Του Αριστείδη Πανώτη
Θεολόγου – Άρχοντος Μ. Ιερομνήμονος της Μ.τ.Χ.Ε.
Για να ποτιστεί και βλαστήσει η πίστη και για να μαθητεύσουν οι νεότερες γενεές στην κληρονομιά της ευσεβείας μας χρειαζόταν η συστηματική συγκέντρωση του πλούτου και του εύρους της θρησκευτικής Γραμματείας όλων των επί μέρους κλάδων των Εκκλησιαστικών επιστημών. Όλος αυτός ο πολύτιμος θησαυρός δεν περιορίζεται χρονικά και τοπικά, αλλά αποτελεί πηγή θείας εμπνεύσεως για όσους πιστεύουν στην καθολικότητα της Θρησκείας και στην γνησιότητα της ορθοδόξου πίστεως, ότι είναι η «άνωθεν Αποκάλυψη για να «θεραπεύονται τα ασθενή και να αναπληρώνονται τα ελλείποντα» από «φιλογενείς» δάσκαλους και φιλίστορες συγγραφείς που κατά καιρούς ανέλαβαν να παρουσιάσουν σε συνοπτικά άρθρα, το απόσταγμα της μελέτης και των ερευνών τους με σκοπό την προσέγγιση της ορθοδόξου Πίστεως και Παραδόσεως, αλλά για να στηρίξουν τους λειτουργούς του θυσιαστηρίου και της έδρας στον σωστό προσανατολισμό της εκκλησιαστικής ζωής ιδίως των ημερών που έρχονται.
Στον ορθόδοξο χώρο τον 19ον αιώνα από τους πρώτους, που κατενόησε την σημασία του σύγχρονου εγκυκλοπαιδικού θεολογικού βιβλίου ήταν ο Ρώσος πρωθιερεύς Λεωνίδας Πετρώφ (1830-1915), θεολόγος της πνευματικής τότε αριστοκρατίας της παλαιάς και ευσεβούς κοινωνίας της Αγίας Πετρουπόλεως. Ο Πετρώφ ήταν κληρικός με βαθειά αφοσίωση στην παραδοθείσα «πατριαρχική Τάξη» από τον Φωτιστή των Σλάβων Άγιον Μάξιμον τον Γραικόν, τον οποίο μάλιστα θέλησαν να τον εξοντώσουν με 25 χρόνια φυλάκιση οι άτακτοι και αδιάβαστοι Ρώσοι κληρικοί όταν στάλθηκε εκεί περί το 1520 από τον Πατριάρχη Κων/πόλεως Θεόληπτον Α’, για να διορθώσει τα κακώς κείμενα στην εκεί εκκλησιαστική ζωή! Ο π. Λεωνίδας ήταν φιλότιμος συγγραφέας πολλών πνευματικών, ιστορικών και λειτουργικών βιβλίων και ιδιαίτερα καταγινόταν με την σύνταξη έργων κατά λεξικογραφικό τρόπο, όπως ήταν o «Βιβλικός Άτλας» και ο «Ιστορικοεκκλησιαστικός Άτλαντας» και της «Εγκυκλοπαιδείας των προσκυνημάτων της Πετρουπόλεως» κ.λπ. Το 1889 κυκλοφόρησε το «Σπραβότσνυ Μπογκοσλόφσκυ Τσερκοβνοϊστοριτσέσκυ Σλοβάρ» , δηλαδή το «Εγκυκλοπαιδικόν θεολογικόν λεξικόν της Εκκλ. Ιστορίας» (σελ. 294) σ’ ένα τόμο με δίστηλο κείμενο και χωρίς εικόνες που περιείχε λήμματα διαλεγμένα από τους τέσσερεις κλάδους της Θεολογίας, με σύντομη ανάλυση τους.1 Λίγα χρόνια πριν (1882), είχε επιστρέψει στην Πετρούπολη από ένα ιεραποστολικό