Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος
Άρχων Ασηκρήτης της Μ.τ.Χ.Ε
Κατά το έτος 2021 συμπληρώθηκαν τριάντα έτη από της εκλογής στον θρόνο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου Α΄. Τριάντα έτη δημιουργικής πατριαρχίας, στο διάβα της οποίας χρειάσθηκε να λάβει, συνεπικουρούμενος από την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σημαντικές και δύσκολες αποφάσεις.
Στο πλαίσιο αυτό η Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών – του οποίου είχα την τιμή να είμαι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του όταν ελήφθη η σχετική απόφαση – διοργανώνει ένα διεθνές συνέδριο με θέμα: «Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος: Τριάντα χρόνια διακονίας».
Με αφορμή το συνέδριο αυτό, θα ήθελα και εγώ με την σειρά μου, να αφιερώσω στον Παναγιώτατο το παρόν άρθρο, ως ελάχιστη ένδειξη τιμής και σεβασμού προς το πρόσωπό του, λαμβάνοντας ταυτοχρόνως σοβαρώς υπόψιν το γεγονός, ότι ήταν ο πρώτος ο οποίος παρουσίασε και ενδελεχώς ανέπτυξε το ζήτημα της ανάγκης κωδικοποιήσεως των ιερών κανόνων στην διδακτορική διατριβή του, την οποία εξεπόνησε το 1970 υπό τον τίτλο «Περί την κωδικοποίησιν των Ι. Κανόνων και των κανονικών διατάξεων εν τη Ορθοδόξῳ Εκκλησίᾳ» (Θεσσαλονίκη, εκδ. Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη, 1970).
Οι ιεροί κανόνες συνιστούν ένα σύνολο ρυθμίσεων, που θεσπίσθηκαν και τέθηκαν σε εφαρμογή σε διαφορετικούς τόπους, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, υπό διαφορετικές συνθήκες και από πρόσωπα ή συλλογικά όργανα διαφοροποιούμενα ως προς τη σύνθεση, μείζονος ή ελάσσονος αυθεντίας.
Οι ιδιαιτερότητες αυτές προκάλεσαν και προκαλούν μεταξύ των ιερών κανόνων τα εξής φαινόμενα:
α) της επαναλήψεως, δηλαδή της υπάρξεως περισσοτέρων του ενός κανόνων με το ίδιο περιεχόμενο,
β) της αντιθέσεως, δηλαδή της ισχύος περισσοτέρων του ενός κανόνων, οι οποίοι έχουν μερικώς ή ολικώς αντίθετο περιεχόμενο,
γ) της καταργήσεως, δηλαδή της μη εφαρμογής στην πράξη ενός ή περισσοτέρων κανόνων λόγω της θεσπίσεως νεότερου, ο οποίος έχει διαφορετικό περιεχόμενο και τέλος,
δ) της αχρησίας, δηλαδή της «απενεργοποιήσεως» ενός ή περισσοτέρων κανόνων λόγω της μεταβολής των συνθηκών, που ίσχυαν κατά τη θέσπισή τους.
Τα παραπάνω φαινόμενα δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθούν με ενιαίο και ομοιόμορφο τρόπο. Εξ΄ αυτών, το φαινόμενο που δύναται ευχερέστερα να αντιμετωπισθεί, είναι αυτό της επαναλήψεως. Είναι μάλλον αυτονόητο ότι η κατ’ επανάληψη «αντιγραφή» ενός κανόνα δεν δυσχεραίνει ούτε την ερμηνεία ούτε την εφαρμογή του, αφού στην ουσία ένας κανόνας υπάρχει, ο αρχικός, ο οποίος επαναλαμβάνεται.
Δε συμβαίνει, όμως, το ίδιο και με τα υπόλοιπα τρία φαινόμενα, δηλαδή αυτά της αντιθέσεως, της καταργήσεως και της αχρησίας, Τα φαινόμενα αυτά είναι υπαρκτά και η παράβλεψή τους κατά την διαδικασία ερμηνείας και εφαρμογής των ιερών κανόνων, οδηγεί σε παρερμηνεία του περιεχομένου του ερμηνευτέου κανόνα και – κατ’ επέκταση – σε ερμηνεία, που θα ελέγχεται για την ορθότητά και την ακρίβειά της.
Τίθεται, λοιπόν, ένα ερώτημα. Είναι δυνατή η αναστροφή της καταστάσεως και η δημιουργία εκείνων των συνθηκών, που θα αποσαφήνιζαν το ομιχλώδες ενίοτε τοπίο της ερμηνείας και κατ’ επέκταση και της εφαρμογής των ιερών κανόνων. Μήπως, δηλαδή, είναι δυνατή η απαλλαγή της κανονικής νομοθεσίας από τα αδύναμα αυτά σημεία της, με ταυτόχρονη διαφύλαξη της κανονικής παραδόσεως, ώστε να διανοιχθούν νέοι ορίζοντες στη σχέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας τόσο με το ποίμνιό της όσο και με τις υπόλοιπες ετερόδοξες Εκκλησίες;
Η απάντηση στο ερώτημα θα είναι θετική και βρίσκεται κατά την άποψή μου στην κωδικοποίηση της κανονικής νομοθεσίας.
Η κωδικοποίηση, ως διαδικασία και ως θεσμός στα πλαίσια του Δικαίου, δεν είναι άγνωστη στους κόλπους της Εκκλησίας, η οποία ήδη από τον 4ο αιώνα εγκαινίασε την τακτική της επιβεβαιώσεως – επικυρώσεως από συνόδους (Τοπικές ή Οικουμενικές) του έργου προηγουμένων Οικουμενικών ή Τοπικών συνόδων.
