13.4 C
Athens
Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου, 2024

Διάλογος με τον Πάπα Φραγκίσκο για τον “λειτουργικό” ρόλο των γυναικών

Του Ομ. Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Πέτρου Βασιλειάδη

Σε συνέντευξή του στις 22 Νοεμβρίου 2022 στο America Media, ο Πάπας Φραγκίσκος αναφέρθηκε σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, όπως οι αμβλώσεις, ο πόλεμος στην Ουκρανία, η πόλωση στην Καθολική Εκκλησία, ο ρατσισμός, η κριτική που δέχεται για τις αριστερές του θέσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα στην πρόσφατη συμφωνία του Βατικανού με την Κίνα, και η χειροτονία των γυναικών.

Αναμφίβολα, το πλέον ενδιαφέρον τμήμα της παπικής συνέντευξης αφορούσε το ζήτημα της θεσμικής παρουσίας των γυναικών στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Ο πάπας Φραγκίσκος αναγνωρίζοντας ότι οι γυναίκες έχουν συνεισφέρει, και μπορούν να συνεισφέρουν, πολλά στη ζωή της Εκκλησίας, έχει διορίσει πολλές γυναίκες στο Βατικανό. Πριν από δύο χρόνια στο Συμβούλιο για την Οικονομία της Αγίας Έδρας, όπου υπάρχουν έξι καρδινάλιοι και έξι λαϊκοί, διόρισε πέντε γυναίκες, και αυτό θεωρήθηκε ως επανάσταση στην Καθολική Εκκλησία, όπως και το γεγονός ότι σήμερα Αντικυβερνήτης στο κράτος του Βατικανού είναι γυναίκα.

Για το ζήτημα της χειροτονίας των διακονισσών, επίσης, έχει συστήσει δύο επιτροπές για να εξετάσουν την επαναφορά του θεσμού των διακονισσών, χωρίς όμως μέχρι σήμερα απτά αποτελέσματα. Μέχρι σήμερα το βασικό επιχείρημα στην Καθολική Εκκλησία, που αποτελεί τροχοπέδη στην αποδοχή γυναικών διακόνων, είναι το ενιαίο της χειροτονίας στο μυστήριο της ιερωσύνης, κάτι που αναπόφευκτα θα οδηγούσε και στην χειροτονία των γυναικών πρεσβυτέρων, αλλά και επισκόπων. Αλλά κι ο ίδιος ο Πάπας Φραγκίσκος απέφευγε να ανοίξει το θέμα των διακονισσών με το επιχείρημα της ανάγκης αποκληρικοποίησης της Εκκλησίας.

Στην πρόσφατη συνέντευξή του, όμως, έκανε ένα ακόμη βήμα παραπέρα ενάντια στη χειροτονία των γυναικών – με συνέπειες όμως και για την αναβίωση του θεσμού των διακονισσών – υποστηρίζοντας ότι ακρωτηριάζεται η ταυτότητα της Εκκλησίας αν λάβουμε υπόψη μόνο την «λειτουργική» διάσταση της ζωής της Εκκλησίας: «Η ταυτότητα της Εκκλησίας δεν είναι μόνο η χειροτονημένη λειτουργική διακονία. Η Εκκλησία είναι γυναίκα. Η Εκκλησία είναι σύζυγος». Η μη δυνατότητα εισδοχής των γυναικών στην χειροτονημένη λειτουργική ιερωσύνη οφείλεται στο ότι η Πετρίνεια αρχή δεν έχει προνοήσει γι’ αυτό».

Υποστήριξε, λοιπόν, την ανάγκη ανάπτυξης μιας θεολογίας των γυναικών, η οποία να αντικατοπτρίζει την νέα αυτή θεώρηση, προτείνοντας τρεις θεολογικές αρχές κατανόησης του μυστηρίου της Εκκλησίας: Την «Πετρίνεια», την αρχή δηλαδή του αποστόλου Πέτρου, που είναι αυτή της χειροτονημένης «λειτουργικής» διακονίας, την «Μαριανική», την αρχή της Αειπαρθένου Μαρίας, η οποία είναι η θηλυκή αρχή στην Εκκλησία, με την οποία η Εκκλησία κατανοείται ως γυναίκα και σύζυγος, και την αρχή της «Διοικητικής» διακονίας, που δεν είναι θεολογικής διάστασης, αλλά κατά κάποιο τρόπο κανονικής διοίκησης και έκφραση της πρακτικής της μαρτυρίας στο κόσμο. Επομένως, κατά την άποψή του, η αξιοπρέπεια των γυναικών επιβεβαιώνεται  με την Μαριανική και την Διοικητική αρχή.

