ΒΟΣΤΩΝΗ. Εγινε το βράδυ της Πέμπτης 1ης Δεκεμβρίου, εκδήλωση στο Μαλιώτειο Πολιτιστικό Κέντρο, με θέμα «Ο Διάλογος της Θεολογίας με την Τέχνη», με ομιλητή τον κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και μουσικοσυνθέτη Χρυσόστομο Σταμούλη. Τον κ. Σταμούλη σύστησε ενθέρμως στο ακροατήριο ο πρόεδρος του Ελληνικού Κολεγίου και της Θεολογικής Σχολής Γεώργιος Καντώνης.
Ο καθηγητής κ. Σταμούλης ξεκίνησε την ομιλία του με το εξής απόσπασμα από τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι: «Αλήθεια, πείτε μου πρίγκηπα, είπατε εσείς κάποτε πως η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο; Κύριοι, ο πρίγκηπας υποστηρίζει πως η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο. Κι εγώ υποστηρίζω πως για να το λέει αυτό είν’ ερωτευμένος! Τον κατάλαβα μόλις ήρθε απόψε. Μην κοκκινίζετε, πρίγκηπα. Ποια ομορφιά θα σώσει τον κόσμο; Ο Νικολάι μου τάπε… Είσαστε χριστιανός, αλήθεια;».
Ο κ. Σταμούλης είπε πως «το απόσπασμα αυτό από τον ‘Ηλίθιο’ του Ντοστογιέφσκι θα μπορούσε να αποτελεί, όσο παράδοξο και αν φαίνεται, την καρδιά της Ορθόδοξης θεολογίας. Ο πρίγκιπας Μίσκιν, αυτός ο διά Χριστόν σαλός της Ορθόδοξης Ανατολής, φαίνεται να αποκαλύπτει με μοναδικό και ταυτόχρονα απόλυτα δυναμικό τρόπο την ουσία της πατερικής διδασκαλίας και αυτοσυνειδησίας. Μόνο ένας άγιος, όπως λόγου χάρη ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης, η θεολογία του οποίου θα αποτελέσει βασικό οδηγό σε αυτή την προσπάθεια, θα μπορούσε με την ίδια ενάργεια να εκφράσει την εμπειρία του εκκλησιαστικού σώματος, που γνωρίζει ‘το υπέρ παν φως αγαθόν’ ως ‘κάλλος’ και ‘καλόν’, ως ‘αγάπη’ και ‘αγαπητόν’ και κατά συνέπεια ως το μόνο αίτιο της ωραιότητας, της ομορφιάς, της αρμονίας και της λάμψης όλων των κτιστών όντων».
Σε άλλο σημείο τόνισε πως «η Oρθόδοξη Εκκλησία και συνεπώς και η θεολογία της αποτελούν ανταύγειες του «πάγκαλου» και του «υπέρκαλου», εντός του οποίου καλούνται να πληρώσουν τον τρόπο της υπάρξεώς τους. Το εκκλησιαστικό πρόσωπο, η εκκλησιαστική ύπαρξη υφίστανται μόνο σε σχέση με την πηγή της ζωής, δηλαδή μόνο διά της μετοχής στην κατεξοχήν ωραιότητα, που δεν είναι άλλη παρά ο τριαδικός Θεός του κόσμου, ο δημιουργός της υπάρξεως. Αυτός ο Θεός αποτελεί την αρχή, αλλά και το τέλος οποιασδήποτε προσπάθειας του ανθρώπου να αναζητήσει την ομορφιά μέσα σε έναν κόσμο που σπαράζεται από τις κακοτεχνίες του διαβόλου, δηλαδή τις ασχήμιες, που διαβρώνουν την ενότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, την ενότητα της σύνολης κτιστής πραγματικότητας και τέλος, την ενότητα του ανθρώπου με τον ίδιο τον Θεό».
