Δρ Συμεών Σολταρίδης
Με τον παραπάνω τίτλο θα γίνει προσπάθεια ανάλυσης της παρουσίας στην Πόλη των «Λευκών Ρώσων» σε τρία άρθρα, ενός θέματος όχι και τόσο γνωστού, που όμως θα έπρεπε να απασχολήσει τον ερευνητή εφόσον σχετίζονται με τα αγιορείτικα μετόχια στον οικισμό Γαλατά της Κωνσταντινούπολης, με την εμφάνιση των «Κελιωτών» μοναχών του Αγίου Όρους και μέσω αυτών την διείσδυση από το 1860 της Ρωσικής πολιτικής στην περιοχή της Πόλης. Ένα αρκετά δύσκολο θέμα που δεν υπάρχει πληθώρα βιβλιογραφίας, ιδιαίτερα Ελληνική.
Από το 1915 ο αντίκτυπος του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου ήταν αρνητικός. Υπήρχαν ελλείψεις τροφίμων, καυσίμων, απεργίες στα εργοστάσια, αύξηση πληθωρισμού και οι εργάτες γης ζητούσαν μεταρρυθμίσεις. Ο Τσάρος ανέλαβε την διοίκηση του στρατού, αναχώρησε για το μέτωπο αφήνοντας στην θέση του την γυναίκα του Αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα.
Όπως γράφουν ιστορικές πηγές ο τσάρος ανατράπηκε με την επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917, όταν κλήθηκαν οι εργαζόμενοι να αποδεχθούν «την διακήρυξη των μπολσεβίκων για καμία αποζημίωση και τερματισμό του πολέμου». Η διακήρυξη τους όπως λέγεται προήλθε από την προπολεμική πολιτική και οικονομική αστάθεια, τον κοινωνικό διχασμό με απεργίες και οδομαχίες.
Κορυφώθηκε δε η διάσταση τον Οκτώβριο του 1917 με σύγκρουση των Μπολσεβίκων και των οπαδών του Τσάρου, των Λευκών Ρώσων.
Όπως γίνεται αναφορά στο λήμμα «Ρωσική Επανάσταση» στη Βικιπαίδεια , «Αμέσως μετά, ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των «Κόκκινων» (μπολσεβίκων), των «Λευκών» (αντεπαναστατών), των κινημάτων ανεξαρτησίας και άλλων σοσιαλιστικών φατριών που αντιτίθενται στους μπολσεβίκους. Συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια, κατά τα οποία οι Μπολσεβίκοι νίκησαν τόσο τους Λευκούς, όσο και όλους τους αντίπαλους σοσιαλιστές».
Εμφύλιος
Ο Κώστας Σηφάκης στην μεταπτυχιακή του εργασία το 2015 με τίτλο «Οι Ρώσοι Εμιγκρέδες. Η φυγή από την Ρωσία της επανάστασης και η εγκατάσταση στην Ευρώπη (Γαλλία, Τσεχοσλοβακία) κατά τον μεσοπόλεμο» σημειώνει «Μετά τη νίκη των Μπολσεβίκων, την επικράτηση τους κυρίως μετά τις δύο επαναστάσεις Φεβρουαρινή και Οκτωβριανή του 1917 άρχισε μία πολιτική σε βάρος της οικονομικής και κοινωνικής αριστοκρατίας των οπαδών του Τσάρου και του συνόλου των αντιπάλων της νέας τάξης, των αριστοκρατών, γαιοκτημόνων, κρατικών αξιωματούχων και μελών της διανόησης».
Η πολιτική όμως αυτή συσπείρωσε όλες τις παραπάνω ομάδες και δημιούργησε στρατιές ολόκληρες. Ξεκίνησαν συγκρούσεις και απεργίες ενώ υπήρξαν μετατροπές στο σύστημα, στην διοίκηση και καταργήθηκαν μέτρα της εποχής του Τσάρου. Τότε ήταν που παραιτήθηκε στις 15 Μαρτίου 1917 ο Τσάρος Νικόλαος ο Β΄.
