Η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος
γονυπετής προ του σημείου της ταφής του Αποστόλου (φωτ. αρχείου: Ν. Μαγγίνας) |
Για το Φως Φαναρίου
Με αφορμή την δεύτερη Πατριαρχική Λειτουργία στην Έφεσο
Το «αρεστόν» – ad libitum- στον Απόστολο Ιωάννη
Από τον καθηγητή Αριστείδη Πανώτη
Μ. Ιερομνήμονα – Ιστορικό
Η αποστολική εμβέλεια του Πατριάρχη μας, με την αλιευτική εμπειρία της, φαίνεται πως έπεισε τελικά τους κυρίαρχους της χώρας που εδρεύει η Καθέδρα του για την καθαρά θρησκευτική διακονία του. Γι’ αυτό και άνοιξαν οι κλειστές πύλες πολλών ιερών τόπων, ναών και μονών, προκειμένου να ασκήσει το καθήκον του ως Οικουμενικού ποιμένα για να μνημονευθούν οι γενεές που πέρασαν και εκείνες που πορεύονται και έρχονται να παιδαγωγηθούν χωρίς σωβινισμούς και θρησκευτικές διακρίσεις, που συνήθως πληρώνονται από τους αθώους με συμφορές. Ένας από τους ευσεβείς πόθους του Πατριάρχου μας είναι να ερευνηθεί και να αξιοποιηθεί η από αιώνες σιωπώσα αλλά πάντα «λαλέουσα πηγή» αποστολικότητος της Μικρασιατικής Εκκλησίας που αναβλύζει στην άλλοτε πρωτεύουσα πόλη της Ασίας, στον σημερινό ερειπιώνα της Εφέσου. Η πόλη αυτή ήταν η τρίτη σε μέγεθος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μετά την Ρώμη και την Αλεξάνδρεια και σταυροδρόμι των πολιτισμών στην Ανατολή επάνω από 2.500 χρόνια και η αρχαιολογική έρευνα του χώρου της ήταν επιβεβλημένη γιατί μόνον η αποκάλυψη της παραχωμένης ζωής της θα πλούτιζε την εκκλησιαστική σημασία της και την πολιτιστική προσφορά της στην ανθρωπότητα.
Μετά την καταστροφή των Ιεροσολύμων και μέχρι την αρχή της δεύτερης εκατονταετίας, επί Τραϊανού (72-105), η Έφεσος είναι επί τρεις δεκαετίες – με μικρά διαλείμματα – το κέντρο δράσεως του Ευαγγελιστή Ιωάννη στην Μικρά Ασία, η δε ταφή και Μετάστασή του την ανέδειξε στους επόμενους αιώνες πηγή της «Ιωάννειας αποστολικής παραδόσεως».
Την πληροφορία για τη παρουσία στην Έφεσο του Αποστόλου την επιβεβαίωσε ο διάδοχός του Εφέσου Πολυκράτης (193-202), όταν γράφει προς τον Ρώμης Βίκτωρα (189-199) στα τέλη του 2ου αιώνα ότι «εν Εφέσω κεκοίμηνται» προσωπικότητες της Εκκλησίας, κάτι που σημαίνει και ασφαλή γνώση του τόπου ταφής τους. Επί του τόπου της αναπαύσεως του Αποστόλου ανεγέρθηκε απ’ αρχής «μνημοθέσιο» (in memoria) για να τιμηθεί ο Απόστολος το οποίο, όπως διαπιστώθηκε κατά τις ανασκαφές, είχε διάφορες εξελίξεις. Το πρώτο που κάλυψε