21.5 C
Athens
Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Ο Πατριάρχης σε Συνέδριο για τον Άγιο Γεννάδιο Σχολάριο

Τις εργασίες του Διεθνούς Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα “Άγιος Γεννάδιος Σχολάριος – Μεταξύ Ανατολής και Δύσης”, κήρυξε τη Δευτέρα, 12 Σεπτεμβρίου 2022, η Α.Θ. Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, παρουσία Ιεραρχών του Θρόνου, κληρικών, Πανεπιστημιακών Καθηγητών και φοιτητών. Το Συνέδριο, που πραγματοποιείται στη Χαλκηδόνα, συνδιοργανώνεται από την Ι.Μητρόπολη Χαλκηδόνος και τον Τομέα Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Χριστιανικής Γραμματείας, Χριστιανικής Αρχαιολογίας και Τέχνης, του Τμήματος Θεολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Στην ομιλία του, ο Παναγιώτατος, επεσήμανε, μεταξύ άλλων, αναφορικά με την προσωπικότητα του Πατριάρχου Αγίου Γενναδίου Σχολαρίου:

“Ο Οικουμενικός Θρόνος σεμνύνεται διά τον Κυρηναίον του Γένους, εν καιρώ πειρασμού και κλύδωνος, Πατριάρχην Άγιον Γεννάδιον Β’, ο οποίος έθεσε τας βάσεις διά την επιβίωσιν του Γένους και την διάσωσιν της πνευματικής και πολιτισμικής ταυτότητός του μετά την Άλωσιν. Ο Γεννάδιος Σχολάριος υπήρξε μία πολυσχιδής και χαρισματική προσωπικότης, πρωταγωνιστής εις τα εκκλησιαστικά, πολιτικά, πολιτιστικά δρώμενα και εις τας θεολογικάς και φιλοσοφικάς συζητήσεις της εποχής του. Λάβαρόν του υπήρξε η αλήθεια της Ορθοδόξου πίστεως, της οποίας υπερημύνθη σθεναρώς τόσον έναντι της σοβούσης τότε λατινικής επιβολής, όσον και έναντι της νέας κυριάρχου πολιτικής και θρησκευτικής επιβολής.

Σπουδαίος εκπρόσωπος της βυζαντινής λογιοσύνης, μελετητής της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, θαυμαστής του Αριστοτέλους και αντίπαλος του πλατωνίζοντος Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνος, μύστης της Πατερικής σοφίας, συγγραφεύς σημαντικών δογματικών, εξηγητικών, αντιρρητικών και άλλων αξιολόγων θεολογικών έργων, επίσημος θεολόγος και ιεροκήρυξ της αυτοκρατορικής Αυλής, -«ην διδάσκων εν τω τρικλίνω του Βασιλέως κατά Παρασκευήν εκάστην, παρούσης της Συγκλήτου και πάσης της Πόλεως τον λόγον του Θεού»-, λατινομαθής και γνώστης του Ακινάτου Θωμά, περιζήτητος διδάσκαλος και νομικός, έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως μεταξύ των συγχρόνων του. Γραμματεύς και Σύμβουλος του Αυτοκράτορος Ιωάννου Η’ Παλαιολόγου, τον συνώδευσε εις την Σύνοδον Φερράρας/Φλωρεντίας. Ενωτικός αρχικώς, εν συνεχεία όμως, τη επιρροή του Μητροπολίτου Εφέσου Μάρκου του Ευγενικού, ήλλαξε παράταξιν, αγωνισθείς μετά ενθέου ζήλου διά την υπεράσπισιν της Ορθοδοξίας και εναντίον του ψευδεπιγράφου Ενωτισμού.”

Σε άλλο σημείο της ομιλίας του ο Παναγιώτατος τόνισε:

“Το Πατριαρχείον, το οποίον κατέβαλε διά την καταλυτικήν προσφοράν του εις το Γένος των Ορθοδόξων βαρύτατον τίμημα, ενώ συχνάκις λησμονείται αυτή η προσφορά του και αυτό το τίμημα, παρέμεινε και παραμένει υπερεθνικόν. Δεν υπηρέτησε ποτέ τον εθνικισμόν, τον οποίον εθεωρει και θεωρεί αλλοτρίωσιν της καθολικότητος της Εκκλησίας. Δυστυχώς, εις τον Ορθόδοξον χώρον, παρά την Συνοδικήν καταδίκην αυτού ως αιρέσεως, ο εθνοφυλετισμός συνεχίζει να είναι μόνιμος πειρασμός και «αγκάθι» εις τας σχέσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Αι συνεχιζόμεναι τριβαί μεταξύ των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, τα δυσεπίλυτα προβλήματα της Ορθοδόξου Διασποράς, και, εσχάτως, η εργαλειοποίησις της Θείας Ευχαριστίας από την Ρωσσικήν Εκκλησίαν και η μετατροπή της εις μέσον ασκήσεως εκκλησιαστικής πολιτικής εις την περίπτωσιν του Ουκρανικού Αυτοκεφάλου, αποκαλύπτουν του λόγου το αληθές. 

