Δρ. Θ. π. Αυγουστίνος Μπαϊραχτάρης
Αναπλ. Καθ. της Πατριαρχικής Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης
Tο Κέντρο Οικουμενικών, Ιεραποστολικών και Περιβαλλοντικών Μελετών «Μητροπολίτης Παντελεήμων Παπαγεωργίου» (CEMES) ιδρύθηκε τον Απρίλιο του 2011, έχοντας έναν τριπλό στόχο.
Πρώτος στόχος είναι η προώθηση και ανάδειξη κάθε μορφής οικουμενικού και δια-χριστιανικού διαλόγου μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του λοιπού Χριστιανικού κόσμου, έχοντας ως εργαλεία την επιστημονική έρευνα και τη θεολογική τεκμηρίωση. Ο ειρηνικός διάλογος, η καταλλαγή, η συμφιλίωση και η επικοινωνία μεταξύ των Χριστιανών αποτελούν ύψιστο καθήκον διακονίας και προσφοράς του CEMES στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Σκοπός του δια-χριστιανικού διαλόγου δεν είναι η επιβολή, ούτε η στείρα θεολογική επιχειρηματολογία, αλλά η γόνιμη συνύπαρξη που γεννάται μέσα από τη συνάντηση με τον άλλον. Ο έτερος Χριστιανός δεν αποτελεί αιτία αντιπαλότητας, αλλά σημείο επαφής. Ύψιστο παράδειγμα όλων των μελών του CEMES αποτελεί η θυσιαστική και μαρτυρική πορεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ως δεύτερος σκοπός του CEMES εντάσσεται η προώθηση του αυθεντικού Ορθόδοξου Ιεραποστολικού ιδεώδους, με απώτερο στόχο την ενίσχυση των ιεραποστολών της Εκκλησίας, την αλληλογνωριμία και την ειρηνική συνύπαρξη των λαών, ειδικά στην περιοχή της Ευρώπης. Η αποστολή και η διάδοση του ευαγγελικού λόγου (missio Dei) αποτελεί τον κύριο ιστορικό λόγο ύπαρξης της Εκκλησίας, και την αιτία διάδοσης αυτής στην οικουμένη. Επομένως, κρίνεται ιδιαίτερα χρήσιμη η συμβολή του Κέντρου και στη δραστηριότητα αυτή.
Τρίτος σκοπός του CEMES είναι η επιδίωξη της εμπέδωσης της περιβαλλοντικής συνείδησης μεταξύ των Χριστιανών αναφορικά με τη διατήρηση της ακεραιότητας της κτιστής δημιουργίας. Στο πλαίσιο συμπεριλαμβάνεται η ανάπτυξη της λεγόμενης οικο-θεολογίας, η οποία αποβλέπει στη σύνδεση της οικολογίας με τις έννοιες της οικονομικής δικαιοσύνης, της καταπολέμησης της φτώχειας και της δίκαιης και βιώσιμης τεχνολογικής ανάπτυξης του ανθρώπινου πολιτισμού. Στο πλαίσιο αυτό προβάλλεται η Ορθόδοξη πνευματολογία μέσω της θείας λειτουργίας και της πνευματικής άσκησης, προκειμένου ν’ αναπτυχθεί ένας πολιτισμός της απλότητας και της αυτάρκειας, καθώς το περιβάλλον αποτελεί τον κοινό οίκο όλων των ζωντανών οργανισμών. Επομένως, η κτίση αποτελεί δώρο του Θεού, το οποίο ο άνθρωπος καλείται να διαχειριστεί ως συνετός οικονόμος, και όχι να το εκμεταλλευτεί ως άπληστος ιδιοκτήτης.
Με βάση το τρίπτυχο αυτό το Κέντρο πορεύεται και στην επόμενη δράση του, η οποία συνδέεται με την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην περιοχή της Ουκρανίας.