ταξίδι στην Αμερική και ο μάγιστρος της Θεολογίας Αλέξανδρος Π. Λοπούχιν (1852-1904), που εξελέγη μετά ένα χρόνο καθηγητής των Κοινωνιολογικών μαθημάτων στην περίφημη εκεί Θεολογική Ακαδημία. Ήταν ένας θεολόγος με πάθος για την Ορθοδοξία αλλά και με πρακτικό πνεύμα, όπως φαίνεται από τις μελέτες του και τη δημοσιογραφική δράσι του. Από το 1892 είχε την διεύθυνση επισήμων περιοδικών με μεγάλη κυκλοφορία και ασκούσε μεγάλη επίδραση στα λαϊκά στρώματα με το περιοδικό του «Εκκλ. Αγγελιαφόρος» και με το «Χριστιανικόν Ανάγνωσμα» και συνεργαζόταν στενά και γόνιμα με τους επιστημονικούς κύκλους των Θεολογικών Ακαδημιών Κιέβου, Μόσχας, Πετρουπόλεως και Καζάν, αλλά και με κληρικούς και λαϊκούς παράγοντες της Εκκλησίας στη Ρωσία.2 Οι καλές σχέσεις του Λοπούχιν με τον ιδρυτή του μηνιαίου πνευματικού περιοδικού «Στράνικ» («Ταξιδιώτης») του πρωθιερέα Β. Γκρεγκούλιεμπιτς του έδωσε την οικονομική δυνατότητα να εκδώσει σαν παράρτημα του περιοδικού αυτού και με την επιστημονική συνδρομή όλων των φίλων του, την «Πραβοσλάβναϊα Μπογκοσλόφσκαϊα Εντσικλοπέντιϊα» δηλαδή την «Ορθόδοξη Θεολογική Εγκυκλοπαιδεία και κυκλοφόρησε μόνον δώδεκα τόμους (1900-1911) και περιέλαβε περισπούδαστα θεολογικά άρθρα από όλους τους κλάδους της Θεολογίας, αλλά και κείμενα της εκκλησιαστικής επικαιρότητος με βιβλιογραφίες, στατιστικές, χάρτες και εικόνες των συγχρόνων ιεραρχών και των εκκλησιαστικών καθιδρυμάτων της Ρωσίας. Οι συντάκτες των άρθρων είναι κληρικοί και θεολόγοι με ακαδημαϊκούς και μη τίτλους, όπως οι πρωθιερείς Νικ. Ελεόνσκυ, Θεόδ. Τιτώφ και οι καθηγητές Ι. Σοκόλωφ, Αλ. Σαντώφ, Ν. Ποκρόφσκυ, Παύλος Πονομάρεφ, Αθ. Μπουλγκακώφ, Βλαδ. Κερένσκυ, Σεργ. Γκλαγκόλεφ, Ν. Ζαοζέρσκυ και ο Αλέξ. Ουσπένσκυ κ.α. Όμως η ψυχή της αυτής της εκδόσεως ήταν ο Λοπούχιν που πρόωρα απεβίωσε στις 22 Αυγούστου 1904. Το 1904 καθηγητής Ιβάν Ιβάνοβιτς Σοκόλοφ είχε εκδώσει στην Πετρούπολη την «Ιστορίας της Εκκλησίας Κων/πόλεως τον 19ον αιώνα». όπου απαντούσε κανονικά ποια ακριβώς είναι η ευθύνη του Οικουμενικού Πατριάρχη μέσα στην Ορθοδοξία και αποστόμωνε τους υμνητές του «εθνικιστικού κρατισμού» που κατήντησε την κάθε τοπική Εκκλησία «εργαλείο» του Κράτους. Έγραφε: «Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως είναι ο αρχιεπίσκοπος της πόλεως που διαχρονικά καταστάθηκε στην Ιστορία κέντρον της συνοδικής εκκλησιαστικής δραστηριότητος και εστία υψηλού πολιτισμού