16.8 C
Athens
Πέμπτη, 14 Νοεμβρίου, 2024

Ο καθηγητής Γρηγόριος Λαρεντζάκης για τον αείμνηστο Πάπα Βενέδικτο

Πάπας Βενέδικτος ὁ ΙΣτ΄ καί ὡς «γεφυροποιός» τῆς κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν διευρύνει τόν ἐκκλησιαστικό ὁρίζοντα πρός τήν Ὀρθοδοξία

Γρηγορίου Λαρεντζάκη

Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Γκράτς

Ἄρχοντος Μεγάλου Πρωτονοταρίου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου

Μέ τόν θάνατο τοῦ Πάπα Βενεδίκτου τοῦ ΙΣτ΄ ἔφυγε ἀπό τά ἐπίγεια μία μεγάλη ἐκκλησιαστική προσωπικότητα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἄφησε τά ἀνεξίτηλα στίγματά της στόν 20ο  καί 21ο  αἰῶνα. Δέν ἐπιθυμῶ νά κάνω γενική ἀξιολόγηση. Θά ῆταν μεγάλο τόλμημα, διότι ἡ πορεία του καί οἱ ἀπόψεις του ὑπῆρξαν πολύπλευρες καί ὄχι σπάνια ἀμφιλεγόμενες καί μερικές φορές καί προκλητικές. Ἄλλοι ἄς κρίνουν, ἡ ἱστορία εἶναι πάντα δίκαιος κριτής, ἀργά ἤ γρήγορα.

Στίς ἑπόμενες παρατηρήσεις ἐπιθυμῶ νά ἀναφερθῶ καί σέ ὁρισμένες πτυχές τῆς σκέψεώς του καί τῶν δραστηριοτήτων του, οἱ ὁποῖες μᾶς ἀφοροῦν, ὅπως ἀφοροῦν καί τήν πορεία τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, γεγονότα, τά ὁποῖα ἀσφαλῶς δέν θά πρέπει νά ἀγνοοῦνται ἤ νά λησμονηθοῦν. Ἀναφέρομαι καί σέ προσωπικές ἐμπειριες.

Ὁ Καθηγητής καί Καρδινάλιος Joseph Ratzinger καί Πάπας Βενέδικτος ὁ ΙΣτ΄ δέν ὑπῆρξε μόνον ἕνας ἄριστος θεολόγος τῆς καθολικῆς Θεολογίας, ἀλλά καί βαθύς γνώστης τῆς θεολογίας τῶν Μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησιας μας καί γενικώτερα τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας καί Ἐκκλησίας,. Στά θεολογικά του συγγράμματα εἶναι διάχυτη καί ἐμφανής ἡ ἐπίδραση τῆς Θεολογίας τῶν Πατέρων μας καί τῆς Ἐκκλησίας μας τήν ὁποία ἐξετίμησε καί ἀγάπησε ὅπως. ὁμολόγησε ὁ ἴδιος καί δημόσια στόν Οἰκουμενικό Ἐσπερινό στό Regensburg (12.9.2006) κατά τήν ἐκεῖ ἐπίσκεψή του.

Ἐνδιαφέροντα εἶναι ὅσα ἀνέφερε στήν ἀρχή τοῦ κηρύγματός του: «Ἡ Οίκουμενική Κίνηση χρειάζεται τίς προσωπικές συναντήσεις. Ὅλως ἐγκάρδια ἐπιθυμῶ κατ’ ἀρχάς νά χαιρετίσω τούς συμμετέχοντες στόν Οἰκουμενικό αὐτό Ἑσπερινό ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τό θεωρῶ πάντα ὡς ἕνα μεγάλο δῶρο τῆς Θείας Πρόνοιας, ὅτι ἐγώ ὡς Καθηγητής στή Βόννη ἐγνώρισα καί ἀγάπησα τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπό δύο Ἀρχιμανδρίτες, (οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν φοιτητές του), τόν μετέπειτα Μητροπολίτη Στυλιανό Χαρκιανάκη καί τόν Δαμασκηνό Παπανδρέου, (μέ τόν ὁποῖο συνδεόταν μέχρι τέλους μέ στενή φιλία), δηλαδή προσωπικά καί ἀπό συγκεκριμένα πρόσωπα. Στό Regensburg προστέθηκαν καί ἄλλες προσωπικές συναντήσεις μέ τήν πρωτοβουλία τοῦ ἐκεῖ ἐπισκόπου Graber  στά Οἰκουμενικά Συμπόσια στό  Spindlhof. Ἐκεῖ στό Regensburg ἐσπούδαζαν καί ἄλλοι ὀρθόδοξοι ὑπότροφοι. Χαίρομαι ἰδιαίτερα διότι σήμερα βλέπω γνωστά πρόσωπα ἀπό τότε καί ἀνανεώνεται ἡ φιλία μας.»