Ο άγιος Περγάμου χαρακτηρίζει τον εθνοφυλετισμόν ως «τον μεγάλον κίνδυνον για την ενότητα της Ορθοδοξίας» και εξαίρει την στάσιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου εις το σημείον αυτό και την ουσιαστικήν αποστολήν του εις το παρόν και το μέλλον ως υπερεθνικού Κέντρου. Γράφει ο ιερώτατος αδελφός: «Χωρίς το Οικουμενικό Πατριαρχείο η Ορθοδοξία θα περιπέσει στη δίνη των εθνικισμών, στην καυχησιολογία του παρελθόντος, στην εσωστρέφεια της αυτάρκειας, στην περιφρόνηση του σύγχρονου κόσμου. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο απέδειξε ότι μπορεί να μετουσιώσει το παρελθόν σε παρόν, το παρόν σε μέλλον, το χθες και το σήμερα σε αύριο. Και τούτο, γιατί πέρα από τη θεσμική του ιδιότητα είναι φορέας μιάς ανοικτής νοοτροπίας, μιάς καθολικότητας και μιάς ευαισθησίας για τον άνθρωπο κάθε εποχής. Και αυτό αποτελεί την κατ’ άνθρωπον εγγύηση του μέλλοντός του» (Κόσμου λύτρον, σ. 283).

Αυτήν την παρακαταθήκην εκληροδότησεν εις ημάς ο Πατριάρχης Γεννάδιος, αυτήν φυλάσσει ως κόρην οφθαρμού το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, αγωνιζόμενον να διασώση την Ορθοδοξίαν από την μετατροπήν της εις μίαν «συνομοσπονδίαν» αυτοκεφάλων κρατικών Εκκλησιών. ”

Αναφερόμενος στη σημασία που απέδιδε ο Γεννάδιος Σχολάριος στο διάλογο, ο Πατριάρχης σημείωσε:

“Ο Γεννάδιος Σχολάριος μας εδίδαξε τον αληθή τρόπον του διαλόγου. Ούτε ο θεολογικός μινιμαλισμός ούτε ο συγκρητισμός έχουν θέσιν εις τον διαθρησκειακόν διάλογον. Σήμερον ευρισκόμεθα αντιμέτωποι με την λεγομένην «θρησκειολογικήν πρόκλησιν». Ο θρησκευτικώς διαφορετικός δεν ευρίσκεται μακράν ημών, αλλά συνυπάρχομεν, συνεργαζόμεθα, έχομεν καθημερινόν «διάλογον της ζωής» με αυτόν. Δεν υπάρχει εναλλακτική επιλογή απέναντι εις την «δημιουργικήν διαπολιτισμικότητα» και τον ειλικρινή διάλογον, εκτός και αν θεωρήσωμεν αναπόφευκτον την «σύγκρουσιν των πολιτισμών». Σήμερον η αξιοπιστία των θρησκειών κρίνεται από την συμβολήν τους εις τον αγώνα διά την ειρήνην και από την λειτουργίαν των ως δυνάμεων καταλλαγής. Αναμφιβόλως, ο διάλογος των θρησκειών ενισχύει το πνεύμα του διαλόγου και της αλληλεγγύης γενικώτερον.

Οφείλομεν να σημειώσωμεν ότι παρόμοιον πνεύμα επέδειξεν ο Πατριάρχης Γεννάδιος και αναφορικώς προς την σχέσιν Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. «Ανθενωτικός» δύναται να χαρακτηρισθή ο Γεννάδιος μόνον εν αναφορά προς μίαν ψευδεπίγραφον και κίβδηλον «Ένωσιν», η οποία δεν στηρίζεται εις γνήσια εκκλησιολογικά και θεολογικά κριτήρια, αλλά υπηρετεί αλλοτρίας προς την εκκλησιαστικήν ζωήν σκοπιμότητας. Ο Γεννάδιος μας διδάσκει με την στάσιν του αυτήν ότι και σήμερον ο διάλογος της αγάπης και της αληθείας με την Ρωμαιοκαθολικήν Εκκλησίαν οφείλει να κινήται πέραν ενός ουτοπικού Ενωτισμού και ενός αγόνου Ανθενωτισμού. Εις τον αυθεντικόν διάλογον δεν υπάρχουν χαμένοι. Κίνδυνος δεν είναι ο διάλογος και η ανοικτοσύνη αλλά η άρνησίς των, η άγονος εσωστρέφεια και η φοβική κλειστότης.”

Κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στη μέριμνα του προκατόχου του για την Παιδεία του Γένους, ο Πατριάρχης υπογράμμισε:

“Και σήμερον έχομεν ανάγκην «νέων Γενναδίων» διά να αντιμετωπίσωμεν τας νέας προκλήσεις εις τον χώρον της παιδείας, αι οποίαι συνδέονται με την διάχυτον αξιολογικήν σύγχυσιν, τον ατομοκεντρισμόν και τον ευδαιμονισμόν, την κυριαρχίαν του οικονομισμού και του επιστημονισμού, των νέων τεχνολογιών και της λογικής των εις την εκπαίδευσιν και εις όλην την ζωήν μας, διά να διασώσωμεν τον Ορθόδοξον πολιτισμόν του προσώπου και της αλληλεγγύης και την ευχαριστιακήν χρήσιν της δημιουργίας. Η Εκκλησία προσφέρει εις την νέαν γενεάν, όπως σημειώνει η Εγκύκλιος της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας (Κρήτη, 2016), «όχι απλώς «βοήθειαν», αλλά την «αλήθειαν» της θεανθρωπίνης καινής εν Χριστώ ζωής» (§ 8), την ενότητα της πίστεως εις τον Θεόν και της αγάπης προς τον πλησίον, και την προοπτικήν της αιωνιότητος.”

Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ο Παναγιώτατος, εξέφρασε την Πατριαρχική ευαρέσκειά του για την έκδοση του πρώτου τόμου, με τη νεοελληνική απόδοση, των συγγραμμάτων του Αγίου Γενναδίου, και συνεχάρη τους συντελεστές του Συνεδρίου.

Ὁμιλία τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου κατά τήν ἔναρξιν τοῦ Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου «Ἅγιος Γεννάδιος Σχολάριος μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσης» (Χαλκηδών, 12 Σεπτεμβρίου 2022)

Ἱερώτατε Μητροπολῖτα Χαλκηδόνος κ. Ἐμμανουήλ, Ποιμενάρχα  τῆς θεοτηρήτου ταύτης Ἐπαρχίας,

Τιμιώτατοι ἀδελφοί Ἱεράρχαι,

Εὐλαβέστατοι πατέρες,

Ἐλλογιμώτατοι Καθηγηταί καί Εἰσηγηταί,

Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες,

Ἀγαπητοί Σύνεδροι,

Προσφιλέστατα τέκνα ἐν Κυρίῳ,

Μετά χαρᾶς συμμετέχομεν εἰς τό Ἐπιστημονικόν τοῦτο Συνέδριον, ἀφιερωμένον εἰς τόν ἐν Ἁγίοις Προκάτοχον ἡμῶν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην Γεννάδιον Σχολάριον. Συγχαίρομεν τήν Ἱεράν Μητρόπολιν Χαλκηδόνος καί τόν Τομέα Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, Χριστιανικῆς Γραμματείας, Ἀρχαιολογίας καί Τέχνης τοῦ Τμήματος Θεολογίας τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης διά τήν ὀργάνωσιν τῆς παρούσης ὡραίας ἐκδηλώσεως. Εὐχαριστοῦμεν ἰδιαιτέρως τόν Ἱερώτατον ἀδελφόν Ἅγιον Χαλκηδόνος διά τήν φιλοξενίαν της. 

Ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος σεμνύνεται διά τόν Κυρηναῖον τοῦ Γένους, ἐν καιρῷ πειρασμοῦ καί κλύδωνος, Πατριάρχην Ἅγιον Γεννάδιον Β’, ὁ ὁποῖος ἔθεσε τάς βάσεις διά τήν ἐπιβίωσιν τοῦ Γένους καί τήν διάσωσιν τῆς πνευματικῆς καί πολιτισμικῆς ταυτότητός του μετά τήν Ἅλωσιν. Ὁ Γεννάδιος Σχολάριος ὑπῆρξε μία πολυσχιδής καί χαρισματική προσωπικότης, πρωταγωνιστής εἰς τά ἐκκλησιαστικά, πολιτικά, πολιτιστικά δρώμενα καί εἰς τάς θεολογικάς καί φιλοσοφικάς συζητήσεις τῆς ἐποχῆς του. Λάβαρόν του ὑπῆρξε ἡ ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, τῆς ὁποίας ὑπερημύνθη σθεναρῶς τόσον ἔναντι τῆς σοβούσης τότε λατινικῆς ἐπιβολῆς, ὅσον καί ἔναντι τῆς νέας κυριάρχου πολιτικῆς καί θρησκευτικῆς ἐπιβολῆς.