Μια Εκκλησία με μόνο την αρχή του Αποστόλου Πέτρου θα ήταν μια Εκκλησία που θα πίστευε κανείς ότι περιορίζεται στην λειτουργική της διάσταση, και τίποτα άλλο. Όμως η Εκκλησία είναι κάτι παραπάνω από λειτουργική διακονία. Είναι ολόκληρος ο λαός του Θεού. Γι’ αυτό πιστεύει ότι πρέπει να δοθεί περισσότερος χώρος στις γυναίκες. Στο Βατικανό, τα λειτουργήματα που έχουν δοθεί σε γυναίκες λειτουργούν καλύτερα. Όταν μια γυναίκα μπαίνει στην πολιτική ή διαχειρίζεται δημόσια πράγματα, γενικά τα καταφέρνει καλύτερα. Πολλοί οικονομολόγοι είναι γυναίκες και ανανεώνουν την οικονομία με εποικοδομητικό τρόπο.

Επιμένει, λοιπόν, ότι η αρχή της Μαρίας είναι η πιο σημαντική. Η γυναίκα είναι περισσότερο Εκκλησία, μοιάζει περισσότερο με την Εκκλησία, που είναι μητέρα και σύζυγος. Και πιστεύει ότι πολύ συχνά η Καθολική Εκκλησία έχει αποτύχει στην κατήχησή της, επιμένοντας όμως ότι το να μην μπαίνει η γυναίκα στον λειτουργικό βίο δεν είναι στέρηση.

Και έφερε ως παράδειγμα μια προσωπική του εμπειρία. Για να χειροτονηθεί κάποιος ιερέας ζητούνται πληροφορίες  (συμμαρτυρίες) από άτομα που γνωρίζουν τον υποψήφιο. Οι καλύτερες σωστές πληροφορίες, ήταν είτε από τους συνεπισκόπους του, είτε από λαϊκούς , από μη ιερείς δηλαδή, είτε από γυναίκες. Έχουν μεγαλύτερη εκκλησιαστική διαίσθηση για να διαπιστώσουν αν ένας άνθρωπος είναι ή δεν είναι κατάλληλος για το ιερατείο. Κάποτε ζήτησε πληροφορίες για έναν πολύ λαμπρό υποψήφιο για την ιεροσύνη. Ρώτησε τους καθηγητές του, τους συντρόφους του αλλά και τους ανθρώπους της ενορίας του. Και οι τελευταίοι του έδωσαν πολύ αρνητική αναφορά, γραμμένη από μια γυναίκα, που έλεγε: «Είναι επικίνδυνος, αυτός ο νεαρός άνδρας, δεν θα τα καταφέρει». Της τηλεφώνησε και της είπε: «Γιατί το λες αυτό;» Και απάντησε: «Δεν ξέρω γιατί, αλλά αν ήταν γιος μου, δεν θα τον άφηνα να χειροτονηθεί, κάτι του λείπει». Έτσι ακολούθησε τη συμβουλή της και είπε στον υποψήφιο: «Κοίτα, φέτος δεν θα χειροτονηθείς. Ας περιμένουμε». Τρεις μήνες αργότερα αυτός ο άνθρωπος έπαθε κρίση και έφυγε από την εκκλησία. «Η γυναίκα είναι μητέρα και βλέπει το μυστήριο της εκκλησίας πιο καθαρά από εμάς τους άντρες. Για το λόγο αυτό, η συμβουλή μιας γυναίκας είναι πολύ σημαντική και η απόφαση μιας γυναίκας καλύτερη».