Παράλληλα, το Κέντρο αντιλαμβανόμενο την διαμορφωθείσα κατάσταση στην Ουκρανία μετά την ιστορική χορήγηση της αυτοκεφαλίας εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην τοπική Εκκλησία, έχει συμπεριλάβει στο πρόγραμμά του, κατά τα τελευταία έτη δράσης του, τη μελέτη «Πρωτείο-Συνοδικότητα-Αυτοκεφαλία», με στόχο τη συμβολή στην ειρήνευση της εκκλησιαστικής κατάστασης στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και στην καλύτερη επαφή των εν Ουκρανία εκκλησιαστικών φορέων, κοινοτήτων και Εκκλησιών. Ουσιαστικά το Κέντρο μέσα από τις δημόσιες διαλέξεις του επιδιώκει να λειτουργήσει ως liaison και ως γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ των Ορθοδόξων, Καθολικών και Ελληνορρύθμων της ουκρανικής περιοχής. Με τρόπο επιστημονικό συντάσσει κείμενα, ομιλίες, διαλέξεις και επισκέψεις, ώστε να αναδείξει τα κοινά στοιχεία μεταξύ των διαφορετικών παραδόσεων, τα θεραπεύσει τις ιστορικές πληγές και να διαφωτίσει τις αιτίες του σχίσματος μεταξύ Ανατολής και Δύσης με σημείο αναφοράς την περιοχή της Ουκρανίας. Όλη αυτή η κατάσταση είναι αυτονόητο ότι έχει μεταβληθεί εξαιτίας της απαράδεκτης Ρωσικής εισβολής στην ανεξάρτητη χώρα της Ουκρανίας. Ωστόσο, το παρόν πρόγραμμα ίσως κληθεί στο κοντινό μέλλον να δράσει ακόμη πιο έντονα ως κατασταλτικό μέσον, ακριβώς λόγω του πολέμου και των δεινών που αυτός έχει προξενήσει στη γειτνίαση των λαών της ευρύτερης περιοχής, στις Χριστιανικές Εκκλησίες και εν γένει στον γηγενή πληθυσμό. Στο πλαίσιο της προοπτικής αυτής το CEMES προτείνει στην οικουμενική θεολογική συζήτηση το κάλεσμα “Για μια μεταπολεμική Χριστιανική Συμφιλίωση του Ορθοδόξου Λαού της Ουκρανίας”, θέλοντας να συμβάλλει στην καταλλαγή και στη συμφιλίωση που θα πρέπει να ξεκινήσει την επόμενη κιόλας ημέρα μετά τη λήξη του πολέμου.
Τέλος, μετά το πέρας των εργασιών της ετήσιας Γενικής Συνέλευσης του CEMES ακολούθησαν εσωτερικές εκλογές των μελών (κατά τον τρέχοντα μήνα) και σύμφωνα πάντοτε με τον καταστατικό χάρτη λειτουργίας του Κέντρου εξελέγησαν με θητεία για την επόμενη περίοδο τα εξής μέλη: Πρόεδρος ο Δρ. Θ. κ. Νικόλαος Δημητριάδης (Καθ. του Αμερικανικού Κολεγίου Θεσσαλονίκης), ο Δρ. Θ. κ. Δημήτριος Κεραμιδάς (Καθ. του Ποντιφικού Πανεπιστημίου Άγιος Θωμάς Ακινάτης – Angelicum), Ταμίας ο Δρ. Θ. κ. Χριστόφορος Αρβανίτης (Αναπλ. Καθ. της Πατριαρχικής Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης), Γενικός Γραμματέας ο Δρ. Θ. π. Αυγουστίνος Μπαϊραχτάρης (Αναπλ. Καθ. της Πατριαρχικής Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης) και η Δρ. Θ. κα. Μαρία Σερέτη.
ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ
ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΛΑΟΥ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ – ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ CEMES
1.
Το Κέντρο Οικουμενικών, Ιεραποστολικών και Περιβαλλοντικών Μελετών «Μητροπολίτης Παντελεήμων Παπαγεωργίου» (CΕΜΕS), πιστό στην κλήση και το όραμά του, έχει προσανατολίσει όλες τις επιστημονικές του προσπάθειες προς την τόσο ευάλωτη Ορθόδοξη ενότητα, η οποία υπέστη σοβαρό πλήγμα μετά την απόφαση ορισμένων Ορθοδόξων Εκκλησιών την τελευταία στιγμή να μην συμμετάσχουν στην πολυαναμενόμενη Πανορθόδοξη Σύνοδο, η οποία έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 2016 στο Κολυμπάρι της Κρήτης. Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε περαιτέρω πρώτον με την απόφαση του Πατριαρχείου Μόσχας να διακόψει την ευχαριστιακή κοινωνία τόσο με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όσο και με τις αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες που αναγνώρισαν την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, και δεύτερον με τη δημιουργία (τον Δεκέμβριο του 2021) Ρωσικής Εξαρχίας εντός του κανονικού εδάφους και των ορίων του παλαιφάτου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.