Η τακτική αυτή διακρίνεται αναλόγως: α) της συνόδου που επιβεβαιώνει – επικυρώνει, β) της συνόδου που το έργο της επιβεβαιώνεται – επικυρώνεται και γ) του θέματος, στο οποίο αφορούν οι επιβεβαιούμενοι – επικυρούμενοι κανόνες. Έτσι:
Όταν πρόκειται για κανόνες που αφορούν στην δογματική τάξη της Εκκλησίας, κάθε σύνοδος – Οικουμενική ή Τοπική – διακηρύσσει την προσήλωσή της στις αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, η οποία συνιστά τον οδηγό για όλες αδιακρίτως τις μεταγενέστερες συνόδους.
Με βάση την παραπάνω αρχή, την πίστη τους και την προσήλωσή τους στις αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής συνόδου διακήρυξαν:
1. Η σύνοδος της Καρθαγένης με τον 1ο κανόνα (βλ. το κείμενο σε Α. Βαβούσκου, Νομοκανονικός Κώδικας, εκδόσεις Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2016, 125): «Αυρήλιος επίσκοπος είπε∙ Ταύτα ούτω παρ’ ημίν έχοντα, τα ίσα των ορισθέντων, άπερ τότε οι Πατέρες ημών εκ της εν Νικαία συνόδου μεθ’ εαυτών κατήγαγον, ή τον τύπον φυλάττοντα τα επόμενα και ορισθέντα παρ’ ημών, βεβαιωθέντα φυλαχθώσι».
2. Η Β΄ Οικουμενική σύνοδος με τον 1ο κανόνα της (βλ. το κείμενο ο.π., 17): «Ώρισαν οι εν Κωνσταντινουπόλει συνελθόντες άγιοι Πατέρες, μη αθετείσθαι την πίστιν των Πατέρων των τριακοσίων δεκαοκτώ, των εν Νικαία της Βιθυνίας συνελθόντων∙ αλλά μένειν εκείνην κυρίαν, και αναθεματισθήναι πάσαν αίρεσιν∙…».
3. Η Γ΄ Οικουμενική σύνοδος με τον 7ο κανόνα της (βλ. το κείμενο ο.π., 21): «Τούτων αναγνωσθέντων, ώρισεν η αγία σύνοδος, ετέραν πίστιν μηδενί εξείναι προφέρειν, ήγουν συγγράφειν, ή συντιθέναι, παρά την ορισθείσαν παρά των αγίων Πατέρων, των εν τη Νικαέων συναχθέντων πόλει, συν αγίω Πνεύματι.…».
4. Η Δ΄ Οικουμενική σύνοδος με τον 1ο κανόνα της (βλ. το κείμενο ο.π., 24): «Τους περί των αγίων Πατέρων καθ’ εκάστην σύνοδον άχρι του νυν εκτεθέντας κανόνας κρατείν εδικαιώσαμεν».
Όταν πρόκειται για κανόνες που αφορούν σε θέματα κανονικής ή ηθικής τάξεως, τότε ακολουθούνται οι παρακάτω αρχές:
α. Οικουμενική σύνοδος επιβεβαιώνει και δεν επικυρώνει την ισχύ των κανόνων Οικουμενικής συνόδου. Διότι οι κανόνες μιας Οικουμενικής συνόδου έχουν ήδη το κύρος, που απορρέει από την ηυξημένη αυθεντία του οργάνου που τους θέσπισε και για το λόγο αυτό το κύρος τους ως υφιστάμενο και επηυξημένης ισχύος χρήζει μόνον επιβεβαιώσεως και όχι επικυρώσεως από όργανο του αυτού βαθμού και της αυτής αυθεντίας.
β. Οικουμενική σύνοδος επικυρώνει την ισχύ των κανόνων Τοπικής συνόδου, διότι, οι κανόνες μιας Τοπικής συνόδου έχουν μεν το αυτονόητο «συνοδικό κύρος», δεν έχουν όμως το επηξημένης ισχύος «συνοδικό κύρος» μιας Οικουμενικής συνόδου. Μέσω, λοιπόν, της διαδικασίας αυτής της επικυρώσεως, η Οικουμενική σύνοδος επαυξάνει το κύρος των κανόνων της Τοπικής συνόδου, προσδίδοντάς τους κύρος κανόνων Οικουμενικής συνόδου, δίχως όμως να τους μετατρέπει σε κανόνες Οικουμενικής συνόδου
Έτσι, λοιπόν, ως προς τα προαναφερθέντα ζητήματα:
1. Η Β΄ Οικουμενική σύνοδος με το 2ο κανόνα της επιβεβαιώνει την ισχύ των αποφάσεων της Α΄ Οικουμενικής συνόδου (βλ. το κείμενο ο.π., 17): «Φυλαττομένου δε του προγεγραμμένου περί των διοικήσεων κανόνος, εύδηλον ως τα καθ’ εκάστην επαρχίαν η της επαρχίας σύνοδος διοικήσει, κατά τα εν Νικαία ωρισμένα. Τας δε εν τοις βαρβαρικοίς έθνεσι του Θεού εκκλησίας, οικονομείσθαι χρή κατά την κρατήσασαν συνήθειαν των Πατέρων».