Η πιο πάνω ειλικρινής – και οπωσδήποτε με αντι-κληρικαλιστική πρόθεση – αιτιολόγηση της μη «λειτουργικής» διακονίας των γυναικών, και της εν γένει «ιερωσύνης των πιστών», από πλευράς τουλάχιστον της Ορθόδοξης θεολογίας και πνευματικότητας, έχει τον αντίλογό της. Κάτι που αιτιολογεί τουλάχιστον, γιατί ο θεσμός των διακονισσών επιβίωσε περισσότερο, αλλά και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα – μέχρι και τις αρχές της δεύτερης χιλιετίας – στην Ανατολική χριστιανική παράδοση. Άλλωστε, στην Ορθόδοξη Ανατολική παράδοση, κατά την περίφημη διατύπωση του αειμνήστου π. Γεωργίου Φλορόφσκυ, «Ο χριστιανισμός είναι λειτουργική θρησκεία. Η Εκκλησία είναι πρώτα απ’ όλα λατρεύουσα κοινότητα. Προηγείται η λατρεία και ακολουθεί η δογματική διδασκαλία και η εκκλησιαστική τάξη». Σε αντίθεση με την Καθολική θεολογική παράδοση, όπου προηγείται η θεσμική έκφραση της Εκκλησίας και ακολουθεί η «λειτουργικής» της διάστασης, που επιβεβαιώνεται και από την παραπάνω αιτιολόγηση του Αγίου Πατέρα.

Σε τρία σημεία θα περιορίσω τον αντίλογο από πλευράς Ορθόδοξης θεολογίας, επιμένοντας ασφαλώς αποκλειστικά στο επίμαχο θέμα της αναβίωσης του θεσμού των διακονισσών.

(α) Ο πρώτος αφορά στο το βασικό επιχείρημα της Καθολικής Εκκλησίας για την επιφύλαξη στην αποδοχή της χειροτονίας γυναικών διακόνων, με το αιτιολογικό του ενιαίου της χειροτονίας στο μυστήριο της ιερωσύνης. Το ότι δηλαδή η «χειροτονία» (αποδεδειγμένα ως τέτοια με βάση τις ιστορικές και λειτουργικές  μαρτυρίες, και όχι ως απλή «χειροθεσία»), ούσα ενιαία από τον διακονικό έως τον επισκοπικό βαθμό, αναπόφευκτα θα έδινε θεολογικά ερείσματα και στην χειροτονία των γυναικών στον βαθμό του πρεσβυτέρου, αλλά και του επισκόπου.

Από πλευράς όμως Ορθόδοξης θεολογίας έχει γίνει από την εποχή του αείμνηστου Ευάγγελου Θεοδώρου σαφής διάκριση μεταξύ της διακονικής και της ιερουργικής ιερωσύνης. Ιερωσύνη, υποστήριζε, έχουν όλοι οι ανώτεροι κληρικοί, αλλά μερικοί έχουν ιδιαίτερα χαρίσματα και λειτουργήματα. Ο διάκονος δεν μπορεί να κάνει ό,τι κάνει ο πρεσβύτερος. Η διακόνισσα δεν έχει ιερουργικά λειτουργικά καθήκοντα, όπως άλλωστε και ο διάκονος, αλλά αυτό οφείλεται στον καταμερισμό τον οποίο κάνει η Εκκλησία ανάλογα με τα διάφορα χαρίσματα. Η χειροτονία είναι ασφαλώς μία, αφού προϋποθέτει σε όλους τους βαθμούς της ανώτερης ιερωσύνης πάντοτε την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος. Και τέτοια ιερωσύνη έχουν αναμφιβόλως οι διακόνισσες. Αν ο Θεάνθρωπος στο σωτήριό Του έργον ενσωμάτωσε και προσέλαβε όλη την ανθρώπινη φύση, ανδρική και γυναικεία, ο καταμερισμός των αρμοδιοτήτων των λειτουργών της Εκκλησίας πρέπει να επιδιώκεται ανάλογα με την ποικιλία των χαρισμάτων τους. Αυτή την ποικιλία των χαρισμάτων είναι που προέβαλε ιδιαιτέρως η αρχαία Εκκλησία.

