Ἐμμανουήλ Καραγεωργούδης, Καθηγητής Τμήματος Κοινωνικῆς Θεολογίας και Θρησκειολογίας Ε.Κ.Π.Α.
ΕΠΑΙΝΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΧΑΛΚΗΔΟΝΟΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΕΠΙ ΤΗ ΑΝΑΓΟΡΕΥΣΕΙ ΑΥΤΟΥ ΩΣ ΕΠΙΤΙΜΟΥ ΔΙΔΑΚΤΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
Οἱ κορυφές τῶν βουνῶν χαρακτηρίζονται ἀπό τό ὕψος τους. Ἡ ὕλη τους μπορεῖ νά μεταφέρεται στήν πεδιάδα, τό ὕψος τους, ὅμως, ὄχι. Γι’ αὐτό καί ἡ κατάκτηση τοῦ ὕψους ἰσοδυναμεῖ μέ τήν κατάκτηση ἀπρόσιτης κορυφῆς. Ὁ λόγος παρατάσσει ἀναγκαίως τίς προτάσεις του, πού στήν πεδινή συνείδηση φαίνονται μονοπάτι πεδινό. Κι ὅμως, ἕνας εὔστροφος καί προβληματισμένος νοῦς ἀντιλαμβάνεται μέσα ἀπό τόν παρατακτικό λόγο τίς ἐξάρσεις καί τούς γκρεμούς, τά προσιτά καί τά ἀπρόσιτα. Οἱ μεγάλες συνειδήσεις εἶναι ὀρεινές. Διότι τό ἀληθές τοπίο τῆς ὕπαρξης εἶναι ὀρεινό.
Ἴσως γι’ αὐτό οἱ Κρῆτες ταυτοποιοῦνται καί τοπογραφοῦνται ἀπό τά ὄρη καί τά ὑψίπεδά τους. Ἀπό τήν ὀρεινή γεωφυσική ὀντότητα ἀντλοῦν τήν μυθική -δηλαδή τήν πιό ἀληθινή τους- ὑπόσταση. Ὁρίζονται ἀπό τήν Ἴδη, τήν Δίκτη καί τά Λευκά Ὄρη. Στήν σκιά τῆς Δίκτης -τοῦ βουνοῦ πού κατέφυγε κυνηγημένη ἡ Ρέα γιά νά θεογονήσει τόν Δία – γεννήθηκε ὁ Ἐμμανουήλ Ἀδαμάκης, τήν ἐποχή πού ἡ Ἑλλάδα προσπαθοῦσε νά ἀστικοποιηθεῖ, στρέφοντας τήν ἰδεολογική της προοπτική ἀπό τά Βαλκάνια καί τήν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή στήν Δυτική Εὐρώπη. Ἦταν μιά ἐποχή μεταβατική πρός ἕναν κόσμο νέων ἀναβαθμῶν καί συμβολισμῶν. Οἱ γονεῖς του Ἄννα καί Ἰδομενέας ἦταν ἄνθρωποι ἁπλοί, πού ὁ χαρακτῆρας τους διαπνεόταν ἀπό τήν ἀγαθοποιό εὐγένεια τῶν πρώιμων ἀστῶν τῆς περιφέρειας καί τήν ἀγάπη τους γιά τήν μόρφωση καί τήν καλλιέργεια. Ἔτσι, προσπάθησαν νά δώσουν στόν μονογενῆ τους τά ἐκπαιδευτικά ἐφόδια, τά ὁποῖα θά διεύρυναν τούς πνευματικούς του ὁρίζοντες στόν κοσμοφόρο αἰθέρα.
Ὅλοι περίμεναν σπουδαῖα πράγματα ἀπό αὐτόν στίς θύραθεν ἐπιστῆμες, ἀλλά ἡ Χάρη εἶχε κανονίσει διαφορετικά, καί σήμανε τόν πρῶτο ὄρθρο τῆς κλίσεως, ὥστε νά ἀφοσιωθεῖ στήν Ἐκκλησία. Ἡ φιλόθεος πρόοδος καί ἡ εἰλικρίνεια τῆς ζωῆς του ἦταν τόσο πρόωρα, πού ἔμοιαζε σάν νεοσσός ἀετός, πού ζυγίζει τό πέταγμά του ἐπί πτερύγων ἀνέμων, γιά νά ἀνακαλύψει τήν φωλιά του στίς ψηλότερες κορυφές. Ἡ ἑνότητα τῆς συνειδήσεως περί τοῦ ὑπάρχοντος μαρτυρεῖται ἀπό ὅλες τίς κατευθύνσεις. Ἕνα ἁπλό αἴσθημα, μιά μυρωδιά, ἕνα χρῶμα μπορεῖ νά ὁδηγήσει μέχρι τίς βαθύτερες ἐμβιώσεις. Καί μία ὑψηλή διανοητική σύλληψη μπορεῖ νά γεμίσει τίς αἰσθήσεις μέ εὐτυχία. Πάντως, ὅσο διέβαινε ἀπό τό αἴσθημα πρός τήν ἐνθυμία τόσο ὁ φωτισμός αὐξανόταν. Καί ὅσο ἀνερχόταν ἀπό τήν λογική πρός τόν Λόγο τόσο ἐντεινόταν ἡ διαύγαση.