Ήδη είχε ξεκινήσει όπως σημειώνει ο Κώστας Σηφάκης «η φυσική εξόντωση της αστικής τάξης» με αποτέλεσμα να υπάρξουν «απεργίες δημοσίων υπαλλήλων, τραπεζικών, συνδικάτο σιδηροδρόμων και δασκάλων». Έτσι ξεκίνησε πλέον δυναμικά ο εμφύλιος με την δημιουργία στρατιωτικών σωμάτων που έφερναν το όνομα «Λευκοφρουροί». Η σύρραξη τέλειωσε με την νίκη των Μπολσεβικών οπότε και ξεκίνησε η «φυγή» και «αναγκαστική μετακίνηση» όλων όσων ζούσαν στις πατρογονικές τους εστίες μέχρι το 1917. Από δε την πληθώρα βιβλιογραφικών πηγών που παραθέτει, οπαδοί του Τσάρου έφεραν πλέον την ονομασία «εμιγκρέδες» δηλαδή «αυτοεξόριστοι» εφόσον αναχωρούσαν στην αρχή οικειοθελώς και αργότερα αναγκαστικά.
Έφυγαν προς Πολωνία, Ουκρανία, Γαλλία, Σερβία, Τσεχία, Αθήνα, ενώ στις αρχές του 1920 ο υπόλοιπος κατατεμαχισμένος στρατός της στρατιάς του Νότου έφυγε για Κωνσταντινούπολη.
Το 1921 έφθασαν και δύο ατμόπλοια που ξεκίνησαν από Πετρούπολη και Οδησσό και ήταν τα καράβια των «φιλοσόφων». Με αυτά έφθασαν στην Πόλη γιατροί, φαρμακοποιοί, άνθρωποι του πνεύματος με αποτέλεσμα το μετόχι του Αγίου Ανδρέα να μετατραπεί σε πολυκλινική.
Πώς έφτασαν στην Πόλη
Η επανάσταση των Μπολσεβίκων και ο εμφύλιος οδήγησαν τους οπαδούς του Τσάρου να εγκαταλείψουν την χώρα τους βίαια. Υπήρξαν τρία κύματα. Από το έτος 1919-1921 που ξεκινούσαν από τα λιμάνια Νοβοροσίσκ, Οδησσό και Κριμαία και κατέληγαν στην Πόλη.
Το πρώτο το 1919 για κοινωνικό – οικονομικούς λόγους , όπως γράφει η καθηγήτρια Τουρκιάν Ολτζάϊ (Turkan Olcay) στην μελέτη της «Ρωσικά σχολεία προσφύγων στην Κωνσταντινούπολη 1920-1925» Έκδοση 2018.Πανεπιστήμιο Κωνσταντινούπολης.
Το δεύτερο, μεταξύ των μηνών Φεβρουάριος και Απρίλιος 1920 από τη Οδησσό και περιελάμβανε την μεσαία τάξη.
Το τρίτο και μεγαλύτερο στις 16 Νοεμβρίου 1920 μετά την ήττα της στρατιάς του Νότου στην Κριμαία με περίπου 100.000 ανθρώπους και θα έμεναν στην Κωνσταντινούπολη. (πρβλ. Macar O.D ve Macar E “ Beyaz Rus Ordusu Turkiye de” Ist. 2010) (Σ.Μ Ο στρατός των Λευκών Ρώσων στην Τουρκία).
Διέμειναν στον Γαλατά, στο Πέρα (πρβλ .Deleon J “Beyoglunda Beyaz Ruslar” Ist. Remzi kitapevi. 2003) (ΣΜ «Λευκοί Ρώσοι στο Πέρα) και σε κοντινές με αυτή την περιοχές. Σε μοναστήρια, νοσοκομεία, σχολικά κτίρια. Άνοιξαν μεγάλα καμπ για να φιλοξενηθούν.