γι’ αυτό και πρέπει να διατηρήσει τα ίδια ακριβώς δίκαια και υποχρεώσεις τα οποία δυνάμει των εκκλησιαστικών κανόνων του ανήκουν και βεβαιώθηκαν ιστορικά εκ παλαιού». Αυτά εκτιμήθηκαν από τον μεγάλο πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ και του απένειμε το οφφίκιο του Μεγάλου Ιερομνήμονα και αυτός το 1917 εξελίχθηκε σε σπουδαίο εκκλησιαστικό παράγοντα ανασυστάσεως της πατριαρχίας στη Ρωσία προκαλέσας την εκδικητική οργή των αθεϊστών, που τον εξόρισαν μέχρι θανάτου το 1939. Για να συνεχιστεί η έκδοση, η αρχισυνταξία της ανατέθηκε στον καθηγητή Νικολάϊ Γκλουμποκόφσκυ (1867-1937) της Θεολογικής Ακαδημίας Πετρουπόλεως, που ήταν ένας επιστήμονας συντηρητικών αρχών και επιδίωξε να ανεβάσει το επιστημονικό επίπεδο των δημοσιευόμενων άρθρων με την συμμετοχή έγκριτων και δόκιμων θεολόγων της εποχής του κατά τα ετερόδοξα παράλληλα επιστημονικά έργα και με την σχετική βιβλιογραφία. Όμως οι ανατρεπτικές ιδέες στη Ρωσία είχαν πάρει τεράστια έκταση ενώ το Σώμα της εκεί Εκκλησίας διευθυνόταν από το 1720 με την συμβολική συμπαράσταση της διορισμένης από τον τσάρο «Αριστίνδην» Συνόδου και αποκλειστικά ελεγχόμενης από τον λαϊκό «Αυτοκρατορικό Επίτροπο» του. Αυτό φόρτωσε τα λάθη της κοσμικής εξουσίας και στην «Αυτοκρατορική Εκκλησία», που θεωρήθηκε συνυπεύθυνη της κρατικής κοινωνικής κακοδαιμονίας και κατά την επαναστατική μετάλλαξη του εκεί καθεστώτος η Εκκλησία γνώρισε τον μακρότατον αθεϊστικόν διωγμόν μέχρι που δέχθηκε το 1943 τα δεσμά του «Ιστορικού Συμβιβασμού», που δυστυχώς επιβιώνει και στην εποχή της Περεστρόϊκας!
Το 1911 η σφοδρή αντιπαράταξη των φιλοπατριαρχικών και των φιλοκρατιστών μεταφέρθηκε και στην έκδοση της «Πραβοσλάβναϊα Μπογκοσλόφσκαϊα Εντσικλοπέντιϊα» και η έκδοση περίεργα διακόπηκε στον δωδέκατο τόμο και μάλιστα στάθηκε στο λήμμα «Κωνσταντινούπολη»! Όμως ο Γκλουμποκόφσκυ δεν παρέδωσε την προεργασία του στην άτεγκτη τσαρική λογοκρισία για να το καταστρέψει και μόνος προχώρησε μεταξύ του 1914-1917 στην έκδοση του επίτομου «Πόλνυ Πραβοσλάβνυ Μπογκοσλόφσκυ Εντσικλοπεδίτσεσκυ Σλοβάρ», δηλαδή του «Πλήρους Ορθοδόξου Θεολογικού Εγκυκλοπαιδικού Λεξικού» σε δύο τόμους σε δίστηλο κείμενο από 2464 σελίδες χωρίς βέβαια εικόνες. Αυτό έρχεται να γεφυρώσει δημιουργηθέν το κενό γιατί το 1918 καταδιώχθηκε και κατέφυγε πρόσφυγας στη Βουλγαρία και το 1923 εξελέγη πάλι καθηγητής στην Θεολογική Σχολή της Σόφιας.
