15.6 C
Athens
Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Ο “Καιρός” του μακαριστού Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα

Παντελής Καλαϊτζίδης, Δρ. Θ.

Διευθυντής Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου

Ο «Καιρός» του μακαριστού Μητροπολίτη Περγάμου κυρού Ιωάννη Δ. Ζηζιούλα

Επικήδειος, Καθεδρικός Ναός Αθηνών

Σάββατο, 4-2-2023

Σεβασμιώτατε Άγιε Λαοδικείας κ. Θεοδώρητε, εκπρόσωπε της ΑΘΠ του Οικουμενικού Πατριάρχη,

Σεβασμιώτατοι και Θεοφιλέστατοι,

Σεβαστοί πατέρες,

κ.κ. Εκπρόσωποι των πολιτικών αρχών,

Κυρίες και κύριοι καθηγητές,

Λαέ του Θεού,

«Ο χρόνος νοηματίζεται από τον καιρό, και ο καιρός δεν είναι παρά μία στάση, ένας σταθμός, για να μπορέσουμε να εποπτεύσουμε το παρελθόν και να ατενίσουμε το μέλλον. Χωρίς τον καιρό ο χρόνος ρέει ανοημάτιστος, καταποντίζεται στον θάνατο, τίποτε από όσα συμβαίνουν σ’ αυτόν δεν επιβιώνει. Μέσα σε όλη την κτίση μόνον ο άνθρωπος μετατρέπει τον χρόνο σε καιρό. Είναι το προνόμιο και η ευθύνη της ελευθερίας που του δόθηκε από τον Δημιουργό, να εισάγει μέσα στον χρόνο, έστω και για λίγο (όπως συμβαίνει κατ’ εξοχήν στην Θεία Λειτουργία) την παρουσία και την γεύση των Εσχάτων, αυτών που δεν θα χαθούν μαζί με τόσα και τόσα άχρηστα που κουβαλάμε στην ζωή αυτή».

Με τα λόγια αυτά ο μακαριστός πλέον Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου Ιωάννης Δ. Ζηζιούλας ξεκινούσε την αντιφώνησή του στον Ακαδημαϊκό Έπαινο και τις τιμές που του αποδόθηκαν κατά την υποδοχή του ως Εταίρου και Επιτίμου Μέλους της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου, το διήμερο 28-30 Οκτωβρίου 2011. Επιτρέψτε μου με τα λόγια αυτά, που μας θυμίζουν τη σημασία του «καιρού» και το πώς αυτός νοηματοδοτεί τον χρόνο, να ξεκινήσω και εγώ με τη σειρά μου εκ μέρους της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου, τον παρόντα λόγο απόδοσης τιμής, σεβασμού και αγάπης προς τον εκλιπόντα ιεράρχη του σεπτού Οικουμενικού Πατριαρχείου, τον μέγιστο των Ορθοδόξων θεολόγων της εποχής μας σύμφωνα με πολλές έγκυρες γνώμες.

Τρεις είναι οι κυρίως θεματικές και οι άξονες που ορίζουν το έργο του μακαριστού ιεράρχη: Πρόσωπο, Ευχαριστία και Εσχατολογία ή Βασιλεία του Θεού. Είναι μάλλον σε όλους γνωστό ότι ο Μητροπολίτης Περγάμου, όχι άδικα, έχει αποκληθεί ως ο κατεξοχήν θεολόγος του προσώπου στην ορθόδοξη θεολογία, αλλά και στην καθόλου χριστιανική θεολογία. Είναι αυτός που ερμηνεύοντας με γόνιμο και πρωτότυπο τρόπο την πατερική παράδοση έδωσε στη σύγχρονη χριστιανική θεολογία μια περιεκτική πρόταση για το πρόσωπο, καθώς κατάφερε να θεμελιώσει σε οντολογική προοπτική μια θεολογική προσωπολογία η οποία με αφετηρία τον προσωπικό τρόπο υπάρξεως του Τριαδικού Θεού πραγματώνεται ιστορικά στο πρόσωπο του Χριστού, και προσφέρεται στο εκκλησιαστικό γεγονός, ως πρόγευση της εσχατολογικής εκπλήρωσης στη Βασιλεία. Για τον Περγάμου το πρόσωπο είναι ό,τι πολυτιμότερο θα μπορούσε να προσφέρει η πατερική θεολογία στην σύγχρονη αναζήτηση του ανθρώπου για την αυθεντική ύπαρξη.