2. Η Δ΄ Οικουμενική σύνοδος με τον 1ο κανόνα της (βλ. το κείμενο ο.π., 17) επιβεβαιώνει την ισχύ των προγενεστέρων αυτής Οικουμενικών συνόδων (της Α΄, της Β΄ και της Γ΄) και επικυρώνει την ισχύ των προγενεστέρων αυτής Τοπικών συνόδων (δηλ. της Αγκύρας, της Νεοκαισαρείας, της Γάγγρας, της Αντιοχείας, της Λαοδικείας, της Σαρδικής και της Καρθαγένης): «Τους παρά των αγίων Πατέρων καθ’ εκάστην σύνοδον άχρι του νυν εκτεθέντας κανόνας κρατείν εδικαιώσαμεν».
Προς επίρρωση των παραπάνω κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν και τα υπό τον κανόνα ερμηνευτικά σχόλια:
α) του Ι. Ζωναρά (Βλ. Σύνταγμα, ΙΙ, 217): «Και αι οικουμενικαί σύνοδοι, και αι τοπικαί, αι προ ταύτης της αγίας συνόδου γενόμεναι, κανόνας εξέθεντο, τους μεν, εις δογμάτων συντελούντας ακρίβειαν, τους δε, εις εκκλησιαστικήν αφορώντας κατάστασιν, και τας εκκλησίας ρυθμίζοντας. Άπαντας ουν εκείνους οι εν ταύτη τη συνόδω συναθροισθέντες άγιοι Πατέρες επεκύρωσαν διά του παρόντος κανόνος, και κρατείν εδικαίωσαν, αντί του δίκαιον έκριναν, και ηγήσαντο,
β) του Θ. Βαλσαμώνος (Βλ. Σύνταγμα, ΙΙ, 217): «Εδικαίωσαν οι Πατέρες, αντί του δίκαιον είναι έκριναν, κρατείν τους προ της δ.΄ συνόδου εκτεθέντας κανόνας υπό των προ αυτών αγίων Πατέρων. Και μη είπης, πώς ουκ εμνήσθη ο κανών τοπικών συνόδων και οικουμενικών’ από γάρ του κυρωθήναι τους παρά των Αγίων Πατέρων καθ’ εκάστην σύνοδον μέχρι του τότε καιρού συντεθέντας κανόνας, στηρίζονται πασών των συνόδων τα θεσπίσματα», και
γ) του A. Αριστηνού (Βλ. Σύνταγμα, ΙΙ, 217): «Οι των αγίων Πατέρων εκάστης συνόδου κανόνες κρατείτωσαν».
Ο 1ος κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου συνιστά και την πρώτη μορφή οιονεί κωδικοποιήσεως της μέχρι τότε ισχυούσης κανονικής νομοθεσίας, αφού προσδιορίζει τους ιερούς εκείνους κανόνες, οι οποίοι αποτελούν το προς εφαρμογή – και κατ’ επέκταση προς ερμηνεία – Κανονικό Δίκαιό της. Και χρησιμοποιώ τον όρο «οιονεί κωδικοποίηση», διότι πρόκειται κατ’ ουσία για μια επιβεβαιωτική – επικυρωτική ανακεφαλαίωση και καταγραφή του νομοθετικού έργου συγκεκριμένων Οικουμενικών και Τοπικών συνόδων, χωρίς, όμως, αυτή η καταγραφή να συνοδεύεται από ειδικότερη επεξεργασία ή και αφαίρεση υλικού, το οποίο θα μπορούσε να κριθεί ως ανεπίκαιρο ή αντιτιθέμενο προς νεότερες ρυθμίσεις, και για το λόγο αυτό μη εφαρμοστέο.
Την ίδια τακτική με την Δ΄ Οικουμενική σύνοδο θα ακολουθήσουν:
Α. Η Πενθέκτη Οικουμενική σύνοδος:
α) με τον 1ο κανόνα της (βλ. το κείμενο ο.π., 32επ.), διά του οποίου οι Πατέρες της συνόδου δηλώνουν σαφώς και κατηγορηματικώς ότι: 1) διαφυλάσσουν ακαινοτόμητον και απαράτρωτον την πίστη που τους παρέδωσαν οι θεόκριτοι Απόστολοι και η Α΄ Οικουμενική σύνοδος, 2) κρατύνουν την κηρυχθείσαν πίστιν και ασπάζονται τας θεολόγους φωνάς της Β΄ Οικουμενικής συνόδου, 3) επισφραγίζουν ως κράτος αρραγές της ευσεβείας τις αποφάσεις της Γ΄ Οικουμενικής συνόδου, 4) επικυρώνουν ορθοδόξως την στηλογραφηθείσαν πίστιν της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου, 5) γιγνώσκουν και τις ευσεβείς φωνές των πατέρων της Ε΄ Οικουμενικής συνόδου, 6) φυλάττουν απαρεγχείρητον την πίστη, που διεκήρυξε η ΣΤ΄ Οικουμενική σύνοδος.
β) με τον 2ο κανόνα, διά του οποίου οι Πατέρες της συνόδου: 1) επιβεβαιώνουν την ισχύ και το κύρος των λοιπών μη δογματικών κανόνων των προηγουμένων Οικουμενικών συνόδων, 2) επιβεβαιώνουν εκ νέου το κύρος και την ισχύ των κανόνων των Τοπικών συνόδων της Σαρδικής και της Καρθαγένης, αφού ήδη αυτοί έχουν κυρωθεί και έχουν αποκτήσει κύρος κανόνων Οικουμενικής συνόδου από την Δ΄ Οικουμενική σύνοδο, 3) κυρώνουν για πρώτη φορά τους κανόνες των Αποστόλων και ορισμένων Πατέρων της Εκκλησίας, που ρητώς αναφέρονται στο «λεκτικό» του κανόνα.