Πριν ακόμη από την χορήγηση της αυτοκεφαλίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας, το CEMES είχε ξεκινήσει την θεολογική επιστημονική θεώρηση του ζητήματος της ενιαίας και ενωμένης Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ουκρανία. Αυτό έγινε μέσα από το τρίπτυχο: «Πρωτείο-Συνοδικότητα-Αυτοκεφαλία», και η τελική έκθεση δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2019, με τίτλο «Επί γης Ειρήνη και Ορθόδοξη Ενότητα – Έκκληση προς την Ορθόδοξη Ακαδημαϊκή Κοινότητα». Η έκθεση τόνιζε μεταξύ άλλων την ανάγκη εξέτασης ρεαλιστικών προτάσεων με βάση την πραγματική κατάσταση και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι Ουκρανοί είναι ανοιχτοί σε μια στενότερη σχέση για συνεργασία με τις γειτονικές τους χώρες, προκειμένου να προχωρήσουν σε μία «πολιτιστική συνεργασία μέσα από την ανταλλαγή ιδεών και τη συμμετοχή της νεότερης γενιάς» όλων των Εκκλησιών προς αμοιβαίο εμπλουτισμό στον κοινωνικό και ανθρωπιστικό τομέα.
2.
Υπό το πρίσμα των προσφάτων γεγονότων, ορισμένα μέλη του CEMES εξέφρασαν τη βαθιά τους ανησυχία για την αναπτυχθείσα ιδεολογία του «Ρωσικού Κόσμου» (Russkij Mir) (ένα μείγμα απολυταρχικής διακυβέρνησης με στοιχεία θρησκευτικού και κοσμικού ιμπεριαλισμού) που προωθείται από τον κ. Πούτιν, Πρόεδρο της Ρωσικής Ομοσπονδίας, με την υποστήριξη και την ευλογία της σημερινής εκκλησιαστικής ηγεσίας του Πατριαρχείου της Μόσχας. Το όραμα όμως αυτό του Πατριαρχείου Μόσχας έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το συμφιλιωτικό πνεύμα και το αντεθνικιστικό περιεχόμενο του ιεραποστολικού κειμένου της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου με τίτλο «Η αποστολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο», όπως επίσης και με το κείμενο «Υπέρ της του Κόσμου Ζωής», το οποίο εκδόθηκε την άνοιξη του 2020 και αναλύει το Ορθόδοξο κοινωνικό ήθος.