Βεβαίως, και η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ασυναίσθητα διολισθήσει προς την Καθολική αντίληψη περί ενιαίου της ιερωσύνης, στο βαθμό που η «εν Χριστώ διακονία», όπως υποστηρίζει ο π. Ιωάννης Χρυσαυγής, έχει  στην πράξη υποβαθμιστεί σε ένα σκαλοπάτι για την ιερωσύνη, σε μια υπο-ιεροσύνη, που σπάνια εκλαμβάνεται ως ένα ισόβιο ή μόνιμο αξίωμα. Μια πληρέστερη θεώρηση της ιερωσύνης θα πρέπει να αναγνωρίζει εξίσου τον ρόλο της επισκοπικής διακονίας ως δεσμού ενότητας, εκείνης του πρεσβύτερου ως τελετουργούς των μυστηρίων, και τον ρόλο των διακόνων, ανδρών και γυναικών, ως ολοκλήρωσης αυτού του κύκλου της κοινότητας

Ο μεγάλος Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος Karl Rahner έλεγε χαρακτηριστικά, ότι «στο μέλλον η Εκκλησία ή θα είναι διακονική ή δεν θα υπάρχει καθόλου». Βέβαια αυτό είναι σχήμα ρητορικής υπερβολής, διότι η Εκκλησία δεν έχει μόνο το διακονικό έργο. Ο Rahner όμως ήθελε με τη φράση αυτή να τονίσει, ότι η Εκκλησία πρέπει να αφυπνιστεί και να αναλάβει έντονο διακονικό έργο μέσα στην κοινωνία, που όπως ορθά υπογράμμισε και ο Πάπας Φραγκίσκος με μεγαλύτερη επιτυχία επιτελείται από τις γυναίκες.

(β) Για την ανασύσταση του θεσμού των διακονισσών σημαντικές είναι οι μαρτυρίες της αρχαίας χριστιανικής τέχνης, που αποδεικνύουν ότι η «Πετρίνεια» αρχή, που περιόριζε τη γυναικεία «λειτουργική» διακονία, θεσμοθετήθηκε – αν βέβαια θεσμοθετήθηκε –  πολύ μεταγενέστερα. Η ύπαρξη αδιαφιλονίκητων ιστορικών και αρχαιολογικών μαρτυριών που παρουσιάζουν γυναίκες περί την Αγία Τράπεζα σε ιστορικά επιβεβαιωμένους ευκτήριους οίκους, που προέρχονται από τα τρία μεγαλύτερα χριστιανικά κέντρα της πρώτης χιλιετίας (Ιεροσόλυμα, Ρώμη, Νέα Ρώμη/Κωνσταντινούπολη), αποδεικνύει, όπως απέδειξε η έρευνα της Δρ. Ally Kateusz, τον ηγετικό ρόλο των γυναικών και στην «λειτουργική» διακονία, από τις αρχές μάλιστα της ιστορικής ύπαρξης της Εκκλησίας μέχρι και τον 6ο μ.Χ. αι.

Το ενδιαφέρον, άλλωστε, για την επανασύσταση του θεσμού των διακονισσών σε Ανατολή και Δύση θα βοηθούσε στην πορεία προς την ενότητα της Εκκλησίας του Χριστού, με δεδομένη την εκατέρωθεν επιθυμία επιστροφής σε πρακτικές της ενωμένης πρώιμης Εκκλησία, αφού οι πρακτικές αυτές επιβεβαιώνονται στην τέχνη τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση.

Τα πορίσματα της αρχαιολογικής επιστήμης επιβεβαιώνουν επίσης, ότι η οδηγία της Didascalia apostolorum: «Μια γυναίκα διάκονος πρέπει να είναι αφοσιωμένη στη διακονία μεταξύ των γυναικών και ένας άνδρας διάκονος στη διακονία μεταξύ των ανδρών», φαίνεται να ίσχυε όχι μόνον στη Βαπτιστήριο, αλλά και στην Αγία Τράπεζα, όπου στέκονταν παράλληλα άνδρες και γυναίκες. Επιπλέον, η Didascalia φαίνεται να διασώζει και μια αρχαία θεολογική προτροπή στους επισκόπους, τόσο της Ανατολής όσο και της Δύσεως:

«Ο Κύριος και Σωτήρας μας έλαβε διακονία από τα χέρια γυναικών,της Μαρίας της Μαγδαληνής και της Μαρίας του Ιακώβου και μητέρας του Ιωσή, και τηςς μητέρα των υιών Ζεβεδαίου. Χρειάζεστε και εσείς την διακονία μιας διακόνισσας σε πολλά πράγματα».

