17.2 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

Σάρδεων Μαξίμου στην Κυριακή Ζ΄ Λουκά: Λόγος περί πόνου

Σάρδεων Μαξίμου εἰς τὴν Κυριακὴν Ζ΄ Λουκᾶ: Λόγος περὶ πόνου

«Καὶ ἰδοὺ… ἀνὴρ ᾧ ὄνομα

Ἰάειρος…καὶ πεσὼν παρὰ

τοὺς πόδας τοῦ Ιησοῦ…παρεκάλει

αὐτόν» (Λουκ. η΄ 41).

Σκηνὴ δραματική: ἕνας Φαρισαῖος καὶ μάλιστα Ἀρχισυνάγωγος, Σεβασμιώτατε Δέσποτα καὶ ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, στὸ σπίτι ἑνὸς τελώνη! Τί ἂν ὁ Νόμος ἀπηγόρευε τὴν βέβηλη αὐτὴ ἐπαφή; Τί ἂν ἡ ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀξιώματός του ἀπαιτοῦσε κάποια ἐμφάνισι ψύχραιμη καὶ ὑπερήφανη; Ἡ σκέψις του σύχγυσις. Ἡ ψυχή του πόνος. Ὁ κανθός του δάκρυ! Ἦταν πατέρας πονεμένος: Ἡ μονάκριβη κόρη του, δωδεκάχρονο μπουμποῦκι, ἐσπάραζε στὰ νύχια τοῦ θανάτου. Καὶ πεσμένος στὰ γόνατα τοῦ θαυματουργοῦ τῆς Γαλιλαίας, γεμάτος ἀπὸ κάποια ὑπερκόσμιον δύναμι –τὴν πίστιν- ἱκετεύει τὴν σωτηρία του. Καὶ σπεύδει ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν τόπον τοῦ πόνου. Κι ἐμπρὸς στοὺς πονεμένους μὰ πιστοὺς γονεῖς καὶ στοὺς τρεῖς ἐκλεκτοὺς μαθητάς του, λέγει στοργικά: «Κόρη μου σήκω». Καὶ ὁ θάνατος-ὔπνος ἔφυγε. Ἡ κόρη ξαναγύρισε στὴν ζωή. Καὶ ἡ χαρὰ πλημμύρισε τὸ σπίτι.

Στὸν δρόμο μεσολαβεῖ κάποια ἄλλη σκηνή, ὄχι ὀλιγώτερον δραματική. Μέσα στὰ πλῆθη ποὺ τὸν περιέσφιγγαν ἀπὸ περιέργεια καὶ θαυμασμό, μία ἀρχόντισσα ξένη, ἕνα σύντριμμα τῆς ζωῆς θλιβερό. Εἶχε ξεκινήσει ἀπὸ ἀνατολικά, ἀπὸ τὶς μακρυνὲς ἀκτὲς τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ, ἀπὸ τὴν φημισμένη Πανεάδα. Δώδεκα χρόνια τώρα σέρνεται παντοῦ, στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐπιστήμης, δαπανᾷ κολοσσιαία περιουσία, γιὰ νὰ ἀποκαταστήσῃ τὴν ὑγείαν της. Ἀλοίμονον! Ἡ ἐπιστήμη τὴν ἀπογοήτευσεν ὁλότελα. Μοναδική της ἐλπίδα πλέον ὁ σπλαχνικός Ναζωραῖος. Ἡ θλῖψις γιγάντωσε τὴν πίστι της. Τὸν πλησιάζει μὲ ἀγωνία καὶ λαχτάρα. Τὸν ἐγγίζει. Θεραπεύεται· τελειώνει τὸ μαρτύριό της.

Ὢ πόσον μεγάλη εἶναι ἀλήθεια ἡ δύναμις τῆς πίστεως; Ἐπίστευσαν τὰ δύο αὐτὰ συντρίμματα τῆς ζωῆς καὶ ἐθεραπεύθησαν.

