Δρ Συμεών Σολταρίδης
Αφορμή για το σημερινό Χριστουγεννιάτικο σημείωμά μου έδωσε ο γιος του συμμαθητή μου Σταμάτη Κίσσα, Βαγγέλης Κίσσας, όταν ανέβασε στο προφίλ του τις Χριστουγεννιάτικες Καταβασίες που έψελνε ο Σχολάρχης μας στην Χάλκη, κυρός Σταυρουπόλεως Μάξιμος.
Συγκινημένος άκουγα τους χορούς, τα ισοκρατήματά τους, την τέχνη της ψαλτικής και την ικανότητα του Σχολάρχη μας με το χαρακτηριστικό ιδίωμα της φωνής του, να ξεκινά τις Χριστουγεννιάτικες Καταβασίες, μετά το Κοντάκιο που ανέβαινε στον Θρόνο.
Από την παραμονή και μετά τον Πανηγυρικό Εσπερινό και το λιτό νηστήσιμο δείπνο, αφού την επομένη όλοι οι μαθητές θα κοινωνούσαμε (κοινωνούσαμε κυρίως Χριστούγεννα και Πάσχα μετά την σαρανταήμερη νηστεία), ανεβαίναμε στην αίθουσα των τελετών όπου μπροστά στην φάτνη και το Χριστουγεννιάτικο δέντρο ψάλλαμε ύμνους, απαγγείλαμε ποιήματα, διαβάζαμε όμορφα λογοτεχνικά και στο τέλος τραγουδούσαμε τα κάλαντα.
Όπως πληροφορούμασταν από τους παλαιότερους οι τελετές αυτές είχαν αλλάξει επί των ημερών μας (στην Σχολή πήγα το 1969) αφού από φωτογραφίες που βλέπαμε διακρίναμε τελετές επάνω σε σκηνές στους διαδρόμους του Ακαδημαϊκού τμήματος.
Μετά την λήξη της τελετής ώρα ύπνου. Ωραιότατη η έναστρη ή μη νύχτα της του Χριστού Γεννήσεως. Και μέσα στην ζεστασιά του κρεββατιού και την κούραση της ημέρας αφού άλλοι καθάριζαν το Ναό, άλλοι προετοιμάζονταν για τα μαθήματα του αναλογίου, κτυπούσε το καμπανάκι για το εγερτήριο και την μετάβαση μας στο Ναό, αφού ακριβώς στις 05.00 η μικρή καμπάνα μας καλούσε. Σκιές μέσα στο σκοτάδι κινούμασταν γρήγορα για να λάβουμε τις θέσεις μας. Βαδίζαμε προς το Νάρθηκα, ανάβαμε το κερί μας και κατευθυνόμασταν στις θέσεις, στασίδια μας.
Μετά τα Καθίσματα ,τους Κανόνες έφθανε η ώρα του Κοντακίου. Ήταν η στιγμή που θα άρχιζε η χοροστασία του Σχολάρχη μας. Χωρίς κωδωνοκρουσίες και αναμμένους πολυελαίους, έμπαινε στον Ναό συνοδευόμενος από τους Αρχιμανδρίτες σημερινό Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, τον μακαριστό Γέροντα Μητροπολίτη Νικαίας Κωνσταντίνο, τον αείμνηστο π. Αντρέα και τους διακόνους τότε, σημερινό Μητροπολίτη πρ. Χαλκηδόνος Αθανάσιο και τον κυρό Μητροπολίτη Πριγκηποννήσων Ιάκωβο. Πλέον ανέβαινε στον Θρόνο, αφού άναβε μόνο η λάμπα του Θρόνου για να ψάλλει και ξεκινούσαν οι Ιαμβικές (διπλές) Καταβασίες. Στο Ναό εκτός από τους περίπου 70 μαθητές της εποχής μου, βρίσκονταν και αρκετοί Χαλκινοί που ανέβαιναν στην Σχολή μια και είχε αρχίσει να γλυκοχαράζει.
«Ο καθαρότατος Ναός του Σωτήρος», μοσχομύριζε από το «αράπ-σαπούνι» που τον είχαν καθαρίσει την προηγούμενη και το μοσχοθυμίαμα που είχαν ανάψει από το πρωί. Οι χοροί μετά την κατάληξη « …έτη δέσποτα» και τον καιρό που λάμβαναν οι κληρικοί , ετοιμάζονταν να στείλουν το μηναίο με δυο κανονάρχους στον Σχολάρχη ο οποίος ξεκινούσε το «Χριστός Γεννάται» μάλλον πάνω μια φωνή από την βάση, ενώ τον συνόδευε ο δεξιός χορός στα ίσα.
Επειδή έζησα αυτή την ομορφιά όταν είχα αναλάβει τον δεξιό χορό, θα μπορούσα να επισημάνω ότι ήταν μια μουσική πανδαισία. Ο τόνος και το ύφος του ήταν προς μίμηση. Ήταν τόνος καρφωτός. Καμία αυξομείωση της φωνής, ούτε και γοργά, ούτε κατά διάνοια δίγοργα. Ήταν ένα ύφος πολλά υποσχόμενο προς όλους μας που ασχολούμασταν με το αναλόγιο και δεν σήκωνε καμία αναλαμπή της φωνής αφού επανερχόμασταν στα σωστά και μόνο με μια ματιά του. Ήταν όμως τέλεια αυτή η ματιά. Δεν σήκωνε καθυστερήσεις, ούτε ετσιθελισμούς. Στα λίγα χρόνια εμείς και στα επτά οι παλαιότεροι μας μαθαίναμε τον σωστό χειρισμό της φωνής, του λόγου και της απόδοσης της υμνωδίας.