Από τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο ανοίγεται μια νέα περίοδος σχέσεων και αμοιβαίου ενδιαφέροντος Ορθοδόξων και Αγγλικανών. Εξέχουσες προσωπικότητες της Αγγλίας ιδρύουν το 1914 τον «Σύνδεσμο των Εκκλησιών Αγγλικανικής και Ανατολικής» και το 1919 πολλοί Αγγλικανοί κληρικοί επισκέπτονται τις Ορθόδοξες Εκκλησίες ιδίως επί της πατριαρχίας του Μελετίου Δ΄ όταν αναγνωρίζεται το κύρος των αγγλικανικών χειροτονιών, ως προερχόμενον από κανονικήν διαδοχήν εκ της Πρεσβυτέρας Ρώμης. Το 1922 συνιστάται με έδρα το Λονδίνο η Μητρόπολη Θυατείρων και Μεγάλης Βρεταννίας με πρώτον ιεράρχη τον Γερμανόν Στρινόπουλον πρώην Σχολάρχη της Θεολογικής Σχολής Χάλκης. Με την υπόδειξη του Α. Bontwood, το 1919, ο διδάκτωρ της Θεολογίας James Langford άρχισε τη σύνταξη ενός μικρού λεξικού θεολογικών όρων, του «Dictionary of the Eastern Orthodox», από XIV-144 σελίδες, που το συμπλήρωσαν ο λόρδος Abbod Pershore και ο πρεσβύτερος J. A. Douglas με σοφές προσθήκες οι γνωστοί μελετητές της Ορθοδοξίας και τον Αύγουστο του 1923 το βιβλίο τυπώθηκε από τον οργανισμό «The Faith Press» και κυκλοφόρησε με πρόλογο του Ιωάννου Γενναδίου.3
Την 1η Μαρτίου του 1926 ο Παύλος Δρανδάκης, κατά το πρότυπο της αγγλόφωνης Εγκυκλοπαίδειας Βritannica, συνιστά την «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» του «Πυρσού» που κυκλοφόρησε επί οκταετία (1926-1934) σε κείμενο 23. 000 σελίδων που αποτέλεσαν 24 τόμους. Για την σύνταξη των εκκλησιαστικών άρθρων βασικός συνεργάτης είναι ο Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, καθώς και θεολόγοι συνάδελφοι και μαθητές του. Το 1928, ο αντισυνταγματάρχης Γ. Ι. Σώχος είχε την πρωτοβουλία της εκδόσεως της «Μεγάλης Στρατιωτικής και Ναυτικής Εγκυκλοπαιδείας» που ικανοποίησε οικονομικά τον εκδότη του, γι’ αυτό σκέφτηκε και το θρησκευόμενο κοινό. Ζήτησε την συνεργασία των πανεπιστημιακών θεολόγων, χωρίς όμως να την επιτύχει και χρησιμοποίησε επιμελητή της ύλης τον έμπειρο φιλόλογο και δημοσιογράφο Ιωάννη Δημάρατο, ο οποίος με την συμπαράσταση των νέων θεολόγων Δ. Μωραΐτη, Ι. Καρμίρη, Κ. Μπόνη, Γερ. Κονιδάρη, Β. Ιωαννίδη, Ν. Καψή, Ε. Καρπαθίου, Ι. Δ. Φραγκούλα κ. α., κυκλοφόρησε από το 1936 σαν περιοδική έκδοση σε φυλλάδια την «Θρησκευτική και Χριστιανική Εγκυκλοπαιδεία», που έφθασε μέχρι τον Γ΄ τόμο της και διακόπηκε κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και στην κατοχή πέθανε ο εκδότης της. Το έργο, είναι σε δίστηλο κείμενο και με υποτυπώδη εικονογράφηση, όμως παρά τις πολλές ελλείψεις του σε λήμματα και εσωτερική πνοή παρουσιάζει και περισπούδαστα άρθρα, που και σήμερα έχουν την επικαιρότητά τους.