Ἀλλ΄ ἐκεῖνο ποὺ προκάλεσε τὴν πίστι τῶν δύο αὐτῶν πλασμάτων, ἀδελφοί μου, ἐκεῖνο ποὺ ξύπνησε τὶς εὐγενικώτερες ἰδιότητες τῆς ψυχῆς των, ἐκεῖνο ποὺ τὰ ὁδήγησε τέλος στὸν Θεό, ἦταν ὁ πόνος. Ὁ πόνος τὰ ἔκαμε νὰ γνωρίσουν τὸν ἑαυτόν των. Ὁ πόνος τὰ ἔδειξε τὸν ἐσωτερικό των κόσμο μὲ ὅλες του τὶς ἀδυναμίες καὶ ταπεινότητες. Ὁ πόνος φώτισε τὴν ψυχήν των. Στὸν πόνο, λοιπόν, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν βάσι τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς, ἀλλὰ ποὺ εἶναι μαζὶ καὶ ὁ μεγαλύτερος διδάσκαλος θὰ ἀφιερώσω τὸν σημερινό μου λόγο.

Ὁ πόνος, τὸ μυστικὸ αὐτὸ τῆς ζωῆς, ὁ πόνος ποὺ ποτίζει ὅλη τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ὁ βράχος ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος ἢ κατασυντρίβεται ἢ κτίζει τὸ περίλαμπρο παλάτι τῆς ζωῆς του. Ὁ ἄνθρωπος στὴν ζωή ἢ θὰ καταστραφῇ στὴν ἄβυσσο τοῦ πόνου ἢ θὰ λυτρωθῇ καὶ θὰ μεγαλυνθῇ μέσα στὰ δάκρυα, «τὸ αἷμα αὐτὸ τῆς ψυχῆς του». Στὸν ἄνθρωπο, στὴν ἀνθρωπότητα καὶ σ΄ αὐτὴν ἀκόμη τὴν φύσι ποὺ συμπάσχει μαζί μας, κυριαρχεῖ ὁ πόνος, ὁ πόνος ποὺ ζητᾷ νὰ ἐκμηδενίσῃ τὴν ζωή, τὴν χαρά, ὁ πόνος μέσα ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐξέρχεται ἢ ὁ καπνὸς τῆς συντριβείσης χαρᾶς, ἢ οἱ ἡλιοστάλακτες ἀκτῖνες τῆς ἀναγεννωμένης ὑπάρξεώς μας. Ὁ πόνος, ἀδελφοί μου, εἶναι ὁ κυρίαρχος στὴν ζωή μας. Καὶ αὐτὴ ἡ χαρὰ δὲν εἶναι συνήθως παρὰ μεσίτης τῆς θλίψεως καὶ τοῦ πόνου.

Ὁ πόνος… Ποῖος δὲν τὸν ἔνοιωσε στὴν ζωή του; Ὁ σοφός, ὅταν παλαίῃ ἀνάμεσα στὶς μεγάλες ἀντιθέσεις: τὴν νοσταλγία τῶν ἀπραγματοποιήτων ὀνείρων καὶ τὴν ἀπογοήτευσι τῆς στυγνῆς πραγματικότητος; Ὁ δυνατός, ὅταν λυγίζῃ ἡ χαλύβδινη θέλησίς του χάρις στὴν ἀστάθμητη βροχὴ κάποιου Βατερλώ; Ὁ ἀδύνατος, ὅταν σωριάζεται κάτω ἀπὸ τὰ ἐρείπια ψυχικῶν δοκιμασιῶν; Ποιὸς ἀπ΄ αὐτοὺς δὲν δοκίμασε βαθειὰ τοῦ πόνου τὸ σαράκι;

Τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου εἶναι, ἀδελφοί μου, παγκόσμιον, διότι δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴν ἐδοκίμασε τὰ βέλη του. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ δὲν τὸν βλέπει νὰ σύρῃ θριαμβευτικὰ τὸ ἅρμα του καὶ κάτω ἀπὸ τοὺς αἱμοσταγεῖς τροχούς του νὰ συνθλίβῃ τοὺς ἀνθρώπους ἢ εἶναι γέννημα ἄλλου τινὸς ἄστρου, ἢ ἔχει πέτρινη καρδιά.