Πράγματι καί ἐγώ εἶχα προσκληθεῖ ἐκεῖ στό Regensburg μεταξύ ἄλλων καί πρῶτος ὁ Μητροπολίτης Γερμανίας Αυγουστῖνος, ὁ Καθηγητής Εὐάγγελος Θεοδώρου κ.α. διότι εἴχαμε λάβει μέρος κατ’ ἐπανάληψη στά Οἰκουμενικά Συμπόσια στό Regensburg. Πρός ἐπιβεβαίωση τῶν λεχθέντων ἀπό τόν Πάπα γιά τά φιλικά του αἰσθήματα ἀναφέρω ἕνα μικρό στιγμιότυπο πού συνέβη ἐντός τοῦ Ναοῦ μετά τό τέλος τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Ἑσπερινοῦ. Ἀναχωρώντας ἐν πομπῆ ὁ Πάπας  πρός τήν ἔξοδο τοῦ Ναοῦ καί εὑρισκόμενος μπροστά ἐκεῖ ὅπου εὑρισκόμουν ἐγώ μαζί μέ τόν Καθηγητή Εὐάγγελο Θεοδώρου, σταμάτησε, ἔφυγε ἀπό τήν σειρά τῆς πομπῆς καί μἆς ἐπλησίασε, μᾶς χαιρέτησε διά χειραψίας, μᾶς ἐρώτησε τί κανομε καί ὅτι ἔχάρηκε γιά τήν συνάντησή μας. Κατόπιν ἐπέστρεψε στήν πομπή, ἡ ὁποία τόν περίμενε. Μία τέτοια λειτουργική «παρατυπία» δέν εἶναι προφανῶς αὐτονόητη. Ἴσως ὁρισμένοι σχολιάζοντας σκεφθοῦν, καί τί ἔγινε; Ὅμως καί αὐτή ἡ χειρονομία ἔχει συμβολικό χαρακτῆρα, ἐάν μάλιστα ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν, ὅτι ὅλα αὐτά ἀναμεταδίδοντο τηλεοπτικά  σέ ζωντανή ἀναμετάδοση σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο.

Ἐκτιμοῦσε, λοιπόν, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί Θεολογία τόσο, ὥστε τό θεωροῦσε ἀπαραίτητο νά ἐμπλουτισθεῖ ἡ Δυτική Θεολογία μέ τήν ἁγιοπατερική σκέψη τῆς Ἀνατολῆς καί μέ τήν ὀρθόδοξη Θεολογία, πρᾶγμα τό ὁποῖο εἶχε πράξει καί ὁ ἴδιος, ὅπως καταφαίνεται καί στά συγγράμματά του.