(γ) Τέλος, σημαντική και η βιβλική, και βαθύτερα θεολογική, θεώρηση της ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ. Βεβαίως, το μυστήριο της Ιερωσύνης, τόσο στις Ανατολικές όσο και στις Δυτικές παραδοσιακές χριστιανικές Εκκλησίες, έχει δυστυχώς στις μέρες μας ταυτιστεί αποκλειστικά με την χειροτονημένη «λειτουργική» ιερατική τάξη της Εκκλησίας. Στην Κ.Δ., όμως, ο όρος ιερεύς δεν χρησιμοποιείται ποτέ για το εξειδικευμένο (ή χειροτονημένο) ιερατείο, αλλά αναφέρεται είτε στον ίδιο τον Χριστό, ο οποίος παρουσιάζεται ως ο Μέγας Αρχιερεύς, όπως πρωτογενώς αναπτύχθηκε στην προς Εβραίους επιστολή, είτε σε κάθε βαπτισμένο πιστό.

Ως αρχιερέας ο Χριστός ολοκληρώνει το σύστημα θυσιών της Π.Δ. με τη δική του θυσία για τις αμαρτίες των ανθρώπων. Αυτός είναι και ο λόγος, που η βασική εξιλαστήρια εορτή του Ιουδαϊσμού, η Γιομ Κιππούρ, καταργήθηκε πλήρως στο χριστιανισμό. Στην προς Εβραίους επιστολή η κληρονομική ιερωσύνη της Π.Δ. φτάνει στο τέλος της, και μια καινούργια ιερωσύνη κάνει την εμφάνισή της. Η νέα αυτή ιερωσύνη είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον Θεό, είναι η ιερωσύνη κατά την τάξη Μελχισεδέκ. Η παλαιοδιαθηκική ιερωσύνη εκπληρώθηκε «άπαξ δια παντός» στο πρόσωπο του Χριστού, ο οποίος πρόσφερε ως θυσία τον ίδιο του τον εαυτό. Όλες οι αιματηρές θυσίες της Π.Δ. κατά τη θεμελιώδη αυτή βιβλική διδασκαλία καταργούνται, και αντικαθίστανται από μια καινούργια «αναίμακτη, λογική» λατρεία, όπως ομολογούμε κατά την Λειτουργία του ιερού Χρυσοστόμου: «προσφέρομέν σοι την λογικήν ταύτην και αναίμακτον λατρείαν…».

Στην χαρακτηριζόμενη από τη νεότερη βιβλική επιστήμη ως «βαπτισματική ομιλία» Α΄ Καθολική Επιστολή του Αποστόλου Πέτρου αναφέρεται ενδεικτικά: «Ελάτε και σεις να χρησιμοποιηθείτε σαν ζωντανά λιθάρια στο κτίσιμο του πνευματικού ναού, στον οποίον θα υπηρετείτε ως ιερατείο άγιο, προσφέροντας θυσίες πνευματικές, ευπρόσδεκτες στο Θεό δια του Ιησού Χριστού, στίχ. 2, 5). Όταν, λοιπόν, αναφερόμαστε στην «ιερωσύνη», δεν θα πρέπει να τη συσχετίζουμε αποκλειστικά με το χειροτονημένο «λειτουργικό» ιερατείο, τους επισκόπους, ιερείς και διακόνους, αλλά με το λαό του Θεού στο σύνολό του, κληρικούς και λαϊκούς, οι οποίοι και αποτελούν το βασίλειον ιεράτευμα της νέας διαθήκης.

