Δρ Αναστάσιος Βαβούσκος
Δικηγόρος – Άρχων Ασηκρήτης της Μ.τ.Χ.Ε.
Στις 5 Ιανουαρίου 2019 η Αυτού Θειοτάτη Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης παρέδωσε στον προσφάτως εκλεγέντα Προκαθήμενο της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας Μητροπολίτη Κιέβου Επιφάνιο τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος στην νέα Ορθόδοξη Εκκλησία.
Κατά τον ανωτέρω Τόμο, ως γεωγραφικά όρια της κανονικής δικαιοδοσίας της νέας Εκκλησίας ορίσθηκαν τα αντίστοιχα γεωγραφικά όρια του Ουκρανικού Κράτους. Όπως ορίζεται: «…ὁμογνωμόνως, ὁρίζομέν τε καὶ ἀνακηρύττομεν, ἵνα σύμπασα ἡ ἐν τοῖς ὁρίοις τοῦ πολιτικῶς συγκροτηθέντος καὶ τέλεον ἀνεξαρτητοποιηθέντος Κράτους τῆς Οὐκρανίας περιλαμβανομένη Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, μετὰ τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, Ἀρχιεπι-σκοπῶν, Ἐπισκοπῶν, μοναστηρίων τε καὶ ἐνοριῶν καὶ πάντων τῶν ἐν αὐταῖς ἐκκλησιαστικῶν καθιδρυμάτων,……, ὑπάρχῃ τοῦ λοιποῦ κανονικῶς αὐτοκέφαλος, ἀνεξάρτητος καὶ αὐτοδιοίκητος,…».
Κατόπιν τούτου, εντός των ορίων της κανονικής δικαιοδοσίας της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας περιλαμβάνεται αναμφισβητήτως και η περιοχή της χερσονήσου της Κριμαίας.
Η περιοχή αυτή κατοικήθηκε αρχικώς από τους Κιμμέριους και μετά τους Σκύθες, από δε τον πρώιμο Μεσαίωνα τους Τατάρους, οι οποίοι μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο σε μεγάλο ποσοστό εγκατέλειψαν τον τόπο τους. Στις 18 Οκτωβρίου 1921 ιδρύθηκε η Κριμαϊκή Αυτόνομη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία, ως τμήμα της Ε.Σ.Σ.Δ., η οποία καταργήθηκε στις 30 Ιουνίου 1945, για να μεταβιβασθεί λίγα χρόνια αργότερα τον Φεβρουάριο του 1945 στην Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ουκρανίας.
Με την κατάρρευση της Ε.Σ.Σ.Δ., η Κριμαία κατά το μεγαλύτερο γεωγραφικώς τμήμα της, υπήχθη στο ανεξάρτητο πλέον κράτος της Ουκρανίας, κατοικούμενη πλέον κατά το μεγαλύτερο ποσοστό από Ρώσους, και από τον Φεβρουάριο του 1992 αποτελεί την Αυτόνομη Δημοκρατία της Κριμαίας, η οποία συνιστά τμήμα του Ουκρανικού κράτους.
Επί της περιοχής αυτής εκτείνεται γεωγραφικώς και η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας, η οποία έχει επ’ αυτής εκκλησιαστικές περιφέρειες. Η ήδη όμως πολιτικώς – και στρατιωτικώς – διαμορφωμένη κατάσταση, φαίνεται να περιπλέκει και το ισχύον εκκλησιαστικό καθεστώς, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά την έκδοση του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου και την ανακήρυξη της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας. Και δικαιολογημένα, θα μπορούσαν να εγερθούν ερωτήματα, σχετικώς με την νομοκανονική θέση και κατάσταση των εκκλησιαστικών επαρχιών της χερσονήσου στην περίπτωση, που αυτές απεκόπτοντο και de facto και de jure από το Ουκρανικό κράτος και υπήγοντο υπό το Ρωσικό κράτος. Μήπως μία τέτοια πραγματικότητα θα έθετε αυτοδικαίως τις εκκλησιαστικές αυτές επαρχίες υπό την δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας, αφού κατά τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1593 τα όρια ασκήσεως κανονικής δικαιοδοσίας της Ρωσικής Εκκλησίας εκτείνονται επί της Ρωσίας και των υπεροβορείων χωρών και συνεπώς όπου υπάρχει Ρωσικό κράτος, υπάρχει και Ρωσική Εκκλησία;
Τέτοιο ζήτημα δεν τίθεται, διότι η κανονική νομοθεσία δίδει λύση και στην περίπτωση αυτή.