Το 1948 ο φιλόλογος και δόκιμος συντάκτης της «Καθημερινής» του Γεωργίου Βλάχου Αθανάσιος Μαρτίνος θέλησε να επαναλάβει την πρωτοβουλία του 1936 και ήλθε σε επικοινωνία με τον Αθηνών Δαμασκηνό και του έθεσε την ανεύθυνη διασπορά δήθεν «προοδευτικών» ιδεών και την έκδοση και κυκλοφορία του πλούτου που διαθέτει η Ορθοδοξία για την στήριξη του πληρώματος της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο Δαμασκηνός ενθουσιάστηκε και υποσχέθηκε την πλήρη συμπαράσταση της Εκκλησίας, αλλά αιφνίδια απεβίωσε στις 20 Μαΐου 1949 σε ηλικία 59 χρόνων. Το 1954 ο νεοσύστατος εκδοτικός οίκος «Άμπελος» κυκλοφόρησε σε λίγα φυλλάδια την «Μεγάλη Εγκυκλοπαιδεία του Χριστιανισμού» με υπεύθυνο τον θεολόγο Δαμιανό Στρουμπούλη. Ήταν έκδοση εκλαϊκευμένης μορφής και κυκλοφόρησε μετά λίγα φυλλάδια και διέκοψε την έκδοση μάλλον για οικονομικούς λόγους. Περί το τέλος της θητείας μου στην πατρίδα με τὸ 1959 με κάλεσε ο Αθηνών Θεόκλητος Β’ που σκεπτόταν την ανακαίνιση του αρχιεπισκοπικού οίκου και σε δωμάτιο του ισογείου είχε διασωθεί σε κακή κατάσταση η βιβλιοθήκη του ιστορικού καθηγητή Αθηνών Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου και έπρεπε να μετακινηθεί και συνέταξα πλήρες σχέδιο Βιβλιοθηκονομίας, με στόχο την καταλογογράφηση της γνώσεως εκ του πλούτου των προσφερόμενων βιβλίων των τεσσάρων κλάδων της Θεολογίας στους αναγνώστες της κληρικούς και θεολόγους. Τότε κατά σύσταση του Μακαριωτάτου γνώρισα τον υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων καθηγητή Γρηγόριο Κασιμάτη και με επιστράτευσε πλησίον του και ορκίστηκα τότε μέσα στο υπουργείο της οδού Ευαγγελιστρίας ως εκπαιδευτικός λειτουργός με απόσπαση στο υπουργικό του γραφείο για τα εκκλησιαστικά. Εκεί εγνώρισα μακρυνόν συγγενή μου εκ πατρός εκ Τριφυλίας, τον από Κυπαρισσίας λόγιο φιλόλογο και έμπειρο δημοσιογράφο της «Καθημερινής» Αθανάσιον Μαρτίνον εκ Κυπαρισσίας,4 που συνέστησε στην οδό Πεσματζόγλου τις «Εκδόσεις Α Ω» και θέλησε την έκδοση τόμου της «Θρησκευτικής και Ηθικής Εγκυκλοπαιδεία» με πληρέστερο θεματολόγιο θρησκευτικών και εκκλησιαστικών άρθρων στο σχήμα του «Εγκυκλοπαιδικού Λεξικού του Ελευθερουδάκη» (1927-1932). Σε λίγο μετά τις πρώτες συνομιλίες άρχισε μεθοδικά το στάδιο συντάξεως του έργου, με τον καταρτισμό του λημματολόγιου και των κανόνων ύλης, γλώσσης, παραπομπών σε βασική βιβλιογραφία και προτάσεις επίλεκτών συντακτών. Τότε προτάθηκε ως Διευθυντής της ύλης ο σεμνός θεολόγος και έμπειρος δημοσιογράφος Βασίλης Μουστάκης και η ταπεινότητά μου ως αρχισυντάκτη με πολυσύνθετα καθήκοντα, λόγω της τότε δημοσίας θέσεώς μου και ως καλλιτεχνικός σύμβουλος ο Φώτης Κόντογλους με τον μαθητήν του Ράλλη Κοψίδη. Το 1963 Πατριαρχείο της Μόσχας συνεκρότησε ειδική Επιτροπή υπό την προεδρία του τότε αρχιεπισκόπου Τάλιν Αλεξίου για την συγγραφή και αποστολήν στην Θ.Η.Ε. άρθρων αφορώντων την θεολογική και εκκλησιαστική ζωή στην Ρωσία.5
Η περίοδος προετοιμασίας του έργου συνέπεσε με την εν Αθήναις βαθειά «αρχιεπισκοπική κρίση» που συνετάραξε την Ελλαδική Εκκλησία. Από τον πρώτο τόμο με την παρουσία της «Η Θρησκευτικὴ και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία» θέλησε να στηριχθεί η Εκκλησία μας από την ανακαινιστική πανορθόδοξη ενότητα έναντι των τότε συμβάντων σε Αυτήν γι’ αυτό και κατέστεψε τον πρώτο τόμο: «Στην σεπτήν κορυφήν της Ορθοδοξίας, τον Οικουμενικόν Πατριάρχη Αθηναγόρα σεβασμού και ευλαβείας ένεκεν» και αφιέρωσε κάθε νέον τόμον στα τρία παλαίφατα Πατριαρχεία και στις κατά το «Συνταγμάτιο των Διπτύχων» κανονικές Ορθόδοξες Εκκλησίες.