Σπουδαῖος ἐκπρόσωπος τῆς βυζαντινῆς λογιοσύνης, μελετητής τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, θαυμαστής τοῦ Ἀριστοτέλους καί ἀντίπαλος τοῦ πλατωνίζοντος Γεωργίου Γεμιστοῦ Πλήθωνος, μύστης τῆς Πατερικῆς σοφίας, συγγραφεύς σημαντικῶν δογματικῶν, ἐξηγητικῶν, ἀντιρρητικῶν καί ἄλλων ἀξιολόγων θεολογικῶν ἔργων, ἐπίσημος θεολόγος καί ἱεροκῆρυξ τῆς αὐτοκρατορικῆς Αὐλῆς, -«ἦν διδάσκων ἐν τῷ τρικλίνῳ τοῦ Βασιλέως κατά Παρασκευήν ἑκάστην, παρούσης τῆς Συγκλήτου καί πάσης τῆς Πόλεως τόν λόγον τοῦ Θεοῦ»-, λατινομαθής καί γνώστης τοῦ Ἀκινάτου Θωμᾶ, περιζήτητος διδάσκαλος καί νομικός, ἔχαιρε μεγάλης ἐκτιμήσεως μεταξύ τῶν συγχρόνων του. Γραμματεύς καί Σύμβουλος τοῦ Αὐτοκράτορος Ἰωάννου Η’ Παλαιολόγου, τόν συνώδευσε εἰς τήν Σύνοδον Φερράρας/Φλωρεντίας. Ἑνωτικός ἀρχικῶς, ἐν συνεχείᾳ ὅμως, τῇ ἐπιρροῇ τοῦ Μητροπολίτου Ἐφέσου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ἤλλαξε παράταξιν, ἀγωνισθείς μετά ἐνθέου ζήλου διά τήν ὑπεράσπισιν τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἐναντίον τοῦ ψευδεπιγράφου Ἑνωτισμοῦ.

Βέβαιοι ὅτι εἰς τό παρόν Συνέδριον θά ἀκουσθοῦν λίαν ἐνδιαφέρουσαι εἰσηγήσεις διά τήν προσωπικότητα καί ἡ προσφοράν τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου, καί δή ὑπό εἰδικῶν μελετητῶν τοῦ ἔργου του, θά ἀναφερθῶμεν ἐν συντομίᾳ εἰς τρία σημεῖα, ὅπου θεωροῦμεν ὅτι ἡ συμβολή του ὑπῆρξε καθοριστική καί δεικνύει εἰς ἡμᾶς σήμερον τήν κατεύθυνσιν πρός τήν ὁποίαν ὀφείλομεν νά πορευθῶμεν.

α) Ὡς γνωστόν, ὁ Γεννάδιος ἀνεδείχθη πρῶτος Πατριάρχης μετά τήν Ἅλωσιν, βουλήσει καί πιέσει τοῦ Πορθητοῦ Μεχμέτ Β’. Ὁ καθηγητής καί Ἄρχων ἐντιμολογιώτατος κ. Πασχάλης Κιτρομηλίδης, εἰς τό πρόσφατον βιβλίον του Θρησκεία καί πολιτική στόν Ὀρθόδοξο κόσμο. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί οἱ προκλήσεις τῆς νεωτερικότητας, ἀναφέρει τά ἑξῆς περί τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς: «Ὁ Πορθητής ἐπέλεξε γιά τή θέση τοῦ πατριάρχη μία ἐξέχουσα θρησκευτική καί λόγια φυσιογνωμία, τόν Γεώργιο Σχολάριο, ἐκφραστή τῆς παράταξης πού ἀντιτίθετο στήν ἕνωση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Προφανῶς, ἡ ἐπιλογή τοῦ σουλτάνου γιά τή θέση τοῦ νέου πατριάρχη πήγασε ἀπό τήν εὐρύτερη στρατηγική του νά ἀπομονώσει τή χριστιανική κοινότητα τῆς αὐτοκρατορίας του ἀπό τη Δύση. Ἡ ἀπόφασή του νά ἐπιτρέψει στό Πατριαρχεῖο νά ἐπιζήσει. ὡστόσο, ὑπονοεῖ ὅτι ἡ στρατηγική του σκέψη ἐκτεινόταν πέρα ἀπό τόν συγκεκριμένο αὐτό στόχο. Τό Πατριαρχεῖο, ὡς ἐκκλησιαστική δομή πού ἤλεγχε, μέσα ἀπό τό εὐρύτατο δίκτυο ἐκκλησιαστικῶν περιφερειῶν, ὁλόκληρο τόν χριστιανικό πληθυσμό τῆς αὐτοκρατορίας, θά μποροῦσε νά ἐπωμιστεῖ τίς λειτουργίες πού θά διασφάλιζαν τή νομιμοφροσύνη τῶν κατακτημένων μή μουσουλμανικῶν ὑπηκόων. Αὐτό ἦταν καί τό κίνητρο γιά τή χορήγηση, ἀπό τό ὀθωμανικό κράτος, θεσμικῆς ὑπόστασης στούς ἐκπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας, πού ἀντανακλᾶται στά λεγόμενα “προνόμια” πού ἀναγνώρισε ὁ σουλτάνος κατά τήν ἀνάρρηση τοῦ Γεναδίου Β’ στόν πατριαρχικό θρόνο, τόν Ἰανουάριο τοῦ 1454» (σ. 72-73).