Ειδικότερα, η κανονική νομοθεσία διακρίνει τους κληρικούς, που κατέχουν τον βαθμό του Επισκόπου, αναλόγως του τύπου των διοικητικών καθηκόντων που ασκούν, σε Επισκόπους, Χωρεπισκόπους, Μητροπολίτες, Αρχιεπισκόπους, Πατριάρχες, Τοποτηρητές.
Υφίσταται όμως και μια διάκριση, αυτή του Σχολάζοντος Επισκόπου, η οποία δεν εδράζεται στην αυτή βάση με τις προηγούμενες αλλά σε μια πραγματική κατάσταση. Η πραγματική αυτή κατάσταση είναι η αδυναμία αναλήψεως και ασκήσεως καθηκόντων εκ μέρους ενός Επισκόπου για λόγο ανεξάρτητο της θελήσεώς του.
Σχολιάζοντας ο Ι. Ζωναράς τον 16ο κανόνα της Αντιοχείας (βλ. το ερμηνευτικό σχόλιό του σε Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙΙ, 154), επισημαίνει, ότι σχολάζων είναι ο Επίσκοπος, ο οποίος δεν έχει Εκκλησία είτε διότι αυτή κατέχεται είτε διότι χωρίς δική του πρόκληση δεν γίνεται δεκτός από το πλήρωμα της Επισκοπής για την οποία χειροτονήθηκε:« Σχολάζων ἐστίν ἐπίσκοπος, ὁ μή ἔχων ἐκκλησίαν, ἤ ὑπό ἐθνῶν κρατουμένην, ἤ ὑπὸ τοῦ λαοῦ τῆς πόλεως ἐν ᾗ ἐχειροτονήθη μή δεχθείς, οὐκ αὐτοῦ δόντος αἰτίαν, ἀλλ’ ἀτακτήσαντος τοῦ λαοῦ˙.… ». Με την άποψη αυτή συντάσσεται στο ερμηνευτικό σχόλιο του υπό τον ίδιο κανόνα (Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙΙ, 155) και ο Θ. Βαλσαμών, κατά τον οποίο σχολάζων είναι ο επίσκοπος, ο οποίος δεν έχει επαρχία, διότι τελεί υπό εχθρική κατοχή. «Ἐπίσκοπός τις σχολάζων, ἤγουν μή ἔχων ἐκκλησίαν, ὡς ὑπό ἐθνῶν κρατουμένην».
Περαιτέρω, κατά τον 18ο κανόνα της τοπικής συνόδου της Αντιοχείας, ο Επίσκοπος, ο οποίος χειροτονήθηκε για κάποια εκκλησιαστική περιφέρεια αλλά δεν μπορεί να αναλάβει τα καθήκοντά του, διότι είτε δεν γίνεται δεκτός από το πλήρωμα της περιφέρειας αυτής είτε για άλλη αιτία ανεξάρτητη της θελήσεώς του, διατηρεί την τιμή και τη λειτουργία της ιδιότητάς του, χωρίς να δημιουργεί προβλήματα στην Εκκλησία, τιθέμενος στη διάθεση της Εκκλησίας αυτής, εχούσης (της Εκκλησίας διά της συνόδου της) το δικαίωμα να του αναθέσει οποιαδήποτε καθήκοντα: «Εἴ τις ἐπίσκοπος χειροτονηθείς εἰς παροικίαν, μή ἀπέλθῃ εἰς ἥν ἐχειροτονήθη, οὐ παρά τήν ἑαυτοῦ αἰτίαν, ἀλλ᾽ ἤτοι διά τήν τοῦ λαοῦ παραίτησιν, ἤ δι᾽ ἑτέραν αἰτίαν οὐκ ἐξ αὐτοῦ γενομένην, τοῦτον μετέχειν τῆς τιμῆς καί τῆς λειτουργίας, μόνον μηδέν παρενοχλοῦντα τοῖς πράγμασι τῆς ἐκκλησίας, ἔνθα ἄν συνάγοιτο· ἐκδέχεσθαι δέ τοῦτον, ὅ ἄν ἡ τῆς ἐπαρχίας τελεία σύνοδος κρίνασα τό παριστάμενον ὁρίσῃ.».
