the Romanian lords. This symbiosis emerges from recurring practices both in Moldova and in Wallachia. For example, the blessing of the Army by the Metropolitans before the battle, or the permanent accompaniment of the troops during the battle by priests. It is no coincidence that in the text of today’s Romanian Anthem, written in 1848 by Andrei Mureșanu, there is the following line: “Priests with the cross on their foreheads, because the army is Christian”.
After 1830s, following the European model, religious assistance among the soldiers has become an institutionalized presence in the Romanian Army for the next one hundred and fifty years, this tradition being interrupted during the period of the atheist communist regime (1948-1989). From a historical perspective, we distinguish four major stages in terms of religious assistance in the Romanian Army: 1. from 1830 to 1914, the introduction and institutionalization of religious assistance among soldiers; 2. from 1915 to 1921, the establishment of the Religious Service of the Army; 3. then, from 1921 to 1948, the establishment of the Eparchy of the Romanian Army; and finally, 4. from 1990 until today, the revival and deployment of religious assistance in the Romanian Army. We will briefly present these four stages, based on archive documents and published works on this topic, in order to highlight the most significant aspects in the history of the religious assistance in the Romanian Army.
Religious assistance among the Army (1830-1914)
The Napoleonic Wars highlighted the fact that war had become long-lasting and that victory on the battlefield could not be achieved in a single battle. Therefore, the armies required a specific and efficient organization, including the permanence of religious assistance through priests, called at that time „army priests”. Only after the priests have obtained a permanent status within the army, they will be called „military priests” and will act on the front together with those mobilized in case of war[1].
During the 19th century, the process of establishing national states led to the creation of permanent armies, imposing compulsory military service as necessary. This permanence of military structures, which involved a significant number of people in the defense mechanism, emphasized the need to take care not only of their work conditions, equipment and physical training, but also of their spiritual wellbeing. The Church therefore played a fundamental role in the institutional defense mechanism of the newly established states, providing the national construct with the necessary and defining spiritual valences.
With a strong symbolism, the presence of the priest among the army in times of war was gradually integrated into an official framework, through a process of organization and permanence. With the modernization of the Romanian Army, the religious component gained greater relevance, reflected in the presence of an increasing number of priests within the military structures.
The modernization of the Romanian Army after 1830 also imposed an increase in the role of the Church in the preparation and training of soldiers for battle, as the army had become permanent with the introduction of the compulsory military service. In 1850, a political initiative sought “to ordain a priest for each regiment of the army”, in the garrisons of Bucharest, Craiova and Brăila. This was followed, in the same year, by the first regulation of the Duties of army priests of the modern Romanian Army. These elements will represent the point of reference for religious assistance in the army for the next twenty years. In 1870, a Regulation was drawn up for the clergy in the permanent army, approved by the King Charles the First of Romania (1881-1914). This Regulation has remained in force for the next 45 years, until 1915[2].
The organization of the Religious Service of the Army (1915-1921)
After the outbreak of the First World War, the dynamics of the conflict that intensified at the borders of the Romanian state led the political authorities in Bucharest to prioritize the mobilization of the army. As part of this approach, it was foreseen that, in the event of a future mobilization, a religious service would be created, which would operate next to the Great Headquarters of the Romanian Army. Its leadership was to be assigned to an archimandrite, under whose authority all the priests mobilized during the campaign would be subordinated. They were to be appointed by the metropolitan or the bishop of the diocese where the military unit was located, at the request of the General Staff, through the Ministry of Cults and Public Instruction. It is important to underline the fact that there was no provision for those mobilized to be the confessors of the respective unit during peacetime. About a year before the Romanian state abandoned its neutrality, the Holy Synod of the Romanian Autocephalous Orthodox Church appointed priest Constantin Nazarie to lead the religious service of the Army[3]. During the same meeting, the synodal members established a series of regulations regarding the criteria that the mobilized priests had to meet, such as the professional profile – a degree in theology was required, and the accepted age was between 35 and 40. The appointment of military priests was made by the Ministry of War, on the recommendation of the metropolitan or bishop in whose diocese the army unit was located. After entering the service of the Romanian Army, they were assimilated into the officer corps, as lieutenants. During the mobilization, the military priests confessed and offered communion to the soldiers and also blessed them when they left the garrison. And during the military operations, the military priest officiated the liturgy, but also various occasional religious services, as well as the burial service for the fallen and their commemoration.