τον τάφο του Αποστόλου ήταν ένα «κιβώριο», όπως συνηθιζόταν στην Ανατολή για εξαίρετα πρόσωπα. Η ιερότητα που προσέλαβε ο τόπος ταφής του μακροβιώτερου Αποστόλου από τα πλήθη των προσερχόμενων προσκυνητών συνετέλεσε στο να μεγεθυνθεί περί το 196-8 το αρχικό μνημείο με μορφή «Μαρτυρίου». Στα πλευρά του κτίσματος αυτού επί Θεοδοσίου, περί το 400, εξ ανάγκης προστασίας των μυριάδων που τον επεσκέπτοντο, προέκυψε η ανάγκη να επεκταθεί σταυροειδώς με τέσσερα κλίτη βασιλικών. Την ίδια εποχή η μεγάλη βασιλική της Ρωμαϊκής Αγοράς «του τότε λιμένα» της πολυάνθρωπης Εφέσου μετεσκευάστηκε σε δύο συνεχόμενες τρίκλιτες βασιλικές με νάρθηκα, αίθριο και βαπτιστήριο για την επικρατούσα πλέον χριστιανική λατρεία σε όλη την Ιωνία. Αυτό απέδειξαν οι αυστριακές αρχαιολογικές έρευνες από το 1932 μέχρι το 1951 των J. Keil και H. Hormann. Στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου κατά μίμηση της Παλαιάς Ρώμης ιδρύθηκε και «Αποστολείο» στη Νέα Ρώμη και μεταφέρθηκαν σ’ αυτό από την Ελλάδα οι θήκες των λειψάνων των Αποστόλων Ανδρέα και Λουκά και από την Έφεσο μόνον του Αποστόλου Τιμοθέου. Αυτό δείχνει ότι ήδη τότε ήταν κενό το «μνημοθέσιον» του Αποστόλου Ιωάννη στην Έφεσο.
Στη βασιλική αυτή συγκλήθηκε η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος το 431 κατά του Νεστοριανισμού και οι Πατέρες συγκεντρώθηκαν εκεί για να επιλύσουν την διαφωνία περί της ενότητος του Λόγου του Θεού με την ανθρώπινη υπόσταση που προσελήφθη εκ της Αγίας Παρθένου Μαρίας και τόνισαν την αξία της μητρότητος στην κατά σάρκα γέννηση του Ιησού Χριστού. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αλεξανδρείας Κυρίλλου τότε οι συνοδικοί Πατέρες: «ανήλθαν και προσκύνησαν» εκεί τον τάφο του Αποστόλου Ιωάννου. Λόγω των θεσπισμάτων της συνελθούσης εκεί Συνόδου περί της Θεοτόκου Μαρίας οι βασιλικές αυτές «του λιμένα» θεωρήθηκαν ότι αφιερώθηκαν στη τιμή «της Θεοτόκου». Μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα εμφανίστηκε η άποψη ότι τάφηκε στην Έφεσο η Παναγία, που κατά αρχαιότατη παράδοση «εκοιμήθη» στη Γεσθημανή. Όταν η Ρώμη δεν απέκτησε δικαίωμα όπως οι ορθόδοξοι και οι Γρηγοριανοί Αρμένιοι να λειτουργούν στο Θεομητορικό προσκύνημα της Γεθσημανής τότε με «όραμα» της Γερμανίδας μοναχής Άννας Αικατερίνης Έμεριχ, ανευρέθηκε στην Έφεσο ένα βυζαντινό κτίσμα που το ονόμασαν «Τάφο της Παναγίας» για το Ρωμαιοκαθολικό πλήρωμα.