Στο ίδιο μήκος κύματος ευρίσκονται και τα υπό τον κανόνα ερμηνευτικά σχόλια:
α) του Ι. Ζωναρά: «Ὁ χειροτονηθείς εἰς ἐκκλησίαν πόλεως, καί μή δυνηθείς εἰς αὐτήν ἀπελθεῖν, ἴσως ὑπό ἔθνους κυριευομένην, ἤ χώρας δι’ ἧς ὀδεῦσαι αὐτόν ἀνάγκη ὑπό βαρβάρων κατεχομένης, ἤ τοῦ λαοῦ τῆς πόλεως δι’ ἀταξίαν οἰκείαν μή δεχομένου αὐτόν, τήν μέν τιμήν τήν προσήκουσαν ἐπισκόπῳ ἕξει καί τήν λειτουργίαν˙ οὐ γάρ αἴτιος αὐτός ἐστι τοῦ μή ἀπελθεῖν εἰς τήν λαχοῦσαν αὐτόν ἐκκλησίαν˙ παρενοχλεῖν δέ τοῖς πράγμασι τῆς ἐκκλησίας, ἔνθα ἄν συνάγοιτο, οὐ παραχωρεῖται. Εἰς γάρ τινα πόλιν ἴσως ἔσται αὐτῷ ἡ κατοικία, καί παρά τῇ τῆς πόλεως ἐκείνης ἐκκλησίᾳ συνάγοιτο ἄν. Ἐνοχλεῖν οὖν τοῖς πράγμασι τῆς ἐκκλησίας ἐκείνης οὐκ ἐξέσται αὐτῷ˙ οὔτε γάρ διδάσκειν δύναται ἐκεῖ, οὔτε χειροτονεῖν, οὔτε ἱερουργεῖν, εἰ μή ἐπιτραπείη, οὔτε τι τῶν προσόδων σφετερίζεσθαι τῆς ἐκκλησίας ἐκείνης. Ἀναρτῆσαι δέ τό πᾶν ὀφείλει εἰς τήν κρίσιν καί οἰκονομίαν τῆς τελείας συνόδου, ὥστε παρ’ ἐκείνης αὐτῷ γενέσθαι πρόνοιαν» (Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙΙ, 159) και
β) του Θ. Βαλσαμώνος: «Ἐν μέν τῷ ιζ΄ κανόνι κολάζουσιν οἱ Πατέρες τόν χειροτονηθέντα καί μή πειθόμενον ἀπελθεῖν εἰς τήν λαχοῦσαν αὐτόν˙ ἐν δέ τῷ παρόντι, συγγνώμης ἀξιοῦσι τόν χειροτονηθέντα, καί θέλοντα μέν ἀπελθεῖν εἰς ἥν ἐχειροτονήθη παροικίαν, μή παραχωρούμενον δέ, ἤ διά τήν τοῦ ἐν ἐκείνῃ λαοῦ ἀναισχυντίαν, ἤ δι’ ἐπιδρομήν ἐθνῶν˙ διό καί επιτρέπουσι, παρ’ ᾗ ἄν εὑρίσκηται ἐνορίᾳ, τιμῆς ἀξιοῦσθαι, ἤγουν καθέδρας, καί κλήσεως, καί ἐνεργείας ἀρχιερατικῆς, μετ’ εἰδήσεως καί ἐπιτροπῆς τοῦ ἐγχωρίου ἐπισκόπου˙ πλήν μέντοι μή ἔχειν ὅλως μετουσίαν ἐν τοῖς πράγμασι τῆς ἐκκλησίας ἐκείνης ἔνθα κατοικεῖ, ἤγουν μή διδάσκειν, μή χειροτονεῖν, μή ἕτερόν τι ἐνεργεῖν ἀρχιερατικόν χωρίς ἐπιτροπῆς τοῦ ἐγχωρίου ἐπισκόπου, ἀλλ’ ἡσυχάζειν μέχρις ἄν τό ποιητέον μάθῃ ἀπό οἰκονομίας καί κρίσεως τελείας συνόδου» (Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙΙ, 159 – 160).