Μεταγενέστερα, βέβαια, η έννοια της ιερωσύνης συνδέθηκε με τα χειροτονημένα λειτουργήματα της Εκκλησίας, παρά το γεγονός ότι όλοι οι πιστοί δια του Βαπτίσματος, δια της ενσωματώσεώς τους δηλαδή στο Σώμα Χριστού, γίνονται μέτοχοι και του ιερατικού λειτουργήματός του Χριστού. Αυτή ακριβώς η εξέλιξη οδήγησε σε επικίνδυνη περιθωριοποίηση της ιερωσύνης του συνόλου του λαού του Θεού, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση του ιεραποστολικού χρέους των πιστών.

Βεβαίως, η λειτουργία των χειροτονημένων τάξεων (επίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι, κλπ)  είναι αναγκαία για τη διατήρηση της τάξεως«Πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γενέσθω», προτρέπει στους Κορινθίους ο απόστολος Παύλος. Είναι αυτονόητο ότι χάριν της τάξεως, είναι απολύτως φυσικό και αναγκαίο κάποιος να προεξάρχει. Ευθύς εξ αρχής, λοιπόν, η Εκκλησία ανέπτυξε μια ποικιλία χαρισμάτων-λειτουργημάτων, το δε κύριο καθήκον του επισκόπου (και ενδεχομένως των πρεσβυτέρων) αρχικά ήταν να προΐστανται της ευχαριστιακής συνάξεως. Άλλωστε, ένας από τους αρχαιότερους τίτλους του επισκόπου είναι πράγματι «προεστώς», δηλ. αυτός που προΐσταται.

Το να προΐσταται, όμως, κάποιος της λειτουργίας δεν είναι το ίδιο πράγμα με το να ασκεί ιερατικό λειτούργημα, το οποίο άλλωστε πραγματοποιείται όχι από τον επίσκοπο ή τον πρεσβύτερο, αλλά από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό (τον Μέγα Αρχιερέα που πρόσφερε τον εαυτό του άπαξ δια παντός) ή από το σύνολο της κοινότητος, που είναι το συλλογικό Σώμα Χριστού. Αυτό, άλλωστε, και μόνον αυτό, υπογραμμίζουν τα υπάρχοντα λειτουργικά κείμενα.

Είναι γνωστό, ότι οι λειτουργικές προσευχές είναι σταθερά διατυπωμένες σε πληθυντικό αριθμό, πράγμα που αποδεικνύει ότι η προσευχή αναπέμπεται από όλη την κοινότητα. Προσευχές που χρησιμοποιούν το πρώτο ενικό είτε αποτελούν μεταγενέστερες προσθήκες στις διάφορες τελετές, και ορισμένες φορές μάλιστα είναι τυπικά προϊόντα ατομικής ευσέβειας, είτε αποτελούν ατομικές προσευχές του προεξάρχοντος της κοινότητας στο ομολογουμένως δύσκολο έργο τους. «Εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν», λέει η εκφώνηση του διακόνου  στην αρχή της λειτουργίας. Και στη συνέχεια, αναπέμπει μια σειρά από αιτήσεις, όλες απευθυνόμενες στο σύνολο της κοινότητος, ζητώντας από όλα τα μέλη της, να προσευχηθούν για διάφορους λόγους. Έτσι, στην πιο κοινότυπη μορφή της λειτουργικής προσευχής, σύνολη η κοινότητα εκτελεί τα ιερατικά της καθήκοντα, αναπέμποντας προσευχές και δεήσεις για όλο τον κόσμο.

Ο ενεργητικός ιερατικός ρόλος σύνολης της κοινότητας παρουσιάζεται ακόμη πιο ανάγλυφα στην ευχή της Αναφοράς, δηλ. στην κύρια ευχαριστιακή προσευχή, της λειτουργικής παράδοσης. Εκεί, μάλιστα, το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο χρησιμοποιείται σ’ όλο το μήκος της ευχής, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά ότι αυτή ανήκει σ’ ολόκληρη την κοινότητα. «Μεμνημένοι, τοίνυν, της σωτηρίου ταύτης εντολής και πάντων των εις ημας γεγενημένων, του σταυρού, του τάφου, της τριημέρου αναστάσεως, της εκ δεξιών καθέδρας, της ενδόξου και δευτέρας πάλιν παρουσίας, τα σα εκ των σων, σοι προσφέροντες κατά πάντα και δια πάντα, Σε υμνούμεν, σε ευλογούμεν, σοι ευχαριστούμεν, Κύριε, και δεόμεθά σου, ο θεός ημών…κατάπεμψον το Πνεύμα Σου το Άγιον εφ’ ημάς κτλ…».

Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ότι η κύρια πράξη που εκφράζεται με τα ενεργητικά ρήματα πραγματοποιείται από το λαό, από σύνολη δηλ. την κοινότητα. Από αυτήν, άλλωστε, ψάλλεται η κύρια πρόταση: «Σε υμνούμεν…σε ευλογούμεν…σοι ευχαριστούμεν Κύριε και δεόμεθά σου…», και όχι από τον επίσκοπο ή τον ιερέα.

Ένα πρώτο, λοιπόν, συμπέρασμα από την ανάλυση της λειτουργικής παράδοσης της Εκκλησίας είναι η σπουδαιότητα που χαρακτηρίζει την συνηγμένη κοινότητα, στην οποία κλήρος και λαός δρουν ως μια ενότητα. Ο προεξάρχων επίσκοπος (ή πρεσβύτερος) που κάνει τις εκφωνήσεις το πράττει στο όνομα σύνολης της κοινότητας. Το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο της αναφοράς, που είναι και το γραμματικό υποκείμενο των σχετικών φράσεων, περιλαμβάνει όλους τους συνηγμένους, κι όχι μόνον το ιερατείο.

Η ιερωσύνη, λοιπόν, του Χριστού και η εξ αυτής απορρέουσα ιερωσύνη του συνόλου του λαού του Θεού, έχουν τρομακτικές συνέπειες για την ευθύνη των πιστών και την ιεραποστολική μαρτυρία της εκκλησίας. Ο ιερατικός χαρακτήρας του συνόλου του λαού του Θεού, κληρικών και λαϊκών, που όπως είδαμε εκφράζεται καθαρά τόσο στην Καινή Διαθήκη, όσο και στη λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας, είναι ανάγκη να ενσταλαχθεί εκ νέου στη συνείδηση όλων των χριστιανών. Όλοι οι πιστοί καλούνται να τον βιώνουν στην καθημερινή τους ζωή. Δυστυχώς στο μοντέρνο, εκκοσμικευμένο κόσμο, ενσυνείδητα ή ασυνείδητα επιχειρείται να αποκοπεί η θρησκευτική, ιερατική και λατρευτική ζωή από την καθημερινότητα.  Και σ’ αυτό δεν βοηθάει η εμμονή στην «Πετρίνεια» αρχή. Έχει πλέον γίνει καθεστώς η εκπλήρωση των θρησκευτικών υποχρεώσεων δύο ή τρεις ώρες τη εβδομάδα στην εκκλησία, και αφού γίνει αυτό, αποβάλλεται πλήρως η ιερατική ταυτότητα και το ιερατικό χρέος των πιστών μόλις περάσουν το κατώφλι της εκκλησίας. Το ιερατικό όμως χρέος των πιστών, κληρικών και λαϊκών, ακριβώς μέσα στον κόσμο, στην οικογένεια, στο χώρο εργασίας, στην κοινωνία, δηλαδή στο δημόσιο χώρο, είναι που χρειάζεται περισσότερο.

Είμαστε χριστιανοί διότι δια του βαπτίσματος «ντυθήκαμε τον Χριστό».  Γίναμε μέλη του Σώματός του, και έτσι, μέσω ημών, ο Ιησούς Χριστός παραμένει παρών μέσα στον κόσμο. Όπως ακριβώς ο Χριστός ενισχύθηκε από το άγιο Πνεύμα κατά το βάπτισμά του στον Ιορδάνη, έτσι και οι πιστοί με το βάπτισμά, δέχονται τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος: «Ή μήπως δεν ξέρετε ότι το σώμα σας είναι ναός του Αγ. Πνεύματος το οποίο σας χάρισε ο θεός και βρίσκεται μέσα σας; Δεν ανήκετε στον εαυτό σας∙ σας αγόρασε ο θεός και πλήρωσε το τίμημα. Το θεό λοιπόν να δοξάζετε με το σώμα σας» (Α΄ Κορ. 6, 19-20).