Μποροῦμε μόνον νά συμπεράνουμε, καί νά ὑποστηρίξουμε συλλογιστικά, ὅτι ἐκεῖνες οἱ ἀπαρχές προμήνυαν τίς μεγαλύτερες ἀναβάσεις στήν ἐκκλησιαστική σταδιοδρομία καί, ὅτι ὁ νεαρός Ἐμμανουήλ θά γινόταν μιά μέρα ὑπόδειγμα ἀληθινά ἐκκλησιαστικοῦ πνεύματος, καί ἀκόμη περισσότερο, πέρα ἀπό τίς μεγάλες ἐκκλησιαστικές διακονίες, γιά τίς ὁποῖες τόν εἶχε προορίσει ἡ Θεία Πρόνοια, ἕνας ἄνθρωπος πάντα ἀκέραιος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ὁ σημαίνων Μητροπολίτης Πέτρας Δημήτριος διέγνωσε τήν ἐκκολαπτόμενη ἀξία τοῦ Ἐμμανουήλ, καί προσπάθησε -μέ τή διδασκαλία καί τό παράδειγμά του- νά τόν εἰσάγει ἀπό νωρίς στά μυστήρια τοῦ πολύφωτου οὐρανοῦ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας ἔγραψε στήν Ἐπιστολή του: «λογισάμενος οὖν τοῦτο, ὅτι ἐὰν μελήσῃ μοι περὶ ὑμῶν τοῦ μέρος τι μεταδοῦναι ἀφ’ οὗ ἔλαβον, ὅτι ἔσται μοι τοιούτοις πνεύμασιν ὑπηρετήσαντι εἰς μισθόν». Αὐτήν τήν Ἀποστολική παρακαταθήκη ἐφάρμοσε ὁ μακαριστός Δημήτριος, μεταδίδοντας στόν Ἐμμανουήλ τό ὑψηλό πνεῦμα τῆς Ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης, στήν ὁποία ὁ ἴδιος εἶχε φοιτήσει, καί τῆς σεπτῆς Πατριαρχικῆς Αὐλῆς τῆς ἐποχῆς Φωτίου Β΄ καί Βενιαμίν. Ὁ σπερματικός λόγος τοῦ διδασκάλου διαμορφώνει τήν ἰδέα. Ἀλλ’ ἡ ἰδέα εἶναι χλωρό ἐκβλάστημα χαρούμενης ὀδύνης. Οἱ ἰδέες ζοῦν μέσα στήν πλαστουργό θέρμη τοῦ ζέοντος πνεύματος, στήν συγκινησιακή δόνηση, στό ἀπαύγασμα τοῦ ἀποκαλυπτικοῦ ὁρίζοντα. Γι’ αὐτό οἱ ἰδέες περιβάλλονται ἀπό μυστηριακούς κύκλους καί διαδίδονται μέσα ἀπό ὁμόλογες πνευματικές καταστάσεις, ὅπως ἡ ἀστραπή στίς οὐράνιες νεφέλες.
Πρῶτος σταθμός στό ἀκαδημαϊκό ταξίδι του ὑπῆρξε ἡ Παιδαγωγική Ἀκαδημία Ἡρακλείου, τό καθίδρυμα, πού τροφοδότησε τά ἁπανταχοῦ τῆς Ἑλλάδος ἐκπαιδευτήρια μέ ἐγκρατεῖς καί λογίους παιδαγωγούς. Στήν Ἀκαδημία κατανόησε τόν ρόλο τῆς παιδείας, τῆς ἀγωγῆς καί τῆς ἐκπαίδευσης, πού ἀφοροῦν στήν βελτίωση τῶν ἀνθρωπίνων ὄντων καί τήν οἰκοδόμηση τῆς προσωπικότητάς τους, ἀλλά καί τήν σχέση ἀνάμεσα στήν ἀνθρώπινη φύση, τήν ἐκπαίδευση καί τόν πολιτισμό. Τό ἐνδιαφέρον του κέντρισαν ἡ φιλοσοφική θεώρηση τῶν μαθησιακῶν θεσμῶν μέ τήν λειτουργία τῶν ὁποίων ἐντέλλεται ἡ ἔνταξη τῶν νέων μελῶν μιᾶς κοινωνίας σέ αὐτήν, καί τά φιλοσοφικά προβλήματα πού προκύπτουν ἀπό τήν ἐκπαιδευτική θεωρία καί πρακτική, καί ἀφοροῦν σέ ὅλες τίς ἀνθρώπινες κοινωνίες. Ὁ φιλόσοφος νοῦς του, τοῦ ἔδειχνε τήν συνέχεια τῆς πορείας, τό «μεταβάλλον ἀναπαύεται» τοῦ Ἡρακλείτου. Καί, ἔτσι, ἀπό τά Κρητικά ὑψίπεδα ἄνοιξε τά φτερά του γιά τήν φωταυγοῦσα πρωτεύουσα τῆς Γαλλίας.
Στά ἔνδοξα -ὅπως τά θέλει ὁ Κάλβος- Παρίσια τοῦ τέλους τῆς δεκαετίας τοῦ 1970 βρισκόταν ἀκόμα στό ἀποκορύφωμά της ἡ πνευματική ἀναγέννηση, πού εἶχε ξεκινήσει τήν περίοδο τῆς μεταπολεμικῆς «ἄγριας κάθαρσης» καί εἶχε γεννήσει τόν Μάη τοῦ ’68, ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα μαζικά κινήματα στήν γαλλική ἱστορία καί μία ἀπό τίς ὀξύτερες πολιτικές κρίσεις τῆς χώρας. Τά σύγχρονα μεγάλα πνεύματα τῆς πολιτικῆς, τῆς φιλοσοφίας, τῆς τέχνης καί τῆς λογοτεχνίας, βρίσκονταν συγκεντρωμένα στόν σχετικά μικρό χῶρο τῆς ἀριστερῆς Ὄχθης τοῦ Σηκουάνα, καί φαινόταν νά ἀναγγέλλουν ἕναν νέο κόσμο, πού ἀναδυόταν ἀπό τά συντρίμμια τοῦ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ἀμφισβητώντας βεβαιότητες καί ὅρια.
