14.8 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

Ο Αριστείδης Πανώτης για την επίσκεψη των Βασιλέων της Ελλάδος στο Φανάρι

ΕΥΟΙΩΝΗ Η ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑ 122 ΕΤΗ ΕΚΦΡΑΣΗ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Του καθηγητού και πολιού Άρχοντος της Μ.τ.Χ.Ε. Αριστείδη Πανώτη

«Υἱός δίκαιος γεννᾶται εἰς ζωήν, διωγμός δὲ ἀσεβοῦς εἰς θάνατον» (Παροιμιών, ιη’ 19)                                                     

Ο πατριάρχης Αθηναγόρας από την εποχή της αναγορεύσεώς του σε ιεράρχη στην Κέρκυρα και στην Αμερική έδωσε προτεραιότητα στην εκκλησιαστική μορφωτική υποδομή των συνεργατών του και όταν εγκαταστάθηκε στο «πυρήκαυστο» τότε Φανάρι πρώτιστο μέλημά του ειναι  η τακτοποίηση της εκπαιδευτικής μορφώσεως της νεότητας στην Μειονότητα.   Τότε στην απομονωμένη κοινωνία των Ιμβρίων οι κρατούντες Τούρκοι παρακώλυαν την συνέχεια της πατροπαραδότου μορφώσεως επιδιώκοντας να Τουρκέψουν την νεότητα. Εξ αυτού και η εκλογή νέου ποιμενάρχη στην Μητρόπολη Ίμβρου χρειαζόταν ικανές προϋποθέσεις αγωνιστικού σθένους και πολιτικής  επιτηδιότητας για τον εκλογικό στίβο ευέλπιδος ιεράρχη. Εξ αυτού και ο Πατριάρχης επιστράτευσε τον τότε πρωτοσύγκελλο του Μελίτωνα Χατζή για να προστατεύσει  την ελληνοπρεπή μόρφωση της νεότητος της νησιώτικης επαρχίας του, δεδομένου ότι είχε τίτλους μαχητικού κληρικού από τον πόλεμο στο Ελ-Ᾱλαμέϊν κατά του Ρόμελ. Ως ποιμενάρχης των νήσων και ευρεθείς εμπρός σε εκλογική αναμέτρηση τον Μάϊο του 1952 πρόσεξε το πρόγραμμα των «Δημοκρατικών» και των «Λαϊκών» που επιδίωκαν να μεταλλάξουν και τις θρησκευτικές ακόμη μεταρρυθμίσεις του Κεμάλ,  που παρεμπόδιζαν την πρόοδο των ισλαμιστών. Ήλθε σε επαφή με τον Δημοκράτη πολιτευτή  Ιχσάν Τσαγλαγιακίηλ και του πρόσφερε ομόθυμη  συμπαράσταση των Ορθοδόξων της επαρχίας του, άν το κόμμα του νομιμοποιούσε όσα καθώρισε το Γ΄ Τμήμα στη «Συνθήκης της Λωζάνης» για τα δύο νησιά και ειδικά τα ἀρθρα 37,38,42 περί του καθεστώτος  αυτοδιοικήσεως των Ιμβρίων. Και πραγματικά όταν προέκυψε η μεγάλη νίκη των «Δημοκρατικών» την 14ην Μαΐου 1950, που τότε η μέγιστη πλειονοψηφία τους στην «Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας» νομιμοποίησε αυτά τα άρθρα και έτσι  επανήλθε  η ευαγής μόρφωση του Ομήρου και του Ηροδότου στο Αιγαίο νησί και οι γενεές του τις καλλιέργησαν και εξ αυτής της παραδόσεως προήλθε και ο σήμερα Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και οι λοιποί επιστήμονες από την Ίμβρο και την Τένεδο.