Μετά την Ενάτη και τα Μεγαλυνάρια, τα Εξαποστολάρια και το Πάσα πνοή, άναβε ο μεσαίος πολυέλεος, καθώς ο έχων το γενικό πρόσταγμα του ιερού μαθητής έβγαινε από την διπλανή πόρτα του ιερού μετά από σχήμα , άναβε τα δύο μανουάλια με το «γεντέκι» κατά την Αγιορίτικη ορολογία «ράβδος» κατά την Πολίτικη και μετά από άλλο ένα σχήμα έμπαινε στο ιερό. Τότε ξεκινούσε ένα δύσκολο, αλλά όμορφο μάθημα. Τον «Δεσπότη και Αρχιερέα».
Με την έναρξη της Δοξολογίας , άναβαν όλοι οι πολυέλεοι και στο αργό Άγιος ο Θεός άρχισαν να κτυπούν ρυθμικά οι τρείς καμπάνες μας από τους μαθητές που ειδικεύονταν για ένα χρόνο να τις κτυπούν στις μεγάλες γιορτές. Νταν, νταν , νταν, νταν ντιν νταν, νταν νταν νταν νταν νταν νταν νταν και πάλι την ίδια χαρμόσυνη μουσική. Δεν κτυπούσαν ούτε αρχή της Δοξολογίας, αλλά ούτε και πριν το Ευλόγησον Δέσποτα. Φυσικά ούτε με την έλευση του Αρχιερέα στο Ναό. Τα τονίζω γιατί το γνωστό σε όλους τους Χαλκίτες τυπικό άρχισε να μεταβάλλεται στην Ελλάδα, σε ορισμένα μέρη της Πόλης, στις επαρχίες του Θρόνου, μια και οι απόφοιτοι της Σχολής μας έχουν περιοριστεί.
Εκείνο που μας παραξένευε ήταν ότι ο Σχολάρχης μας στο υπέρ του Αρχιεπισκόπου, όταν λειτουργούσε επέτρεπε να πούνε μόνο το όνομα του, ενώ απαγόρευε το και «ηγουμένου», ενώ δεν επέτρεπε να λέγεται η φήμη του, αλλά μόνο τρεις φορές του Πατριάρχη. Γιατί αυτή ήταν η πραγματική τάξη, εφόσον ηγούμενος είναι ο Πατριάρχης. Έτσι με την μεγαλοπρέπεια της Λειτουργίας στην Σχολή η οποία έχει το δικό της αυθεντικό τυπικό, χωρίς αιτήσεις μετά το Ευαγγελικό ανάγνωσμα, χωρίς αλαλαγμούς στους χορούς, χωρίς κοινωνικά αλλά ανάγνωση της Θείας Μετάληψης, την σχετική ευχή πριν την Θεία Κοινωνία, ακούγαμε το Δι’ ευχών και αναχωρούσαμε από το Ναό για μια μικρή βόλτα μέχρι τις 09.00 για να μεταβούμε στην μεγάλη τραπεζαρία όπου τρώγαμε το Χριστουγεννιάτικο γεύμα.
Ψάλαμε το τροπάριο των Χριστουγέννων, ευλογούσε την τράπεζα ο Σχολάρχης και καθόμασταν στις θέσεις μας. Στην μέση του οβάλ τραπεζιού ο Σχολάρχης, δεξιά του ο Θεοφ. Επίσκοπος Κλαυδιουπόλεως κυρός Ανδρέας, στα αριστερά του ο π. Κωνσταντίνος, δεξιά του ο π. Βαρθολομαίος, αριστερά του ο π. Αθανάσιος, δεξιά του ο αείμνηστος π. Ιάκωβος, στη συνέχεια δεξιά και αριστερά οι καθηγητές μας, στο τέλος της δεξιάς πλευράς ο αείμνηστος π. Ανδρέας, ο αείμνηστος Επιμελητής μας και ξεκινούσαν κατά ιεραρχία οι μαθητές της Ακαδημίας.
Το μενού, που μου το υπενθύμισε ο ομογάλακτος αδελφός μου Χρήστος Πλέγκας, αποτελούνταν από σούπα από κούρκο, κοινώς γαλοπούλα, σαλάτα και κυρίως πιάτο κούρκος με πιλάφι. Στο τέλος γλυκό.Στην συνέχεια ψέλναμε και πάλι το τροπάριο «Η γέννησίς σου» και αναμέναμε το καθιερωμένο λογύδριο του Σχολάρχη μας. Μόλις ακούγαμε να κτυπά το ποτήρι με το πιρούνι κάναμε ησυχία και περιμέναμε εκείνο το γνωστό «Ναι» που ξεκινούσε πάντα.
Αφού μας ευχόταν καλές γιορτές, μας ανέλυε και μερικές καθιερωμένες ρήσεις φιλοσόφων μια και είχε σπουδάσει φιλοσοφία στο Παν. Λουβέν του Βελγίου, με την γνωστή γαλλική προφορά μας έλεγε ότι μπορούμε να φύγουμε για τα σπίτια μας. Στο άκουσμα χειροκροτούσαμε. Συνέχιζε όμως «βέβαια έπρεπε να κάνουμε και τον εσπερινό της επομένης» πριν συνεχίσει όλοι εμείς «αχ!», αλλά μετά τα παροιμιώδη πειράγματά του συμπλήρωνε «φύγετε βγε, μην σας βλέπω» και χαμογελαστά άνοιγε την πόρτα και έφευγε.
Έζησα όντως τρία υπέροχα Χριστούγεννα στην Σχολή. Και τι δεν θα έδινα να τα ξαναζήσω. Δεν γνωρίζω… Ίσως κάποια φορά, κάποια χρονιά, κάποτε να βρεθούμε στην Τροφό μας Σχολή.