Εἶτε στὴν ἐπιφάνεια, εἶτε στὰ βάθη τῆς θαλάσσης καὶ τοῦ ὠκεανοῦ ἐρευνήσετε, δὲν θὰ ἀνακαλύψετε οὔτε μίαν σταγόνα ὕδατος χωρὶς διάλυσιν ἅλατος. Καὶ τὸν ὠκεανὸ τῆς ἀνθρωπότητος ἀπὸ τὰ ἀνώτερα ἕως τὰ κατώτερα ἐὰν ἐξερευνήσετε, δὲν θὰ κατορθώσετε νὰ ἀνακαλύψετε ἕνα κἂν ἄνθρωπον ποὺ νὰ ἔμεινεν ἄτρωτος ἀπὸ τὸ ἀμείλικτο τοῦ πόνου δρεπάνι.

Διηγοῦνται ὅτι κάποιος Κινέζος σοφός παρουσιάσθηκε στὸν ἐτοιμοθάνατο μονάρχη τῆς πατρίδος του καὶ τὸν περιέγραψε λακωνικώτατα τὴν ἱστορίαν ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος. «Μεγαλειότατε», τοῦ εἶπε, «ὁ ἄνθρωπος ἔχει πολὺ σύντομη ἱστορία: γεννᾶται, ὑποφέρει, ἀποθνῄσκει».

Ἀλήθεια, μὲ κλαυθμηρισμοὺς χαιρετᾷ τὸ νεογέννητο βρέφος τὸν κόσμον, μὲ πόνους δὲ καὶ στεναγμοὺς τὸν ἀποχαιρετᾷ ὁ ἐτοιμοθάνατος. Δάκρυα στὴν κοιτίδα μας, δάκρυα στοὺς γάμους μας, δάκρυα στὸν τάφο μας, δάκρυα παντοῦ. Ὅπως τὰ λουλούδια ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ πότισμα, γιὰ νὰ ἀναπτυχθοῦν, ἔτσι κι ἑμεῖς, μαῦρα λουλούδια τῆς Γῆς, διαρκῶς ποτιζόμεθα ἀπὸ στεναγμοὺς καὶ θρήνους. Ὁ πόνος, ἀδελφοί μου, εἶναι ἀδιαφιλονείκητη πραγματικότης. Τὸν συναντοῦμε παντοῦ. Σὲ κάθε βῆμα τῆς ζωῆς μας. Τὸν αἰσθανόμαστε βαθειά, ὅταν σπαθίζῃ τὴν ψυχή μας πάνω στὸν τάφο ἀγαπημένων νεκρῶν καὶ λύῃ τὸ καυστικὸν δάκρυ, μὰ καὶ ὅταν στὸ κενοτάφιο σβυσμένων μας πόθων δοκιμάζουμε τὴν σκοτεινὴ ἀμφιβολία καὶ τὴν πικρὴ ἀπογοήτευσι, ὅταν στὸν ἀγῶνα τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀρετῆς ἀντιμετωπίζουμε τὴν βία καὶ τὴν μοχθηρία, μὰ καὶ ὅταν μᾶς ἐγκαταλείπουν ὅλοι καὶ ὅλα μέσα στὴν ἀπέραντη ἐρημιά τῆς δυστυχίας. Πόσο δίκαιο εἶχε κάποιος Γερμανὸς φιλόσοφος ποὺ ὠνόμασε τὸν πόνο βάσι τῆς ζωῆς. Ἀλήθεια, ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ ταλαντεύται σὰν ἐκκρεμὲς ἀπὸ τὰ δεξιὰ πρὸς τὰ ἀριστερά, ἀπὸ τὸν πόνο στὴν ἀνία.

Ἀλλ΄ ὁ πόνος, ἀδελφοί μου, δὲν εἶναι μόνον ἡ βάσις τῆς ζωῆς, ἡ οὐσία τοῦ παντός, ἀλλ΄ εἶναι μαζὺ καὶ μέσον τελειοποιήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ πόνος προλαμβάνει τὸν μαρασμό, τὴν κατάπτωσι, τὸν ψυχικὸ θάνατο, καὶ ὠθεῖ τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὰ ἄνω, τὸν καθιστᾷ προσεκτικώτερο, νουνεχέστερο, βαθύτερο, ἐναρετώτερο, ἰσχυρότερο. Εἶναι ὁ μέγας διδάσκαλος ποὺ διδάσκει στοὺς ἀνθρώπους τὴν αὐτεπίγνωσι, τὴν ταπεινοφροσύνη, τὴν πραότητα, τὴν εὐσέβεια, τὴν ἐγκαρτέρησι καὶ τὴν ἀγάπη. Χωρὶς τὸν πόνο ἡ ἀνθρώπινη κοινωνία θὰ ἔχανε τὴν θαυμασία βλάστησι τῆς ἀγαθοεργίας καὶ φιλανθρωπίας καὶ θὰ μετεβάλλετο σ΄ ἕνα τεράστιο παγόβουνο ἐγωισμοῦ.