Τα μετόχια, ως χώροι φιλοξενίας
Τα μετόχια όπως είναι γνωστό ιδρύθηκαν από μονές του Αγίου Όρους με σκοπό να φιλοξενούνται οι διερχόμενοι προσκυνητές για τα Ιεροσόλυμα και να στηρίζουν οικονομικά τα μοναστήρια τους.
Όπως αναφέρει ο Νίκος Τσούκας σε σημείωμα του, ο οποίος παραθέτει το βιβλίο του Γεράσιμου Σμυρνάκη με τίτλο «’Άγιον Όρος» που εκδόθηκε το 1903 «φαίνεται πως το μεγάλο προσκυνηματικό ρεύμα από Ρωσία στα τέλη του 19ου αι. έδωσε αφορμή να χτιστούν τα τρία γνωστά σήμερα εκκλησάκια», που έφερναν έσοδα στα μοναστήρια και ήταν συνδεδεμένα τα μετόχια.
Ιδρύθηκαν μετά το Τανζιμάτ και Ισλαχάτ το 1850. Συγκεκριμένα το 1871 αγοράστηκε το οικόπεδο και το 1887 κτίστηκε το οίκημα του Αγίου Ανδρέα.
Σε τιμολόγιο της εποχής που εκδόθηκε εν ονόματι «του οικονόμου της Μονής του Αγίου Ανδρέα π. Προκόπιου» του έτους 1889, επιβεβαιώνεται η ύπαρξη του ακινήτου και των Ρωσικών καταστημάτων στο ισόγειο, ονόματι «Ιβάν Βογιαντέζε». Ήδη οι πρώτες αναφορές για την ύπαρξη των μετοχιών γίνονται την περίοδο αυτή.
Μετά την διακοπή της προσκυνηματικής ροής με την επικράτηση της Οκτωβριανής επανάστασης και τον ερχομό στην Πόλη των πρώτων μεταναστών μετά τη νίκη των μπολσεβίκων στις αρχές του 20ου αιώνα, τα μετόχια από «προσκυνηματικοί ξενώνες και θρησκευτικά ιδρύματα» μετατράπηκαν σε ξενώνες υποδοχής Ρώσων προσφύγων. Εκεί εγκαταστάθηκαν οι οπαδοί του Τσάρου οι λεγόμενοι «Λευκοί Ρωσοι», οι αντίθετοι στην Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 ή στην επανάσταση των Μπολσεβίκων ή αντικομμουνιστές. Λέγεται ότι μόνο στο μετόχι του Αγίου Ανδρέα φιλοξενούνταν 200 οικογένειες αφού όλο το κτίριο είχε μετατραπεί σε «οίκο φιλοξενίας προσφύγων».
Ξεκίνησαν λοιπόν να καταφθάνουν στην Πόλη μετά την ήττα τους στον Ρωσικό εμφύλιο και συγκεκριμένα από το 1919 και μετά. Όπως αναφέρει σε σημείωμα του ο Μητροπολίτης Ευλόγιος του Γεωργίου διέμεινε στο ακίνητο αυτό, από όπου αναχώρησε στην συνέχεια για την Ευρώπη και αναμίχθηκε με τους Ρώσους της Διασποράς. Αυτό συνέβη όταν εναντιώθηκε μαζί με άλλους ιερωμένους στην πολιτική της Ρωσικής Εκκλησίας και υπήχθη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Στήριξη
Το σύστημα που βασίζονταν σύσσωμη η κοινότητα ήταν το «σύστημα της αλληλοβοηθείας». Ο κόσμος βοήθησε τους αυτοεξόριστους, ιδίως τα παιδιά που είχαν πολλές τραυματικές εμπειρίες.