Στα μέσα του 5ου αιώνα το πρώτο Αποστολείο του Ιωάννη ήταν σαθρωμένο από τους σεισμούς και επί Ιουστινιανού ανεγέρθηκε η μεγάλη και περικαλλής λατινικού σταυρού σταυρόσχημη πεντάτρουλλη βασιλική μήκους 125 μέτρων η οποία ολοκληρώθηκε το 565 και περιγράφεται από τον ιστορικό Προκόπιο (Migne P.G. τ.150. στ. 162-165). Όμως η μεγάλη σημασία της Έφεσου για την Εκκλησία είναι ότι μέσα από την διαδοχή των επισκόπων της διατηρείτο ζώσα η Αποστολική Παράδοση αυτού του μητροπολιτικού κέντρου της Ασίας που επιστατούσε τις Μικρασιατικές Εκκλησίες, στις οποίες ο «ηγαπημένος» Μαθητής του Ιησού εμπιστεύθηκε το Δ’ Ευαγγέλιό του και απέστειλε τις τρεις γνωστές Καθολικές επιστολές του, καθώς και προς αυτές από την Πάτμο την Αποκάλυψή του. Μάλιστα πάπυρος με στίχο του Ευαγγελίου αυτού βρέθηκε σε ανασκαφές στην Αίγυπτο χρονολογημένο ασφαλώς το 115 που δείχνει την αρχαιότητα αυτού του Δ’ Ευαγγελίου.
Τα συντελεσθέντα στην πόλη αυτή είναι ισάξια με εκείνα που έπραξαν οι Πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι από την Παλαιά Ρώμη, γιατί το κύρος της Ιωάννειας παραδόσεως εκπέμπεται μεν από την Έφεσο, αλλά συγχωνεύθηκε μετά την κληρονομία του Πρωτοκλήτου στην Καθέδρα της Νέας Ρώμης από τις Οικουμενικές Συνόδους, κάτι που υποδεικνύει στο διηνεκές την ιδιάζουσα Αποστολική Ευθύνη της Εκκλησίας Κων/πόλεως για την κανονική πορεία της δικαιοδοσίας της.
Το ενδιαφέρον για την Έφεσο γίνεται μεγάλο από το 1863 για να ερευνηθούν τα ερείπια της διάσημης πόλεως μετά τους σεισμούς και τις αλλεπάλληλες επιδρομές λαών της Ανατολής που κατά καιρούς την κατέκτησαν. Με βάση τις διηγήσεις αρχαίων και νεότερων περιηγητών αρχικά προχώρησε η ανασκαφική έρευνα γύρω από τον παραχωμένο παλαιό λιμένα της πόλεως και ήλθαν στο φως από Άγγλους και Αυστριακούς αρχαιολόγους πολλά σπουδαία κτίσματα βασιλικών στις αρχές του 20ου αιώνα. Την ίδια εποχή μια άλλη διαφορετική πρωτοβουλία αρχίζει από ορθοδόξου πλευράς για να ακουστεί η φωνή των Εκκλησιών της Μικράς Ασίας μέσα από τις διασωζόμενες γραπτές πηγές και τα διασωθέντα ερείπια. Αυτή την επιχειρεί ο ενθουσιώδης μελετητής της χριστιανικής αρχαιότητος και υφηγητής Γεώργιος Λαμπάκης, για να επανατονώσει την πνευματική ζωή του χριστιανικού ποιμνίου που ζούσε στις εκεί – τότε – μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου (Γ.Λαμπάκη. «Οι επτά αστέρες της Αποκαλύψεως», που δημοσιεύθηκε το 1909 . Θ.Η.Ε. τ.8, στ. 100-102).
Ο Λαμπάκης είχε ταυτίσει τα ορατά κατάλοιπα των ερειπίων του λόφο «Αγιασολούκ» της Εφέσου με τον πιθανό τόπο ταφής του Ευαγγελιστή. Όμως προέκυψε ο αδόκητος θάνατός του το 1914. Το ζήλο του για τη Μικρασιατική Εκκλησία συνέχισαν οι πρώτοι ασχολούμενοι με τις λεγόμενες «βυζαντινές σπουδές».