Είναι επίσης γνωστό ότι ο τόπος όπου ο άνθρωπος μπορεί να προγευθεί έστω και προληπτικά τον προσωπικό τρόπο υπάρξεως είναι για τον μακαριστό Μητροπολίτη Περγάμου η Ευχαριστία, όπου ο άνθρωπος ως μέλος της Εκκλησίας και εικόνα του Θεού μετέχει στην ίδια τη ζωή του Τριαδικού Θεού. Ο Περγάμου από λαϊκός ήδη και από πολύ νωρίς, θα αναδείξει την κεντρικότητα του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας για τη ζωή της αρχαίας Εκκλησίας, αλλά και για τη ζωή του σημερινού κόσμου. Η Ευχαριστία για τον Περγάμου είναι η καρδιά της Εκκλησίας και όχι μια επιμέρους όψη της.

Πιστός στις θεμελιώδεις θεολογικές κατευθύνσεις του έργου του δασκάλου του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, και ενήμερος όσο ελάχιστοι στον ελληνικό και τον ευρύτερο ορθόδοξο χώρο για τη διεθνή θεολογική συζήτηση, ο Μητροπολίτης Περγάμου κυρός Ιωάννης θα αποδώσει ιδιαίτερη σημασία και προτεραιότητα στην εσχατολογική προοπτική που εν τέλει θα χαρακτηρίσει σύνολο το έργο του. Πρόσωπο, Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού συνδέονται αναπόσπαστα στη σκέψη του.

Για τον Περγάμου η Θεία Ευχαριστία είναι εικόνα της ερχόμενης Βασιλείας, εικόνα των εσχάτων, ενώ η Εκκλησία ως κοινότητα ευχαριστιακή συγκροτεί μια πραγματικότητα που έρχεται απ’ το μέλλον, καθώς η Ευχαριστία είναι πρόγευση των Εσχάτων που εισβάλλουν στην Ιστορία. Γι’ αυτό και η Εκκλησία ορίζεται ως κοινότητα εσχατολογική, που πορεύεται μέσα στην ιστορία και μέσα στον χρόνο, χωρίς να ταυτίζεται με την ιστορία και που βιώνει τη διαλεκτική ένταση ανάμεσα στο «νυν» και το «ούπω», στο «ήδη» και το «όχι ακόμη».

Η εσχατολογική δε ερμηνεία της Θείας Ευχαριστίας που εισηγείται, σε αντιδιαστολή προς την πρωτολογική/παρελθοντική, αναμνηστική που επικράτησε εξαιτίας δυτικών κυρίως επιδράσεων, σημαίνει σε απλά ελληνικά ότι η ταυτότητα της Εκκλησίας δεν βρίσκεται στο παρελθόν, σ’ αυτό που της δόθηκε ή σ’ αυτό που είναι, αλλά στο μέλλον, σ’ αυτό που θα γίνει στα Έσχατα. Μια τέτοια προοπτική διαστέλλει ριζικά τη θεολογία από κάθε είδους απολυτοποίηση της πρωτολογίας, από την τάση να θεωρούμε δηλαδή πως το γνήσιο και αυθεντικό τοποθετείται πάντα στις απαρχές, σε μια άχρονη ανιστορική φυγή σε ένα μακρινό ιδεατό παρελθόν και πως η σωτηρία δεν είναι παρά η επαναφορά σε μια αρχική ιδεατή κατάσταση. Η άποψη αυτή που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μεταμφιεσμένος πλατωνισμός, συνιστά τον μόνιμο πειρασμό της θεολογίας παλιότερα αλλά και πιο πρόσφατα.

Οι προεκτάσεις των όσων εκτέθηκαν παραπάνω είναι καίριας σημασίας. Ο εσχατολογικός προσανατολισμός της θεολογίας του Μητροπολίτη Περγάμου, προφύλαξε το έργο του από συμπτώματα που αποτελούν μόνιμους πειρασμούς της νεώτερης ελληνικής ορθόδοξης θεολογίας, ακόμη και στις σοβαρότερες εκδοχές της: α) την εξιδανίκευση του παρελθόντος και τον συνακόλουθο συντηρητισμό˙ β) την αγιοποίηση και τη λατρεία του έθνους και του λαού˙ και γ) τον ελληνοκεντρισμό και τον αντιδυτικισμό που στις μέρες μας είναι συνώνυμος του αντιευρωπαϊσμού. Σε αντίθεση με τα παραπάνω, ο μακαριστός Μητροπολίτης Περγάμου δεν θα διστάσει να υποστηρίξει ότι τους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες,

«Η Ορθοδοξία κέρδισε τότε το μέλλον του Ελληνισμού γιατί δεν ήταν επιστροφή, αλλά δημιουργική σύνθεση. Έτσι και σήμερα, για να φέρη στο φως την ελληνική ταυτότητα η Ορθοδοξία δεν πρέπει να είναι απλή επιστροφή στις μορφές του παρελθόντος, ένας νοσταλγικός “έρως ορθοδοξίας” που δεν περνά από τη σημερινή πραγματικότητα. Και η σημερινή πραγματικότητα για την Ελλάδα είναι η Ευρώπη. Ο ελληνισμός πρέπει να αναπλασθή στα βασικά συστατικά στοιχεία του, χωρίς να χάση την ελληνικότητά του, περνώντας μέσα από τη νέα αυτή πραγματικότητα της Ευρώπης».