Β. Η Ζ΄ Οικουμενική σύνοδος με τον 1ο κανόνα της, διά του οποίου αρκείται στην απλή επιβεβαίωση του κύρους και της ισχύος των κανόνων, που προγενέστερες σύνοδοι είχαν ήδη αναγνωρίσει ή είχαν προσδώσει.
Συνεπώς, όπως προκύπτει από τα παραπάνω, υπάρχει καταρχήν το ιστορικό υπόβαθρο για την κίνηση και την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας κωδικοποιήσεως των ιερών κανόνων.
Επί των ημερών μας, την αναγκαιότητα της κωδικοποιήσεως των ιερών κανόνων, κατενόησε και η ίδια η Ορθόδοξη Εκκλησία, δυστυχώς όμως, το θέμα αυτό, αν και είχε συμπεριληφθεί καταρχήν μεταξύ των θεμάτων που θα συνεζητούντο στην ήδη συγκληθείσα Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τελικώς διαγράφηκε αναβληθέν για το απώτερο μέλλον.
Θεωρώ ότι το θέμα της κωδικοποιήσεως των ιερών κανόνων θα πρέπει να επανέλθει στο τραπέζι του διαλόγου. Διότι η ολοκλήρωσή της θα αποκαθάρει την κανονική νομοθεσία από ρυθμίσεις, που τοποθετούν την Εκκλησία στους Οργανισμούς, που θωρούνται προσκολημμένοι στο παρελθόν και εμμένουν να επικαλούνται διατάξεις «παρωχημένες», και θα συμβάλλει στην ανανέωσή της, χωρίς αποκοπή ή απομάκρυνση από τον ομφάλιο λώρο της, δηλαδή την κανονική παράδοσή της. Αρκεί η διαδικασία αυτή να κινηθεί και να ολοκληρωθεί με το δέοντα σεβασμό προς την κανονική παράδοση και τους θεσμούς της Εκκλησίας. Αυτός ο στόχος θα επιτευχθεί, εφόσον γίνουν αποδεκτοί κάποιοι κανόνες που θα αφορούν στον τρόπο της κωδικοποιήσεως, το όργανο που θα την ολοκληρώσει και θα την προτείνει και το όργανο που θα την κυρώσει και θα τη θέσει σε ισχύ.
Στο Δίκαιο, όταν μιλούμε για κωδικοποίηση, εννοούμε τη διαδικασία που ακολουθείται για την ενοποίηση διάσπαρτων κατά χρόνο και κατά περιεχόμενο νομοθετικών διατάξεων, με σκοπό την εξάλειψη των αντιφάσεων και των επαναλήψεων που παρατηρούνται κατά την εφαρμογή τους. Υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει να αντιμετωπισθεί το ζήτημα της κωδικοποιήσεως των ιερών κανόνων, ζήτημα το οποίο – όπως προανέφερα – αντιμετώπισε και διεξήλθε αναλυτικώς ο νυν Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος Α΄.
Η μεθοδολογία της κωδικοποιήσεως είναι το κομβικό σημείο της όλης διαδικασίας, διότι από αυτήν εξαρτάται το εύρος της επεμβάσεως στην υφιστάμενη κανονική νομοθεσία. Η μεθοδολογία έχω την άποψη ότι θα πρέπει να προσανατολισθεί προς τις εξής κατευθύνσεις:
α) σε πρώτη φάση θα πρέπει να εξετασθούν όσοι κανόνες έχουν τεθεί σε αχρησία. Προκειμένου, όμως, να καταστεί δυνατή μια τέτοια διαδικασία, θα πρέπει να ορισθούν κάποιες γενικές προϋποθέσεις (π.χ. η λήξη της αιτίας θεσπίσεως, η παρέλευση συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος που κανόνας ή κανόνες δεν εφαρμόσθηκαν ή η ασυμφωνία με τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα), οι οποίες εάν πληρούνται θα οδηγούν στην ένταξη ενός ή περισσοτέρων κανόνων σε καθεστώς αχρησίας. Έτσι, κανόνες όπως π.χ. οι «καιρικοί», αυτοί δηλαδή που θεσπίσθηκαν για να αντιμετωπίσουν συγκεκριμένες καταστάσεις, όπως η εξαιρετική δικαιοδοτική αρμοδιότητα του Επισκόπου Ρώμης (3ος, 4ος και 5ος της Σαρδικής) ή κανόνες που ρυθμίζουν ζητήματα, που υπό τις παρούσες συνθήκες θεωρούνται άνευ περιεχομένου, όπως η απαγόρευση της αργίας κατά την ημέρα του Σαββάτου ως ιουδαϊκού εθίμου (29ος της Λαοδικείας) ή κανόνες που προτρέπουν στην καταστροφή των μη χριστιανικών μνημείων (58ος και 84ος της Καρθαγένης).