Constantin Nazarie, in collaboration with the Ministry of War, managed, despite numerous difficulties, to organize the Religious Service of the Romanian Army during the war, appointing mobilized priests in all military structures[4]. The Holy Synod appreciated that Nazarie skillfully carried out his assigned task. Among his most important activities as head of the Religious Service of the Army between 1915 and 1921, were the efforts for the organization of the Religious Service of the Army starting from peacetime, and for the permanence of the priest in the structures of the Romanian Army. During the campaign of the Romanian Army from 1916 to 1918, 252 military priests were mobilized. Of these, 25 were reported missing or captured, and 5 of them died on the battlefield[5]. Referring to the activity and sacrifice of the military clergy during the war years, Constantin Prezan, former head of the Grand Headquarters, who later became head of the General Staff, stated that: “The priests did more than their duty, and this is an honor for the clergy who, together with the soldiers, gave more than we asked for the country and the nation”[6]. Beyond the pastoral activity and the dedication shown in the health field, the military priests maintained the morale of the troops during the period of destabilization induced among the Russian allied troops by the Bolshevik revolution, being an important element in tempering the danger of Bolshevization of the Romanian Army.
The establishment and activity of the Eparchy of the Romanian Army (1921-1948)
The experience of the Great War opened the way to the establishment of the Eparchy of the Romanian Army. In 1921, the Assembly of Deputies voted the Law regarding the organization of the military clergy. The Military Clergy Inspectorate was therefore established within the Ministry of War. At the ecclesiastical level, the Eparchy of the Romanian Army was established within the Romanian Orthodox Church, with headquarters in Bucharest. The inspector of military clergy had the assimilated rank of brigadier general, and the active military priests under his administration were also assimilated to military ranks. According to the Law, the military bishop was chosen by the Ministry of War from among the candidates proposed by the Holy Synod of the Romanian Orthodox Church. As a member of the Holy Synod, appointed by royal decree, with the title “of Alba Iulia”, the military bishop exercised dual jurisdiction: canonical and administrative. His administrative duties were exercised over the entire military clergy, regardless of denomination or religion, and the spiritual ones only over the priests of the Orthodox denomination. Catholic and evangelical priests, rabbis and imams in the army canonically subordinated themselves to the religious structures of which they were a part[7].
The Eparchy of the Romanian Army had four elected bishops. The last military bishop was Partenie Ciopron, decorated for his merits during the Great War. Chosen on the basis of the new Law for the organization of the military clergy, he was given the task of leading the Eparchy of the Romanian Army in the most difficult period of its existence[8]. Since his arrival at the head of the Eparchy of the Romanian Army, in 1937, Bishop Partenie Ciopron sensed the danger of a war starting at the country’s borders. Therefore, he developed a unitary plan to revive the military Eparchy, increasing the number of military priests through six competitions, reaching 105 priests in 1944[9].
Another element that improved the pastoral activity of military priests both in the period before the Second World War, but also during the conflict, was the editing of the magazine entitled “Weapon of the Word”, the official organ of the Military Eparchy. The magazine stood out for the quality and variety of information: the bishop’s pastorals to the soldiers, doctrinal and theological articles, information about the activity of military priests, the chronicle of the military bishop’s pastoral visits to the front. He also intensified canonical visits to all the country’s military garrisons and printed various religious preaching materials (prayer books, calendars). He also directed the military priests to perform, in the territories liberated or conquered by the Romanian Army, the Holy Mysteries: Christian baptism and religious marriage. He reopened and consecrated numerous churches[10]. After the war, he fought for the existence of the Eparchy of the Romanian Army, abolished in 1948 by a decree of the communist authorities, for which reason he was pursued by the Securitate, with monastic seclusion from 1950 to 1961[11].
The reorganization and the role of religious assistance in the Romanian Army after December 1989
The change of the political regime in Romania in December 1989 allowed a reconfiguration of the relationship between the Army and the Church. Like all the institutions of the Romanian state, the Army has undergone an extensive and deep reform process, which also included the reintegration of religious assistance.
The reference point of its reorganization mechanism was represented by the signing of the Protocol regarding the organization and deployment of religious assistance in the Romanian Army. Concluded on October 11, 1995, between the Romanian Orthodox Church and the Ministry of National Defense, the document provided for the establishment of the Religious Assistance Section within the Department for Defense Policy and International Relations. According to this protocol, the resumption of religious assistance in the Romanian Army had the role of responding to “the religious, moral and spiritual requirements of the military and to contribute to their religious, civic and ethical education”. It was also provided that active military priests were canonically subordinate to the local bishop. From an administrative point of view, they were subordinated to the Ministry of National Defense, which ensured their monthly salary, military uniform and other needs necessary for religious assistance.