Στήριξαν όλους αυτούς ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός και διεθνείς οργανισμοί, ενώ άρχισαν να λειτουργούν συσσίτια κυρίως για τα παιδιά. Όπως σημειώνει η κ. Ολτζάϊ ο Τύπος άρχισε να εκδίδει λαχεία για την οικονομική τους στήριξη. Επίσης άρχισαν να λειτουργούν σχολεία και από εκθέσεις που δημοσιεύονταν την εποχή εκείνη φαίνεται ότι μεταξύ των ετών 1920-1922 στην Πόλη και στα περίχωρα της λειτούργησαν 3 λύκεια, 3 γυμνάσια, 10 δημοτικά, 2 ορφανοτροφεία, 10 νηπιαγωγεία, παιδικοί σταθμοί, 6 μαθητικά συσσίτια.
Όπως σημειώνει η κ. Ολτζάϊ σπούδασαν 900 μαθητές ενώ στους προσφυγικούς καταυλισμούς ιδρύθηκαν 35 σχολεία. Παιδιά όμως σπούδασαν και διέμειναν στα Αμερικανικά κολλέγια Μεγάλου Ρεύματος, Μπεμπεκίου και Σκουτάρεως καθώς και στο Γαλλικό Notre Dame de Sion και στο Ρωσικό Λύκειο Κωνσταντινούπολης. Δημοτικά ιδρύθηκαν στο Δυπλοκιόνιο, Φιντικλί, Ταταύλα. Όλα αυτά τα σχολεία έκλεισαν το 1928 και τερματίστηκε οι οικονομική στήριξη τους λόγω των αντιξοοτήτων που αντιμετώπιζε η νέα Τουρκία.
Στον επίλογο του πονήματος της η καθηγήτρια κ. Τουρκιάν Ολτζάϊ γράφει «η Κωνσταντινούπολη για όλους τους πρόσφυγες ήταν ένα είδος παροδικoύ καταφυγίου».
Στην Πόλη διέμεναν την εποχή εκείνη πολλές χιλιάδες που έφθαναν τις 200-210, στα μετόχια και στις γύρω περιοχές. Το 1928 οι Τουρκικές αρχές απαγόρευσαν την λειτουργία των μετοχιών για λόγους αμοιβαιότητας εξ αιτίας κάποιων πολιτικών γεγονότων που δημιούργησαν στην Κριμαία οι Ρώσοι. Επαναλειτούργησαν και πάλι το 1931.
Πάντως θα πρέπει να τονισθεί ότι οι «Λευκοί Ρώσοι» που κατέφυγαν εκτός Ρωσίας, στην Κωνσταντινούπολη και αλλού, χωρίστηκαν μεταξύ των ετών 1930-1940 σε δύο ιδεολογικά στρατόπεδα. Αφενός μεν στους αγωνιστές που διατήρησαν την Ρωσική τους καταγωγή και αφετέρου σε αυτούς που πλέον ασπάσθηκαν άλλες εθνοτικές καταγωγές καθώς έφυγαν λόγω βίας και «αυτοεξορίστηκαν».
Το 1954 οι διαμένοντες στα τρία μετόχια, του Αγίου Ανδρέα, του Αγίου Παντελεήμονα και του Προφήτη Ηλία συνεργάσθηκαν και δημιούργησαν «την Φιλόπτωχο Ρωσική αδελφότητα της Πόλης» ή «τον Φιλανθρωπικό Σύλλογο» ή «την Φιλανθρωπική Ένωση» με σκοπό την φιλανθρωπία, στήριξη, σίτιση των οικονομικά ανίσχυρων. Όπως σημειώνει ο Νίκος Τσούκας στο σχετικό σημείωμα του, την ονομασία της η Αδελφότητα την έλαβε από τα αρχικά των ονομασιών των μετοχιών PAE (Panteleymon, Andrea, Elias).
Σήμερα στην Πόλη πλέον υπάρχουν λίγοι, παιδιά και εγγόνια των αυτοεξόριστων εμιγκρέδων. Συγκεντρώνονται στην κοινή τράπεζα στο μετόχι, κυρίως του Αγίου Ανδρέα, διατηρώντας ήθη και έθιμα ενώ υπάρχουν απόγονοι οι οποίοι γνωρίζουν την καταγωγή τους αλλά δε συμμετέχουν στις συγκεντρώσεις στο μετόχι.