Το ερώτημα που αυθόρμητα ανακύπτει είναι γιατί ένας διαπρεπής ιεράρχης, ένας εγκρατής και υποψιασμένος θεολόγος όπως ο Περγάμου, επέμενε τόσο πολύ στη σημασία και την κεντρικότητα της εσχατολογίας για τη ζωή και τη θεολογία της Εκκλησίας, όταν μάλιστα η εσχατολογία αναπόφευκτα οδηγεί σε μετάνοια για το παρελθόν και στην απελευθέρωση του μέλλοντος; Είναι δυνατόν να μην καταλάβαινε ότι η εσχατολογική προοπτική θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε επώδυνες αναθεωρήσεις σε δύσκολα θέματα όπως αυτά της ετερότητας, του φύλου, της ανθρωπολογίας ή του ήθους, όταν επί παραδείγματι ήδη το 1968 έγραφε για το επίμαχο θέμα της χειροτονίας των γυναικών ότι «οι ορθόδοξοι θεολόγοι δεν μπορούσαν να βρουν θεολογικούς λόγους εναντίον μιας τέτοιας χειροτονίας. Ωστόσο, το όλο θέμα είναι τόσο στενά συνδεδεμένο με την παράδοσή τους, ώστε θα δυσκολεύονταν στην πλειοψηφία τους να προσυπογράψουν χωρίς επιφυλάξεις τις σχετικές μάλλον ενθουσιώδεις προτάσεις»; Υπό το φως, λοιπόν, αυτού του εσχατολογικού προσανατολισμού κατανοείται και η θέση που διατύπωσε από το βήμα της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών, τον Φεβρουάριο του 2001, αναφορικά με τις συνέπειες του εσχατολογικού ήθους της Εκκλησίας, και πιο συγκεκριμένα η άποψή του ότι το μέλλον δεν καθορίζεται από το παρελθόν, αλλά ότι αντιθέτως το μέλλον ελευθερώνει από το παρελθόν, καθώς στη χριστιανική σκέψη ταξιδεύουμε αντίστροφα προς τη φορά του χρόνου: από το μέλλον προς το παρόν και το παρελθόν, και ως εκ τούτου το μέλλον είναι αίτιο και όχι αιτιατό του παρελθόντος, ενώ τα έσχατα είναι αυτά που δίνουν οντότητα στα πρώτα, και η εσχατολογία στην πρωτολογία. Ως φυσική συνέπεια των παραπάνω υποστήριξε ο Περγάμου ότι η «Εκκλησία είναι όχι αυτό που είναι ή που ήταν, αλλά αυτό που θα είναι [στα έσχατα]», όπως και ότι ο αμαρτωλός με τη σειρά του «δεν καθορίζεται οντολογικά από αυτό που ήταν, αλλά από αυτό που θα είναι [στα έσχατα]». Γι’ αυτό και επισήμανε ότι «η εκκοσμίκευση της Εκκλησίας δεν περιλαμβάνει μόνο θεσμικά ζητήματα (σχέσεις Εκκλησίας και κράτους, Εκκλησίας και κοινωνίας, κλπ), αλλά και θέματα ηθικής. […] Η Εκκλησία δεν μπορεί να υιοθετεί στάσεις της κοινωνίας σε θέματα ηθικής, αλλά να διαχέει μέσα στην κοινωνία το πνεύμα της συγγνώμης και της αγάπης που αφήνει το μέλλον να απελευθερώσει τον άνθρωπο από το παρελθόν. Μια μνησικακούσα Εκκλησία είναι εκκοσμικευμένη Εκκλησία, διότι η μνησικακία είναι χαρακτηριστικό του κόσμου τούτου και της κοσμικής ηθικής».

