Του Σταύρου Σ. Φωτίου
Ιδρυτικού Μέλους της Κυπριακής Ακαδημίας,
Καθηγητή Πανεπιστημίου Κύπρου
Όσοι δεν διακηρύττουν ευθέως ότι η παραβίαση των συνόρων και η επίθεση ενός κράτους εναντίον ενός άλλου ονομάζεται εισβολή, να είναι βέβαιοι ότι δεν κατανοούν ούτε τη σημαντική και άλλων λέξεων, όπως φιλαλληλία, συνύπαρξη, άνθρωπος, συνάνθρωπος. Εκείνοι που δεν καταδικάζουν την εισβολή μιας χώρας σε άλλη χάνουν το ηθικό δικαίωμα να αναφέρονται σε πόλη και πολιτισμό, διεθνές δίκαιο και παγκόσμια ειρήνη, καθολική αδελφοσύνη και πανανθρώπινη συνεργασία.
Όσοι ειρωνεύονται αυτούς που διαμαρτύρονται, ισχυριζόμενοι ότι μια εισβολή είναι σύμφωνη με τη φυσική τάξη πραγμάτων, ας μην ξαναμιλήσουν για τη διάκριση του ανθρώπου από το ζώο, της αγέλης των εγωκεντρικών ατόμων από την κοινωνία των αλληλέγγυων προσώπων, της ανομικής ζούγκλας από την ευνομούμενη πολιτεία. Εκείνοι που περιφρονούν το δίκαιο και τη διά νομίμων μέσων επίλυση διαφορών, ας μην κλαψουρίζουν για την έκπτωση της κοινωνικής συνοχής, την αλληλοϋπονόμευση ανθρώπων και λαών.
Όσοι σιωπούν γιατί αυτό επιτάσσουν τα ατομικά τους συμφέροντα, ας μην ξαναμιλήσουν για χρέος υπηρεσίας προς την πατρίδα και οφειλή διακονίας προς την οικουμένη. Εκείνοι που δεν αντιλαμβάνονται ότι η ιστορία οφείλει να καλλιεργεί τη μνήμη ενοποιών προσώπων και συνδετικών ιδεών αλλά, απεναντίας, θαυμάζουν όσους συνεργούν στην απανθρωπία, ας μην δυσανασχετήσουν όταν ένα πρωί ανακαλύψουν ότι ο κόσμος μετατράπηκε σε Άουσβιτς.
Όσοι νομίζουν ότι μπορούν να είναι αδιάβροχοι θεατές στην αρένα αλληλοεξόντωσης των άλλων, ας μην εκπλαγούν όταν νιώσουν στο δικό τους κορμί τον πόνο των πληγών της ανθρωπότητας. Εκείνοι που δεν αισθάνονται «υπεύθυνοι για όλους και για όλα», που δεν καταλαβαίνουν ότι «όλα είναι σαν τον ωκεανό, όλα ρέουν και συγκοινωνούν, αγγίζεις ένα σημείο και η κίνησή σου αυτή αντανακλάται στο άλλο άκρο του κόσμου», ας μην παραπονεθούν όταν έλθει η στιγμή που θα τους συντρίψει ο κάθε επίδοξος τιμονιέρης της ιστορίας.
Όσοι δεν συναισθάνονται και δεν συμπάσχουν με τη δοκιμασία των άλλων, ας μην κραυγάσουν την ώρα της δικής τους έσωθεν και έξωθεν κρίσης. Εκείνοι που έχουν υιοθετήσει τη λογική της συνεχούς επέκτασης, του έχω και κατέχω, της βίας και της κατίσχυσης, ας ξεχάσουν ότι θα βιώσουν ποτέ τη χαρά της δοτικής ύπαρξης, του αμοιβαίου εμπλουτισμού, της βαθύτερης κοινωνίας και επικοινωνίας.
Όσοι αυτοθαυμάζονται ως πνευματικοί άνθρωποι, στοχαστές και διανοούμενοι, αλλά τηρούν σιγή ιχθύος, ας παραδεχθούν ότι είναι οι μεγαλύτεροι υλιστές, αφού χάριν χθαμαλών κινήτρων αρνούνται να εκφέρουν λόγο υπέρ των αδυνάτων. Εκείνοι που νομίζουν ότι η αναμέτρηση με τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα, τα οποία εξαιρέτως αναδεικνύουν η τέχνη και ο κινηματογράφος, το θέατρο και η λογοτεχνία, είναι για κάποιους αιθεροβάμονες και ψευτορομαντικούς, ας θρηνήσουν για όσα δεν έζησαν, ας ζητήσουν συγνώμη από τη Μνημοσύνη, τη μητέρα των Μουσών.
Όσοι νομίζουν ότι μπορεί να ευτυχήσουν μόνοι τους σε έναν κόσμο άκρατου ατομικισμού ή καμουφλαρισμένου κολλεκτιβισμού, δεν θα υποψιαστούν την ευφρόσυνη περιχώρηση προσωπικής μοναδικότητας και διαπροσωπικής ενότητας. Εκείνοι που εξαντλούν την ύπαρξή τους στην απλή βιολογική επιβίωση, στην ατομική ευδαιμονία, στην εγωκεντρική καταναλωτική ευωχία, θα έλθει η στιγμή που θα βιώσουν την αποξένωση και την αλλοτρίωση ενός κόσμου «τραγικά παράλογου και παράλογα τραγικού».
Όσοι θεωρούν ότι ο άνθρωπος μπορεί να επαναπαυθεί με οτιδήποτε ολιγότερο της ελευθερίας, ότι μπορεί να πληρωθεί με οτιδήποτε άλλο πλην της αγάπης, ας είναι πρόθυμοι την ώρα του υπαρξιακού απολογισμού να ομολογήσουν ότι δεν κατάλαβαν τη διαφορά μεταξύ επιβίωσης και ζωής, φιλάλληλης παρουσίας και άταφων νεκρών. Εκείνοι που επέλεξαν να καθηλωθούν στο εφήμερο, να απορρίψουν κάθε υπερβατική διάσταση του ανθρώπου, ας μην τρομάξουν όταν συνειδητοποιήσουν ότι η όντως ζωή προϋποθέτει τη νίκη επί κάθε μορφής θανάτου –υπαρξιακού, σωματικού, κοινωνικού, οικολογικού.
Όσοι φοβούνται να πεθάνουν από έρωτα για την ελευθερία θα παραμείνουν δούλοι εσαεί. Εκείνοι που φοβούνται να ζήσουν ως ελεύθεροι άνθρωποι δεν έζησαν ποτέ.