Ὁ Γεννάδιος δηλώνει ὅτι οὐδόλως ἐπεδίωξε τήν ἄνοδόν του εἰς τόν Πατριαρχικόν Θρόνον, καί ὅτι ἀπεδέχθη τήν ἐκλογήν του ὡς θυσίαν πρός τό συμφέρον τοῦ Γένους. Δεχόμενος τά Προνόμια, ἐγνώριζεν ὅτι θά  διηκόνει τό Γένος καί τήν ἐπιβίωσίν του, ἀλλά καί ὅτι, ὡς θρησκευτικός ἡγέτης τοῦ «ἔθνους» τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ὡς Μillet Başı, ἐν ἐννοίᾳ τελείως διαφορετικῇ ἀπό ὅ,τι ἐννοοῦμεν σήμερον μέ τήν λέξιν «ἔθνος», «nation», θά ἀνεδείκνυε τόν ὑπερεθνικόν καί οἰκουμενικόν χαρακτῆρα τοῦ Πατριαρχείου. Βεβαίως, τό γεγονός αὐτό εἶχε θετικάς πλευράς διά τήν πορείαν τοῦ Γένους εἰς δυσκόλους χρόνους, εἶχεν ὅμως καί τραγικάς συνεπείας διά τούς Πατριάρχας, εἰς περιπτώσεις ταραχῶν καί ἐξεγέρσεων, διά τάς ὁποίας ἐθεωροῦντο ὑπό τῆς Πύλης συνυπεύθυνοι. 

Τό Πατριαρχεῖον, τό ὁποῖον κατέβαλε διά τήν καταλυτικήν προσφοράν του εἰς τό Γένος τῶν Ὀρθοδόξων βαρύτατον τίμημα, ἐνῶ συχνάκις λησμονεῖται αὐτή ἡ προσφορά του καί αὐτό τό τίμημα, παρέμεινε καί παραμένει ὑπερεθνικόν. Δέν ὑπηρέτησε ποτέ τόν ἐθνικισμόν, τόν ὁποῖον ἐθεὠρει καί θεωρεῖ ἀλλοτρίωσιν τῆς καθολικότητος τῆς Ἐκκλησίας. Δυστυχῶς, εἰς τόν Ὀρθόδοξον χῶρον, παρά τήν Συνοδικήν καταδίκην αὐτοῦ ὡς αἱρέσεως, ὁ ἐθνοφυλετισμός συνεχίζει νά εἶναι μόνιμος πειρασμός καί «ἀγκάθι» εἰς τάς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Αἱ συνεχιζόμεναι τριβαί μεταξύ τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, τά δυσεπίλυτα προβλήματα τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς, καί, ἐσχάτως, ἡ ἐργαλειοποίησις τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἀπό τήν Ρωσσικήν Ἐκκλησίαν καί ἡ μετατροπή της εἰς μέσον ἀσκήσεως ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς εἰς τήν περίπτωσιν τοῦ Οὐκρανικοῦ Αὐτοκεφάλου, ἀποκαλύπτουν τοῦ λόγου τό ἀληθές. 

Ὁ ἅγιος Περγάμου χαρακτηρίζει τόν ἐθνοφυλετισμόν ὡς «τόν μεγάλον κίνδυνον γιά τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας» καί ἐξαίρει τήν στάσιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἰς τό σημεῖον αὐτό καί τήν οὐσιαστικήν ἀποστολήν του εἰς τό παρόν καί τό μέλλον ὡς ὑπερεθνικοῦ Κέντρου. Γράφει ὁ ἱερώτατος ἀδελφός: «Χωρίς τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἡ Ὀρθοδοξία θά περιπέσει στή δίνη τῶν ἐθνικισμῶν, στήν καυχησιολογία τοῦ παρελθόντος, στήν ἐσωστρέφεια τῆς αὐτάρκειας, στήν περιφρόνηση τοῦ σύγχρονου κόσμου. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀπέδειξε ὅτι μπορεῖ νά μετουσιώσει τό παρελθόν σέ παρόν, τό παρόν σέ μέλλον, τό χθές καί τό σήμερα σέ αὔριο. Καί τοῦτο, γιατί πέρα ἀπό τή θεσμική του ἰδιότητα εἶναι φορέας μιᾶς ἀνοικτῆς νοοτροπίας, μιᾶς καθολικότητας καί μιᾶς εὐαισθησίας γιά τόν ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς. Καί αὐτό ἀποτελεῖ τήν κατ᾿ ἄνθρωπον ἐγγύηση τοῦ μέλλοντός του» (Κόσμου λύτρον, σ. 283).

Αὐτήν τήν παρακαταθήκην ἐκληροδότησεν εἰς ἡμᾶς ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος, αὐτήν φυλάσσει ὡς κόρην ὀφθαρμοῦ τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ἀγωνιζόμενον νά διασώσῃ τήν Ὀρθοδοξίαν ἀπό τήν μετατροπήν της εἰς μίαν «συνομοσπονδίαν» αὐτοκεφάλων κρατικῶν Ἐκκλησιῶν. 

