Του Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου Γεράσιμου Φραγκουλάκη
Αννόβερο Γερμανίας
Ο Ισαπόστολος Μέγας Κωνσταντίνος το 362 μ. Χ. βρισκόταν σε πόλεμο με τον Μαξέντιο ο οποίος ήταν σκληρότατος διώκτης των Χριστιανών. Ευρισκόμενος έξω από την Ρώμη στον Τίβερη ποταμό και βλέποντας ότι ο στρατός του αντιπάλου ήταν περισσότερος από τον δικό του άρχισε να διστάζει και να αμφισβητεί κατά πόσο θα ήταν θετικό το αποτέλεσμα σε αυτή την αναμέτρηση. Ενώ λοιπόν σκεφτόταν και προβληματιζόταν τι να κάνει, μέρα μεσημέρι βλέπει στον ουρανό να σχηματίζεται με αστέρια ένας σταυρός περικυκλωμένος επίσης με αστέρια, τα οποία σχημάτιζαν στα λατινικά την φράση “Εν τούτω νίκα”. Αμέσως ο Μέγας Κωνσταντίνος κατασκεύασε ένα σταυρό με εκείνον που είχε δει και διέταξε να προπορεύεται των στρατευμάτων του. Πραγματικά στην συμπλοκή με τους εχθρούς τους νίκησε κατά κράτος. Με αυτό το θαύμα κατανόησε τη δύναμη του σταυρωθέντος Ιησού, πίστεψε στην θεότητά του και έγινε Χριστιανός και αυτός και η μητέρα του Ελένη.
Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα ο Μέγας Κωνσταντίνος έστειλε την μητέρα του την Αγία Ελένη στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους και να ψάξει να βρει τον τίμιο Σταυρό του Χριστού. Η Αγία Ελένη πραγματικά πήγε και μετά από έρευνα βρήκε και τους τρεις σταυρούς του Γολγοθά. Εκείνον δηλαδή του Κυρίου και τους άλλους δύο των συσταυρωθέντων με αυτόν ληστές. Το ποιος ήταν ο Σταυρός του Χριστού διαπιστώθηκε με θαύμα. Συγκεκριμένα ακουμπώντας με τον Σταυρό μία πεθαμένη χήρα γυναίκα, όπως λέει το συναξάρι της εορτής, αυτή αναστήθηκε. Όταν αυτό έγινε γνωστό, ο πιστός λαός ζήτησε να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό. Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Μακάριος ανέβηκε πάνω στον άμβωνα και εκεί ύψωσε τον Τίμιο Σταυρό, ευλογώντας το λαό, ο οποίος στη θέα του ζωοποιού ξύλου, του Τιμίου Σταυρού, με συγκίνηση και χαρά αναφώνησε το “Κύριε ελέησον”. Από τότε όρισαν οι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας να εορτάζεται η παγκόσμια Ύψωση του Τιμίου Σταυρού.
Μετά τριακόσια περίπου χρόνια αφότου βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός, λεηλάτησαν οι Πέρσες την Παλαιστίνη το 614 μ. Χ. και πήραν μαζί τους τον Τίμιο Σταυρό. Το 628 μ. Χ. ο Ηράκλειος σε νικηφόρο εκστρατεία εναντίον των Περσών επανάκτησε πανηγυρικά τον Τίμιο Σταυρό τον οποίο μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί ταξίδεψε μέχρι τα Ιεροσόλυμα όπου για δεύτερη φορά, ο Πατριάρχης Ζαχαρίας στο ναό της Αναστάσεως, στις 14 Σεπτεμβρίου ύψωσε τον ζωοποιό Σταυρό του Κυρίου κι ο λαός έψαλλε το “Σώσον Κύριε τον λαόν σου…”. Έτσι καθιερώθηκε την ημέρα αυτή να εορτάζεται η Παγκόσμιος Ύψωσις του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού.