β) σε δεύτερη φάση, θα ακολουθήσει η ενοποίηση των κανονικών διατάξεων, που αφορούν στο ίδιο ζήτημα. Π.χ. θα ενοποιηθούν σε ένα κανόνα οι κανόνες που αφορούν στη σύγκληση των επαρχιακών συνόδων, στην υπερόρια χειροτονία, στο γάμο των κληρικών κ.λ.π. Σ’ αυτή τη φάση ουσιαστικώς θα έχουμε μία πρώτη γεύση, για το πώς περίπου θα είναι ο Κώδικας των ιερών κανόνων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η ενοποίηση κάθε ομάδος κανόνων, δηλαδή κανόνων που ρυθμίζουν το ίδιο ζήτημα, για να είναι επιτυχής θα πρέπει να στηριχθεί σε έναν κανόνα «βάση». Τούτο σημαίνει ότι:
– αν οι σχετικοί κανόνες προέρχονται μόνο από Οικουμενικές ή μόνο από Τοπικές συνόδους, τότε ο κανόνας «βάση» θα είναι ο πληρέστερος από αυτούς, ήτοι ο κανόνας που θα προσφέρει την ευρύτερη δυνατή κάλυψη του θέματος, συμπληρούμενος από τους υπολοίπους ως προς τα ελλείποντα στοιχεία, λαμβανομένων υπόψιν και των σχετικών κανόνων των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας.
– αν οι σχετικοί κανόνες προέρχονται και από Οικουμενικές και από Τοπικές συνόδους, τότε ως κανόνας «βάση» θα επιλεγεί κανόνας Οικουμενικής συνόδου, ο οποίος θα συμπληρωθεί από τους υπολοίπους κανόνες, λαμβανομένων και σ’ αυτήν την περίπτωση υπόψιν και των σχετικών κανόνων των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας.
Η ενοποίηση αυτή θα πρέπει να συμπεριλάβει ταυτοχρόνως και άρση των αντιθέσεων ή των διαφορετικών όρων και τρόπων διατυπώσεως των κανόνων που συρρέουν επί του αυτού θέματος, ούτως ώστε να εξαλειφθούν ή τουλάχιστον να μειωθούν κατά το δυνατόν τα κενά στο «γράμμα» των καινούριων κανονικών διατάξεων.
γ) σε τρίτη φάση θα πρέπει οι ενοποιημένοι κανόνες που δε συμβαδίζουν με τις εν γένει συνθήκες της εποχής μας, να εξετασθούν και να τροποποιηθούν κατόπιν ενδελεχούς εξετάσεως του πνεύματος των κανόνων και των κοινωνικών συνθηκών του σήμερα. Έτσι π.χ. το ζήτημα της εισόδου των κληρικών σε καπηλεία (κανόνες 9ος, 24ος της Πενθέκτης, 40ος της Καρθαγένης, 54ος των Αποστόλων) θα πρέπει να εξετασθεί στη βάση του επανακαθορισμού του όρου «καπηλεία», καθόσον στις μέρες μας υπάρχουν πλείστοι όσοι χώροι εστιάσεως ή χώροι εν γένει μαζικής ψυχαγωγίας, που δεν ταυτίζονται σε καμία περίπτωση με «καπηλεία» της εποχής, που ψηφίσθηκαν οι σχετικοί κανόνες, και που η είσοδος κληρικών σ’ αυτούς δεν θα δημιουργούσε κανένα πρόβλημα.
δ) σε τέταρτη, και τελευταία φάση, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρώς υπόψιν και να επιδιωχθεί η συμφωνία – όπου βεβαίως δεν υπάρχει – των ιερών κανόνων τόσο με την ισχύουσα κρατική – πολιτειακή νομοθεσία όσο και με τις διεθνείς συμβάσεις για τα δικαιώματα του ανθρώπου. Πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Με τη διαφορά ότι στην πρώτη περίπτωση – που θα πρέπει να προηγηθεί χρονικώς – τον προεξάρχοντα ρόλο τον παίζει το Κανονικό Δίκαιο, αφού η εκκλησιαστική πολιτειακή νομοθεσία θα πρέπει να αναμορφωθεί με βάση την ανανεωθείσα και εκσυγχρονισμένη κανονική νομοθεσία, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, τον προεξάρχοντα ρόλο τον παίζει το Διεθνές Δίκαιο, με το οποίο καλείται να εναρμονισθεί η κανονική νομοθεσία.
Η δεύτερη περίπτωση είναι πιο απλή, διότι η εναρμόνιση της κανονικής νομοθεσίας με τις διεθνείς συμβάσεις για τα δικαιώματα του ανθρώπου είναι εφικτή, μέσα βεβαίως στα πλαίσια που διαγράφει η ιδιότητα του μέλους του πληρώματος της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Αν για παράδειγμα εξετάσουμε το δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη, το οποίο καλύπτει όχι μόνο τη δίκη σε πρώτο βαθμό αλλά και τη δίκη σε δεύτερο βαθμό. Ο θεσμός της επανακρίσεως μιας κατηγορίας αναγνωρίσθηκε ήδη από την Α΄ Οικουμενική σύνοδο (5ος κανόνας), και ακολούθησε μια θετική εξελικτική πορεία μέσα από κανόνες Οικουμενικών και Τοπικών. Στο θεσμό όμως αυτό τέθηκαν και περιορισμοί, που οδηγούσαν σε αποκλεισμό από την άσκηση του δικαιώματος επανακρίσεως (εκκλήτου). Οι περιορισμοί αυτοί τέθηκαν τόσο στην τακτική διαδικασία κρίσεως όσο και στην ειδική διαδικασία της κατά συναίνεσιν επιλογής δικαστή (διαιτησία).
