Αρχιμανδρίτου Γεδεών Μαγκριώτη
Εφημερίου της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης
«Τίς ὁ ἁψάμενός μου;»
Οι ημέρες οι οποίες διανύουμε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως αποκαλυπτικές όχι με την εσχατολογική έννοια του όρου αλλά με την κυριολεκτική. Αποκαλύπτονται οι διαλογισμοί, οι προθέσεις, οι θέσεις και οι αντιθέσεις όλων μας καθώς, είτε σε δημόσιο είτε σε ιδιωτικό επίπεδο, καλούμαστε να τοποθετηθούμε απέναντι στα τραγικά γεγονότα των τελευταίων ημερών που δεν είναι άλλα από την εισβολή της Ρωσικής ηγεσίας στην Ουκρανία.
Δεν θα σταθώ στις τοποθετήσεις αυτοδιαφημιζόμενων και αυτοπροβαλλόμενων «γεροντάδων» και παντός είδους «προφητολάγνων» εκ των οποίων άλλοι έσπευσαν να δικαιολογήσουν, άλλοι να ερμηνεύσουν και άλλοι, ακόμα χειρότερα, να χαιρετήσουν την αναγκαιότητα της εισβολής και του πολέμου πάντα για λόγους «πνευματικούς». Μια «χριστιανική» κοσμοκρατορία υπό την ηγεσία του «ξανθού γένους» είναι ζωτικής σημασίας. άλατι ηρτυμένη με μπόλικη δόση συνωμοσιολογίας και με υπαρξιακά ερωτήματα του τύπου «ο Ορθόδοξος Πούτιν πολεμάει τον Εβραϊκής καταγωγής Ζελένσκυ;» Αν η κατάσταση αυτή δεν κόστιζε σε ανθρώπινες ζωές θα ήταν άξια θυμηδίας.
Η ανείπωτη τραγωδία που λαμβάνει χώρα στο έδαφος της Ουκρανίας εδώ και δύο και πλέον εβδομάδες είναι κάτι το τραγικό. Όταν, όμως, η τραγικότητα που λαμβάνει χώρα έχει και την «ευλογία» της επίσημης τοπικής Εκκλησίας τα ερωτήματα που γεννώνται είναι μεγάλα και δεν σχετίζονται με τα ως άνω ψευτοδιλήμματα τύπου Ορθόδοξος Πούτιν ή Εβραίος Ζελένσκυ. Ένα ερώτημα υψίστης σημασίας και εκκλησιολογικής φύσεως δια την ελαχιστότητά μου είναι το εξής: Στο όνομα ποιας εκκλησιολογίας ένας πνευματικός πατέρας και εν προκειμένω ένας προκαθήμενος Ορθοδόξου Εκκλησίας ευλογεί το ποίμνιο του να πάει και να σφαγιάσει έναν άλλο λαό ομόδοξο κατά πλειοψηφία (εξυπακούεται ότι και ετερόδοξος αλλά και αλλόθρησκος να ήταν ο λαός δεν θα νομιμοποιούνταν ένας πόλεμος) του οποίου μάλιστα η εν λόγω τοπική Εκκλησίας διεκδικεί την μητρότητα; Ένεκα των τραγικών αυτών γεγονότων η Εκκλησία της Ρωσίας όχι μόνο δεν αποδείχτηκε μητέρα αλλά απέδειξε περίτρανα το ότι τόσα χρόνια συμπεριφερόταν στην Ουκρανία ως κακιά μητριά.
Καμία νομιμοποίηση δεν μπορεί να υπάρξει και κανένα άλλοθι δεν μπορεί να δοθεί στις σφαγές των οποίων τις τελευταίες ημέρες γινόμαστε παθητικοί θεατές. Η Εκκλησία είναι Θεοΐδρυτος οργανισμός, θεμελιωμένη επάνω στο αίμα του Χριστού καθότι «ὁ Χριστός ἠγάπησε τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἑαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς»[1] και διά τούτο «Ἐκκλησίας δε σάρκα ἀνέλαβε»[2] επομένως η Εκκλησία δεν σχετίζεται με τα του κόσμου τούτου.