Η απόφανση αυτή της «Συνθήκης της Λωζάννης» συνετέλεσε και στην πρόοδο της μελετώμενης από το 1947 ανύψωση του επιπέδου της θεολογικής  μορφώσεως των αποφοίτων της Σχολής της Χάλκης κατά τα πρότυπα των αντίστοιχων καθιδρυμάτων της Ευρώπης. Και  στις 25 Σεπτεμβρίου του 1951 υπογράφηκε «ο νέος Κανονισμός για την Θεολογική Σχολή της Χάλκης»  από το αρμόδιο Υπουργείο Παιδείας της Τουρκίας, για το θεολογικό φυτώριο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως που μέχρι τότε είχε μορφή Εκκλησιαστικής Ακαδημίας, όπως τότε περίπου ἠταν οι Ανώτατες ιερατικές Σχολές στην ομόδοξη Ρωσία. Δεν είναι δυνατόν ποτέ να αγνοηθεί ότι πλησίον όλων των αρχαίων εκκλησιαστικών κέντρων των παλαίφατων Πατριαρχείων λειτουργούσαν παρόμοιες Σχολές ως ανωτάτου επιπέδου εκκλησιαστικά φυτώρια, όπου διέπρεψαν μέγιστες φιλοσοφικές και θεολογικές προσωπικότητες προς διαιώνιση της Αποστολικής παραδόσεως των «αυθεντικών στυλοβατών  της πίστεως». Εξ αφορμής πλέον αυτής της ολοκληρώσεως των σπουδών στην Χάλκη ξεκίνησε και η Δ’ περίοδος της λειτουργίας της γιατί στο τριτάξιο Λυκειακό τμήμα της προστέθηκε και το τετρατάξιο ακαδημαϊκό Θεολογικό τμήμα που της  προσέδωσε ισόκυρο και ισοστάσιο το ακαδημαϊκό κύρος των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. «Κύκλωθεν νήσων υπολάμπουσαν τη θέσει του τόπου» της νήσου Χάλκης, κατά πολιά παράδοση των «Μεταεικονομαχικών» χρόνων του 9ου αιώνα πλησίον κάποιου ορθόδοξου μονίδρυου άρχισε να διαμορφώνεται ο πυρήνας της σεβάσμιας μονής της Αγίας Τριάδος και εκεί το 1844 ο πατριάρχης Γερμανός Δ’ εγκατέστησε την Θεολογική Σχολή της Μεγάλης Εκκλησίας, όπου επί 127 χρόνια διετηρείτο και εξεφράζετο η Ορθοδόξη ευσέβεια της Χριστιανοσύνης αλλά και διδάσκετο εκτός της ορθής δόξας της ορθοδόξου πίστεως και η διαμόρφωση του Κανονικού Δικαίου της, καθώς και η λειτουργική  τάξη της Εκκλησίας αλλά και το φιλάνθρωπο φρόνημα για την Ειρήνη και Συνεργασία μεταξύ των εθνών. Εκ της Χαλκίτιδος Θεολογικής Σχολής  αποφοίτησαν 930 και εξ αυτών εξελέγησαν οι 343 αρχιερείς και εξ τούτων οι 12 διετέλεσαν και Οικουμενικοί Πατριάρχες και Πατριάρχες Αλεξανδρείας, και 2 Αντιοχείας και 4 Αρχιεπίσκοποι Αθηνών, ακόμη δε και Αρχιεπίσκοπο Τιράνων το 1937, ο Χριστοφόρος Κίσσης. Στο θυσιαστήριο υπηρέτησαν εκ της Χάλκης 318 Πρεσβύτεροι και διάκονοι, οι δε λοιποί παρέμειναν λαϊκοί θεολόγοι – καθηγητές στην Μέση Εκπαίδευση, διδάξαντες την ορθόδοξη πίστη σε μυριάδες Νεοελλήνων μαθητών. Στην Σχολή αυτή μαθήτευσε από το 1903-1910 σε διδασκάλους ολκής και ο πατριάρχης Αθηναγόρας Σπύρου πλησίον του σπουδαίου Σχολάρχου μετά Θυατείρων Γερμανού Στρηνόπουλου (1907-1922). 