Πράγματι, η μονομερής διακοπή της ευχαριστιακής κοινωνίας εκ μέρους του Πατριαρχείου Μόσχας τόσο με τις τέσσερις Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, που έχουν ήδη αναγνωρίσει την αυτοκεφαλία της Ορθόδοξης Ουκρανικής Εκκλησίας, όσο και με τον Προκαθήμενο αυτής Μητροπολίτη Επιφάνιο, δεν πρέπει να θεωρούνται ως αποσπασματικές ή μεμονωμένες κινήσεις. Αντιθέτως, η απουσία του Πατριαρχείου Μόσχας το 2016 από τις συνοδικές εργασίες της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, το βέτο στην ολοκλήρωση του κειμένου για τη χορήγηση του αυτοκεφάλου κατά τη φάση της προσυνοδικής πανορθόδοξης προετοιμασίας και η εγκαθίδρυση Ρωσικής Εξαρχίας στην Αφρική, είναι στοιχεία τα οποία μπορούν να εξηγηθούν μόνο ως μέρη μίας ευρύτερης απόπειρας για παγκόσμια εκκλησιαστική ηγεσία του Πατριαρχείου Μόσχας, καθώς και αμφισβήτησης του κανονικού πρωτείου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στον χώρο της Ορθοδοξίας.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, ορισμένοι εκκλησιαστικοί κύκλοι υποστήριξαν ότι οι Κανόνες, που θεσπίστηκαν σε παλαιότερες εποχές, δεν μπορούν να λύσουν τρέχοντα προβλήματα και πιο σύνθετες καταστάσεις που διαμορφώνονται στις νέες γεωπολιτικές συνθήκες. Όσοι ακολουθούν τη νοοτροπία αυτή μπορεί βέβαια να μην φτάσουν μέχρι του σημείου της πλήρης εγκατάλειψης της πανάρχαιας κανονικής εκκλησιαστικής παράδοσης, που διαμορφώθηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους, ωστόσο προτείνουν ένα μοντέλο εκκλησιαστικής ενότητας, χωρίς την ύπαρξη του Πρώτου, δηλαδή χωρίς το πρωτείο τιμής και διακονίας και φυσικά χωρίς τα προκύπτοντα εξ αυτού εκκλησιαστικά προνόμια, τα οποία όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες ανεξαιρέτως και αδιακρίτως ακολουθούν σ’ όλα τα επίπεδα της Εκκλησιαστικής ζωής (επισκοπικό, μητροπολιτικό, τοπικό, περιφερειακό). Επομένως, χωρίς την ύπαρξη και τη λειτουργία του Πρώτου εντός του συνοδικού σώματος της Εκκλησίας υπάρχει ο κίνδυνος της συγκρότησης μίας συνομοσπονδίας τοπικών, ανεξάρτητων, εθνικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, μια κατάσταση σχεδόν αναπόφευκτη, εάν επικρατήσει η άποψη αυτών που προτείνουν την εγκατάλειψη των ιερών κανόνων στο παρελθόν. Αν συμβεί αυτό κανείς δεν θα μπορεί πλέον να μιλά για τη «μία Εκκλησία» που ομολογούμε στο Σύμβολο Πίστεως, αλλά θα αφορά κάτι το ξένο και αλλότριο αναφορικά με το περιεχόμενο της Ορθοδόξου εκκλησιολογίας. Δυστυχώς, για πολλούς αιώνες μετά τη διακοπή της ευχαριστιακής κοινωνίας με την εκκλησία της Ρώμης τον 11ο αιώνα, πολλοί Ορθόδοξοι ανέπτυξαν ασυνείδητα μια εκκλησιαστική ταυτότητα βασισμένοι στην αντίληψη ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι αυτό που δεν είναι οι άλλοι (κυρίως οι Ρωμαιοκαθολικοί), και όχι αυτό που η Ορθόδοξη παράδοση άφησε ως παρακαταθήκη.
Επομένως, προέβαλαν μία Ορθόδοξη συνοδική Εκκλησία χωρίς πρωτείο, δηλαδή χωρίς την ορατή έκφραση της ενότητας της Εκκλησίας. Για τους παραπάνω λόγους το CEMES δεν υποστηρίζει ότι οι Ιεροί Κανόνες πρέπει ν’ ακολουθούνται άκριτα και χωρίς την αναγκαία ερμηνευτική επικαιροποίηση του περιεχομένου τους. Αντιθέτως, πιστεύει ότι η κανονική παράδοση οφείλει να διατηρείται πιστά, ερμηνευόμενη όμως μ’ έναν τρόπο δυναμικό.