Ο Τίμιος και Ζωοποιός Σταυρός του Σωτήρος, Λυτρωτού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τον οποίο υψώνει ανήμερα της εορτής η Αγία Εκκλησία μας είναι το σύμβολο της ελευθερίας από την αμαρτία, το σύμβολο του Χριστιανισμού. Το σημείο του Σταυρού, με το οποίο “σημειώνουν” οι Χριστιανοί το σώμα τους είναι μια κίνηση ομολογίας και μια επίκληση προστασίας και βοήθειας. Ο Χριστιανός “σταυροκοπιέται” σε όλες τις χρονικές στιγμές, όπου κι αν βρίσκεται δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο την σταθερή πίστη του στον Σταυρωμένο Χριστό, στο όνομα του οποίου βαπτίστηκε. Από πολύ παλιά οι Χριστιανοί άρχισαν να χαράζουν το σημείο του Σταυρού και σε διάφορους χώρους, στις κατακόμβες, στα σπίτια, στις επιστολές καθώς και σε διάφορα αντικείμενα. Καθετί σφραγισμένο με τον Τίμιο Σταυρό δήλωνε την εξουσία και την κυριαρχία του Χριστού. Ο Σταυρός με άλλα λόγια φανέρωνε την κυριότητα του Χριστού πάνω στον κόσμο. Από πολύ νωρίς μάλιστα οι Χριστιανοί άρχισαν να αποκαλούν τον Χριστό “Κύριο”.
Από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου που ο Χριστιανισμός θριάμβευσε και έγινε επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας, ο Σταυρός άρχισε να τοποθετείται στους τρούλους των ναών, στα ψηλά καμπαναριά και σε όλα τα επίσημα κτίρια. Αλλά και το κοινωνικοπολιτικό καθεστώς που επικρατούσε στο Βυζάντιο λεγόταν “πολίτευμα του Σταυρού”, λόγω των στενών σχέσεων της Εκκλησίας και της Πολιτείας. Όταν ιδρύθηκε το νεοελληνικό κράτος, μετά την απελευθέρωση από τον ζυγό των Οθωμανών, στο εθνικό του σύμβολο, στη σημαία τοποθέτησε το Σταυρό.
Ο Σταυρός του Χριστού είναι η πολυτιμότερη κληρονομιά της πατρίδος μας της Ελλάδας. Τον Σταυρό με τις λέξεις “εν τούτω νίκα” είδε σε ουράνιο όραμα ο Μέγας Κωνσταντίνος. Ο Σταυρός ήταν το καύχημα και η δύναμη του έθνους μας μέχρι σήμερα. Ας διαφυλάξουμε την πολύτιμη αυτή κληρονομιά του Σταυρού και ας την παραδώσουμε και στις νεότερες γενεές. Είναι καθήκον μας, αποτελεί υποχρέωσή μας.
Η σημερινή εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού μας υπενθυμίζει ότι, δεν ανήκουμε στον εαυτό μας, αλλά σ’ Εκείνον ο οποίος μας έχει εξαγοράσει. Ο εκ των Πρωτοκορυφαίων Απόστολος των εθνών Παύλος λέεει: “Ουκ έστε εαυτών, ηγοράσθητε γάρ τιμής˙ δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινα εστί του Θεού”. (Κορινθ. Α΄, 6, 19-20). (Δεν ανήκετε στον εαυτό σας˙ σας αγόρασε ο Θεός και πλήρωσε το τίμημα. Το Θεό λοιπόν να δοξάζετε με το σώμα σας και με το πνεύμα σας, που ανήκουν σ’ αυτόν). Επομένως κάθε επιθυμία και σκέψη μας και κάθε ενέργειά μας πρέπει να έχει πάντα ως βασική γραμμή και κατεύθυνση να δοξάζεται ο Θεός. “Σώσον Κύριε τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου” εις αιώνα αιώνος. Αμήν!