Η συναφθείσα «Ανακωχή» το 1918 έδωσε το έναυσμα για τη μελέτη των περιοχών της Ιωνίας που τότε ήκμαζε το χριστιανικό στοιχείο (Κ. Άμαντου. Ο Ελληνισμός της Μ.Ασίας κατά τον Μεσαίωνα. Αθήναι 1919 και Π. Κοντογιάννη. Η ελληνικότητα των νομών Προύσης και Σμύρνης. Αθήναι 1919. κ.α.). Εξ αυτού και η «Επιτροπεία Εθνικών Δημοσιευμάτων» ανέθεσε την εκπόνηση σχετικής μελέτης στον τότε νέο έφορο Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Αθηνών Γεώργιο Σωτηρίου, που εκδόθηκε το 1920 στην Αθήνα με τον τίτλο: «Χριστιανικά Μνημεία της Μικράς Ασίας» (αριθμ. 9, εν Αθήναις εκδ. Ι. Σιδέρη 1920). Το δημοσίευμα αυτό προκάλεσε συγκίνηση στον απανταχού ορθόδοξο κόσμο και όταν ανατέθηκε από τους Συμμάχους η «εντολή» το 1919 για τη προστασία της δημοσίας τάξεως της Ιωνίας από τον ελληνικό στρατό, η κοινή γνώμη εκ των πρώτων ζητημάτων που θέλησε να επιληφθεί ήταν να επιχορηγηθεί η ανασκαφική έρευνα στην Έφεσο για να βρεθεί ο τάφος του Ιωάννη του Θεολόγου. Η ερευνητική αποστολή ανατέθηκε – ως τον κατ’ εξοχήν αρμόδιο – στον αείμνηστο διδάσκαλό μου Γεώργιο Σωτηρίου, που και με την πρόσφατη μελέτη του έδειξε βαθειά μελέτη της διεθνούς βιβλιογραφίας για την Έφεσο και είχε ειδικό ενδιαφέρον για τα Μικρασιατικά χριστιανικά μνημεία (του Γ. Σωτηρίου υπήρξα ο τελευταίος επιστημονικός βοηθός στη Θεολογική Σχολή Αθηνών).
Ο Σωτηρίου αναζήτησε το γνωστό ως «Αποστολείο» του Θεολόγου στην περίοπτη θέση του λόφου «Αγιασολούκ», όπου υπήρχε συσσωρευμένο τεράστιο οικοδομικό υλικό μάλλον από τους μεγάλους σεισμούς του 8ου αιώνα (ό,τι απέμεινε το κατέστρεψε το 1404 ο φοβερός Ταμερλάνος που έφθασε μέχρι την Έφεσο και μετά το άρπαξαν οι Σελτζουκίδες Τούρκοι για να κτίσουν το 1375 το παρακείμενο τέμενος του Ιsa Bey).
Άρχισε το έργο της ανασκαφής τον Ιούνιο του 1921 από την δυτική πλευρά των ερειπίων και αρχικά απεκάλυψε το αίθριο με τις στοές, τον εξωνάρθηκα και τον νάρθηκα ναού και μετά προχώρησε στον κεντρικό χώρο του κτίσματος. Εκεί διαπίστωσε πως πρόκειται περί μιας βασιλικής σε σταυροειδές σχήμα με δύο κλίτη που έφεραν επάνω και υπερώα. Οι τέσσερις ισχυροί βραχίονες στο κέντρο του Σταυρού απλώνοταν ακτινωτά και εντόπιζαν στο κέντρο τους όρυγμα ταφής καλυπτόμενο από μαρμάρινο κιβώριο, ενδεικτικό της επισημότητας του ταφέντος προσώπου, στεφόμενο προς ανατολάς από ημικύκλιο Σύνθρονο. Αυτό το πρόσωπο δεν μπορούσε να είναι άλλο από τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Ιωάννη τον Θεολόγο, γεγονός που ταύτιζε πλέον την βασιλική με το γνωστό Ιουστινιάνειο «Αποστολείο» του 6ου αιώνα.