Η προσπάθεια πολιτικών κέντρων εξουσίας «επ’ ευλογίαις» της Εκκλησίας (;) να καταστήσουν το εκκλησιαστικό γεγονός μία εγκόσμια πραγματικότητα, η οποία μάλιστα θα επιβληθεί με την δύναμη των όπλων σκορπώντας τον θάνατο και τον όλεθρο, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Η Εκκλησία υπερβαίνει τα του κόσμου τούτου και πορεύεται στα έσχατα ενδύοντας τους πιστούς με την πανοπλία του Πνεύματος και έχοντας ως όπλον αήττητο το Σύμβολο του Σταυρού και όλα αυτά θέτοντας μία και μόνο προϋπόθεση «εἲ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι»[3]
Ας σημειώσουμε για την ιστορία αν και ο ιστορικός του μέλλοντος θα έχει πολλά να καταδείξει ότι και οι πλέον καχύποπτοι απέναντι στην Κανονική Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας υπό τον Μακαριώτατο Μητροπολίτη Κιέβου κ.κ. Επιφάνιο δύνανται πλέον να πεισθούν περί της κανονικότητος του λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους ένα και μόνο κριτήριο το Ευαγγέλιο «ὁ ποιμήν ὁ καλός τὴν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων˙ ὁ μισθωτός δὲ καὶ οὐκ ὢν ποιμήν , οὗ οὐκ εἰσὶ τὰ πρόβατα ἲδια, θεωρεῖ τὸν λύκον ἐρχόμενον καὶ ἀφίησι τὰ πρόβατα καὶ φεύγει…ὃτι μισθωτός ἐστι καὶ οὐ μέλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων»[4] Ο πραγματικός ποιμήν της πόλεως του Κιέβου παραμένει εκεί συμπάσχων με το ποίμνιο του ενώ ο μισθωτός έτρεξε στην ασφάλεια που του παρέχουν οι εντολοδόχοι – εργοδότες του που ταυτίζονται με το πνεύμα του άρχοντος του κόσμου τούτου. Ο Μακαριώτατος Κιέβου Επιφάνιος είναι εκεί συσταυρούμενος μετά του δοκιμαζόμενου λαού του, είναι εκεί για να προσεύχεται, είναι εκεί για να ακούει τον θρήνο των μανάδων την ώρα που ενταφιάζει τα παιδιά τους, τον σπαραγμό των παιδιών που έχασαν τους γονείς τους, να προσπαθεί να απαντήσει στα τόσα πολλά αναπάντητα «γιατί»; Εννοείται ότι εν τω προσώπω του Μακαριωτάτου εννοούμε όλο τον κλήρο της Ουκρανίας που αίρει αυτόν τον σταυρό.
Διανύουμε την κατανυκτικότατη περίοδο, αυτήν της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής που δεν είναι τίποτα άλλο παρά πορεία προς τον Γολγοθά για να γίνουμε μάρτυρες του Σταυρικού θανάτου του Υιού «τοῦ ἀνθρώπου καθώς γέγραπται περὶ αὐτοῦ»[5] αλλά και της τριημέρου και ενδόξου Αναστάσεως Του. Πορευόμαστε όλοι μαζί ως πλήθος μέσα στο οποίο ενυπάρχουν διάφορες κατηγορίες ανθρώπων. Μία κατηγορία είναι αυτή των στρατιωτών – σταυρωτών του Κυρίου όσοι ανηλεώς σταυρώνουν τον διπλανό λόγοις τε και έργοις, άλλη κατηγορία είναι αυτή του όχλου που παρακολουθεί τα γενόμενα και αδημονεί να λάβει τέλος το όλο γεγονός, ώστε να λάβει χώρα ο εορτασμός του «Πάσχα» και η τρίτη ομάδα είναι των πιστών και αφοσιωμένων γυναικών μαζί με τον μαθητή «ὃν ἠγάπα»[6] ο Ιησούς, παρά τον Σταυρό. Τρείς κατηγορίες ανθρώπων εκ των οποίων η τελευταία μόνο θα αξιωθεί να προσκυνήσει τον ένδοξο Αναστημένο Κύριο.
Κατά την περίοδο αυτή πλήθος και πάλι συνθλίβει τον Ιησού μα Εκείνος επιμένει να ερωτά διαχρονικά «τις μου ήψατο των ιματίων;» Πολλοί λοιπόν θα φθάσουμε μέχρι τον Σταυρό αλλά λίγοι θα δουν τον Αναστημένο Κύριο «δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι»[7], πολλοί «ευλαβείς» των οποίων τα χέρια στάζουν αίμα θα προσέλθουν ανευλαβώς να μεταλάβουν του Ζωηρού Αίματος, αλλ’ ουχί εις ζωήν αιώνιον αλλ’ εις καταδίκην φοβερά. Τελικά μήπως είμαστε όχλος που εθιμοτυπικά συνθλίβει κατ’ έτος τον Ιησού κυκλώνοντάς τον με προσευχές και δεήσεις ενίοτε υποκριτικές καλύπτοντας δια του τρόπου αυτού τα μικρά ή μεγάλα εγκλήματα μας πίσω από ένα μανδύα ευσεβοφάνειας; Και το ερώτημα παραμένει αμείλικτο προς όλους μας: «τίς ὁ ἁψάμενός μου;»[8]
[1] Εφ., 5, 25.
[2] Ι. Χρυσοστόμου, Ομιλία προ της Εξορίας, P.G. 52, 429β.
[3] Μτ., 16, 24.
[4] Ιω., 10, 11-13.
[5] Στιχηρόν Ιδιόμελον Ακολουθίας του Όρθρου Μ. Δευτέρας
[6] Ιω., 19, 26.
[7] Α’ Κορ., 13, 12.
[8] Λκ., 8,43-48.