Από την αρχή της διακονίας του στο Φανάρι ο πατριάρχης Αθηναγόρας εξετίμησε την πολύτιμη αξία αυτού του μορφωτικού ιδρύματος τόσον στην στελέχωση της καθέδρας του Θρόνου με τους πλέον κατάλληλους και φιλομαθέστερους αποφοίτους της Σχολής τις Υπηρεσίες της Πατριαρχικής Αυλής του, όσον και για την ποιμαντορία των σημαντικών  Μητροπόλεων της Ορθοδόξου Διασποράς. Μεταξύ αυτών πολύ εξετίμησε τα υπέροχα πνευματικά χαρίσματα του Αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου Ιακώβου Στεφανίδη και τον ανέδειξε αρχικά μητροπολίτη Ικονίου και όταν διεπίστωσε το ήθος του τον ανέδειξε από του Οκτωβρίου του 1951 μέχρι το 1955 και Σχολάρχη της Χάλκης, όπου άφησε εποχή διευθύνσεως. Κατά τον τουρκικόν νόμον ανέλαβε την καθίδρυση και ανακαίνιση  της γεραράς Σχολής ασκήσας υποδειγματικά διοικητικά και διδακτικά καθήκοντα. Όμως προσβλήθηκε από νεφροπάθεια και παραιτήθηκε και αφού ταλαιπωρήθηκε στην Πόλη επί δεκαετία, στις αρχές Απριλίου 1965 τον μεταφέραμε μαζί με τον αδελφό του Τζώρτζη προς αιμοκάθαρση στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών, όπου δυστυχώς απεβίωσε στις 16 Απριλίου του 1965 βυθίσας όλη την Εκκλησία σε βαθειά θλίψη. Ο Ικονίου Ιάκωβος ήταν πρότυπο πνευματικού πατέρα και κατ’ εξοχήν φιλάνθρωπος, αλλά και για κάθε ασχολούμενο με τα θεολογικά γράμματα.1   

Ο τερματισμός στην Ελλάδα του «Εμφυλίου Πολέμου» στις 29 Αυγούστου του 1949 επέφερε ειρήνευση και γαλήνη στη Χώρα μας και εθεωρήθη κατάλληλη εποχή για να επαναλειτουργήσει πάλι το «Σύμφωνο φιλίας» που υπογράφηκε το 1930 στην Άγκυρα από τον Μουσταφά Κεμάλ και τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Δυστυχώς όμως, μετά τον θάνατον του Μ. Κεμάλ το 1938, η διάδοχος πολιτική κατάσταση στην Τουρκία έπεσε στα χέρια του πρωθυπουργού Ισμέτ Ινονού που δεν βράδυνε να επιδείξει, όπως έπραξε στην «Λωζάνη», το αντιχριστιανικό μένος του κατά της παραμονής του Πατριαρχείου μας στην κοιτίδα που ιδρύθηκε. Μόλις η Ελλάδα υποδουλώθηκε στους Ναζί το Μάϊο του 1941, κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εθεώρησε κατάλληλη στιγμή από την εμπάθεια του να «πυρπολύσει» τα ξημερώματα της 21ης  Σεπτεμβρίου του 1941 με τρόπο ανεξερεύνητο μέχρι σήμερα το ξύλινο κεντρικό κτήριο των Πατριαρχείων, όπου στεγάζοντο όλα τα γραφεία των υπηρεσιών του επί δύο τουλάχιστον αιώνες, με όλο το θησαύρισμα των ιερών εικόνων, των χρησιμοποιούμενων κωδίκων και εγγράφων, αλλά και την σπουδαίαν  Πινακοθήκην των διατελεσάντων μέχρι τότε  Πατριαρχών και τα αναρίθμητα πολύτιμα δώρα των εστεμμένων Ορθόδοξων της Ευρώπης. Η άνευ αιτίας αυτή θρησκευτική και πολιτιστική αυτή καταστροφή ήταν τραγικό «Έγκλημα Πολέμου», που βεβαιωμένο από τά μετά ταύτα  πλήγματα.2   Σε αυτά προστεθηκε και μετά την «Συνθήκη της Λωζάνης» η παμπόνηρη παρασιώπηση των σχετικών άρθρων για την Αυτοδιοίκηση και την Ελληνορθόδοξη Εκπαίδευση των κατοίκων της νήσου του Αιγαίου Πελάγους που προστέθηκε στην τουρκική κυριαρχία, μήπως επανέλθη το καλό πνεύμα μεταξύ Τούρκων και Ρωμιών. Αυτό που οραματίστηκαν και υπέγραψαν στην Άγκυρα το 1930 ο Μουσταφάς Κεμάλ και ο Ελευθέριος Βενιζέλος μπορεί η Δημοκρατική πλειονοψηφία και πάλι να το ζωντανεύψει μετά 22 χρόνια στους γειτονικούς λαούς. Φωτισμένοι διπλωμάτες των υπουργών επί των Εξωτερικών της Τουρκίας Φουάτ Κιοπρολού και της Ελλάδος Ε. Αβέρωφ-Τοσίτσα, ανέλαβαν να επεξεργαστούν το πρόγραμμα της επισήμου συναντήσεως του  Προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας κ. Celal Bayar και των βασιλέων της Ελλάδος Παύλου και Φρειδερίτης στην νέα Τουρκία, αφού προέκυψε από τις εκλογές της 14ης Μαΐου 1950 η κατάλληλη περίοδος ανταλλαγής εκατέρωθεν επισήμων επισκέψεων το 1952, η των Ανάκτων της Ελλάδος στην Άγκυρα και την Πόλη στις αρχές Ιουνίου και η δεύτερη  του Τούρκου Προέδρου στην Αθήνα και την Κομοτηνή το τέλος Νοεμβρἰου με Δεκέμβριο του ιδίου έτους για να αποδοθούν οι προσοίκουσες  ύψιστες τιμές στα δύο κράτη κατά τα διεθνώς κρατούντα. Λόγω της συνταγματικής συνδέσεως των Ελλήνων Βασιλέων με την κρατούσα Θρησκεία, συνδέεται και η επίσκεψη τους στο λίκνον της Ορθοδοξίας, προς έκφραση των ευλαβών αισθημάτων του ελληνικού λαού προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην, διότι επί Άνθιμου Δ’ του Βυζαντίου δια της Μεγάλης Πατριαρχικής Ιεράς Συνόδου συνεστήθη κανονικά το 1850 η τοπική Ανεξάρτητη Εκκλησία εν  Ελλάδι2  