Ὁ πόνος εἶναι καὶ ὁ σοφώτερος τῶν παιδαγωγῶν. Οἱ γονεῖς, ἐπειδὴ διαισθάνοται τὴν εὐεργετικὴ ἐπίδρασι τοῦ πόνου δὲν διστάζουν νὰ ἐπιβάλλουν ποινὲς στὰ προσφιλῆ τέκνα των, ἐφ΄ ὅσον τιμωρίες, ποινὲς καὶ ταλαιπωρίες άποτελοῦν στοιχεῖα ἀπαραίτητα σὲ πολλὲς περιπτώσεις γιὰ τὴν διόρθωσι τῶν ἐλλείψεων καὶ τὴν ἀνάπτυξι τῶν προτερημάτων. Τόσον δὲ βαθειὰ ἔχουμε τὴν πεποίθησι ὅτι κάθε καλὸν καὶ εὐγενὲς πρέπει νὰ εἶναι καρπὸς τοῦ πόνου, ὥστε περιφρονοῦμε τὰ στεφάνια τῆς δάφνης, ὅταν στολίζουν μέτωπα ποὺ δὲν εἶναι πληγωμένα καὶ καθημαγμένα ἀπὸ τὸν πόνο.

Καὶ σ΄ αὐτόν, τέλος, τὸν θρησκευτικό μας καταρτισμὸ ἔχουμε νὰ διδαχθοῦμε πολύτιμα διδάγματα. Γιατὶ αὐτὸς μᾶς ἁγιάζει· αὐτὸς μᾶς ὁδηγεῖ πρὸς τὸν Θεό· αὐτὸς μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ «ἐγώ» μας, τὸν ἑαυτό μας. «Μία συμφορά», λέγει Γάλλος ἱεροκήρυξ, «εἶναι σὰν ἕνα αἰφνίδιο σάλπισμα, τὸ ὁποῖον ἀντηχεῖ σὲ στρατόπεδο ὅπου οἱ στρατιῶται κοιμοῦνται· ἀφυπνίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν βαθύ του ὕπνο, τὸν ὁδηγεῖ στὸν καλὸ δρόμο καὶ τοῦ γνωρίζει ὅτι εἶναι κάτι τὸ ἀδύνατο, τὸ ἀσθενικό, τὸ πεπερασμένο».

Πρὶν ὁ ἄνθρωπος γνωρίσῃ κάποια δοκιμασία, προτοῦ νοιώσῃ τὸν πόνο, δὲν βλέπει τὸν οὐρανὸ τῆς ψυχῆς του, παρὰ μόνο μὲ τὴν αἰθρία· τώρα στὸν πόνο τὸν βλέπει μὲ τὴν καταιγίδα. Τώρα κατανοεῖ ὅτι ἡ ψυχή του δὲν εἶναι μόνον δύναμις καὶ ἁρμονία, ὠραιότης καὶ γαλήνη, χαρὰ καὶ μεγαλεῖο, ἀλλὰ καὶ ἀδυναμία καὶ παραφωνία καὶ ἀσχήμια καὶ τρικυμία καὶ σπαραγμὸς καὶ ἀθλιότης. Τώρα βλέπει ὅτι τὸ χρῆμα γίνεται ὁ δολοφόνος του· ἡ ἡδονὴ τὸ δηλητήριό του· ἡ δόξα μεταβάλλεται σὲ ὄνειδος καὶ αἰσχύνη. Ἀδελφοί μου, ὁ ἄνθρωπος μέσα στὸν πόνο γνωρίζει τὸν ἑαυτό του σὲ ὅλο του τὸ βάθος, γνωρίζει τὴν ἀδυναμία του, τὴν ἄγνοιά του, τὴν ἀθλιότητά του. Γνωρίζει τὴν παροδικότητά του καὶ τὴν γνωρίζει ὄχι σὰν αἴσθημα ῥομαντικό, ἀλλὰ σὰν πραγματικότητα ποὺ τὸν κατατρομάζει.