Η ανακάλυψη αυτή «θεωρήθηκε βαρυσήμαντο εκκλησιαστικό γεγονός για την Χριστιανοσύνη» και ο τότε μητροπολίτης Φιλαδελφείας και τοποτηρητής της Μητροπόλεως Εφέσου Χρυσόστομος Χατζησταύρου το ανήγγειλε αμέσως στον πατριάρχη Μελέτιο με έκθεσή του στην οποία μεταξύ των άλλων του γράφει ότι: «Ο τάφος ούτος ανεσκάφη επιμελώς και ανευρέθηκαν εν αυτώ συντρίμματα κανδυλών, διαφόρων εκκλησιαστικών σκευών και οστά τινά, μετά προσοχής ιδιαιτέρως φυλαττόμενα. Ευθύς εκλήθην και προσεκύνησα το φρέαρ τούτο της ζωής εξ ου αθάνατοι εις τον αιώνα αναδίδονται φωναί Θεολογίας και μυσταγωγίας θείας του υιού της Βροντής».
Ο Πατριάρχης δέχθηκε περιχαρής την είδηση γιατί επαληθεύθηκε η αρχαία μαρτυρία όχι μόνον πως στην Έφεσο «αναπαύεται» ο Ευαγγελιστής, αλλά διότι και αυτή η κληρονομία της αποστολικότητος αναδεικνύει τις διαστάσεις της Καθέδρας του. Έτσι στην έκθεσή του προς τον Πατριάρχη ο τότε Φιλαδελφείας Χρυσόστομος δίδει περιγραφή των επί διετία ανασκαφών, η οποία το πρώτον δημοσιεύθηκε και στο νέο τότε περιοδικό της μητροπόλεώς του η «Έφεσος» (την αναφορά του Φιλαδελφείας Χρυσοστόμου προς τον πατριάρχη Μελέτιο βλέπε στην Εφ. Εκκλ. Αλήθεια, Κπόλεως 1922, σ. σ. 344-346, ενώ η πρώτη έκθεση του Γεωργίου Σωτηρίου δημοσιεύεται αυτόθι σ.351-353 τα δε επιστημονικά του πορίσματα δημοσιεύθηκαν: Γ. Σωτηρίου. Ανασκαφαί του Βυζαντινού ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου εν Εφέσω στο Αρχ. Δελτίο των Αθηνών 7 (1921-22), 1923 σ. 115-226).
Το ανασκαφικό έργο συνεχίστηκε και τον Ιούνιο του 1922 και συνοπτικά το περιέγραψε στο μνημειώδες έργο του Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία (τόμος Α’. Εν Αθήναις, 1942, σσ. 362-364). Την Κυριακή μάλιστα 8/21 Αυγούστου 1922 ο Φιλαδελφείας Χρυσόστομος με τον κλήρο του και πλήθος χριστιανών ανήλθε επί του λόφου και τέλεση στο κέντρο του ναού την πρώτη μετά από αιώνες Θεία Λειτουργία, που όμως επέπρωτο να είναι και η τελευταία λόγω των τραγικών γεγονότων που ακολούθησαν.
Κατά τις μετά το 1927 ανασκαφές οι αυστριακοί αρχαιολόγοι ανακάλυψαν και τις αρχικές κατασκευές περί τον τάφο του Αποστόλου, καθώς και άλλα κτίσματα μεταξύ των οποίων και εκείνου του επισκοπείου της Ιεράς Μητροπόλεως Εφέσου. Από το 1957 η Αρχαιολογική Υπηρεσία της Άγκυρας προχώρησε εκτός των ανασκαφικών ερευνών και σε αναστηλώσεις μεταξύ των οποίων και των ερειπίων της πεντάτρουλλης Ιουστινιάνειας Βασιλικής του Ευαγγελιστή. Ο Γ. Σωτηρίου, διαπίστωσε ότι η κεντρική διάταξη του Αποστολείου της Εφέσου, αντέγραφε το Ιουστινιάνειο πεντάτρουλλο Αποστολείο της Κων/πόλεως, το οποίο πολύ μεταγενέστερα αντέγραψε ο ναός του Αγίου Μάρκου της Βενετίας. Η πληροφορία που παρέχει το Ευαγγέλιο του Αποστόλου της Ανατολής για λόγια του Ιησού προς τον Πέτρο, παρουσία του Ιωάννη (Ιω. κα 22), φαίνεται πως εξελήφθησαν αρχικά ως προφητικά και αυτά διαμόρφωσαν τον πυρήνα της ιεράς παραδόσεως για την «Μετάσταση» του Ευαγγελιστή Ιωάννου όπως και εκείνα της Θεοτόκου στις απόκρυφες «Πράξεις του Ιωάννη».