Στην τακτική διαδικασία έχουμε την απόφαση της συνόδου της Αντιοχείας, η οποία με τον 15ο κανόνα απέκλεισε την άσκηση εφέσεως (εκκλήτου) από τον καταδικασθέντα επίσκοπο στη περίπτωση που η καταδικαστική απόφαση ελήφθη ομοφώνως. Στην ειδική διαδικασία (διαιτησία) έχουμετην απόφαση της συνόδου της Καρθαγένης, η οποία με τον ταυτάριθμο 15ο κανόνα της απαγόρευσε την άσκηση εφέσεως (εκκλήτου) κατά αποφάσεως που εκδόθηκε από δικαστήριο, το οποίο επιλέχθηκε με τη συναίνεση κατηγόρου και κατηγορουμένου.
Εδώ τίθεται το ερώτημα, ποια από τις δύο περιπτώσεις θα έπρεπε τυχόν να καταργηθεί ως αντιβαίνουσα στο κατοχυρωμένο δικαίωμα στη δίκαιη δίκη; Ο κανόνας της συνόδου της Καρθαγένης ή ο κανόνας της συνόδου της Αντιοχείας;
Ο κανόνας της συνόδου της Καρθαγένης στερεί από τον κατηγορούμενο – αλλά και από τον κατήγορο – το δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως για ένα συγκεκριμένο λόγο. Την κατοχύρωση του κύρους της αποφάσεως ενός δικαστηρίου, που οι ίδιοι οι διάδικοι επέλεξαν και οι ίδιοι με την επιλογή τους του προσέδωσαν κύρος δικαστηρίου. Στην αντίθετη περίπτωση, η αναγνώριση δικαιώματος εκκλήτου έστω και σε έναν των διαδίκων θα επέτρεπε την αμφισβήτηση της αυθεντίας του δικαστηρίου, από αυτούς που την αναγνώρισαν. Μια τέτοια συμπεριφορά είναι αντικανονική ως αντιβαίνουσα σε αντίστοιχη προγενέστερη και «κανονική» συμπεριφορά, που στηρίχθηκε σε κανονική διάταξη (venire contra factum proprium). Συνεπώς, ο περιορισμός αυτός είναι θεμιτός και άρα η περίπτωση αυτή δεν έρχεται σε αντίθεση με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με την περίπτωση του ανεκκλήτου της αποφάσεως που λαμβάνεται ομοφώνως, διότι και ο ομοφώνως καταδικασθείς δικαιούται μια δεύτερη ευκαιρία, ακόμη και αν η συλλογικώς και συνολικώς εκφρασθείσα αυθεντία των μελών του δικαστηρίου (επισκόπων), οδήγησε στην πληρέστερη μορφή της συλλογικής αυθεντικής αποφάνσεως, δηλαδή την ομοφωνία. Τούτο, διότι η ουσία του δικαιώματος της εφέσεως (του εκκλήτου) είναι η αναγνώριση σ’ αυτόν που δικαιούται να ασκήσει έφεση, να αμφισβητήσει την διατυπωθείσα κρίση των κριτών του, ουσιαστικώς δε να αμφισβητήσει την αυθεντία αυτών. Κατόπιν, λοιπόν, των παραπάνω και από τη στιγμή που στην κανονική νομοθεσία επιτρέπεται η αμφισβήτηση της αυθεντίας της κρίσεως, βαρύνουσα σημασία έχει αυτό το ίδιο το γεγονός της δυνατότητας αμφισβητήσεως και όχι ο αριθμός των μελών του δικαστηρίου, των οποίων η αυθεντία της κρίσεως αμφισβητείται. Συνεπώς, η συγκεκριμένη κανονική διάταξη θα καταταγεί σ’ αυτές που χρήζουν εναρμονίσεως με το Διεθνές Δίκαιο.
Από την άλλη πλευρά, η πρώτη περίπτωση είναι πιο σύνθετη. Τούτο διότι, ενώ το Κανονικό δίκαιο συνιστά μια έννομη τάξη υπερκρατική, το Εκκλησιαστικό Δίκαιο ή το δίκαιο των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας συνιστά έννομη τάξη αποκλειστικώς κρατική, με αποτέλεσμα οι διατάξεις του Κανονικού Δικαίου να έχουν όρια ισχύος ευρύτερα των αντιστοίχων του Εκκλησιαστικού Δικαίου ή του Δικαίου των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας. Από τη στιγμή, λοιπόν, που έχουμε περισσότερα του ενός Εκκλησιαστικά Δίκαια ή Δίκαια σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας, έχουμε υποχρεωτικώς πολυμορφία και διαφορετικότητα στην αντιμετώπιση των σχέσεων Εκκλησίας –Πολιτείας και του τρόπου οργανώσεως και λειτουργίας της Εκκλησίας σε κάθε Κράτος χωριστά.
Κατά συνέπεια, η επιδίωξη της συμφωνίας της κωδικοποιημένης κανονικής νομοθεσίας με το σύνολο των κρατικών νομοθεσιών σε θέματα Εκκλησιαστικού Δικαίου είναι ένας στόχος υψηλός αλλά όχι και ανέφικτος. Για να πραγματοποιηθεί, όμως, αυτός ο στόχος, θα πρέπει κάθε Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία να μεριμνήσει, ώστε με τις απαραίτητες παρεμβάσεις της προς την κρατική εξουσία της χώρας που δραστηριοποιείται, να ενσωματωθεί η κωδικοποιημένη κανονική νομοθεσία στην οικεία κρατική νομοθεσία ή να γίνει αποδεκτή από την αντίστοιχη έννομη τάξη.
Ένα άλλο θέμα, το οποίο θα πρέπει να επιλυθεί, είναι αυτό του οργάνου που θα κληθεί να φέρει σε πέρας τη διαδικασία των τριών φάσεων της κωδικοποιήσεως.