Ἐπίσης θεωροῦσε μονόπλευρη τήν προσπάθεια ἀποκαταστάσεως τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος μόνον μέ τήν προώθηση τῶν σχέσεων μεταξύ τῆς Ρωμαιοαθολικῆς καί τῆς Εὐαγγελικῆς Ἐκκλησίας καί τήν διεξαγωγή τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μόνον μεταξύ τῶν Θεολόγων τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν στήν Δύση. Γιά τόν λόγο αὐτό ἐπεδίωξε σθεναρά τήν διεύρυνση τῶν σχέσεων τῶν Δυτικῶν Ἐκκλησιῶν μέ τήν συμμετοχή καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί θεολογίας, ὄχι μόνον γιά νά συμπεριληφθεῖ καί ἡ Ὀρθόδοξη Έκκλησία, ἀλλά καί διότι μέ τήν εἴσοδο στόν Θεολογικό Διάλογο τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας θά διευκολυνθεῖ ἡ λύσις καί τῶν δυτικῶν θεολογικῶν προβλημάτων. Τήν ἄποψη αὐτή διατύπωσε στήν εἰσαγωγή του στό βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Στυλιανοῦ Χαρκιανάκη μέ τόν τίτλο «Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί Καθολικισμός» “Orthodoxe Kirche und Katholizismus”. Ἐκεῖ ἐτόνιζε: «Γιά τήν καθολική Θεολογία στήν Γερμανία ἐσήμαινε Οἰκουμενική Κίνηση γιά μακρό χρονικό διάστημα μόνο καθολικο/προτεσταντικό Διάλογο. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἦταν σάν νά κατοικοῦσε σέ ἄλλο ἀστέρα, τοπικά καί πνευματικά σχεδόν ἀπλησίαστη. Μερικές φορές ἐνθουσιαζόταν κάποιος στήν Δύση ἀπό τήν ξενοφανή λάμψη καί τήν ἀρχαιοπρεπή ὀρθόδοξη Λειτουργία, ἀλλά αὐτός ὁ ἐνθουσιασμός ἀναφερόταν στό ἐξωτικό ξένο καί παρέμενε μέχρι ἐκεὶ. Ἀσφαλῶς ἔπαιζε ρόλο καί μία σιωπηλή ἀλαζονία, ἡ ὁποῖα σχετιζόταν μέ τόν δυτικό τρόπο σκέψεως, ἡ ὁποία θεωροῦσε ὅτι βρισκόταν στά ὕψη τῆς συγχρόνου σκέψεως καί περίμενε νά φθάσει καί ἡ Ἀνατολή στό ἴδιο ὔψος.

Ἐν τῶ μεταξύ, δόξα τῶ Θεῶ, ἄλλαξαν πολλά πράγματα. Ἡ εἴσοδος τῆς Ὀρθοδοξίας στό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν ἔδειξε τήν ζωντανή καί δυναμική ὕπαρξη τῆς Πίστεως καί τῆς Παραδόσεως τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδοξου Ἐκκλησίας σέ ἕνα Φόρουμ τόσο, ὅσο δέν περίμενε κανείς ἐπειδή κυριαρχοῦσε σέ αὐτό τό Φορουμ ἡ ἀγγλοσαξονική νοοτροπία. Πολλά, τά ὁποῖα ἀπέτυχαν στόν Διάλογο μεταξύ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς καί τῆς Εὐαγγελικῆς Ἐκκλησίας, τώρα μέ τήν συμμετοχή τῆς Ὀρθοδοξίας ἐφάνηκε ὅτι ἐπιτυγχάνονται ἀμέσως θετικά ἀποτελέσματα. Τό ὅτι Ἁγία Γραφή καί Παράδοση ἀποτελοῦν ἑνότητα, παλαιά θεολογική διαφορά, ἡ ὁποία τώρα φαίνεται νά λύεται, ἐπίσης ἡ καθολική διδασκαλία περί Μυστηρίων,….κλπ. Ὅλα αὐτά ἀντιμετωπίσθηκαν πιό φιλικά, πιό κατανοητά, ἐπειδή προήρχοντο ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, παρά ἄν παρέμεναν στήν κλασσική διαμάχη αἰώνων μεταξύ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς καί τῆς Προτεσταντικῆς Ἐκκλησίας.  Ὁ Οἰκουμενικός Διάλογος ἐκέρδισε μέ τήν συμμετοχή καί τοῦ τρίτου συμβαλλομένου (τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας) εὐρύτερες διαστάσεις, βάθος, ἀλλά καί ἐλπίδα».

Οἱ διαπιστώσεις αὐτές τοῦ Καρδιναλίου Ratzinger/Πάπα Βενεδίκτου γιά τήν σημασία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Θεολογίας καί μέ ἔντονη αὐτοκριτική, ἔδωσαν πρἀγματι μία δυναμική ὤθηση στήν Δύση γιά νά στραφεῖ πρός τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ σημαντικές θετικές οἰκουμενικές συνέπειες. Αὐτή ἡ συμβολή του δέν πρέπει νά ἀγνοεῖται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας.