Η επίσημη επίσκεψη των Ελλήνων Ανάκτων στη Τουρκία άρχισε πρό του Ακρωτηρίου της «Στενών» της «Έλλης» στις 7 Ιουνίου 1952. Το εύδρομον αντιτορπιλικόν «Έλλη», που καταστάθηκε ιστορικό για τις ένδοξες αποστολές του, εισοδεύει στην Προποντίδα και αμέσως μοίρα του τουρκικού Στόλου το πλαισιώνει τιμητικά και το κατευθύνουν στην προκυμαία του Βοσπόρου, όπου είναι τα παλαιά ανάκτορα του «Δολμά-Βαχτσέ», όπου εφιλοξενούντο οι ξένοι Άνακτες και κατοικούσε στο Βοσπόρειο Θρακικό  άκρο της Ευρώπης και ο «Ατατούρκ» που συνέστησε την νέα Τουρκία. Πρίν  αποβιβαστούν οι Βασιλείς, ο κυβερνήτης της «Έλλης» κατήλθε με άγημα ναυτών παρατάχθηκε στην προκυμαία και εκεί τους υποδέχθηκαν οι τοπικές Αρχές με επικεφαλής τον Νομάρχη-Δήμαρχο της Πόλεως δρ. Φαχρενδίν Γιοκάϊ, με τον πρεσβευτή Αλεξ. Κουντουμά και τον Γεν. πρόξενο Γ. Χριστόπουλο της Ελλάδος. Μετά σχηματίστηκε πομπή που ανήλθε στην πλατεία «Ταξίμ» και κατέθεσε στέφανον εκ μέρους της χώρας τους στο «Μνημείον της Ανεξαρτησίας». Σε λίγο οι εστεμμένοι διεπεραιώθηκαν δια της προεδρικής ακάτου «Ατζάρ» στην απέναντι Ασιατική ακτή, ὀπου ο κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός του Χαϊδάρ πασά και με την προεδρική αμαξοστοιχία οι Βασιλείς ανεχώρησαν στην Άγκυρα. Μόλις έφθασαν τους  υποδέχθηκαν η Α.Ε. ο Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας κ. Celal Bayar και ο πρωθυπουργός κ. Αντάντ Μεντερές με μέλη της κυβερνήσεως και πλήθος. Η υποδοχή αυτή ήταν τότε πρωτοφανής δεδομένου ότι δεν υφίστατο Μειονότητα της Ρωμιωσύνης στην νέα πρωτεύουσα αυτής της Χώρας και  αμέσως άρχισε το πρόγραμμα με κατάθεση στεφάνου στον τάφο του Μουσταφά Κεμάλ. Συνεχίστηκε με δεξίωση στο «Κυβερνείο του Τσανκάγια» και με σειρά επισκέψων σε  Μουσεία, σε αθλητικές επιδείξεις και με την καθιερωμένη στρατιωτική παρέλαση και συνεχίστηκε με επισκέψεις σε αξιοθέατα και σε εκπαιδευτικά και φιλανθρωπικά καθιδρύματα της πόλεως και σε πολλές εκδομές στην ύπαιθρο χώρα αλλά και με πολλές δεξιώσεις επί πενθήμερον. Όλα ήσαν επιμελώς οργανωμένα και ενδεικτικά για να εντυπωσιάζουν μέσα σε λίγα χρόνια μεταρρυθμίσεων της γενόμενης «άριστης προσαρμογής της Τουρκίας στα ιδεώδη των ευνομούμενων κρατών της πολιτισμένης ανθρωπότητος». 