Ὁ Ἐμμανουήλ ἐνεγράφη στήν Φιλοσοφική Σχολή τοῦ Institut Catholique de Paris, στήν ὁποία εἶχαν φοιτήσει προγενέστερα σπουδαῖες μορφές τῶν Γαλλικῶν γραμμάτων, ὅπως ἡ φιλόσοφος Σιμόν ντέ Μπoβουάρ, ὁ Ἑλληνιστής Auguste Dies, ὁ λογοτέχνης Ζώρζ Μπερνανός κ.π.ά. Ὅμως, ἡ ἐπιθυμητική διάθεση τῆς φύσης του, εἶχε ὡς περιεχόμενο καί στόχο τήν ἀρτίωσή της στήν ἐπιστήμη τῆς Θεολογίας. Ἔτσι, παράλληλα πρός τίς φιλοσοφικές σπουδές του, ξεκίνησε νά φοιτᾶ στό Ἰνστιτοῦτο Ὀρθόδοξης Θεολογίας τοῦ Ἁγίου Σεργίου, ἐκπαιδευτικό φορέα τῆς θεολογικῆς ἀναγέννησης τῶν μέσων τοῦ 20ου αἰῶνα, πού ἔφερε τήν πνευματική παρακαταθήκη τοῦ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, τοῦ Ὀλιβιέ Κλεμάν, τοῦ Ἰωάννη Μέγιεντορφ, τοῦ Παύλου Εὐδοκίμωφ καί τοῦ Ἀλεξάνδρου Σμέμαν. Τό 1984 ἔλαβε μεταπτυχιακό δίπλωμα ἀπό τό Οἰκουμενικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Καθολικοῦ Πανεπιστημίου τῶν Παρισίων, τό δέ ἑπόμενο ἔτος τό προδιδακτορικό δίπλωμα ἀπό τό Πανεπιστήμιο τῆς Σορβόννης (Paris IV) στήν Ἱστορία τῶν Θρησκειῶν.
Τήν περίοδο τῶν θεολογικῶν καί φιλοσοφικῶν σπουδῶν του ἦρθε σέ ἐπαφή μέ σπουδαῖες προσωπικότητες τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ ὁποῖες, μέ τόν τρόπο τους, καθόρισαν τίς περαιτέρω ἐπιλογές του. Ἄξια ἰδιαίτερης μνείας ἡ πνευματική σχέση του μέ τόν προκάτοχό του, Μητροπολίτη Γαλλίας Μελέτιο, τόν πρῶτο ποιμενάρχη τῶν Ὀρθοδόξων Γάλλων. Ἡ φωτισμένη μορφή τοῦ Μελετίου μέ τόν ἱερό ἐνθουσιασμό, τόν εὐρύτατο ὁρίζοντα σκέψεως, τήν ἁγνότητα βίου καί τά πλούσια ψυχικά καί διανοητικά ἐφόδια, ἐντυπωσίασε τόν νεαρό φοιτητή καί ἀποτέλεσε πρότυπο ποιμαντορικῆς διακονίας. Ὅμως, πρέπει νά εἶναι καλός ὁ σπόρος, πρέπει νά εἶναι καλό τό χῶμα πού θά φυτευτεῖ, πρέπει νά εἶναι ἐπιμελής καί αὐτός πού θά τόν φροντίζει, ὥσπου νά καρπίσει. Αὐτήν τήν ἐπιμέλεια ἀνέλαβε ὁ Μητροπολίτης Σηλυβρίας Αἰμιλιανός, ὁ ἱεράρχης πού κατέβηκε στίς στοές τῶν βελγικῶν ἀνθρακωρυχείων καί δούλεψε μαζί μέ τούς ἐργάτες τοῦ ποιμνίου του, ὥστε νά δείξει τήν ζέουσα καί ἀληθινή ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν βασανισμένο ἄνθρωπο. Γόνος καί αὐτός τῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης, ἀνέπτυξε ἔργο γνήσια οἰκουμενικό, καθώς ὡς μόνιμος Ἀντιπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν ἀπό τό 1959 ἕως τό 1984 συνδιαμόρφωσε τήν προοπτική τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας γιά τόν διαχριστιανικό διάλογο μέ ἄξονα τήν ἀποκατάσταση «τῆς ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καί τῇ ἀγάπῃ ἑνότητος».
Ἕνας ἄλλος Αἰμιλιανός, ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας, ἦρθε στήν ζωή τοῦ Ἐμμανουήλ, στά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1980, ὅταν τό Ἀγιώνυμο Ὄρος κατέστη τό ἐργαστήρι καλλιέργειας τῆς ἀρετῆς του μέ τίς συχνές ἰεραποδημίες του στόν καθαγιασμένο τόπο τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Ἡ ἠγουμενία τοῦ Γέροντος στήν Ἱερά Μονή Σίμωνος Πέτρας ὑπῆρξε μία ἀπό τίς εὐλογημένες περιόδους τῆς νεώτερης ἱστορίας τῆς Μονῆς, συνέβαλε δέ, στήν εὐρύτερη ἀθρόα ἐπάνδρωση καί ἀκτινοβολία συνόλου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὅπως τό διατύπωνε ὁ ἴδιος, «ἡ μοναστική ἀδελφότης τοῦ Κοινοβίου, ζῶσα μέ τόν ἴδιον αὐτῆς ρυθμόν, ζῆ οὐσιαστικῶς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ διά τήν Ἐκκλησίαν, ὡς ἡ καρδία ἤ μέλος τί σώματος, καί δέν ἐκτιμᾶται ἀπό τήν ἀνάπτυξιν δραστηριότητος ἀλλά, κυρίως, ἀπό τήν ἐραστικήν ἀναζήτησιν τοῦ Θεοῦ. Οὕτως οἱ μοναχοί ἀποβαίνουν θεοειδεῖς, ἑλκύοντες καί τούς ἄλλους πρός τήν θείαν ζωήν». Σέ αὐτήν τήν θεία ζωή ἐκλήθη ὁ νεαρός Ἐμμανουήλ. Ἄφησε τόν Χριστό νά καταλάβει ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή του. Τόν ἔκανε τό κλειδί τῆς ζωῆς του. Εἶναι ἡ στενή σχέση του μέ τόν Χριστό, πού τόν καθοδηγεῖ στίς διακονίες του καί τόν γοητεύει σέ σημεῖο, πού γίνεται ἀληθινά ὑπηρέτης ὅλων, κατ’ εἰκόνα Ἐκείνου στόν ὁποῖο ἔχει ἀφιερώσει τήν ζωή του.