Γι’ αυτό, κάθε βαπτισμένος χριστιανός είναι ένα σημείο της παρουσίας του Θεού μέσα στον κόσμο. Και αυτό επιβεβαιώνεται τόσο από την Αγία Γραφή, όσο και από τη λειτουργία, θα πρέπει όμως να γίνεται καθημερινά πράξη μέσα στον κόσμο. Ο κάθε χριστιανός είναι ιερέας, κεκλημένος να μεταφέρει την αγάπη και τη συγγνώμη του Θεού στον κόσμο της αμαρτίας. Ο κάθε χριστιανός έχει καθήκον να ασκήσει αυτόν τον ιερατικό και διαμεσολαβητικό ρόλο.

Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας της προς Εβραίους επιστολής, καλούμαστε να συμμετάσχουμε στη θυσία του Χριστού. Τούτο αναπόφευκτα συνεπάγεται πόνο και θλίψεις, διότι όπως ακριβώς ο Ιησούς απορρίφθηκε και κακοποιήθηκε, το ίδιο οφείλει να υποστεί και ο κάθε χριστιανός. Και αυτό ισχύει και σήμερα, όπως ίσχυε και στην περίοδο των διωγμών. Οι πιστοί καλούνται να προσφέρουν τη δοξολογική τους θυσία στο Θεό, όπως ο Χριστός δοξολογούσε τον Πατέρα του κάθε στιγμή της ζωής του. Καλούνται να πράττουν το αγαθό, θυσιάζοντας τη ζωή τους για τον πλησίον, όπως ο Χριστός θυσίασε τη ζωή του για μας. Οφείλουν να επισκέπτονται τους ασθενείς, να τρέφουν τους πεινασμένους, να ντύνουν τους ενδεείς, να βοηθούν τους πτωχούς, όπως πολύ σωστά υπογράμμισε πιο πάνω ο Πάπας Φραγκίσκος. Με άλλα λόγια, να αντικατοπτρίζουν την αγάπη του Θεού όπου κι αν βρίσκονται.

Αυτές, όμως, οι λειτουργίες είναι ιερατικές λειτουργίες που αποκτούν όλοι οι πιστοί, επειδή όλοι μέσω του βαπτίσματος έχουν γίνει μέλη του βασιλείου ιερατεύματος του Θεού. Το κύριο καθήκον της χειροτονημένης «λειτουργικής» διακονίας είναι να διατηρούν και προωθούν την τάξη μέσα στην Εκκλησία, να διδάσκουν, να κηρύττουν το λόγο του Θεού, να προΐστανται στα διάφορα ενοριακά και επισκοπικά συμβούλια, και να είναι υπεύθυνοι για τη διατήρηση της πειθαρχίας. Όλες αυτές οι διαστάσεις είναι απαραίτητες για τη καλή λειτουργία της Εκκλησίας, αλλά υπάρχει κάτι σημαντικότερο. Ο σκοπός Εκκλησίας ως συνόλου, είναι να πραγματώνει το σκοπό για τον οποίο ο Χριστός ήλθε στον κόσμο, δηλαδή να συμφιλιώσει τον άνθρωπο με τον Θεό. Σε τελευταία ανάλυση, σκοπός του ιερατείου δεν είναι τίποτε άλλο παρά να ενισχύει όλους τους βαπτισμένους, ώστε να ασκούν αυτό το ιερατικό λειτούργημα του Χριστού, που ο καθένας τους έλαβε κατά το βάπτισμα. Οι φορείς της ειδικής ιερωσύνης πραγματοποιούν την αποστολή τους μέσα στην τοπική εκκλησιαστική κοινότητα. Γι’ αυτό και η ιεραποστολή χαρακτηρίζεται επιτυχώς ως Λειτουργία μετά την λειτουργία.

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