Σε άλλο σημείο ανέφερε πως «η σάρκωση, δηλαδή, του Λόγου, η υποστατική ένωσή του με την ανθρώπινη φύση, αποτελεί πράξη αναμόρφωσης της ανθρώπινης φύσης στο αρχαίο κάλλος. Τούτη, βέβαια, η αναμόρφωση εμπεριέχει και τα σημάδια της επέκτασης. Η εκλάμπρυνση των αμαυρωμένων χαρακτήρων της ανθρώπινης φύσης δεν πραγματοποιείται όπως την πρώτη φορά, ο δεύτερος «λόγος της ομοιώσεως» δεν είναι ίδιος με τον πρώτο. Ο αναπλασμός δεν είναι συνέπεια του ποιητικού λόγου του Θεού «Και είπεν ο Θεός Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν», αλλά αποτέλεσμα κενωτικής πράξης ενώσεως. Αυτή τη φορά ο Θεός δεν «είπε», ούτε «ποίησε», αλλά «έγινε», «και ο λόγος σαρξ εγένετο». Με τον τρόπο αυτό θα λέγαμε ότι η σχέση Θεού και ανθρώπου που από ενεργειακή γίνεται υποστατική, πληρώνεται, ολοκληρώνεται, οδηγείται στο τέλος της, την τελειότητά της. Στην υπόσταση του Χριστού καταργείται η διάσταση θεότητας και ανθρωπότητας, εφόσον το πρόσωπο του Λόγου αποτελεί τον «κοινό όρο εκατέρας φύσεως».
Ο κ. Σταμούλης υπογράμμισε πως «η Θεολογία στην Ορθόδοξη παράδοση είναι πρωτίστως τέχνη δημιουργική, τέχνη της πράξης, τέχνη εμπειρική, τέχνη ασκητική, τέχνη ανάδειξης του κάλλους, που προέρχεται εξ ουρανών. Τούτη η τέχνη, τούτη η θεολογία, ποιεί την προσωπική κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό και τον συνάνθρωπό του, καθώς βιώνεται σε κοινοτικό επίπεδο εικονικά η κοινωνία των προσώπων της Αγίας Τριάδος. Αυτή είναι η φανέρωση και ταυτόχρονα η βίωση της Εκκλησίας, ή καλύτερα αυτή είναι η αποκάλυψη μιας σχέσης, που έχει προηγουμένως βιωθεί. Στην Εκκλησία ασκείται ο πιστός να ‘φεύγει τας κακοτεχνίας’, δηλαδή τις ενέδρες του άρχοντος του αιώνος τούτου, προκειμένου να αποφύγει την επιστροφή στο χωρισμό της πτώσης, ο οποίος υπήρξε αποτέλεσμα κατάφασης του ανθρώπου στη σατανική κακοτεχνία, με άλλα λόγια στη σατανική αντιδημιουργικότητα. Τούτη η κατάφαση στην αντιδημιουργικότητα γεννά στους πιστούς τη θλίψη και οδηγεί στην εξασθένηση της αγάπης. Ουσιαστικά, η εωσφορική αντιδημιουργικότητα συνδέεται πλήρως με τη διαίρεση, ενώ η εμμονή εντός της Εκκλησίας, η δεκτικότητα της θείας ενέργειας, της τέχνης, κατά Φιλόθεο Κόκκινο, πραγματώνει το γεγονός της ενότητας ‘επί το αυτό εν αμερίστω καρδία’. Ετσι, τα μέλη του εκκλησιαστικού σώματος ασκώντας την τέχνη της Θεολογίας ως έκφραση δημιουργίας, καλούνται να λειτουργήσουν ως κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του πρώτου τεχνίτη, του όντως τεχνίτη, του άκτιστου τεχνίτη που δημιουργεί «εκ του μη όντος τα όντα». Με τον τρόπο αυτό μετέχουν στην πατρική αγάπη και παράλληλα αρνούνται την κακοτεχνία της διαβολολογίας. Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι κατά τους Πατέρες ‘το θεολογείν’ σχετίζεται άμεσα και λειτουργικά με την αγάπη, που αποτελεί και το κριτήριο της αυθεντικότητάς του. Το ίδιο συμβαίνει και με την τέχνη, την οποιαδήποτε τέχνη. Η τελειότητα της αγάπης αναδεικνύει και αποδεικνύει την τελειότητα της θεολογίας, της τέχνης ως γεγονότος δημιουργίας και ζωής και ταυτόχρονης κατάργησης της φθοράς και του θανάτου, της ανυπαρξίας και της έκπτωσης».
Επισημαίνεται ότι η εκδήλωση ήταν μία συνεργασία του Μαλιωτείου Κέντρου με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ακολούθησε δεξίωση.