Αυτή η παράδοση μάλλον συνετέλεσε για να καθοριστεί η 26η Σεπτεμβρίου γιατί τότε συγκεντρωνόταν από τον τάφο του ο εκπεμπόμενος «ορογισμός ή τρυγητός του μάνα», δηλαδή «της ιερής κόνεως» προς αγιασμό και ευλογία των προσκυνητών (βλ. μαρτυρία στον Κώδικα Πάτμου 266).
Όμως η καθιερωμένη μνήμη του Ευαγγελιστή της 8ης Μαΐου από τους Ορθοδόξους μάλλον πρέπει να συνδέεται με την τέλεση του θαύματος της διασώσεώς του από «τον τηγανισμό σε καυτό λάδι» που προέρχεται από τον πυρήνα τού εν Ρώμη μαρτυρικού κύκλου του Αποστόλου. Η Δυτική Εκκλησία τον τιμά τον Ιωάννη την τρίτη ημέρα μετά την Γέννηση του Σωτήρος, στις 27 Δεκεμβρίου, ως το πρότυπο της παρθενικής αφιερώσεως για την ακώλυτη από δεσμεύσεις διακονία του αποστολικού έργου.
Ο σύνδεσμος Ιωάννου του Θεολόγου με το πρόσωπο του Χριστού και η βαθύτερη μελέτη του κύκλου της Ιωάννειας παραδόσεως προκάλεσε την προσοχή και την μείζονα ευλάβεια του σημερινού Προκαθημένου της Εκκλησίας μας και άρχισε να επισκέπτεται συχνά για προσευχή τον πάνσεπτο τόπο που καθαγίασε η ταφή του Αποστόλου της Αγάπης. Και αυτό γιατί είναι το «φρέαρ της ζωής» από το οποίο αντλήθηκε με ασφάλεια η αρχιερατική χάρη όλων των ιεραρχών της Οικουμένης και ιδιαίτερα των ελληνόφωνων.
Και όταν έφθασε ο καιρός η Α. Θ. Παναγιότης για πρώτη φορά στις 26 Σεπτεμβρίου 2004, μετά 82 χρόνια από την πρώτη Εύρεση του τάφου του Αποστόλου το 1922, ακολούθησε την «Αρεστή στους Αποστόλους» (Ad libitum Apostolorum) αρχαιότατη συνήθεια των επισκόπων να τιμούν με τη Θεία Ευχαριστία την Ευσεβή Πηγή της Ιερωσύνης τους. Έκτοτε και άλλες φορές προσκύνησε τον ιερό τόπο με χοροστασίες του. Αυτό συνετέλεσε στο να ανέρχονται στο λόφο του Αγίου Θεολόγου πολλές ψυχές για να τιμήσουν τον «Ηγαπημένο» κήρυκα τού «Αγαπάτε αλλήλους».
Τώρα και πάλι μετά δεκαετία για δεύτερη φορά πανηγυρίζει η Έφεσος με Πατριαρχική χοροστασία στον Εσπερινό στη Βασιλική της Θεοτόκου, όπου συνήλθε η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος, με Όρθρο και Πατριαρχική Λειτουργία παρά τον τάφο του Αποστόλου στη Βασιλική του Αγίου Ιωάννη. Αυτά δείχνουν την «Αρεστή» προσήλωση της Μητέρας Εκκλησίας μας στη πολύτιμη αποστολική παρακαταθήκη του τελευταίου επιζήσαντος και κοιμηθέντος ειρηνικά Μαθητή του Κυρίου και δι’ αυτής στις απανταχού Εκκλησίες της Οικουμένης.