Σήμερα, η συνοδικότητα δεν αποτελεί πλέον εκκλησιολογικό εμπόδιο δίκην «ταμπού» στην άσκηση του παπικού πρωτείου στους κόλπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ο Επίσκοπος Ρώμης Πάπας Φραγκίσκος τόνισε ότι «στο διάλογο με τους Ορθόδοξους αδελφούς και αδελφές μας, εμείς οι Καθολικοί έχουμε την ευκαιρία να μάθουμε περισσότερα για την έννοια της επισκοπικής συλλογικότητας και την εμπειρία της συνοδικότητας» (Evangelii Gaudium, 246). Ωστόσο, η άρνηση ορισμένων Ορθοδόξων να δεχτούν μια ορατή εκκλησιαστική κεφαλή (Πρώτον), όχι σε ζητήματα δικαιοδοσίας, αλλά κυρίως διακονίας της ευχαριστιακής ενότητας, καταστρέφει τη βάση της ενδεχόμενης ενότητας των Εκκλησιών. Επομένως, κρίνεται επιτακτική η ανάγκη ύπαρξης ενός Πρώτου σε εκκλησιαστικό επίπεδο, κυρίως υπό το πρίσμα της λειτουργίας του πρωτείου σ’ όλα τα επίπεδα (ενοριακό, επισκοπικό, μητροπολιτικό). Μία τέτοια λειτουργία και ερμηνεία του Πρώτου θα ενίσχυε κατά πολύ τη σύγχρονη μαρτυρία της Εκκλησίας σε οικουμενικό επίπεδο. Οποιαδήποτε διαφορετική αντίληψη περί της ενότητας της Εκκλησίας που βασίζεται ενδεχομένως στο στοιχείο της εξωτερικής ισχύος, ή στην «αριθμητική» υπεροχή, ή στην ιδεολογία περί της “κυρίαρχης Αυτοκρατορίας”, στοιχεία που προωθούνται έντονα τις τελευταίες δεκαετίες από ορισμένους κύκλους, δεν δύνανται να έχουν κανονική ή άλλου είδους βάση.
3.
Το θρησκευτικό τοπίο της Ουκρανίας αποτελεί μία εξαιρετική περίπτωση μελέτης, όχι εξαιτίας μόνο της εισβολής της Ρωσίας, δηλαδή της επιθετικότητας ενός ομόδοξου Ορθόδοξου γειτονικού κράτους στην επικράτεια ενός άλλου ανεξάρτητου κράτους, αλλά και λόγω της γεωπολιτικής θέσης της Ουκρανίας στη σύγχρονη διεθνή πραγματικότητα. Η σημερινή ανεξάρτητη Ουκρανία ήταν κατά τους περασμένους αιώνες ο χώρος συνάντησης (σύγκρουσης) ανάμεσα στα δύο κύρια θεολογικά, πνευματικά, ρεύματα του Ανατολικού και Δυτικού χριστιανισμού. Σήμερα η χώρα της Ουκρανίας έχει γίνει και πάλι το επίκεντρο των διεθνών εξελίξεων εξαιτίας του πολέμου. Παράλληλα, οι πληγές του παρελθόντος μπορούν είτε να επιδεινωθούν σε βάρος κυρίως της μαρτυρίας στον κόσμο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είτε να θεραπευτούν μέσω της διαδικασίας της συμφιλίωσης, γεγονός που με τη σειρά του θα μπορούσε να οδηγήσει τον χριστιανισμό σε μια νέα εποχή με απώτερο σκοπό την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής ενότητας. Είναι δε αυτονόητο ότι η πράξη αυτή της συμφιλίωσης και της καταλλαγής θα αποτελέσει μία διαδικασία μακρά, επίπονη, απαιτητική, γεμάτη με δυσκολίες.
Η παραχώρηση της εκκλησιαστικής αυτοκεφαλίας εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας και η σημερινή Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχουν διαμορφώσει τις κατάλληλες συνθήκες για ένα ευρύτερο οικουμενικό πνεύμα ενότητας και συνεργασίας. Ίσως σήμερα και παρά την τραγικότητα των γεγονότων η εκκλησιαστική συμφιλίωση στην Ουκρανία είναι πολύ περισσότερο εφικτή από ό,τι ήταν πριν από τον πόλεμο. Από αυτή την άποψη, η συμβολή της Ουκρανικής Ελληνόρρυθμης Καθολικής Εκκλησίας, η οποία εξέφρασε δημοσίως την άποψή της υπέρ της ουκρανικής αυτοκεφαλίας, δεν πρέπει να αγνοηθεί, αλλά αντιθέτως ν’ ακουστεί με προσοχή από τους εμπλεκόμενους φορείς της Ουκρανίας.