Μετά το πέρας της ενθουσιώδους αυτής φιλοξενίας στην Άγκυρα δια της ιδίας οδού επέστρεψαν οι Άνακτες στον σταθμό του Χαϊδάρ-πασά, όπου πλέον τους υποδέχθηκε εκ μέρους της Α.Θ.Π. του πατριάρχου Αθηναγόρα η τριμελής συνοδική Επιτροπή από τους Χαλκηδόνος Θωμά, Θεοδωρουπόλεως Λεόντιο και Ειρηνουπόλεως Κωνσταντίνο, που τους «προσαγόρευσε καταλλήλως» και διεπεραιώθηκαν πάλι στο «Δολμά-Βαχτσέ» όπου εφιλοξενούντο. Την επομένη ημέρα έφθασε στην Πόλη και ο Πρόεδρος κ. Celal Bayar, που μαζί με τους εστεμμένους πορεύθηκαν από το ανάκτορο του «Δολμά-Βαχτσέ» με πομπή στο Πέραν και μάλιστα διερχόμενοι δια μέσου της «Μέσης Οδού» του Ρωμαίϊκου πλήθους και των Τούρκων και επισκέφθηκαν πολλές  κεντρικές συνοικίες της μεγαλουπόλεως, όπου ήταν διασκορπισμένοι τότε περί τους 124.000 ομογενείς της Μειονότητος, οι οποίοι εξεδήλωναν με επευφημίες τον ενθουσιασμό τους για την επαναλειτουργία της «καλής γειτονίας» με την «Τουρκοελληνική Συνθήκη φιλίας» του 1930.   

Το απόγευμα της Παρασκευής της 13ης  Ιουνίου 1952 οι Άνακτες έφθασαν στην αποβάθρα του Φαναρίου προς επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριαρχείου των Ορθοδόξων με την προεδρικήν άκατον και εκεί τους υποδέχθηκαν οι τουρκικές Αρχές και ο επιχώριος πληθυσμός του Φαναρίου με επευφημίες και ζητοκραυγές, ενώ τους πλαισίωναν μαθητές  των Μειονοτικών σχολείων της ομογένειας που κρατούσαν ανθοδέσμες και η Αστυνομία κρατούσε την όλην τάξη και το βασιλικόν ζεύγος πορεύεται πεζό προς την κεντρική Πύλη των Πατριαρχείων, όπου τους αναμένει ιστάμενος ο πατριάρχης Αθηναγόρας μετά της ακολουθίας του για να τους υποδεχθεί, περιβελημμένος μανδύαν και ωμοφόριον και κρατών ποιμαντικήν ράβδον, ενώ ο Αρχιδιάκονός του φέρει το Ευαγγέλιο και συνοδεύεται από τέσσερις ιεροφορούντες διακόνους της πατριαρχικής Αυλής. Η στιγμή ήταν άκρως ιστορική και συγκλονιστική διότι ο βασιλεύς των «Ρωμιών»του ελευθέρου ελληνικού κράτους ασπάζεται το Ευαγγέλιο και την σεπτήν χείρα του αρχιεπισκόπου της Κωσταντινουπόλεως μέσα στην βασιλίδα των Πόλεων μετά το 1453 και συμπορεύονται προηγουμένων των Πατριαρχικών Χορών, ψάλλοντος βασιλικούς στίχους του Ψαλτηρίου, και του ιερού Κλήρου και εισοδεύει στον κατάμεστο από πλήθος πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου. Στα συνοδικά στασίδια  ίσταντο οι ιεράρχες του Θρόνου και κάτωθι στα καθίσματα οι άρχοντες του Θρόνου και οι πρεσβευτές των ομοδόξων κρατών, καθώς και πολλοί προσκεκλημένοι  φιλορθόδοξοι Τούρκοι. Στην «Ωραία Πύλη» ίσταται κατά τάξη χοροστατών ο Πατριάρχης. Η Ακολουθία αρχίζει με την «Μεγάλη Δοξολογία» συντεθείσα εξ επιλογών των ψαλμικών στίχων (21, 44, 67,102, και 144) σε πατριαρχικό Βυζαντινό μουσικό ύφος υπό του άρχοντος πρωτοψάλτη Κωνσταντίνου Πρίγγου προς τιμήν του Βασιλικού ζεύγους, ισταμένου επι δύο θρόνων στην σολέα κατά το εν Αθήναις έθος. Όταν ο αρχαιοπρεπής δοξολογικός ύμνος περατώθηκε ο Αρχιδιάκονος  απευθύνει τις  σχετικές δεήσεις για τους βασιλείς και επηκολούθησαν οι εκατέρωθεν προσφωνήσεις.