Α.Π.
Μετά την καταστροφή των Ιεροσολύμων και μέχρι την αρχή της δεύτερης εκατονταετίας, επί Τραϊανού (72-105), η Έφεσος είναι επί τρεις δεκαετίες – με μικρά διαλείμματα – το κέντρο δράσεως του Ευαγγελιστή Ιωάννη στην Μικρά Ασία, η δε ταφή και Μετάστασή του την ανέδειξε στους επόμενους αιώνες πηγή της «Ιωάννειας αποστολικής παραδόσεως».
Την πληροφορία για τη παρουσία στην Έφεσο του Αποστόλου την επιβεβαίωσε ο διάδοχός του Εφέσου Πολυκράτης (193-202), όταν γράφει προς τον Ρώμης Βίκτωρα (189-199) στα τέλη του 2ου αιώνα ότι «εν Εφέσω κεκοίμηνται» προσωπικότητες της Εκκλησίας, κάτι που σημαίνει και ασφαλή γνώση του τόπου ταφής τους. Επί του τόπου της αναπαύσεως του Αποστόλου ανεγέρθηκε απ’ αρχής «μνημοθέσιο» (in memoria) για να τιμηθεί ο Απόστολος το οποίο, όπως διαπιστώθηκε κατά τις ανασκαφές, είχε διάφορες εξελίξεις. Το πρώτο που κάλυψε τον τάφο του Αποστόλου ήταν ένα «κιβώριο», όπως συνηθιζόταν στην Ανατολή για εξαίρετα πρόσωπα. Η ιερότητα που προσέλαβε ο τόπος ταφής του μακροβιώτερου Αποστόλου από τα πλήθη των προσερχόμενων προσκυνητών συνετέλεσε στο να μεγεθυνθεί περί το 196-8 το αρχικό μνημείο με μορφή «Μαρτυρίου». Στα πλευρά του κτίσματος αυτού επί Θεοδοσίου, περί το 400, εξ ανάγκης προστασίας των μυριάδων που τον επεσκέπτοντο, προέκυψε η ανάγκη να επεκταθεί σταυροειδώς με τέσσερα κλίτη βασιλικών. Την ίδια εποχή η μεγάλη βασιλική της Ρωμαϊκής Αγοράς «του τότε λιμένα» της πολυάνθρωπης Εφέσου μετεσκευάστηκε σε δύο συνεχόμενες τρίκλιτες βασιλικές με νάρθηκα, αίθριο και βαπτιστήριο για την επικρατούσα πλέον χριστιανική λατρεία σε όλη την Ιωνία. Αυτό απέδειξαν οι αυστριακές αρχαιολογικές έρευνες από το 1932 μέχρι το 1951 των J. Keil και H. Hormann. Στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου κατά μίμηση της Παλαιάς Ρώμης ιδρύθηκε και «Αποστολείο» στη Νέα Ρώμη και μεταφέρθηκαν σ’ αυτό από την Ελλάδα οι θήκες των λειψάνων των Αποστόλων Ανδρέα και Λουκά και από την Έφεσο μόνον του Αποστόλου Τιμοθέου. Αυτό δείχνει ότι ήδη τότε ήταν κενό το «μνημοθέσιον» του Αποστόλου Ιωάννη στην Έφεσο.