Μελετώντας τα κείμενα των ιερών κανόνων παρατηρούμε ότι αυτοί πολλές φορές θεσπίζονται είτε κατόπιν πληροφορήσεως της συγκληθείσης συνόδου περί γεγονότος που κρίνεται ότι πρέπει να ρυθμισθεί με κανονική διάταξη (19ος της Δ΄ Οικουμενικής, 32ος της Πενθέκτης) είτε κατόπιν προτάσεως από επισκόπους που συμμετέχουν στη σύνοδο, οι οποίοι άλλες φορές κατονομάζονται (8ος της Γ΄ Οικουμενικής, 19ος της Καρθαγένης) και άλλες φορές όχι (10ος της Καρθαγένης). Η διαπίστωση αυτή υποδεικνύει εμμέσως πλην σαφώς και τον τρόπο νομοθετικής λειτουργίας της συνόδου. Η σύνοδος δε θεσπίζει κανόνες άνευ λόγου και αιτίας, δεν εφευρίσκει θέματα ή προβλήματα για να ρυθμίσει αλλά η αντίδρασή της προϋποθέτει την ύπαρξη συμβάντος που χρήζει ρυθμίσεως, στη συνέχεια έπεται η επιβεβαίωση του συμβάντος και τέλος ακολουθεί η ρύθμισή του με πρόταση που υποβάλλεται από μέλος ή μέλη της συνόδου και την αποδοχή αυτής από τη σύνοδο. Υπάρχει, συνεπώς, πάγια τακτική, που προβλέπει πως πριν από κάθε απόφαση προηγείται η ενημέρωση της συνόδου και η υποβολή προς έγκριση σχετικής προτάσεως.
Η «κανονική» αυτή πρακτική θα πρέπει να ακολουθηθεί και στην περίπτωση της κωδικοποιήσεως των ιερών κανόνων. Θα πρέπει δηλαδή να ορισθεί ένα όργανο, το οποίο θα είναι πολυμελές (Επιτροπή), η οποία θα αποτελείται από κληρικούς και λαϊκούς, νομικούς και θεολόγους, που θα είναι πρόσωπα κοινής αποδοχής από όλες τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες ή σε περίπτωση ελλείψεως ομοφωνίας από την πλειοψηφία αυτών. Η Επιτροπή αυτή είτε θα αναλάβει ή ίδια πρωτογενώς την επεξεργασία των ιερών κανόνων ή θα επεξεργασθεί κάποιο Προσχέδιο που θα της υποβληθεί, και θα προτείνει ένα Σχέδιο Κώδικα Κανονικής Νομοθεσίας, το οποίο θα τεθεί προς έγκριση προς το όργανο που θα έχει την αρμοδιότητα να το κυρώσει και να το θέσει σε ισχύ.
Η δομή του Σχεδίου αυτού θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να είναι θεματική, βασιζόμενη στη θεμελιώδη διάκριση των ιερών κανόνων σ’ αυτούς που ρυθμίζουν θέματα πίστεως (δόγματος), σ’ αυτούς που ρυθμίζουν θέματα κανονικής τάξεως και σ’ αυτούς που ρυθμίζουν θέματα ηθικής τάξεως. Συνεπώς, θα δημιουργηθεί ένας Κανονικός Κώδικας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο οποίος θα αποτελείται από τρία μέρη. Το πρώτο Μέρος θα αφορά στα θέματα δόγματος, το δεύτερο Μέρος στα θέματα κανονικής τάξεως και το τρίτο Μέρος στα θέματα ήθους και ηθικής τάξεως. Στο πρώτο Μέρος θα περιληφθούν ενδεικτικώς τα θέματα που αφορούν στο δόγμα, στα μυστήρια, στις αιρέσεις και στις σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας μ’ αυτές κ.λ.π.
Στο δεύτερο Μέρος θα περιληφθούν ενδεικτικώς τα θέματα που αφορούν στις συνόδους (σύνθεση, λειτουργία, αρμοδιότητες κ.λ.π.), στις σχέσεις επισκόπου – πληρώματος (κληρικοί, μοναχοί, λαϊκοί) και επισκόπων μεταξύ των, στις σχέσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών μεταξύ των, στα θέματα της εκκλησιαστικής περιουσίας, στα δικαιώματα και υποχρεώσεις των μελών του πληρώματος, στην εκκλησιαστική δικαιοσύνη κ.λ.π.
Τέλος, στο τρίτο Μέρος, το οποίο θα συνιστά ουσιαστικώς τον Παραβατικό Κώδικα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, θα περιληφθούν όλα τα κανονικά παραπτώματα και οι ποινές αυτών.
Το τελευταίο θέμα, που θα πρέπει να αντιμετωπισθεί, είναι αυτό του οργάνου, που θα κληθεί να κυρώσει και να θέσει σε ισχύ το καταρτισθέν Σχέδιο.
Βάσει της υφισταμένης δομής, στα πλαίσια της οποίας διενεργείται ο διορθόδοξος διάλογος (Πανορθόδόξη Διάσκεψη, Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή, Διορθόδοξη Προσυνοδική Επιτροπή, Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη, Σύναξη Προκαθημένων, Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας), ουδεμία αμφιβολία δημιουργείται ότι το όργανο που θα κληθεί να κυρώσει και το Σχέδιο Κώδικα Ιερών Κανόνων της Ορθόδοξης Εκκλησίας θα είναι Σύνοδος Πανορθόδοξη, ούτως ώστε να έχουν οι αποφάσεις της την ευρύτερη δυνατή νομιμοποίηση ως προς τη λήψη των και την ευρύτερη δυνατή συναίνεση ως προς την αποδοχή των, ανεξαρτήτως αν η οποιαδήποτε απόφαση ληφθεί ομοφώνως ή όχι.