Ἡ ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἡ κλήση Του γιά διακονία στήν Ἐκκλησία συναντᾶ καί ἐνορχηστρώνεται μέ τήν κλίση τοῦ ἀνθρώπου, μέ τά ἰδιαίτερα χαρίσματά του καί τά χαρακτηριστικά τῆς προσωπικότητάς του. «Οὐχ ὑμεῖς μέ ἐξελέξασθε, ἀλλ’ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς, καὶ ἔθηκα ὑμᾶς ἵνα ὑμεῖς ὑπάγητε καὶ καρπὸν φέρητε» (Ἰωαν. 15,16). Ἡ θεϊκή κλήση, τό «δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων», πού ἀπηύθυνε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές Του (Ματθ. 4,19), ἄν καί δέν μπορεῖ νά ματαιωθεῖ ἀπό ἐμπόδια, ἀπαιτεῖ, ὅμως, μόνον ἕνα πρᾶγμα: τό «γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου» (Λουκ. 1,38), δηλαδή τήν ἐλεύθερη συγκατάθεση τοῦ ἀνθρώπου. Ἀνταποκρινόμενος, λοιπόν, ὁ Σεβασμιώτατος στήν κλήση τοῦ Θεοῦ γιά ἐργασία στόν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου καί ἐναποθέτοντας τά χαρίσματά του στή διάθεση τῆς διακονίας τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ χειροτονήθηκε Διάκονος καί Πρεσβύτερος τό 1985. Ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ὁ δρόμος του σημαδεύτηκε ἀπό τό σθένος καί τόν ἐνθουσιασμό τῶν ἱερατικῶν πρωτοκαρπίων. Ὅσοι τόν γνώριζαν, καί εἶχαν κάποια ἐξοικείωση μαζί του, θαύμαζαν τίς ἀνθρώπινες, χριστιανικές καί ἱερατικές ἀρετές του. Τήν συγκρατημένη ἰδιοσυγκρασία, τήν ταπεινοφροσύνη καί τήν πραότητα, ἀξιοσημείωτα δῶρα τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου, πού συνδυάζονταν μέ τήν ζωντάνια τῆς εὐφυΐας, τήν σύνεση, καί τό ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς. Ἡ λειτουργική ζωή, ἡ προσευχή, ἡ ἀφοσίωση στήν ἐνοριακή διακονία ἔθρεφαν τήν πίστη, τήν ἐλπίδα, τήν φιλανθρωπία καί τόν προετοίμαζαν γιά τό εὐρύτατο ἔργο, πού θά ἀναλάμβανε.
Ὁ Προκαθήμενος τῆς ἀνά τόν κόσμο Ὀρθοδοξίας, Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, γνωρίζει πώς νά ἀνανεώνει τό θαῦμα. Ἡ συνάντηση τοῦ τότε Μητροπολίτη Φιλαδελφείας μέ τόν «Κρήτηθεν σκύμνο» ὁμοιάζει μέ ἀκρίβεια μέ τήν συνάντηση τοῦ Ἰησοῦ μέ τόν πρωτόκλητο Ἀνδρέα καί τόν Ἰωάννη. Εἶναι μία εὐλογημένη στιγμή στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος ἐμπραγματώνει ἱστορικῶς τόν τύπο καί τόπο τοῦ Χριστοῦ. Οἱ δύο μαθητές τοῦ Προδρόμου, ὅταν ἔγιναν Μαθητές τοῦ Χριστοῦ, Τόν ρώτησαν «ποῦ μένεις;» (Ἰω. 1,39). Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι παρακάλεσαν τόν Χριστό νά δείξει τήν οἰκία Του. Ἀλλά νά δείξει ποῦ μένει. Σημαίνει, ὅτι παρακάλεσαν νά ἀποκαλύψει τήν μονή Του, πού εἶναι ἡ ἄκτιστη δόξα τοῦ Θεοῦ. Καί ἐπί μία ὁλόκληρη ἡμέρα συμμετεῖχαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Γιά τόν Γέροντα Χαλκηδόνος ἡ μέρα αὐτή διαρκεῖ σαράντα ἔτη. Συγκυρηναῖος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη, σέ ὅλη αὐτή τήν μακρά πορεία ἐνθέου δοξας καί ἀρετῆς, ἀποτελεῖ τήν πνοή τοῦ πνεύματός του, τήν πραγμάτωση τῆς ὀρθότητας τοῦ στοχασμοῦ του μέ πλήρεις τίς ἀναλογίες της ἀπό τό πνεῦμα στήν χαρίτωση τοῦ κόσμου.
Παράλληλα μέ τήν ἐκκλησιαστική του διακονία συνέχισε τίς σπουδές του, καί τό 1987 ἔλαβε μεταπτυχιακό τίτλο ἀπό τήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τῆς Βοστώνης. Ταυτόχρονα, ἀνέλαβε καθήκοντα Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Βελγίου, διατελώντας καί Ἱερατικῶς Προϊστάμενος τῆς Ἐνορίας τῶν Ἀρχαγγέλων Μιχαήλ καί Γαβριήλ Βρυξελλῶν. Ἀπό αὐτήν τή θέση ἐπί εἰκοσαετία (1994-2014) διηύθυνε τό Γραφεῖο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση. Τήν ἱερατική του πορεία χαρακτήριζε μιά ἀξιοσημείωτη ποιμαντορική ἰδιότητα -καί μᾶς παρουσιάζεται τώρα ὡς κύριο χαρακτηριστικό: προικισμένος ἀπό τήν φύση μέ πλούσιο καί θερμό ἀνθρωπισμό, ἔδειχνε πάντα ὅτι εἶναι Ποιμένας, μέ ὅλα τά χαρακτηριστικά, πού τόν καθορίζουν σύμφωνα μέ τήν εὐαγγελική διδασκαλία, δηλαδή φροντίδα, εὐαισθησία, κατανόηση, πνεῦμα θυσίας γιά τά λογικά πρόβατα τοῦ ποιμνίου.
Τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ ἐκδιπλώνεται μέσα στήν προσωπική ἱστορία τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί κανένας δέν ἔχει τή δύναμη νά κατανοήσει τήν ἄβυσσο τῆς Θείας Βουλῆς καί νά περιγράψει τό μοναδικό σχέδιο πού καταρτίζει γιά τον κάθε ἄνθρωπο, πού καλεῖ νά διακονήσει τό μυστήριο τῆς σωτηρίας. Ἔτσι στίς 5 Σεπτεμβρίου 1996 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ρηγίου, ὡς Βοηθός Ἐπίσκοπος τοῦ Μητροπολίτη Βελγίου καί την 20ή Ἰανουαρίου 2003 ἐξελέγη παμψηφεί, ἀπό τήν Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Μητροπολίτης Γαλλίας. Θέλοντας νά διεισδύσουμε βαθύτερα στήν ψυχική του σύνθεση, θά διαπιστώσουμε ὅτι ἡ μυστική πηγή πού τρέφει ἐξ ἀρχῆς τήν ἀφοσίωσή του στήν ἐπισκοπική διακονία εἶναι ἡ σταθερή καί προσωπική σχέση οἰκειότητας μέ τόν Χριστό. «Ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ» μέ τήν πλήρη ἔννοια, εἶναι διαρκῶς προσανατολισμένος μέ εἰλικρινῆ εὐθύτητα στό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Τά ἐρωτήματα, τά προβλήματα, τίς στιγμιαῖες συνθῆκες, τά βλέπει μέ τό διαπεραστικό βλέμμα τῆς πίστης, καί καταφέρνει νά ἐμβαθύνει κατά τέτοιον τρόπο στόν μεγάλο σκοπό τῆς Ἐκκλησίας, πού ἡ ὑποκειμενικότητά του γίνεται ροή μιᾶς ἄλλης ζωῆς, πιό ἀληθινῆς, ὅπου τό βάρος τῆς σημασίας τῶν πραγμάτων μετατοπίζεται ὑπέρ τοῦ Πνεύματος.
Ἡ ζωή τοῦ Ἐπισκόπου εἶναι πορεία ἐξόδου, ἐξόδου ἀπό τήν ἀσφάλεια τῶν προσωπικῶν του ἐπιλογῶν, ἐξόδου ἀπό τό καταφύγιο τοῦ ἰδίου θελήματος καί αὐτοπαράδοση στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πάτρός σου καὶ δεῦρο εἰς τὴν γῆν, ἣν ἄν σοί δείξω» (Γέν. 12,1) ἐπιτάσσει ὁ Θεός στόν Ἀβραάμ. Καὶ ὁ Ἀβραάμ ὑπακούει: «καὶ ἐπορεύθη Ἄβραμ, καθάπερ ἐλάλησεν αὐτῷ Κύριος» (Γέν. 12,4) ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στό λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά καί οἱ Ἀπόστολοι ,χωρίς δεύτερη σκέψη, «εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν» (Ματθ. 4,22) ἀκολούθησαν τόν Χριστό γιά νά γίνουν ἁλιεῖς ἀνθρώπων. Ἔτσι ἀκριβῶς καί ὁ Γέρων Χαλκηδόνος ἀρνήθηκε τήν ἀσφάλεια τῆς πατρίδας του, τήν θαλπωρή καί παρηγοριά τῶν οἰκείων καί συγγενῶν του καί ἔχοντας ὡς ἐφόδιο τήν ἐμπιστοσύνη στό Θεό καί τίς εὐλογίες τῆς Μητρός Ἐκκλησίας ὑπάκουσε στήν ἐντολή «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντά τὰ ἔθνη» (Ματθ. 28,19) γιά νά διακονήσει σέ μιά ἑτερόδοξη καί πολυπολιτισμική χώρα, νά διδάξει μέ τόν λόγο του καί τήν παρουσία του, νά θέσει τά χαρίσματα τῆς πολυσχιδοῦς προσωπικότητάς του στήν ὑπηρεσία τῆς εἰρήνης καί τῆς συνεννόησης μεταξύ τῶν ἀνθρώπων μέ ἑτερόκλητες θρησκευτικές καί πολιτισμικές ταυτότητες. «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. 5,16).
Ὁ Γέρων Χαλκηδόνος καθ’ ὅλη τήν πορεία του ὡς Ἱεράρχης τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας διακρίθηκε γιά τήν ἀφοσίωσή του στήν διορθόδοξη, διαχριστιανική καί διαθρησκειακή διακονία. Τήν τελευταία εἰκοσαετία, ὡς Πρόεδρος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐπισκοπικῆς Συνελεύσεως στή Γαλλία, ἐνθάρρυνε ἀκούραστα τήν διορθόδοξη συνεργασία. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐπισκοπική Συνέλευση Γαλλίας εἶναι μία ἀπό τίς παλαιότερες καί τίς πλέον δραστήριες Ὀρθόδοξες Ἐπισκοπικές Συνελεύσεις στόν κόσμο. Ὡς Πρόεδρος, ἐκπροσώπησε τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σέ συναντήσεις ὑψηλοῦ ἐπιπέδου, πού διοργάνωσε ἡ Γαλλική Δημοκρατία. Ἐκτός ἀπό τήν παρουσία σέ διάφορες ἱστορικές ἐκδηλώσεις μνήμης, μιλοῦσε συχνά στή Γερουσία καί τό Κοινοβούλιο ὅταν προετοιμάζονταν νόμοι, πού ἀφοροῦσαν ὄχι μόνον τή θρησκεία, ἀλλά καί τήν οἰκογένεια, τήν ἐκπαίδευση, τό περιβάλλον κ.λπ. Αὐτές οἱ ἀκροάσεις ἦταν κρίσιμες γιά τήν προώθηση τῆς Ὀρθόδοξης θέσης σέ σύγχρονα ζητήματα. Κατά τήν διάρκεια τῆς θητείας του, εἶχε δημιουργήσει σχέση ἐμπιστοσύνης καί σεβασμοῦ μέ τήν πολιτική καί πολιτειακή ἡγεσία, καθώς καί τίς διπλωματικές ἀντιπροσωπεῖες καί κατέστησε τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οὐσιαστικό καί δυναμικό θρησκευτικό παράγοντα στήν Γαλλία.