β) Ἀπό τόν Πατριάρχην Γεννάδιον ἐκληρονομήσαμεν τήν ἀνοικτοσύνην πρός τό διαφορετικόν, τήν ἐμπιστοσύνην εἰς τήν δύναμιν τοῦ διαλόγου καί τήν πεποίθησιν ὅτι μέ τόν διάλογον ὄχι μόνον δέν κινδυνεύει ἡ ταυτότης μας, ἀλλά μᾶλλον ἐμπλουτίζεται, ὅτι, διαλεγόμενοι, ἔχομεν τήν εὐκαιρίαν νά ἀποσαφηνίσωμεν τήν χριστιανικήν μαρτυρίαν μας. Ὁ Ἅγιός μας ἐθεώρει τόν διάλογον αἴτημα τῆς χριστιανικῆς πίστεώς μας.

Ὁ Γεννάδιος Σχολάριος διεκδικεῖ κεντρικήν θέσιν εἰς τήν ἱστορίαν τοῦ διαλόγου τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τό Ἰσλάμ. Ἔχει γραφῆ μάλιστα, ὅτι ἤνοιξε νέας ὁδούς εἰς τόν διάλογον αὐτόν διά τῆς δημιουργικῆς ἀνταποκρίσεώς του εἰς τάς ἀπαιτήσεις τῶν νέων συνθηκῶν. Ὁ Πορθητής, ὁ ὁποῖος ἐπεσκέφθη μετά τῆς συνοδείας του, τρίς, τόν Πατριάρχην διά νά πληροφορηθῇ ἀπό αὐτόν αὐθεντικῶς περί τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί διδασκαλίας, ἐζήτησεν ἀπό τόν Γεννάδιον γραπτήν ἔκθεσιν περί αὐτῆς. Ὁ Πατριάρχης ὑπεβαλε κείμενον μέ τίτλον Περί τῆς μόνης ὁδοῦ πρός τήν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων εἰς τόν Πορθητήν, ὁ ὁποῖος ἀπῄτησε τελικῶς σαφεστέραν καί συντομωτέραν παρουσίασιν τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Ὁ Γεννάδιος συνέταξεν Ὁμολογίαν πίστεως, εἰς τήν ὁποίαν ἀπέφυγε τάς σκληράς ἐκφράσεις καί προσεπάθησε νά διατυπώσῃ τά δόγματα τῆς Ὀρθοδοξίας χωρίς θεολογικόν μινιμαλισμόν, ἀλλά συμφώνως πρός τό πνευματικόν ἐπίπεδον τῶν συνομιλητῶν του, τούς ὁποίους ἀντιμετωπίζει μέ κατανόησιν καί ἀγάπην. Ὁ Πατριάρχης παρέλειψεν ἀρκετά ἐκ τοῦ πρώτου κειμένου, ἁπλοποίησε μερικά καί προσέθεσε νέας διευκρινήσεις. Ἡ ἔμμεσος κριτική, ἡ ὁποία ὑπῆρχεν εἰς τό πρῶτον κείμενον κατά τοῦ Ἰσλάμ καί τοῦ ἱδρυτοῦ του, καί ἀπετέλεσε προφανῶς τόν κύριον λόγον διά τόν ὁποῖον ἐζητήθη νέον κείμενον, δέν ὑπάρχει εἰς τήν Ὁμολογίαν. Ἐδῶ ἐκτίθεται, μέ θεολογικήν συνέπειαν, ἡ χριστιανική διδασκαλία, ἄνευ ἐμφανοῦς συγκρίσεως μέ τήν ἰσλάμικήν, καί ἄνευ ἀναφορᾶς εἰς τόν ἱδρυτήν τῆς Ἰσλαμικῆς θρησκείας. Διαφορετικῶς πρός ἄλλους προγενεστέρους Βυζαντινούς συγγραφεῖς, οἱ ὁποῖοι, ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς, διετύπουν ἐπιθετικήν κριτικήν κατά τοῦ Ἰσλάμ, ὁ Πατριάρχης χρησιμοποιεῖ ὗφος, τό ὁποῖον ἁρμόζει εἰς ἕνα σοβαρόν διάλογον.

Ὁ Γεννάδιος Σχολάριος μᾶς ἐδίδαξε τόν ἀληθῆ τρόπον τοῦ διαλόγου. Οὔτε ὁ θεολογικός μινιμαλισμός οὔτε ὁ συγκρητισμός ἔχουν θέσιν εἰς τόν διαθρησκειακόν διάλογον. Σήμερον εὐρισκόμεθα ἀντιμέτωποι μέ τήν λεγομένην «θρησκειολογικήν πρόκλησιν». Ὁ θρησκευτικῶς διαφορετικός δέν εὑρίσκεται μακράν ἡμῶν, ἀλλά συνυπάρχομεν, συνεργαζόμεθα, ἔχομεν καθημερινόν «διάλογον τῆς ζωῆς» μέ αὐτόν. Δέν ὑπάρχει ἐναλλακτική ἐπιλογή ἀπέναντι εἰς τήν «δημιουργικήν διαπολιτισμι-κότητα» καί τόν εἰλικρινῆ διάλογον, ἐκτός καί ἄν θεωρήσωμεν ἀναπόφευκτον τήν «σύγκρουσιν τῶν πολιτισμῶν». Σήμερον ἡ ἀξιοπιστία τῶν θρησκειῶν κρίνεται ἀπό τήν συμβολήν τους εἰς τόν ἀγῶνα διά τήν εἰρήνην καί ἀπό τήν λειτουργίαν των ὡς δυνάμεων καταλλαγῆς. Ἀναμφιβόλως, ὁ διάλογος τῶν θρησκειῶν ἐνισχύει τό πνεῦμα τοῦ διαλόγου καί τῆς ἀλληλεγγύης γενικώτερον.