Συνδυαστικώς, λοιπόν, κατόπιν των ανωτέρω, δηλαδή της ερμηνευτικής προσεγγίσεως από τον Ι. Ζωναρά του 16ου κανόνα της Αντιοχείας, του λεκτικού του 18ου κανόνα της αυτής συνόδου και των κάτωθι του τελευταίου ερμηνευτικών σχολίων των Ι. Ζωναρά και Θ. Βαλσαμώνος συνάγεται ότι ο επίσκοπος, ο οποίος δεν δύναται να αναλάβει τα αρχιερατικά καθήκοντά του στην περιφέρεια της οποία εξελέγη Ποιμενάρχης:
α) διότι αντιτίθεται σ’ αυτό το πλήρωμα αυτής, χωρίς η εναντίωση αυτή να οφείλεται σε υπαιτιότητα τού ιδίου τού Επισκόπου και
β) για οποιαδήποτε άλλη αιτία, την οποία δεν προκάλεσε ο ίδιος και συνεπώς δεν φέρει ευθύνη, όπως η περίπτωση της εχθρικής κατοχής της επαρχίας του, που έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία του να εγκατασταθεί σ’ αυτήν και να εκτελέσει τα αρχιερατικά του καθήκοντα, καλείται Σχολάζων Επίσκοπος. Υπό αυτό το κανονικό καθεστώς, ο Σχολάζων Επίσκοπος διατηρεί την τιμή και την αξία του εν ενεργεία Επισκόπου, διατηρεί παρά ταύτα την επαρχία του και παραμένει προκαθήμενός της, τίθεται όμως στη διάθεση της Εκκλησίας για όλο το διάστημα, κατά το οποίο δεν μπορεί να εγκατασταθεί σ’ αυτήν (εννοείται την επαρχία του). Η, δε, Εκκλησία διά της συνόδου αυτής έχει το δικαίωμα να του αναθέσει οποιαδήποτε καθήκοντα σχετικά πάντοτε με το βαθμό της ιερωσύνης που φέρει (λειτουργικά, ποιμαντικά ή και συνδυασμό αυτών), μέχρις ότου καταστεί δυνατή η επάνοδός του και εγκατάστασή του στην επαρχία του.
Συμπερασματικώς, οι μητροπολίτες της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας και κατ’ επέκταση και η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας, ακόμη και αν η κατάσταση στην χερσόνησο της Κριμαίας διολισθήσει πολιτικώς και στρατιωτικώς επί τα χείρω, δεν θα απολέσουν τις επαρχίες τους. Οι επαρχίες της Κριμαίας θα παραμείνουν εκκλησιαστικώς και κανονικώς υπό την κανονική δικαιοδοσία της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας και για όλο το χρονικό διάστημα μέχρι να γίνει η επαναφορά στην προτέρα κατάσταση.
Η οποιαδήποτε τυχόν προσπάθεια του Πατριαρχείου Μόσχας ενσωματώσεως των επαρχιών αυτών στην κανονική δικαιοδοσία του, επειδή (πιθανόν) τα εδάφη των επαρχιών αυτών ενσωματωθούν με οποιονδήποτε τρόπο στην γεωγραφική περιφέρεια του Ρωσικού Κράτους, δεν θα έχει κανονικό έρεισμα.
Προσωπικώς, ελπίζω να διαψευσθώ. Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρξει ακόμη μεγαλύτερη εμπλοκή. Είναι πάντως οξύμωρο, οι μεν ιεροί κανόνες να δίδουν λύσεις αλλά οι άνθρωποι που καλούνται να τους εφαρμόσουν, να δημιουργούν τα προβλήματα. Εν ολίγοις, οι ιεροί κανόνες θέλουν, οι άνθρωποι δεν μπορούν. Δεν πρέπει, όμως, και εμείς κάποια στιγμή, ακολουθώντας το πρακτικό – και ρεαλιστικό πολλές φορές – πνεύμα των Πατέρων των τοπικών και οικουμενικών συνόδων, να δώσουμε τις δέουσες λύσεις μέσα από την συνοδικότητα;
Ερωτώ!