Οἱ τοπικές του δράσεις ἔτυχαν διεθνοῦς ἐμβέλειας, καθώς συχνά κλήθηκε νά συνδράμει διεθνεῖς ὀργανισμούς μέ τήν πεῖρα του στήν διαμεσολάβηση καί τήν οἰκοδόμηση τῆς εἰρήνης. Ὁ Μητροπολίτης Ἐμμανουήλ ἔχει ἀφιερώσει στόν οἰκουμενικό διάλογο μεγάλο μέρος τῆς δραστηριότητάς του, ὑποστηρίζοντας τήν φωνή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, θεολογικά ἀλλά καί κοινωνικά. Στήν Γαλλία, συνεργάστηκε στενά μέ ἡγέτες διαφόρων χριστιανικῶν δογμάτων, ἰδιαίτερα ὡς Συμπρόεδρος τοῦ Συμβουλίου τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν. Κατά τήν διάρκεια τῆς COP21 γιά τήν κλιματική ἀλλαγή, πού πραγματοποιήθηκε στήν Γαλλία, προώθησε μιά σειρά ἀπό οἰκουμενικές πρωτοβουλίες.
Ἡ οἰκουμενική του διακονία ἐκτείνεται, ἐπίσης, σέ ὅλη τήν Εὐρώπη. Ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση, μέχρι τό 2018 ἦταν Ἀντιπρόεδρος τῆς Διάσκεψης τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν (CEC). Διετέλεσε Πρόεδρος τῆς CEC ἀπό τό 2009 ἕως τό 2013. Ἐπιπλέον, ὁ Σεβασμιώτατος ὁρίστηκε ἐκπρόσωπος τοῦ Παναγιωτάτου στούς διαλόγους μεταξύ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί τῶν Ἀρχαίων Ἀνατολικῶν Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν, καθώς καί σέ διάφορες διαθρησκειακές καί διαχριστιανικές συναντήσεις καί ἀποστολές. Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Γέρων Χαλκηδόνος, χάρη στήν τεχνογνωσία του στόν διαχριστιανικό καί διαθρησκειακό διάλογο, συμμετεῖχε ἐνεργά στήν διοργάνωση σημαντικῶν συναντήσεων, ὅπως ἡ συνάντηση των Ἱεροσολύμων μεταξύ Πάπα Φραγκίσκου καί Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου (2014) καί ἡ συνάντηση στήν Λέσβο τοῦ Πάπα Ρώμης, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη καί τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν. Ἐπιπλέον, ὁ Σεβασμιώτατος ἐκπροσωπεῖ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη στούς ἀκαδημαϊκούς διαλόγους μέ τόν Ἰουδαϊσμό καί τό Ἰσλάμ. Εἶναι Συμπρόεδρος τῆς Παγκόσμιας Διάσκεψης Θρησκειῶν γιά τήν Εἰρήνη (WCRP). Τυγχάνει, ἐπίσης, μέλος τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου τοῦ Διεθνοῦς Κέντρου Διαθρησκειακοῦ καί Διαπολιτισμικοῦ Διαλόγου (KAICIID).
Διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στήν ὀργάνωση καί τήν διεξαγωγή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόν Ἰούνιο τοῦ 2016. Ὑπῆρξε μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, προήδρευσε, ἐπίσης, τῆς Ἐπιτροπῆς πού προετοίμασε τό Μήνυμα τῆς Συνόδου. Ἀλλά καί στό σπουδαῖο ζήτημα τῆς ἀπονομῆς καθεστῶτος Αὐτοκεφαλίας στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας διαδραμάτισε μείζονα ρόλο, ἀφοῦ διετέλεσε Ἔξαρχος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ ἀποστολή νά συγκαλέσει καί νά προεδρεύσει τῆς Ἑνωτικῆς Συνόδου στό Κίεβο, τόν Δεκέμβριο τοῦ 2018 καί βέβαια ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου συμμετεῖχε ἄμεσα σέ ὅλα τά στάδια τῆς σχετικῆς διαδικασίας.
Σέ ὅλα τά ἀναρίθμητα ταξίδια του, ὁ Σεβασμιώτατος ἔχει ὡς πρωταρχικό μέλημα νά ἐργαστεῖ γιά τήν ἑδραίωση τῆς εἰρήνης καί τῆς συμφιλίωσης μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν λαῶν. Καί ὡς πρός τοῦτο εἶναι πραγματικά ὁ ἄνθρωπος τῆς παγκόσμιας συναδέλφωσης, ὁ σοφός θεράπων τῆς εἰρήνης, πού εἶναι ἡ ἱστορική ἔκφραση τοῦ ἐσχατολογικοῦ δώρου πού ἔδωσε ὁ Χριστός στήν Ἐκκλησία Του. Πῶς μποροῦμε νά μήν ἀναγνωρίσουμε καί νά μήν δοῦμε σέ αὐτόν ἕναν αὐθεντικό «εἰρηνοποιό», ἕνα λαμπρό παράδειγμα ἐκείνων γιά τούς ὁποίους ὁ Ἰησοῦς λέει «ὡς ὠραῖοι οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων εἰρήνην, τῶν εὐαγγελιζομένων τά ἀγαθά» (Ρωμ. 10,15).