Ὀφείλομεν νά σημειώσωμεν ὅτι παρόμοιον πνεῦμα ἐπέδειξεν ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος καί ἀναφορικῶς πρός τήν σχέσιν Ὀρθοδόξου καί Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. «Ἀνθενωτικός» δύναται νά χαρακτηρισθῇ ὁ Γεννάδιος μόνον ἐν ἀναφορᾷ πρός μίαν ψευδεπίγραφον καί κίβδηλον «Ἕνωσιν», ἡ ὁποία δέν στηρίζεται εἰς γνήσια ἐκκλησιολογικά καί θεολογικά κριτήρια, ἀλλά ὑπηρετεῖ ἀλλοτρίας πρός τήν ἐκκλησιαστικήν ζωήν σκοπιμότητας. Ὁ Γεννάδιος μᾶς διδάσκει μέ τήν στάσιν του αὐτήν ὅτι καί σήμερον ὁ διάλογος τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀληθείας μέ τήν Ρωμαιοκαθολικήν Ἐκκλησίαν ὀφείλει νά κινῆται πέραν ἑνός οὐτοπικοῦ Ἑνωτισμοῦ καί ἑνός ἀγόνου Ἀνθενωτισμοῦ. Εἰς τόν αὐθεντικόν διάλογον δέν ὑπάρχουν χαμένοι. Κίνδυνος δέν εἶναι ὁ διάλογος καί ἡ ἀνοικτοσύνη ἀλλά ἡ ἄρνησίς των, ἡ ἄγονος ἐσωστρέφεια καί ἡ φοβική κλειστότης.

γ) Τρανόν μέλημα τοῦ Πατριάρχου Γενναδίου ὑπῆρξεν ἡ παιδεία. Φορεύς θύραθεν καί ἐνθέου μορφώσεως ὁ ἴδιος, ἐπίστευεν εἰς τήν μεγάλην σημασίαν τῆς παιδεύσεως διά τόν πολιτισμόν καί διά τήν διάσωσιν τῆς ταυτότητός μας. Εἶναι χαρακτηριστικόν ὅτι, καί κατά τά ἔτη ὀλίγον πρό τῆς Ἁλώσεως, ὁ Γεννάδιος Σχολάριος προσεπάθησε νά κινητοποιήσῃ τούς ἐναπομείναντας ἐν τῇ Πόλει λογίους, διά νά ἀναθερμανθῇ τό ἐνδιαφέρον διά τά γράμματα, τό ὁποῖον θά διεσφάλιζε τήν πνευματικήν καί πολιτισμικήν συνοχήν καί συνέχειάν μας.

Μετά τήν Ἅλωσιν, μία ἐκ τῶν ἐπειγουσῶν πρωτοβουλιῶν τοῦ Πατριάρχου Γενναδίου ἦτο νά μεριμνήσῃ διά τήν ἀνασυγκρότησιν τῆς ἐκπαιδεύσεως. Τό ὄνομά του θά παραμένῃ εἰς τόν αἰῶνα συνδεδεμένον μέ τήν ἵδρυσιν τῆς Πατριαρχικῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς ἤ τήν ἐπανίδρυσιν τῆς Πατριαρχικῆς Ἀκαδημίας. Ὄντως, εἰς τήν σοφίαν, τήν σθεναράν βούλησιν, τό ἐμφιλόσοφον πνεῦμα καί τό Ὀρθόδοξον φρόνημα τοῦ Γενναδίου ὀφείλομεν τήν ζωογόνησιν τῆς παιδείας παρ᾿ ἡμῖν μετά τήν Ἅλωσιν, ἔργον, τό ὁποῖον ἐσυνέχισαν μετ᾿ ἐνθέου ζήλου οἱ διάδοχοί του εἰς τόν Θρόνον τῆς Κωνσταντινουπολίτιδος Ἐκκλησίας. Ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία ἔσωσε τήν πνευματικήν ταυτότητα τοῦ Γένους καί τήν πολιτισμικήν του ἰδιοπροσωπίαν διά τῆς ἱδρύσεως σχολείων καί Ἀκαδημιῶν, διά τῆς προσκλήσεως φιλογενῶν διδασκάλων, διά τῆς καλλιεργείας καί προαγωγῆς τῆς θύραθεν καί τῆς χριστιανικῆς παιδείας καί διά τοῦ μορφωτικοῦ καί μεταμορφωτικοῦ ἔργου τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἰς ὅλας τάς διαστάσεις της.

Καί σήμερον ἔχομεν ἀνάγκην «νέων Γενναδίων» διά νά ἀντιμετωπίσωμεν τάς νέας προκλήσεις εἰς τόν χῶρον τῆς παιδείας, αἱ ὁποῖαι συνδέονται μέ τήν διάχυτον ἀξιολογικήν σύγχυσιν, τόν ἀτομοκεντρισμόν καί τόν εὐδαιμονισμόν, τήν κυριαρχίαν τοῦ οἰκονομισμοῦ καί τοῦ ἐπιστημονισμοῦ, τῶν νέων τεχνολογιῶν καί τῆς λογικῆς των εἰς τήν ἐκπαίδευσιν καί εἰς ὅλην τήν ζωήν μας, διά νά διασώσωμεν τόν Ὀρθόδοξον πολιτισμόν τοῦ προσώπου καί τῆς ἀλληλεγγύης καί τήν εὐχαριστιακήν χρῆσιν τῆς δημιουργίας. Ἡ Ἐκκλησία προσφέρει εἰς τήν νέαν γενεάν, ὅπως σημειώνει ἡ Ἐγκύκλιος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Κρήτη, 2016), «ὄχι ἁπλῶς «βοήθειαν», ἀλλά τήν «ἀλήθειαν» τῆς θεανθρωπίνης καινῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς» (§ 8), τήν ἑνότητα τῆς πίστεως εἰς τόν Θεόν καί τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον, καί τήν προοπτικήν τῆς αἰωνιότητος. 

Ἡ πίστις εἰς Χριστόν καί ἡ ζωή ἐν Ἐκκλησίᾳ ἀπελευθερώνουν ἀνεξαντλήτους δυνάμεις κατ᾿ ἀλήθειαν ζωῆς, δημιουργικότητος καί προσφορᾶς. Ἀνήκομεν εἰς τόν Χριστόν. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἐλευθερωτής, ἡ λυτρωτική ἀπάντησις εἰς τάς ὑπαρξιακάς ἀναζητήσεις μας, τό νόημα τῆς ζωῆς καί ὁ ἔσχατος προορισμός μας. Βεβαίως, ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία, τό ἀνεκτίμητον τοῦτο δῶρον τοῦ οὐρανοῦ πρός ἡμᾶς, διά νά ριζώσῃ, νά ἀναπτυχθῇ καί νά φέρῃ καρπόν ἀγαθόν καί πολύν, ἀπαιτεῖ ἀπό τόν πιστόν προσωπικήν δέσμευσιν, ἀγῶνα, ἐπιμονήν καί ὑπομονήν. Ἄς κρατήσωμεν τούς ἀγῶνας τοῦ Πατριάρχου Γενναδίου ὡς φάρον καί ὑπόδειγμα εἰς τήν ζωήν μας.

Ὅπου καί ἄν διηκόνησεν ὁ Γεώργιος Γεννάδιος Σχολάριος, ὁ διακριθείς «ἐπί σοφίᾳ παντοδαπῇ καί δυνάμει λόγων ἀνυπερβλήτῳ, ὁ «ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως λαμπρόν ἀγωνισάμενος καί λόγοις καί συγγράμμασι καί διαλέξεσι καί διδασκαλίαις», ὁ «παρρησιασάμενος τήν εὐσέβειαν πολλάκις ἀπαραμίλλῳ ψυχῆς γενναιότητι ἐνώπιον βασιλέων καί δυναστῶν καί λαῶν καί δήμων», ἔδωκε χριστοπρεπῶς τήν καλήν μαρτυρίαν τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐλπίδος. Ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία τόν κατέταξεν εἰς τήν χορείαν τῶν Ἁγίων της. Ὁ εὐλογημἐνος κλῆρος καί ὁ εὐσεβής λαός της καυχῶνται διά τόν «Πατριάρχην τῶν τοῦ Χριστοῦ πενήτων» καί ἐκζητοῦν τάς πρεσβείας του πρός Κύριον, τόν ἀεί δαψιλεύονται τῷ Γένει ἡμῶν τά σωτήρια δωρήματα Αὐτοῦ.

Ἐκφράζομεν, καί ἐν τῷ πλαισίῳ τούτῳ, τήν ἱκανοποίησιν τῆς ἡμῶν Μετριότητος διά τήν ἤδη δρομολογηθεῖσαν ἔκδοσιν, μετά νεοελληνικῆς μεταγλωττίσεως, τῶν συγγραμμάτων τοῦ Ἁγίου Γενναδίου, συγχαίροντες δέ ἅπαξ ἔτι τούς συντελεστάς τοῦ παρόντος Συνεδρίου καί εὐχαριστοῦντες πάντας ὑμᾶς διά τήν παρουσίαν σας, κηρύσσομεν τήν ἔναρξιν τῶν ἐργασιῶν του.

Καλήν ἐπιτυχίαν!

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