1. Το 1895 ο Léon Clugnet, με τον εκδότη A. Picard, τυπώνει στο Παρίσι το Dictionnaire grec-français des noms liturgiques en usage dans l’Église Grecque (σ. Χ-196, σχήμα 8ον), που μπορεί να χαρακτηρισθεί μάλλον σαν γλωσσάριο παρά σαν λεξικό. Μετά τον πρόλογο, παραθέτει τα λειτουργικά βιβλία, από τα οποία πήρε το υλικό του και με αλφαβητικό τρόπο ερμηνεύει τις ελληνικές λέξεις δίνοντας τις αντίστοιχες λατινικές λειτουργικές έννοιες.
2. Περί της επιστημονικής δραστηριότητος των Θεολογικών Ακαδημιών της Ρωσίας, βλέπε ΘΗΕ. Α, σ. 1144-1145. όπου και η βιβλιογραφία.
3. Πρόκειται περί του ιδρυτή της Γενναδείου Βιβλιοθήκης των Αθηνών και γνωστό λόγιο και βιβλιόφιλο, που πρωτοστατούσε σε πολλές εκδόσεις, και μάλιστα αυτό ειναι αφιερωμένο στον περίφημο Σέρβο μητροπολίτη Αχρίδος Νικόλαο Βελιμίροβιτς, ο οποίος διακρίθηκε μετά στην «Διορθόδοξη Διάσκεψη» στην μονή Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους (1930) και σύντομα αναλύει λήμματα από την Ιστορία, τη Λειτουργική, την Αγιολογία, επισυνάπτοντας εορτολόγιο και βιβλιογραφία.
4. Θ.Η.Ε Μαρτίνος τ. 8 σ. 783-5.
5. Από εμφάνιση του πρώτου τόμου της η Θ.Η.Ε. δέχθηκε τα συγχαρητήρια των Εκκλησιαστικών περιοδικών και εφημερίδων: «Απόστολος Ανδρέας», «Πάνταινος», «Εκκλησία», «Irénikon», «Evangelische Welt», «Proche-Orient Chrétien» «Ανάπλασις», «Ενορία», Δελτίον Ελλ. Θεολόγων, κ.α. Όταν ολοκληρώθηκε το 1968 η έκδοση δέχθηκε το «Αριστείον» της Ακαδημίας, Αθηνών και την τιμητική σύσταση του Ελληνικού κράτους (Εγκύκλιος υπ’ αρ. 1273/4-7-64) για τον πλουτισμό με την έκδοση των Σχολικών βιβλιοθηκών. Τότε θεώρησα καθήκον να εκδώσω το περιοδικό: «Ορθόδοξη Παρουσία», θεωρούμενο ισάξιο των ευρωπαϊκών θεολογικών περιοδικών με τους συνεργάτες μου εκ της Θ.Η.Ε., που συνέχισα την κυκλοφορία επί διετία προσφέροντας περισπούδαστα άρθρα και χρονικά. Αυτά όμως ενόχλησαν την λογοκρισία της επταετίας του 1967 και καθ’ υπόδειξη των συντακτών του τότε νέου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας επειδή υπέδειξα πως είναι αντιγραφή του παρομοίου που επέβαλε στην Εκκλησία της Ρουμανίας το εκεί επικρατούν καθεστώς και λόγω των γνωστών σχέσεών μου με το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, προτίμησα το Φαναριωτικό: «Σιωπής τιμάσθω»!
Α.Π.