The Religious Assistance Section was composed of representatives of the Orthodox, Catholic and Evangelical denominations, but also of the Army. In the first promotion of military priests, 23 clerics were selected[12].
Five years after the signing of the 1995 protocol, it was replaced by the Law on the constitution and organization of the military clergy, which was supplemented in 2014 by the Regulation on religious assistance in the Romanian Army. Based on this legislative framework, the Religious Assistance Section of the Romanian Army came under the command of the General Staff. Also, this legislation was the basis for the presence of military chaplains in peacekeeping missions and combating international terrorism in Afghanistan, Africa, Europe and Iraq. Both the Romanian and allied authorities appreciated their activity, and, implicitly, the fundamental role of religious assistance in the structure of the Romanian Army.
Final remarks
This incursion into the history of religious assistance in the Romanian Army highlights that the process of defining the institutional structure of the Romanian national state integrated religion, from the very beginning, within its core elements. The symbolism attached to religion, as a factor of cohesion of the national construct, was consolidated through the various activities of the clergy in the service of the Romanian State, one of the areas of their expression being the army.
The religious assistance offered to the military, configured the moral and spiritual structure of those employed in the state defense system, giving their mission a deep symbolic meaning. Responding to the needs of the Romanian Army, the institutionalization of religious assistance experienced a constant and synchronous evolution with the development of military structures. The symbiotic relationship between the Romanian Army and the Romanian Orthodox Church, however, experienced a hiatus of approximately 50 years, caused by the Soviet influence of atheistic origins on the organization of the defense structure of the Romanian state. The resumption of the dialogue was possible only after the fall of the communist regime, under the impetus of the Euro-Atlantic values and aspirations of the democratic Romanian state. Under the new coordinates, the religious component regained its role and significance in the state defense mechanism. This was noted both at the institutional level, through the creation of a legislative framework regarding religious assistance in the Romanian Army, and at a symbolic level, through the reattachment of moral and spiritual values to a structure committed to maintaining peace and defending human dignity.
[1] Gabriel Pârvu, Pregătiri sufletești pentru zile mari, Atelierele Socec&Co., București, 1916, pp. 3-8, 41-46.
[2] Aurel Pentelescu, Ionuț-Constantin Petcu, Episcopii Armatei Române. Biografii. Documente (1921-1948), Editura Militară, București, 2016, pp. 15-16; Gheorghe Vasilescu, „Asistența religioasă în Oastea Țării Românești în 1850-1870”, in Ilie Manole (ed.), Armata și Biserica, Editura Militară, București, 1996, pp. 129-137.
[3] Aurel Pentelescu, „Înființarea Episcopiei Armatei. Episcopii militari”, in I. Manole (ed.), Armata și Biserica, pp. 172-174; A. Pentelescu, I.-C. Petcu, Episcopii Armatei Române…, pp. 34-35.
[4] Constantin Nazarie, Activitatea preoților de armată în campania din 1916-1918, Imprimeria Ministerului Cultelor și Artelor, București, 1920.
[5] C. Nazarie, Activitatea preoților de armată…, p. 35.
[6] C. Nazarie, Activitatea preoților de armată…, p. 31.
[7] A. Pentelescu, I.-C. Petcu, Episcopii Armatei Române…, pp. 111-120.
[8] Aurel Pentelescu, Ionuț-Constantin Petcu, O viață închinată Bisericii și Armatei Române (1896-1980), Editura Editgraph, Buzău, 2021, pp. 15-344.
[9] „Partenie Ciopron”, in Mircea Păcurariu, Dicționarul teologilor români, Editura Enciclopedică, București, 22002, p. 488; A. Pentelescu, I.-C. Petcu, Episcopii Armatei Române…, pp. 81-97.
[10] A. Pentelescu, I.-C. Petcu, Episcopii Armatei Române…, pp. 81-97.
[11] Ionuț-Constantin Petcu, „Episcopul Dr. Partenie Ciopron, ultimul ierarh al Armatei Române”, in: Biserica Ortodoxă Română, CXXVIII (2010), 2, pp. 155-177.
[12] Ion Ilinca, Biserica și armata: slujire și jertfă, Editura Centrului Tehnic-Editorial al Armatei, București, 2006, pp. 59-72.