Μόλις πρίν μιά ἑβδομάδα, τήν Τρίτη 25 Ὀκτωβρίου τ. ἔ., ἐκπροσωπώντας τόν Παναγιώτατο Οἰκουμενικό Πατριάρχη ἔλαβε μέρος στήν ἐτήσια συνάντηση ἐκπροσώπων τῶν διαφόρων ὁμολογιῶν ἀπό ὄλο τόν κόσμο, πού διοργανώνει ἠ γνωστή ὀργάνωση «Sant’ Egidio», καί συμπροήδρευσε μέ τόν Πάπα Φραγκίσκο, κάνοντας έκκληση πρός τούς ἡγέτες τοῦ κόσμου γιά τήν παύση τῶν πολέμων καί τήν ἐπικράτηση τῆς εἰρήνης, παρουσίᾳ τοῦ Γάλλου Προέδρου Emmanuel Macron.
Ἡ συγγραφική του δράση εἶναι πλούσια καί πολύτιμη γιά τήν παρουσία καί τόν διάλογο τῆς Ἐκκλησίας μέσα στόν σύγχρονο κόσμο μέ τά πολλά καί ποικίλα προβλήματα πού καλεῖται νά ἀντιμετωπίσει. Εἶναι συγγραφέας τοῦ βιβλίου L’ Esprit de Jérusalem, Cerf, Paris, 2014, κεφαλαίων σέ σημαντικά ξενόγλωσσα θεολογικά συγγράμματα, πλήθους ἐπιστημονικῶν ἄρθρων καί συμμετεῖχε σέ πολλά Διεθνῆ Συνέδρια.
Προσωπικότητες διεθνοῦς βεληνεκοῦς καί ἡγέτες, θρησκευτικοί καί πολιτικοί, ὅπως ὁ Πάπας Φραγκίσκος, ὁ Γάλλος Πρόεδρος, ὁ Βασιλιάς τῆς Σαουδικῆς Ἁραβίας, ὁ Πρόεδρος τοῦ Καζακστάν, ὁ οἱ δύο τελευταῖοι Πρόεδροι τῆς μαρτυρικῆς Οὐκρανίας, ὁ Jacques Delors, εἶναι συνομιλητές του.
Γιά τήν μέχρι τοῦδε προσφορά του ἔχει τύχει τιμητικῆς διάκρισης, ἀπό τήν Ἑλληνική Δημοκρατία (Τάγμα Τιμῆς 2011), ἀπό τή Γαλλική Δημοκρατίας (Chevalier de la Légion d’ Honneur, 2010), ἀπό τή Δημοκρατία τοῦ Καζακστάν (Τάγμα Φιλίας 2019), ἀπό τήν Δημοκρατία τῆς Οὐκρανίας (Τάγμα Τιμῆς Α΄Τάξης).
Βέβαια, προσωπικότητες τοῦ διαμετρήματος και τῆς ἐμβέλειας τοῦ ἁγίου Χαλκηδόνος, ἀντιμετωπίζουν, πολλές φορές τόν φθόνο τῶν ἀσήμαντων. Ὁ Κωνσταντινουπολίτης ποιητής Ν. Εγγονόπουλος γράφει χαρακτηριστικά: «Ὅμως, πόσοι καί πόσοι δέ σ’ ἐπιβουλευτήκαν; Πόσα “ντολάπια” καί δέ σοῦ ‘στησαν νά πέσης, νά χαθῆς, ἕνας πρό πάντων, ἕνας παλιάνθρωπος, ἕνα σκουλήκι, ἕνας Φιλιππουπολίτης. Ἀλλά σύ τίποτα, ἀτράνταχτος σάν πύργος στέκουσαν, ὄρθιος, μπρός στόν τρόμο». Ὁ φθόνος εἶναι ἕνας συντετριμμένος θαυμασμός, καί, παρότι, ὁ ταπεινόφρων χαρακτήρας τοῦ Γέροντος Χαλκηδόνος δέν ἐπιδιώκει ἀναγνώριση ἀκόμη καί γιά τά πιό προφανῆ ἐπιτεύγματά του, ἐγείρει, λόγῳ τῶν ἀρετῶν του, σέ σκοτεινές ψυχές τό ἀδελφοκτόνο συναίσθημα τοῦ φθόνου. Ὅπως ὁ σπουδαῖος γλύπτης Φειδίας, κοσμώντας τόν Παρθενώνα, φθονήθηκε ἐξαιτίας τῆς φιλίας του μέ τόν Περικλῆ, ἔτσι καί ὁ Ἅγιος Χαλκηδόνος φθονεῖται, γιατί μέ τίς ἀρετές τοῦ Πνεύματος βοηθᾶ τόν Πρῶτο τοῦ Γένους τῶν Χριστιανῶν στήν τιτάνια προσπάθεια νά ἐξουδετερώσει τό ἀρνητικό μέρος τῆς πραγματικότητας καί νά αἰσθητοποιήσει τήν ἀστραπή τῆς Θεότητας. Ὅπως ἀκριβῶς ἐπεξηγεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος γιά τόν Κάϊν: «Τί ἦταν αὐτό πού ἔκανε λοιπόν; Εἶδε τήν τιμή ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ στόν ἀδελφό του καί πυρώθηκε ἀπό τόν φθόνο του. Φόνευσε αὐτόν πού τιμήθηκε, γιά νά προσβάλει αὐτόν πού τόν τίμησε. Ἀδυνατώντας, δηλαδή, νά θεομαχήσει, διέπραξε τήν ἀδελφοκτονία».