Ὢ, εὐτυχισμένες οἱ ψυχὲς ποὺ ξέρουν νὰ πονοῦν, ποὺ ξέρουν νὰ ὑποφέρουν! Εὐτυχισμένες, γιατὶ ἐπάνω στὸν πόνο τους, ἐπάνω στὰ συντρίμματα τῶν παροδικῶν ἀγαθῶν τους, θὰ ζητήσουν νὰ προσκολληθοῦν στὰ αἰώνια ἀγαθά, θὰ ἀρχίσουν νὰ ζητοῦν τὸν Θεό, τὸν ὁποῖον δὲν θὰ ἀργήσουν νὰ εὕρουν, γιατὶ μέσα στὰ δεινά τους, μέσα στοὺς πόνους τους, θὰ τὸν ἰδοῦν μὲ αὐτὰ τὰ μάτια τους, ὅπως τὸν εἶδεν ὁ Ἰώβ. Θὰ ἰδοῦν ὄχι τὴν ἀφηρημένη ἔννοια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸν Θεὸ τὸν Λυτρωτή, τὸν πατέρα τὸν ἐν οὐρανοῖς, τὸν πατέρα, τὸν ὁποῖον μὲ δάκρυα θυμήθηκε καὶ νοστάλγησε καὶ ὁ ἄσωτος υἱός, ὅταν ἔτρωγε τὰ ξυλοκέρατα τῶν χοίρων. «Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐγεύθη τὸν ἄρτο τοῦ πόνου», λέγει κάποιος σοφός, «καὶ δὲν ἀγρύπνησεν μὲ δάκρυα, δὲν σᾶς ἐγνώρισεν, ὦ οὐρανοί».

Ὢ, σεῖς, οἵτινες γεύεσθε τὸν ἄρτο τοῦ πόνου καὶ ἀγρυπνεῖτε τὴν νύχτα μὲ δάκρυα, σεῖς μαζὺ μὲ τὸν Ἰὼβ θὰ ἰδῆτε τὸν Θεὸ μὲ αὐτοὺς τοὺς ὀ-φθαλμούς σας. Μόνον φροντίστε νὰ εἶσθε τὸ πρωταγωνιστοῦν πρόσωπον στὸ δράμα τῆς ζωῆς σας καὶ ὄχι οἱ θεαταὶ τῆς τραγῳδίας σας. Φροντίστε νὰ ἔχετε τὴν ἱκανότητα νὰ λησμοσνῆτε· τὴν ἱκανότητα νὰ εἶναι τὸ πνεῦμά σας πρόθυμο, ἡ ψυχή σας ἕτοιμη κάθε πρωὶ πρὸς ἀναγέννησιν· τὴν ἱκανότητα νὰ χαιρετίζετε πάντοτε τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου μὲ κάποιο «Ἀλληλούια» χαρᾶς καὶ ὀμορφιᾶς· τὴν ἱκανότητα νὰ δίδετε καὶ εἰς τὸ παράπονό σας κάποιο μεγαλεῖο. Ἡ αἰσιοδοξία εἶναι τὸ καλύτερο σωσίβιο στὴν τρικυμία τοῦ βίου.

Μάθετε ὅτι πόνος εἶναι ὁ καλύτερος φίλος μας· αὐτὸς μᾶς δίδει τὴν ἔννοια τῆς ζωῆς· μᾶς διδάσκει ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ γνωρίζουμε· ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ πιστεύουμε· ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε· καὶ μὲ μία λέξι: νὰ εἶμεθα ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ εἴμεθα. Ὁ πόνος ἀναβλύζει ἀπὸ κάθε τι ἀνθρώπινο, καὶ μάλιστα περισσότερο, ὅταν τοῦτο εἶναι ὡραῖο· ἐξαίρει, ἀλλὰ καὶ καταβάλλει, κατασυντρίβει, ἀλλὰ καὶ μεταρσιοῖ. Ὁ πόνος εἶναι ὁ μέγας διδάσκαλος τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἔχει διδάσκαλο τὸν Χριστό, ποὺ ἀπευθύνεται στοὺς πονοῦντας λέγων: «Δεῦτε πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς».

(ἐκ τοῦ “Μνήμη Μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου”, σελ. 179-189).

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