Ἑπίσης πρέπει νά ἀξιολογηθεῖ θετικά καί ἡ συμβολή του στόν ἐπίσημο Θεολογικό Διάλογο μεταξύ τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν μας, τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς καί τῆς Ὀρθοδόξου καί γιά τήν τελικήν διατύπωση τῶν πρώτων ἐπισήμων κειμένων, τά ὁποῖα ἔχουν ὑπογραφεῖ ἀπό κοινοῦ καί κατά τήν διάρκεια τοῦ χρόνου, ὅταν ῆταν Συν-Πρόεδρος στόν ἐπίσημο αὐτό Θεολογικό Διάλογο καί Συν-Πρόεδρος ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς ὁ πρώην φοιτητής καί φίλος του Μητροπλίτης Στυλιανός Χαρκιανάκης.

Ἐδῶ θά ἀναφερθῶ καί σέ ἕνα συγκεκριμένο πρόβλημα, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ ἀκόμα τό μεγαλύτερο ἐμπόδιο γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς πλήρους ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν μας: Τό παπικό πρωτεῖο.

Ἤδη ὡς καθηγητής στό Regensburg ἀσχολήθηκε μέ τό θέμα αὐτό καί κατέληξε σέ πολύ σημαντικά συμπεράσματα, τά ὁποῖα μποροῦν νά τεθοῦν ὡς ἀφετηρία καί γιά τήν λύση τοῦ σοβαροῦ αὐτοῦ προβλήματος.

Ἀφορμή γιά τήν ἐνασχόληση αὐτή ἔδωσε ὁ χαιρετισμός τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα πρός τόν Πάπα Παῦλο τόν Στ΄ στήν Κωνσταντινούπολη κατά τήν ἐπίσκεψή του τήν 25ην Ἰουλίου 1967.  Μεταξύ ἄλλων ἀνέφερε ὁ Πατριάρχης: «Καί ἰδού ἔχομεν , παρά πᾶσαν κατ’ ἄνθρωπον προσδοκίαν . ἐν τῶ μέσῳ ἡμῶν τόν τῆς Ρώμης Ἐπίσκοπον, τόν καί πρῶτον τῆ τιμῆ ἐν ἡμῖν, τόν «τῆς ἀγάπης προκαθήμενον» (Ἰγνατίου Ἀντιοχ., Ἐπιστολή πρός Ρωμαίους, Πρόλογος, Π.Ε.5, 801).» Αὐτόν τόν χαιρετισμό τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα καί τήν ἄποψη τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου Ἀντιοχείας γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἔθεσε ὡς βάση ὁ Καθηγητής καί μετέπειτα Καρδινάλιος καί Πάπας καί ὄχι μονόπλευρες δυτικές πηγές, γιά νά καταλήξει καί στό σημαντικό του συμπέρασμα σέ μία ἱστορική ὁμιλία του στό Graz τῆς Αὐστρίας τήν 26η Ἰανουαρίου 1976, ὅπου τόν εἴχαμε καλέσει μαζί μέ τόν Καθηγητή Ἀθηνῶν Εὐάγγελο Θεοδώρου γιά τήν ἐκδήλωση τῆς δεκαετίας μετά τήν «ἄρση» τῶν Ἀναθεμάτων τοῦ 1054. Μεταξύ ἄλλων ἐτόνισε: «…Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ, ὅποιος εὑρίσκεται καί ἐντός τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀδύνατον νὰ χαρακτηρίσει τὴ μορφὴ τοῦ πρωτείου τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰῶνος ὡς τὴν μοναδικὴ δυνατὴ καὶ ὡς ὑποχρεωτικὴ γιὰ ὅλους τοὺς Χριστιανούς. Οἱ συμβολικὲς πράξεις τοῦ Πάπα Παύλου Στ´ καὶ τελευταῖα ἡ γονυκλισία μπροστὰ στὸν ἀντιπρόσωπο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου βεβαιώνουν ἀκριβῶς τὴν ὡς ἄνω διαπίστωση καὶ μᾶς βγάζουν ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο τῶν ἐξελίξεων. Ἂν καὶ δὲν μποροῦμε νὰ σταματήσουμε τὴν ἱστορία καὶ νὰ πάρουμε πίσω τὸν δρόμο τῶν αἰώνων, μπορεῖ ὡστόσο νὰ πεῖ κανείς, ὅτι δὲν μπορεῖ σήμερα νὰ εἶναι χριστιανικῶς ἀδύνατον, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον γιὰ μιὰ ὁλόκληρη χιλιετία ἦταν δυνατόν. Πάντως τὸ ἔτος 1054 ὁ Καρδινάλλιος Οὑμβέρτος τῆς Σίλβα Κάνδιδα στὴν ἴδια βοῦλλα, μὲ τὴν ὁποία ἀφώρισε τὸν Πατριάρχη Κηρουλάριο καὶ ἔτσι ξεκίνησε [αὐτὸς] τὸ σχίσμα μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, χαρακτήρισε τὸν Αὐτοκράτορα καὶ τοὺς πολίτες τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς «πολὺ εὐσεβεῖς καὶ ὀρθοδόξους» (sehr christlich und rechtgläubig), ἂν καὶ ἡ ἀντίληψή τους περὶ τοῦ ρωμαϊκοῦ Πρωτείου διέφερε ἀσφαλῶς πολὺ λιγότερο ἀπὸ αὐτὴν ποὺ εἶχε ὁ Κηρουλάριος, [καὶ πολὺ περισσότερο] ἀπὸ ἐκείνη τῆς Πρώτης Βατικανῆς. Μὲ ἄλλα λόγια: ἡ Ρώμη δὲν πρέπει νὰ ἀπαιτήσει ἀπὸ τὴν Ἀνατολήν, ὅσον ἀφορᾶ στὴν διδασκαλία περὶ τοῦ Πρωτείου, οὐδέν περισσότερον ἀπὸ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο διατυπώθηκε καὶ βιώθηκε τὴν πρώτη χιλιετία. Ὅταν ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας τὴν 25-7-1967 χαρακτήρισε τὸν Πάπα κατὰ τὴν ἐπίσκεψή του στὸ Φανάρι ὡς τὸν διάδοχο τοῦ Πέτρου, τὸν πρῶτο στὴν τιμὴ ἀνάμεσά μας [καὶ] προκαθήμενο τῆς ἀγάπης, ἀναφερόταν διὰ τοῦ στόματος τοῦ μεγάλου ἐκείνου ἐκκλησιαστικοῦ ἡγέτου τὸ οὐσιαστικὸ περιεχόμενο τῆς διδασκαλίας περὶ τοῦ παπικοῦ Πρωτείου τῆς πρώτης χιλιετίας καὶ πέρα ἀπὸ αὐτὸ δὲν πρέπει ἡ Ρώμη νὰ ἀπαιτήσει τίποτε.» Καί σέ ἄλλη περίπτωση στήν Βιέννη τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1974 ἐτόνιζεν ὁ Καθηγητής Ratzinger, ὅτι ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας μέ τόν χαιρετισμό αὐτό «δέν ἐγκατέλειψε τίς θέσεις καί τίς ἀπόψεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας οὔτε ἐδέχετο τό δυτικό Πρωτεῖο ἐξουσίας.»