Οι ως άνω διαπιστώσεις καθιστούν σαφές ότι η κωδικοποίηση των ιερών κανόνων, θα είναι μια προσπάθεια επίπονη και χρονοβόρα. Συνυπολογίζοντας, μάλιστα, και το γεγονός της λειτουργίας κάθε Ορθόδοξης Αυτοκέφαλης Εκκλησίας σε διαφορετικό καθεστώς σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας, η ολοκλήρωση της προσπάθειας αυτής παρουσιάζεται ακόμη πιο δυσχερής. Εξ αυτού δικαίως θα μπορούσαν να τεθούν τα εξής ερωτήματα:
α) Μήπως η κωδικοποίηση θα επιφέρει και τη διακοπή της συνέχειας της κανονικής παραδόσεως;
β) Μήπως η κωδικοποίηση θα σημαίνει εμμέσως και αποδοχή από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως οριστικού του χωρισμού κυρίως με τη Δυτική Καθολική Εκκλησία;
Και στα δύο ερωτήματα η απάντηση θα είναι αρνητική. Στο πρώτο ερώτημα η απάντηση θα είναι αρνητική, διότι η κωδικοποίηση έχει ως στόχο την άρση των οποιωνδήποτε αντιθέσεων και επαναλήψεων, που δυσχεραίνουν την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων. Συνεπώς, δε θα θεσπισθούν νέοι κανόνες με ταυτόχρονη κατάργηση όλων όσων εφήρμοζε μέχρι σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία. Δε θα έχουμε νέα αλλά ανανεωμένη «έννομη τάξη». Η κατάργηση θα περιορισθεί στους κανόνες εκείνους, που έχουν ήδη τεθεί σε αχρησία από την ίδια την Εκκλησία και τη συνείδηση του πληρώματός της. Αυτονόητο, συνεπώς, είναι ότι η συνέχεια της κανονικής παραδόσεως δε θα θιγεί, αφού η κωδικοποίηση θα συνιστά ομαλή διαδοχή από το καθεστώς της πολυμορφίας των ιερών κανόνων στο καθεστώς της ταξινομημένης νομοθεσίας. Αντιθέτως, μάλιστα, η ανανέωση των ιερών κανόνων θα επιφέρει και ανανέωση της κανονικής παραδόσεως μέσα από τη σύζευξη του «σήμερα» με το ιστορικό «γίγνεσθαι» της Εκκλησίας.
Στο δεύτερο ερώτημα η απάντηση θα είναι αρνητική, διότι η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία θα παραμείνει και μετά την κωδικοποίηση ο θεματοφύλακας της κανονικής παραδόσεως και της Ορθοδοξίας και έχοντας πλέον το πλεονέκτημα του θεματοφύλακα της ανανεωμένης και γνήσιας κανονικής παραδόσεως, θα μπορέσει να τεθεί επικεφαλής της προσπάθειας για την προσέγγιση των χριστιανικών Εκκλησιών. Αποτέλεσμα τούτου θα είναι το ότι απέναντι στην επανειλημμένως τροποποιηθείσα κανονική νομοθεσία της Δυτικής Καθολικής – και γι’ αυτό το λόγο και απομακρυνθείσα από την κανονική παράδοση της Εκκλησίας – θα αντιπροτείνει την ανανεωμένη κανονική παράδοση, που θα είναι όμως αρρήκτως συνδεδεμένη με την πρωτογενή χριστιανική παράδοση. Θα είναι συνδεδεμένη με τις πηγές της χριστιανικής πίστεως, η επαναπροσέγγιση των οποίων θα υποβοηθήσει εποικοδομητικώς το διεξαγόμενο διάλογο και τον επιδιωκόμενο στόχο, την ένωση των Εκκλησιών.
Εν κατακλείδι, η άποψη μου είναι, ότι έχει έλθει το πλήρωμα του χρόνου, για την κωδικοποίηση των ιερών κανόνων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, πάντοτε μέσα στα πλαίσια της κανονικής παραδόσεως αλλά και της σύγχρονης πραγματικότητας. Ήδη, το Διοικητικό Συμβούλιο του Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών αποδεχθέν δική μου σχετική εισήγηση, είχε αποφασίσει την διοργάνωση συνεδρίου με αντικείμενο την διαπραγμάτευση του ζητήματος της κωδικοποιήσεως των ιερών κανόνων, το οποίο – αν και οργανωτικώς είχε φθάσει σε προχωρημένο στάδιο – αναβλήθηκε λόγω της πανδημίας του covid 19. Είμαι σίγουρος, ότι καλύτερο σημείο αναφοράς για την ενεργοποίηση αυτής της διαδικασίας, από την διοργάνωση αυτού του συνεδρίου, δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Ιδίως, αν στο συνέδριο προσεκαλούντο και εκπρόσωποι από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, οι οποίοι σε ειδική στρογγυλή τράπεζα θα παρουσίαζαν εν συνόψει την επίσημη θέση της Εκκλησίας τους.
Ελπίζω η πρόταση αυτή να τύχει αποδοχής, ώστε να τεθεί επιτέλους υπό συζήτησιν ένα καίριο για την ενότητα της Ορθοδοξίας θέμα, που πρώτος ο ίδιος ο Παναγιώτατος έθιξε και θεμελίωσε επιστημονικώς.