Ο βασιλεύς Παύλος πρώτος εξέφρασε: «την ευγνωμοσύνη του εν Ελλάδι Ορθοδόξου Γένους προς το λίκνον της Ορθοδοξίας την Εκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως η οποία δωρεοδότησε το 1850 τις Μητροπόλεις της προς συγκρότηση της “Ανεξάρτητης” Εκκλησίας της Ελλάδος και μέσα στον 19ον αιώνα την ενίσχυσε με νέες εκκλησιαστικές επαρχίες με την Επτάνησο το 1863 και με την Θεσσαλία το 1882Όμως και τον 20ον αιώνα εμποδίστηκε να εκφράσει το ελεύθερο Γἐνος προς την Μητέρα Εκκλησία για την παραχώρηση μεγάλων μοναστηριακών εκτάσεων προς εγκατάσταση εν Ελλάδι του εξ Ανατολής ελθόντος προσφυγικού πληθυσμού». Ευθύς αμέσως ο Βασιλεύς Παύλος παρέδωσε το ανώτατο παράσημο της Ελλάδος του Μεγαλόσταυρου του Σωτήρος Χριστού στον Πατριάρχη Αθηναγόρα.

Σε αυτά απήντησε ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ότι: «Απέναντι στα χαρμόσυνα αυτά γεγονότα της ειρηνεύσεως των δύο λαών η Εκκλησία, απαύστως δεομένη υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου, ως Μήτηρ Εκκλησία ανοίγει τας αγκάλας εις τα Ορθόδοξα Εστεμμένα Τέκνα Αυτής, τους ευσεβεστάτους Βασιλείς της Ελλάδος, και δοξάζει τον Ουράνιον Δομήτορα της Εκκλησίας, ότι επί των ημερών τούτων συμβαίνουν τοιαύτα γεγονότα ευρισκόμενα στο σταυροδρόμι των πολιτισμών, όπου θεσμικά θεραπεύεται όχι μόνον η ιερά ευσέβεια της πίστεως των Ορθοδόξων, αλλά και η ειρηνευτική υπόθεσις του πεπολιτισμένου  κόσμου μεταξύ των λαών». Επηκολούθησαν υπό του πατριαρχικού χορού οι δύο «Πολυχρονισμοί» του Βασιλικού ζεύγους και της Α.Θ.Π. και στο τέλος ο Πατριάρχης πρόσφερε από μέρους της Μητρός Εκκλησίας στον Βασιλέα χρυσόδετον αρχαίον ιερόν Ευαγγέλιον λέγων: προσφέρω Υμίν, Μεγαλειότατε, το ιερόν τούτο Ευαγγέλιον, που αποτελεί για τους Ορθοδόξους τον «Σωματικόν Ιησού Χριστόν», γιατί περιέχει το μήνυμα της ειρήνης, το οποίον εκόμισε εκ της Χώρας ταύτης  ο ομώνυμός Υμών Απόστολος Παύλος προς την Χώρας  Υμών και την Οικουμένην προς Σωτηρίαν της». Ο Βασιλέυς Παύλος ευχαρίστησε τον Πατριάρχη  και περατώθηκε η όλη Ακολουθία. Οι «Υψηλοί Εστεμμένοι» μετά του Πατριάρχου εξήλθαν στο προάυλιον του ναού υπό τα χειροκροτήματα των εκκλησιασθέντων και πορεύθηκαν προς τα διασωθέντα δύο πέτρινα δυτικά το «Κωνσταντιανό» και το «Ευγενίδειο», όπου στεγάζονται όλα τα  πατριαρχικά γραφεία και ανήλθαν δια του κλιμακοστασίου των Κωνσταντιανών στην είσοδο που οδηγεί προς το επίσημο Πατριαρχικό γραφείο. Εκεί  ο Πατριάρχης εδεξιώθη τους βασιλείς και είχε εγκάρδια συνομιλία μετά του Βασιλέως Παύλου, προς τους οποίους προσεφέρθησαν «κατά την τάξιν, γλυκό και καφές» και μετά ο Πατριάρχης συνέστησε στους Βασιλείς τους αρχιερείς του Θρόνου, καθώς και τους εκεί άρχοντες του Γένους και η ιστορική αυτή ευχαριστήριος συνάντηση περατώθηκε. Οι εστεμμένοι προσκύνησαν στο παρακείμενο Πατριαρχικό παρεκκλήσιο του Αγίου Ευσταθίου και συνοδευόμενοι υπό του πατριάρχου Αθηναγόρα απεχώρησαν προς την έξοδον, ενώ οι αρχιερείς παρατάχθηκαν εκατέρωθεν του κλιμακοστασίου και δια μέσω του λαού και της Αστυνομίας πορεύθηκαν προς την «Κλειστή Πύλη». Εκεί αντηλλάγησαν οι ευλαβείς αποχαιρετισμοί και συνοδευόμενοι από τη Επιτροπήν των Συνοδικών αρχιερέων οι Εστεμμένοι κατήλθαν στην προκυμαία του Φαναρίου, όπου είχε πλεύσει η προεδρική άκατος «Ατζάρ»και διά του Κερατίου έπλευσαν προς το ανάκτορο του «Δολμά Βαχτσέ» όπου και εφιλοξενούντο.

Την επαύριον Σάββατον 14 Ιουνίου 1952 και ώρα 4.30 μ.μ. η Α.Θ.Π. ο Πατριάρχης μετά των παρεπιδημούντων 14 Σεβ. Αγίων Μητροπολιτών του Οικουμενικού Θρόνου και μετά των λοιπών κληρικών επικεφαλής της Αυλής, μετέβησαν στο ανάκτορο του «Δολμά Βαχτσέ» δι’ αυτοκινήτων σε αντεπίσκεψη των Βασιλέων γενόμενοι δεκτοί από τους Άνακτες, μεθ’ όλων των υπό του επίσημου Πρωτοκόλλου προβλεπόμενων τιμών μετά πολλής εγκαρδιότητος. «Η υποδοχή εγένετο στην μεγαλοπρεπή αίθουσα του Θρόνου ένθα προσεφέρθη γλυκό και καφές και επηκολούθησε εγκάρδια συνομιλία επί ημίσειαν ώραν, ενώ κατά την αναχώρηση του Πατριάρχη και των Ιεραρχών προπέμφθηκαν μετά των αυτών τιμών». Το εσπέρας στον ίδιον τιμητικό  χώρο εδόθη  επί τη αναχωρήσει την αύριον μεγάλη «δεξίωση» όπου παρέστησαν η Α.Ε.  ο Πρόεδρος Celal Bayar και μέλη της κυβερνήσεως και το πρεσβευτικό σώμα, καθώς και προσωπικότητες του επιχειρηματικού κόσμου των Τούρκων και Ομογενών και των δημοσιογράφων των δύο λαών.

Την Κυριακήν το πρωί 15 Ιουνίου 1952 ο Πρόεδρος Bayar παρέλαβε τούς Άνακτές στην προεδρική θελαμηγόν του και έπλευσε δια του Βοσπόρου για να τους ξεναγήσει μέχρι του στομίου του Εύξεινου Πόντου μέχρι το απόγευμα τις 5 μμ. όταν επέστρεψαν στο παλαιό σουλτανικό ανάκτορο εκεί τους ανέμεναν οι εκπρόσωποι του Πατριάρχου και της Ιεράς Συνόδου μητροπολίτες Χαλκηδόνος Θωμάς και Ειρηνουπόλεως Κωνσταντίνος για να τους ευχηθούν τα δέοντα επί τη αναχωρήσει των Βασιλέων στην Ελλάδα. Τότε ο μακαριστός πρόεδρος Bayar τους παρέλαβε στην προεδρικήν άκατόν του «Ατζάρ» και τους επιβίβασε στο εύδρομο «Ελλη», ευχηθείς «καλήν αντάμωση» στην Αθήνα.