Οἱ ἀπόψεις αὐτές τοῦ Καθηγητοῦ καί Καρδιναλίου Ratzinger δέν ἔχουν χάσει τήν ἰσχύ καί ἐπικαιρότητά των, παρά τό ὅτι δυστυχῶς δέν μπόρεσε νά τίς ἐφαρμόσει ὁ ἴδιος ἀπό τήν θέση τοῦ ἐπισκόπου καί Πάπα Ρώμης. Παραμένουν ὅμως ὡς σοβαρό κληροδότημα γιά τούς Διαδόχους του καί γιά τίς ἑπόμενες γενεές καί ἐάν ἀκόμη ὑπάρχουν καί διαφορετικές συντηρητικές ἀπόψεις γιά τό ἴδιο θέμα.

Ἀναφορᾶς ἄξιον εἶναι ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα Βενέδικτου στήν Κονσταντινούπολη ὅταν ἐπισκέφθηκε τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαῖο καί συνεόρτασε τήν Θρονική ἑορτή τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τήν 30η Νοεμβρίου τοῦ 2006. Εἶχα τήν χαρά καί τήν τιμή νά εἶμαι προσκεκλημένος στό ἱστορικό αὐτό γεγονός καί νά βιώσω προσωπικά τίς στιγμές αὐτές τῆς ἐγκάρδιας καί ἀδελφικῆς συναντήσεως τῶν Ἀρχηγῶν τῶν δύο ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν μας.

Στίς ὁμιλίες τῶν δύο Προκαθημένων καί στήν Κοινή Δήλωση ἀντικατοπτρίζεται ἡ ἀδελφωσύνη, ἡ ἐγκαρδιότητα καί τό εὐχάριστο φιλικό κλίμα τῆς ἀδελφικῆς αὐτῆς συναντήσεως.

Μέ ἰσχυρό συμβολισμό ἀνέφερεν ὁ Πάπας Βενέδικτος ὅτι ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας ὁδήγησε τό Πέτρο στόν Χριστό. Ὁ τελικός σκοπός ὅλων τῶν οἰκουμενικῶν προσπαθειῶν καί τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου εἶναι ἡ ἀναβίωσις τῆς πλήρους ἐκκλησιαστικῆς καί μυστηριακῆς κοινωνίας, ἐτόνισεν ὁ Πάπας Βενέδικτος. Καί στήν Κοινή Δήλωση τονίσθηκε ἡ ἴδια ἀποφασιστική θέληση, ἡ ἄρση τῶν Ἀναθεμάτων τοῦ 1054, ἀλλά καί ἡ διαπίστωση, ὅτι δέν ἔχουν ἐξαντληθεῖ ἀκόμα ὅλες οἱ δυνατότητες προωθήσεως τῶν σχέσεων τῶν δύο ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες προκύπτουν ἀπό τήν ἄρση αὐτή.

Καί ἡ ἐπίσκεψη αὐτή τοῦ Πάπα στήν ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου θά παραμείνη ἕνα σημαντικό ἱστορικό γεγονός στίς σχέσεις τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, ὅπως σημαντικές παραμένουν καί ὅλες οἱ ἄλλες πρωτοβουλίες καί συνεργασίες στήν πορεία πρός τήν πλήρη ἑνότητα καί οἱ ἐπίσκέψεις στήν ἕδρα τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου, ὁ ὁποῖος ἀναφέρθηκε διά ζώσης στόν κοιμηθέντα Πάπαν «μέ σεβασμόν και αγάπην και ευγνωμοσύνην». Εἰς δέ τό συλλυπητήριον  Γράμμα του πρός τόν Πάπα Φραγκῖσκον γιά τόν κοιμηθέντα Πάπα Βενέδικτον μεταξύ ἄλλων ἀνέφερε: «Ὡστόσο, ἡ ἀξιομνημόνευτη συνεισφορά του ὄχι μόνο στήν Ἐκκλησία σας, ἀλλά καί στόν ἀκαδημαϊκό κόσμο – ὄντας ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους θεολόγους τοῦ 20ού αἰῶνα – καί στήν οἰκοδόμηση γεφυρῶν – πού εἶναι ὁρατή στή δέσμευσή του γιά διάλογο, ἰδιαίτερα μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία – θά ἀφήσει ἀναμφισβήτητα τό στίγμα της στήν ἱστορία.  Στό πλαίσιο αὐτό, ἐκτιμήσαμε εἰλικρινά τήν ἐπίσκεψή του στό Ἱερό μας Κέντρο, ἐδῶ, στό Φανάρι τό 2006, καί χαρήκαμε τίς πολλές ἐπισκέψεις μας πρός ἐκεῖνον στό Βατικανό”.

Ὅλα περί τόν Πάπα Βενέδικτον τόν ΙΣτ΄ ἀναμένουν τήν λεπτομερέστερη ἐπιστημονική ἀξιολόγησή των στήν Ἐκκλησιαστική ζωή τοῦ χριστιανικοῦ πληρώματος, παρά τίς ἀτέλειες στήν μακροχρόνια αὐτή πορεία. Ὁ δέ Οἰκουμενικός Διάλογος, τόν ὁποῖο ὑπηρέτησε καί προώθησε, πρέπει μέ τόλμη καί αἰσιοδοξία νά συνεχισθεῖ. Δέν εἶναι μόνον ἡ παρακαταθήκη του, ἀλλά καί θέληση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στήν τελαυταία του προσευχή.

Ὁ Θεός νά ἀναπαύσει τόν «δοῦλον Αὐτοῦ» Βενέδικτον τόν ΙΣτ΄ ἐπίσκοπον καί Πάπαν Ρώμης.

Αἰωνία αὐτοῦ ἡ μνήμη!

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