Ας μου επιτραπεί να υπομνήσω και να υπογραμμίσω ότι, με τη στάση και την όλη πολιτεία του, με την ανοχή και την υπομονετικότητά του, με την μακροθυμία και την πατρική εμπιστοσύνη του σε εμάς τους νεώτερους, ακόμη και όταν διαφωνούσε με πράξεις, ιδέες ή επιλογές μας ή όταν θεωρούσε πως κάνουμε λάθος, ο μακαριστός ιεράρχης έδωσε έμπρακτα δείγματα αυτού του εσχατολογικής εμπνεύσεως συγχωρητικού και απελευθερωτικού ήθους της Εκκλησίας. Νομιμοποιώντας δε, συν τοις άλλοις, την σοβαρά ασκούμενη κριτική και αποκαθιστώντας στις πραγματικές του διαστάσεις τον ενδοθεολογικό διάλογο που είναι το οξυγόνο και η απαραίτητη προϋπόθεση υγιούς εκκλησιαστικής ζωής, ο Περγάμου απέδειξε ότι οι μεγάλοι θεολόγοι δεν φοβούνται τον διάλογο και την κριτική, αλλά ότι αντιθέτως την επιδιώκουν, γιατί γνωρίζουν ότι η κριτική λειτουργία είναι σύμφυτη με το θεολογείν, και ότι χωρίς αυτήν δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτα άλλο πέρα από μια θεολογία της επανάληψης και των εγκωμίων που τόσο συχνά ανθούν, όπως όλοι γνωρίζουμε, στα εκκλησιαστικά και θεολογικά μας περιβάλλοντα.

Εν κατακλείδι, η ανάγνωση του έργου του Μητροπολίτη Περγάμου και η μαθητεία στη θεολογική του σκέψη που χαρακτηρίζεται για τον εσχατολογικό της προσανατολισμό, τον ευχαριστιοκεντρικό της χαρακτήρα και την δημιουργική της μετοχή στην οικουμενική θεολογική συζήτηση, βοήθησε εμάς τους εν Ελλάδι και αλλαχού στον ορθόδοξο κόσμο παροικούντες θεολόγους, να μεταβούμε από μια πολιτισμική, σε μία καθαυτό θεολογική ερμηνευτική, και από μία γενικώς και αορίστως «πνευματοκρατική», σε μία χριστοκεντρική και μυστηριοκεντρική προοπτική. Αν τις δύο τελευταίες δεκαετίας η θεολογία στον τόπο μας έκανε κάποια δειλά βήματα προς την κατεύθυνση της υπέρβασης της εσωστρέφειας, του θεολογικού επαρχιωτισμού και απομονωτισμού, καθώς και του ναρκισσευόμενου θεολογικού αντιδυτικισμού, είναι βέβαιο ότι σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται και στη δική του παρουσία και τον δικό του λόγο.

Γέροντα Περγάμου Ιωάννη,

Σας ευχαριστούμε εκ βάθους καρδίας για όσα προσφέρατε στην Εκκλησία και τη θεολογία· για τους δρόμους που ανοίξατε στη θεολογική έρευνα και στον επιζητούμενο διάλογο της Εκκλησίας με τον κόσμο, με τα γράμματα, με τις τέχνες και τις επιστήμες· γι’ αυτήν την παρήγορη και φιλάνθρωπη εκδοχή της Ορθοδοξίας που ενσαρκώσατε και που την έχουμε τόσο ανάγκη, ιδιαίτερα σήμερα· για το συγχωρητικό/απελευθερωτικό ήθος της Εκκλησίας που μας διδάξατε, και που επιτέλους θα πρέπει κάτι να μας μάθει εμάς τους Έλληνες και ορθόδοξους για τη σχέση μας με τους χριστιανούς των άλλων χριστιανικών παραδόσεων και τους πιστούς των άλλων θρησκειών· γιατί με τα βιβλία, τα άρθρα και τα μαθήματά σας συντροφεύσατε τις θεολογικές μας ανησυχίες και αναζητήσεις και ανοίξατε ένα δρόμο για να πορευθούμε· γιατί ξέρατε να σεβαστείτε τη διαφορετικότητά μας ή και τη διαφωνία μας με συγκεκριμένες απόψεις και θέσεις σας, χωρίς να μας αποκλείσετε ή να μας καταστήσετε αποσυνάγωγους· γιατί εξακολουθήσατε μέχρι τέλους να παράγετε θεολογία και ως θεολόγος πρωτίστως να σκέφτεστε και να συμπεριφέρεστε.

Καλή ανάπαυση αγαπημένε μας δάσκαλε στην αγκαλιά του Τριαδικού Θεού, τον οποίο τόσο αγαπήσατε και διακονήσατε με την ιερουργία, τον λόγο και την πένα σας.

Καλή Ανάσταση!

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