Ἀλλά ἡ ἀκούραστη ἐκκλησιαστική καί ποιμαντική του διακονία, ἡ πολυτάλαντη προσωπικότητά του, ἡ περισπούδαστη θεολογική του κατάρτιση, ἡ ἄοκνη ἐργατικότητά του ὑπέρ τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς Ἐκκλησίας καί τό ἀνιδιοτελές τοῦ χαρακτῆρος του ἐκτιμήθηκε δεόντως ἀπό τό σύνολο τῶν Ἱεραρχῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου καί ἰδιαιτέρως ἀπό τόν Παναγιώτατο Οἰκουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως καί Νέας Ρώμης Βαρθολομαῖο καί στίς 17 Φεβρουαρίου 2021 ἐτέθη στήν κορυφή τοῦ ἱεροῦ καταλόγου τῶν Μητροπολιτῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἐκλεγείς ὁμοφώνως Ποιμενάρχης τῆς Γεροντικῆς Μητροπόλεως Χαλκηδόνος. Ἔφερε σέ αὐτό τό κομβικό ἀξίωμα τήν ποιμαντική του ἐμπειρία ὡς ἐπίσκοπος καί προηγουμένως ὡς ἱερέας, πού ὡρίμασε στήν πολύχρονη ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας. Καί σέ αὐτόν τόν προμαχῶνα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, πάντα παρακινούμενος ἀπό βαθιά ἐκκλησιαστικό πνεῦμα, συμβάλλει σημαντικά, ἀναγνωρισμένα ἀπό ὅλους, στήν ὑπόθεση τῆς ἀλήθειας καί τῆς ἐλευθερίας σέ δύσκολους καιρούς γιά τήν Ἐκκλησία καί τήν ἀνθρωπότητα.
Ὁ Μητροπολίτης Γέρων Χαλκηδόνος Ἐμμανουήλ, γεννήθηκε στό περιθώριο τῶν μεγάλων σύγχρονων πολιτισμῶν, σέ μιά χώρα ὀλιγάνθρωπη, τῆς ὁποίας τήν ἀδιάπλαστη γλώσσα λίγοι γνωρίζουν. Δέν ξεκίνησε μέ τά ἴδια πλεονεκτήματα καί τά ἴδια ἐφόδια, ὅπως οἱ ἄνθρωποι πού βλάστησαν σέ ἕναν ἀπό τούς μεγάλους μαζικούς πολιτισμούς. Καί ὅμως κατάφερε στό διεθνές στερέωμα νά ταυτοποιεῖ τήν ὑψηλότερη αἰσθητική καί τήν ποιότητα τοῦ εἰρηνοποιοῦ. Τό Τμῆμα Κοινωνικῆς Θεολογίας καί Θρησκειολογίας, τό ὁποῖο διακρίνεται γιά τό ὑψηλοῦ ἐπιπέδου ἀνθρώπινο δυναμικό του, τό ἐκπαιδευτικό καί ἐπιστημονικό ἔργο του, στό πρῶτο σέ ἀρχαιότητα Πανεπιστήμιο τῆς Πατρίδας μας, εἶναι ἀφιερωμένο στή συστηματική ἔρευνα τῶν πολλαπλῶν διαστάσεων τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου, ἔχοντας ὡς σκοπό τήν ἐπιμόρφωση τόσο ἐκείνων πού προετοιμάζονται γιά σταδιοδρομία στήν διδασκαλία καί τήν ἐπιστημονική ἔρευνα ὅσο καί ἐκείνων πού θά ὑπηρετήσουν τήν πνευματική καί κοινωνική διακονία, βοηθώντας νά κατανοήσουν πληρέστερα τίς θεολογικές διαστάσεις τῶν κλήσεών τους. Ἡ ἔνταξη τοῦ Μητροπολίτη Γέροντος Χαλκηδόνος στήν χορεία τῶν ἐπὶ τιμῇ Διδακτόρων μας, ἐκφράζει τήν ὁμόθυμη ἐνσυναίσθηση ν’ ἀκτινοβολήσουμε μαζί του, τό διάχυτο ἐκεῖνο πνεύµα κατά τά συναισθηµατικά κέντρα τοῦ κόσµου ὁλόκληρου. Κάθε στιγµή μας πρέπει νά εἶναι κιόλας μιά στιγμή τῆς νέας πραγματικότητας· κάθε της ἀποτέλεσμα, τό ἀποτέλεσμα μιᾶς καινούριας, πιό τολμηρῆς, ἐπέμβασης μέσα στόν κόσμο. Ὁ Χαλκηδόνος Ἐμμανουήλ, εἶναι «ἁπλοῦς τόν τρόπον, πολυειδής τήν κυβέρνησιν̇ σοφός τόν λόγον, σοφώτερος τήν διάνοιαν̇ πεζός τοῖς ταπεινοτέροις, ὑψηλότερος μετεωροτέροις̇ φιλόξενος, ἰκέσιος, ἀποτρόπαιος, πάντα εἷς, ἀληθῶς» (Γρηγορίου, Λόγος ΚΑ΄, Εἰς τὸν μέγαν Ἀθανάσιον ἐπίσκοπον Ἀλεξανδρείας). Εἶναι δωρικός, λιτός πλήρης, ἀληθινός, ἔχει μιά Βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Εἶναι ὁ Ἱεράρχης, πού σάν τόν ναυτίλο, ἔχει κάθε στιγμή ἐπίγνωση τῶν διαστάσεων, καθώς καί τοῦ στίγματος, ὅπου ὁ ἴδιος βρίσκεται καί πού ἡ νοητή ναῦς τῆς Ἐκκλησίας πάντα μετακινεῖται. Ἡ Ἀλήθεια, πού ἐκφράζει, εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ σοφοῦ Ἱεράρχη καί -εὐτυχῶς ταυτόχρονα- ἡ ἀλήθεια τοῦ πιό ἀθώου παιδιοῦ, ἔτσι, ὅπως ἀγαπᾶ νά διαλέγει καί νά ἐκδηλώνεται στίς κρίσιμες στιγμές ἡ πρώτη φύση τῶν πραγμάτων.
Σεβασμιώτατε Γέροντα Χαλκηδόνος Κύριε Ἐμμανουήλ, μὲ ἰδιαίτερη χαρά Σᾶς καλοσωρίζουμε στό Τμῆμα Κοινωνικῆς Θεολογίας καί Θρησκειολογίας, στή Θεολογική Σχολή καί στό ἀρχαιότερο πνευματικό ἵδρυμα τῆς Χώρας στό Ἐθνικό καὶ Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν!