Του Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου Γεράσιμου Φραγκουλάκη
Αννόβερο Γερμανίας
Δυστρόπησε και εγκατέλειψε την προσπάθεια να ενημερωθεί για τον τρόπο με τον οποίο θα αποκτούσε την αιώνιο ζωή ο νεαρός της ευαγγελικής περικοπής. Προσπαθούσε να τηρήσει τις επιταγές του Μωσαϊκού Νόμου, ήξερε πολλά και κατά την διαβεβαίωσή του τα τηρούσε από την παιδική του ηλικία. Έτσι τουλάχιστον νόμιζε, μέχρι που συναντήθηκε με το Χριστό. Ίσως να σκεφτόταν ότι ακούοντας τον ο Χριστός θα τον επαινούσε. Δεν είναι λίγο ένας νέος να βάζει περιορισμούς στη ζωή του, μόνο και μόνο για να ακολουθήσει τις υποδείξεις της θρησκείας του. Όμως, όπως φάνηκε ακολουθούσε την θρησκεία του επιλεκτικά. Εφάρμοζε μόνον τα εύκολα. Όταν ήρθε κοντά στον Κύριο, πιστεύοντας προφανώς στην αιώνια ζωή, ζητά τον τρόπο για να την αποκτήσει. “Τι αγαθόν ποιήσω ίνα έχω ζωήν αιώνιον;” (Μτθ. 19, 16). (Τι καλό να κάνω για να αποκτήσω την αιώνια ζωή;) Ειλικρινής η πρόθεση, όχι όμως δεδομένη η διάθεση για υλοποίηση. Βλέπετε η υλοποίηση των εντολών όπως τις παραθέτει ο Ιησούς, το ου φονεύσεις, ου μοιχεύσεις, ου κλέψεις και τα άλλα που ακολουθούν δεν έχουν κανένα υλικό κόστος. Όταν όμως του λέει να πάει να πουλήσει τα υπάρχοντα του, εκεί του κόβεται η όρεξη όχι μόνο για τη βασιλεία των ουρανών, αλλά και για κάθε συζήτηση. “Απήλθε λυπούμενος.” (Μτθ. 19, 22). (Έφυγε λέει, λυπημένος). Γιατί; Μας το λέει στη συνέχεια ο Ευαγγελιστής Ματθαίος: “ην γαρ έχων κτήματα πολλά.” (Είχε πολλά κτήματα)! Η ψυχή του ήταν αλυσοδεμένη με τις βαριές αλυσίδες του πλούτου, στη σκληρή φυλακή του πάθους. Έφυγε γιατί δεν ήθελε πραγματικά να πετάξει στη βασιλεία των ουρανών, αλλά ήθελε να βουλιάξει στα πλούτη του, στο σκοτάδι του πάθους και στην απάτη των αγαθών του.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στον λόγο του, περί πλούτου και πενίας, αναρωτιέται: Για ποιο λόγο άραγε ο πλούτος φαίνεται ότι είναι σπουδαίο πράγμα; Ασφαλώς για την ευχαρίστηση που χαρίζει με τα πλούσια τραπέζια και με τις κολακείες εκείνων που ακολουθούν τους πλούσιους για να ωφελούνται. Διότι συνήθως ο πλούτος ούτε σοφότερο, ούτε φρονιμότερο κάνει τον κάτοχό του, ούτε χρήσιμο, ούτε φιλάνθρωπο, ούτε καμιά άλλη αρετή ή έστω μέρος της αρετής έχει την δύναμη να φυτέψει στην ψυχή. Και όχι μόνο καμιά από τις αρετές δεν μπορεί να φυτέψει στην ψυχή, αλλά και αν βρει μερικές τις καταστρέφει, τις ξεριζώνει και βάζει στη θέση τους κακίες. Αυτό βλέπουμε να συμβαίνει και στο νέο της ευαγγελικής περικοπής. Είχε βεβαιωμένες αρετές, όμως η προσκόλλησή του στα γήινα, δεν τον άφηναν να τις καλλιεργήσει, να τις αναπτύξει σωστά. Περισσότερο απ’ όλα όμως εκείνο που τον εμπόδιζε ήταν η πεποίθηση που είχε ότι είναι κυρίαρχος, ιδιοκτήτης πολλών αγαθών, είχε κτήματα πολλά. Είχε, ήταν όμως δικά του; Δεν σκέφτηκε, παρά την αγωνία που έδειξε να έχει για την βασιλεία των ουρανών, ότι φεύγοντας από την επίγεια ζωή τίποτα δεν θα μπορούσε να πάρει μαζί του. Ήταν και αυτός θύμα της ιδιοκτησίας. Ολόκληρος παραδομένος στην ύλη, αγνοεί την παντοδυναμία του Θεού, αδυνατεί να δει το κατρακυλισμένο στην ύλη πνεύμα του και περιορίζει τις σκέψεις του γύρω από τον εαυτό του.
Έτσι συνήθως σκέπτονται και συμπεριφέρονται οι περισσότεροι από αυτούς που έχουν πλούτη. Πόσο αληθινά δυστυχισμένοι είναι οι άνθρωποι αυτοί! Πόσο μακριά βρίσκονται από την αλήθεια! Πόσο πλανώνται! Πόσο ανόητοι και τυφλοί γίνονται! Πόσο έχει βαρύνει και καλύψει τα μάτια τους η λατρεμένη τους ύλη! Βαρύ πέπλο από σκοτάδι έχει απλωθεί πάνω από το κεφάλι τους, αυτοί όμως δεν το βλέπουν, ούτε καν το αντιλαμβάνονται. Θεωρούν ότι δεν σφάλλουν ποτέ αν και αμαρτάνουν πάντα.
Λέει ο Ιερός Χρυσόστομος, σε κάποιο άλλο σημείο των λόγων του: Πολλές φορές γέλασα, όταν διάβαζα διαθήκες που έλεγαν˙ ο τάδε μεν να έχει την κυριότητα των αγρών ή των σπιτιών, τη χρήση όμως να την έχει άλλος. Όλοι βεβαίως έχουμε την χρήση, την κυριότητα όμως κανείς. Κι αν δηλαδή σε όλη μας τη ζωή ο πλούτος μας παραμείνει όπως ήταν, κατά το θάνατό μας είτε θέλομε είτε δε θέλομε θα τον παραχωρήσουμε σε άλλους, αφού εμείς απολαύσαμε μόνο την χρήση του όχι όμως και την κυριότητα του, αφού γυμνοί και έρημοι πορευόμαστε προς την άλλη ζωή.
Αποτελεί γεγονός ότι χωρίς υλικά αγαθά δεν μπορούμε να ανταπεξέλθουμε στη ζωή μας. Μπορούμε να ζήσουμε χωρίς λεφτά; “δει δε χρημάτων, και άνευ τούτων ουδέν έστι γενέσθαι των δεόντων” έλεγαν οι πρόγονοί μας. Δηλαδή˙ «υπάρχει ανάγκη χρημάτων, διότι χωρίς αυτά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα από αυτά που πρέπει». Αναγκαία είναι τα χρήματα, αλλά για να κυλάνε και όχι για να μένουν. Το χρήμα υπάρχει για να κυλάει από χέρι σε χέρι, προκειμένου να λειτουργεί το σώμα της κοινωνίας. Αν σταματήσει να κυλά ή αν λιμνάσει τότε κάνει κακό και στην ψυχή, αλλά και το σώμα σκοτώνει. Το ζούμε άλλωστε στις μέρες μας, που το χρήμα συσσωρεύεται σε λίγους, ενώ οι πολλοί ζουν μέσα στη φτώχεια και την εξαθλίωση. Καλό το χρήμα, αλλά το κανονικό, το αναγκαίο. Το περισσότερο κάνει φοβερή ζημιά.
Πώς μπορούμε τώρα να ορίσουμε το κανονικό. Το μέτρο μας το δίδει ο Απόστολος Παύλος λέγοντας: “Έχοντες διατροφάς και σκεπάσματα, τούτοις αρκεσθησόμεθα”. (Α΄ Τιμ. 6, 8). (Όταν έχουμε φαγητό και ρούχα, ας αρκεσθούμε σε αυτά). Αυτό σημαίνει: Να έχουμε μόνο τα απολύτως αναγκαία!
Η δυστυχία μας ξέρετε από πότε αρχίζει; Από τότε που αποκτούμε, ή θέλουμε να αποκτήσουμε περισσότερα από αυτά που πρέπει, περιττά πράγματα δηλαδή. Και η κατάσταση γίνεται χειρότερη από τη στιγμή εκείνη που τα περιττά τα θεωρούμε αναγκαία!
Υπάρχει και άλλο μέτρο για το πόσα θα πρέπει να έχουμε. Είναι η σχέση σώματος και ψυχής. Θα έπρεπε να έχουμε για το σώμα όσα τουλάχιστον έχουμε και για την ψυχή. Έχουμε τόσες αρετές, όσα και υλικά αγαθά; Αν προσπαθήσουμε να υπολογίσουμε, τότε δυστυχώς θα διαπιστώσουμε πως οι περισσότεροι από εμάς είμαστε ευκατάστατοι υλικά και ακατάστατοι πνευματικά. Αποζητούμε μόνο τα υλικά αγαθά και αγνοούμε τα πνευματικά. Ενώ θα μπορούσαμε να έχουμε τα πρώτα ως φυσική απόρροια των δεύτερων.
Κάποτε λέει, ένας άρχοντας, θέλοντας να ανταμείψει τρεις ανθρώπους για τις δουλειές που τους έβαλε να κάνουν, τοποθέτησε μπροστά τους τρία φλουριά και τρία θρησκευτικά βιβλία να διαλέξουν. Οι δύο πήραν το φλουρί, λέγοντας πως έτσι θα αγοράσουν κάποια αναγκαία πράγματα. Ο τρίτος πήρε το βιβλίο λέγοντας, πως κάθε βράδυ θα διάβαζε ένα κομμάτι από αυτό στην τυφλή μητέρα του για να της κρατάει ωφέλιμη συντροφιά.
Χαμογελώντας ο άρχοντας του είπε, να ανοίξει εκεί μπροστά το βιβλίο και να διαβάσει τι γράφει στην πρώτη σελίδα.
Εκείνος ανοίγει το βιβλίο και με έκπληξη βλέπει στην πρώτη σελίδα κολλημένα τρία φλουριά.
-Ακούστε τώρα φίλοι μου, είπε ο άρχοντας απευθυνόμενος και στους τρεις. Καλά είναι τα επίγεια αγαθά. Ακόμα όμως πιο καλά είναι τα αιώνια αγαθά. Όποιος επιθυμεί τα αιώνια, δεν στερείται και τα επίγεια, τα υλικά.
Αυτό άλλωστε μας το έχει πει και ο ίδιος ο Κύριός μας: “Ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν.” (Μτθ. 6, 33). (Πρώτα απ’ όλα να επιζητείτε τη βασιλεία του Θεού και την επικράτηση του θελήματός του, κι όλα αυτά θα ακολουθήσουν).