Οι Ελληνόρρυθμες Καθολικές Εκκλησίες αναπτύχθηκαν ιστορικά στη γεωγραφική περιοχή της σημερινής ρωσο-ουκρανικής επικράτειας. Πολλοί Ορθόδοξοι θεωρούν ότι οι Εκκλησίες αυτές δεν αποτελούν πλέον εμπόδιο στην ειρήνευση της ουκρανικής κοινωνίας, αλλά σταθερό πρωταγωνιστή στην απόπειρα για μια κοινή μαρτυρία και συνεργασία μεταξύ των Ορθοδόξων και των Ρωμαιοκαθολικών. Συνεπώς, η Ουκρανική Ελληνόρρυθμη Καθολική κοινότητα, που κατά το παρελθόν αποτελούσε οξύ πρόβλημα στις σχέσεις των Ρώσων (Κιέβου/Μόσχας), σήμερα αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες προώθησης της κοινωνικής σταθερότητας και των οικουμενικών σχέσεων, κάτι που ακόμη και το «Κείμενο του Μπαλαμάντ» (1993) του επίσημου θεολογικού διαλόγου μεταξύ των Ορθοδόξων και των Ρωμαιοκαθολικών, απέτυχε να διασφαλίσει.
4.
Σε ό,τι αφορά την κανονική διαδικασία μια πρακτική πρόταση για την Ουκρανική Ορθόδοξη συμφιλίωση θα μπορούσε να είναι μια ενδιάμεση λύση «διπλής δικαιοδοσίας». Αν και αυτό το καθεστώς μπορεί να μην είναι πλήρως κανονικό, γεγονός που ακόμη και στην Ορθόδοξη διασπορά έχει προσωρινή ισχύ, φαίνεται να αποτελεί τη μόνη εφικτή λύση που ενδεχομένως να περιόριζε το μίσος που αναπτύχθηκε κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια και επιδεινώθηκε τα τελευταία.
Μια άλλη ενδιάμεση λύση μπορεί να είναι η δημιουργία μιας μη επίσημης συνοδικής εκκλησιαστικής δομής μετά φυσικά από συμφωνία των εμπλεκομένων μερών. Ίσως τώρα να είναι ο καιρός για μια Ουκρανική Διορθόδοξη συμφιλίωση, ειδικά μετά την πρόσφατη απόφαση αρκετών επισκόπων της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, που λειτουργεί υπό την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας, να διακόψουν το μνημόσυνο του Πατριάρχου Μόσχας Κυρίλλου.
Αυτό μπορεί να επιτευχθεί ίσως ακολουθώντας το μοντέλο της συμφωνίας του 1928 μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ορθόδοξης Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, που επέτρεπε την προσωρινή παραχώρηση, διοίκηση και μέριμνα εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου των Μητροπόλεων των λεγομένων «Νέων Χωρών» στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, συγκροτώντας μάλιστα το όργανο της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου με τη συμμετοχή έξι επισκόπων των Νέων Χωρών και έξι επισκόπων της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως το κύριο νομοθετικό, εκτελεστικό και διοικητικό όργανο της εν Ελλάδι Εκκλησίας.
Αποτελεί ελπίδα και ευχή του CEMES όλα αυτά να εφαρμοστούν με τρόπο αυθεντικής συνοδικότητας σ’ όλα τα επίπεδα της εκκλησιαστικής ζωής, μέχρι του σημείου μίας πλήρους συμφιλίωσης, που θα οδηγήσει τελικώς στην ανάδειξη μίας πραγματικά ενωμένης Ορθόδοξης Ουκρανικής Εκκλησίας. Συνεπώς, το παράδειγμα του ουκρανικού λαού, που τώρα δοκιμάζεται μαρτυρικά, μπορεί ν’ αποτελέσει ένα χειροπιαστό παράδειγμα εκκλησιαστικής συμφιλίωσης και ευχαριστιακής ενότητας προς όλους τους Ορθοδόξους λαούς και ευρύτερα σ’ ολόκληρο τον κόσμο καλής θελήσεως. Συμπερασματικά, όλες οι εκκλησιαστικές κυριότητες και οι πνευματικές δυνάμεις του τόπου της Ουκρανίας καλούνται να συνεργαστούν με τρόπο συμφιλιωτικό, προκειμένου να οδηγήσουν την χώρα στην επόμενη μέρα σ’ ένα πνεύμα ειρήνης και καταλλαγής.