Η μακρότατατη εμπειρία του Φαναρίου για τα εκεί πολιτικά δρώμενα στην κοινή γνώμη την μεσημβρία της Δευτέρας 16ης  Ιουνίου ο Πατριάρχης παρέθεσε στο Πατριαρχείο Γεύμα προς τιμήν των Τούρκων Δημοσιογράφων, προκειμένου να εξηγήση την εκκλησιαστική παράμετρο στο πρόσφατο επίσημο ταξίδι των εστεμμένων Ελλήνων στην Τουρκία, ώστε αυτό να μην παρερμηνεύεται από υπερβολές που προκαλούν θρησκευτικές και πολιτικές αντιδράσεις στην  Κυβέρνηση. Παρέστησαν ο Χαλκηδόνος Θωμάς και ο Αίνου Γερμανός και ο αντιπρόεδρος της Ενώσεως Hayri Taylan, Cemal Cahit Cem, Rakim Calapalan.

Στίς 2 Δεκεμβρίου 1952 έγινε επί τριήμερο με τον ίδιο εγκάρδιο πρωτόκολλο και ενθουσιασμό η επίσημη επίσκεψη της Α.Ε. του προέδρου Τζελάλ  Μπαγιάρ στην Αθήνα και στην αρχαία Κόρινθο και η παρά τον Ισθμό επιθεώρηση του Ελληνικού Στόλου. Με την συνοδεία των Ανάκτων μετέβησαν στην πολυφυλετική «Μουσουλμανική Μειονότητα» της Κομοτηνής για τον εγκαινισμό του νέου ανώτερου του Μεντρεσέ εκπαιδευτικού καθιδρύματος, του Γυμνασίου του «Πρόεδρου Τζελάλ  Μπαγιάρ», που άνοιξε τους ακαδημαϊκούς  ορίζοντες της Μειονότητος  στη Δυτική Θράκη.3 

Όμως ελάχιστοι διάδοχοι του Μουσταφά Κεμάλ πίστεψαν στην σπουδαία υποθήκη του για την «Ελληνοτουρκική Φιλία» του 1930. Δυστυχώς όμως τώρα για να εδραιώνουν την εκλογική επιτυχία τους βαυκαλίζουν το μέλλον της Τουρκίας  με φαντασμένες ονειρώξεις που απομακρύνουν κάθε ασιατική ορδή από το πολιτικό μέλλον  στην κοινωνία των λαών της Ευρώπης.– 4  

  1. Περ. «Ορθόδοξη Παρουσία».  τ. β΄.τεύχη 5&6 1965. σελ.218-221
  2. Αρ. Πανώτη. «Το  Συνοδικόν» τ.Β΄. σσ. 53-74.
  3. Τα πολιτικά όρια καθορίζονται κατόπιν επίσημης «Συνθήκης των Εθνών», όπως της «Λωζάνης» προς διασφάλιση του ζωτικού εθνικού χώρου του κάθε κράτους προς επιβίωση, υπό την εγγύηση του Ο.Η.Ε και του Διεθνούς Δικαίου. Τα εκκλησιαστικά όμως όρια είναι πολύ ευρύτερα και απόλυτα σεβαστά και αμετάβλητα, γιατί καθορίστηκαν από Οικουμενικές Συνόδους από τον δ΄-στ΄αιώνα και προστατεύονται από την Πενταρχία των Πατριαρχείων και το Κανονικόν Δίκαιον της Εκκλησίας.    
  4. Μη διασωθέντος επισήμου  «Χρονικού» των τότε σημαντικών γεγονότων σε έγκυρον  πηγήν, ανατρέξαμε σε φύλλα της τότε Φαναριώτικης εφημερίδος «Απόστολος Ανδρέας» (Α.Α.) αρθμ. 52 και 57 του Ιουνίου 1952, διότι το τότε περιοδικόν «Ορθοδοξία» που διέσωζε «Χρονικά» για τους τότε λογους του ουδέν εδημοσίευσε.  Α.Π.

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