Στη βασιλική αυτή συγκλήθηκε η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος το 431 κατά του Νεστοριανισμού και οι Πατέρες συγκεντρώθηκαν εκεί για να επιλύσουν την διαφωνία περί της ενότητος του Λόγου του Θεού με την ανθρώπινη υπόσταση που προσελήφθη εκ της Αγίας Παρθένου Μαρίας και τόνισαν την αξία της μητρότητος στην κατά σάρκα γέννηση του Ιησού Χριστού. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αλεξανδρείας Κυρίλλου τότε οι συνοδικοί Πατέρες: «ανήλθαν και προσκύνησαν» εκεί τον τάφο του Αποστόλου Ιωάννου. Λόγω των θεσπισμάτων της συνελθούσης εκεί Συνόδου περί της Θεοτόκου Μαρίας οι βασιλικές αυτές «του λιμένα» θεωρήθηκαν ότι αφιερώθηκαν στη τιμή «της Θεοτόκου». Μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα εμφανίστηκε η άποψη ότι τάφηκε στην Έφεσο η Παναγία, που κατά αρχαιότατη παράδοση «εκοιμήθη» στη Γεσθημανή. Όταν η Ρώμη δεν απέκτησε δικαίωμα όπως οι ορθόδοξοι και οι Γρηγοριανοί Αρμένιοι να λειτουργούν στο Θεομητορικό προσκύνημα της Γεθσημανής τότε με «όραμα» της Γερμανίδας μοναχής Άννας Αικατερίνης Έμεριχ, ανευρέθηκε στην Έφεσο ένα βυζαντινό κτίσμα που το ονόμασαν «Τάφο της Παναγίας» για το Ρωμαιοκαθολικό πλήρωμα.
Στα μέσα του 5ου αιώνα το πρώτο Αποστολείο του Ιωάννη ήταν σαθρωμένο από τους σεισμούς και επί Ιουστινιανού ανεγέρθηκε η μεγάλη και περικαλλής λατινικού σταυρού σταυρόσχημη πεντάτρουλλη βασιλική μήκους 125 μέτρων η οποία ολοκληρώθηκε το 565 και περιγράφεται από τον ιστορικό Προκόπιο (Migne P.G. τ.150. στ. 162-165). Όμως η μεγάλη σημασία της Έφεσου για την Εκκλησία είναι ότι μέσα από την διαδοχή των επισκόπων της διατηρείτο ζώσα η Αποστολική Παράδοση αυτού του μητροπολιτικού κέντρου της Ασίας που επιστατούσε τις Μικρασιατικές Εκκλησίες, στις οποίες ο «ηγαπημένος» Μαθητής του Ιησού εμπιστεύθηκε το Δ’ Ευαγγέλιό του και απέστειλε τις τρεις γνωστές Καθολικές επιστολές του, καθώς και προς αυτές από την Πάτμο την Αποκάλυψή του. Μάλιστα πάπυρος με στίχο του Ευαγγελίου αυτού βρέθηκε σε ανασκαφές στην Αίγυπτο χρονολογημένο ασφαλώς το 115 που δείχνει την αρχαιότητα αυτού του Δ’ Ευαγγελίου.
Τα συντελεσθέντα στην πόλη αυτή είναι ισάξια με εκείνα που έπραξαν οι Πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι από την Παλαιά Ρώμη, γιατί το κύρος της Ιωάννειας παραδόσεως εκπέμπεται μεν από την Έφεσο, αλλά συγχωνεύθηκε μετά την κληρονομία του Πρωτοκλήτου στην Καθέδρα της Νέας Ρώμης από τις Οικουμενικές Συνόδους, κάτι που υποδεικνύει στο διηνεκές την ιδιάζουσα Αποστολική Ευθύνη της Εκκλησίας Κων/πόλεως για την κανονική πορεία της δικαιοδοσίας της.
Η πρόσοψη της Βασιλικής του Αποστόλου Ιωάννου στην Έφεσο, σε λιθογραφία του 1806 του E. G. Mayer’s |
Το ενδιαφέρον για την Έφεσο γίνεται μεγάλο από το 1863 για να ερευνηθούν τα ερείπια της διάσημης πόλεως μετά τους σεισμούς και τις αλλεπάλληλες επιδρομές λαών της Ανατολής που κατά καιρούς την κατέκτησαν. Με βάση τις διηγήσεις αρχαίων και νεότερων περιηγητών αρχικά προχώρησε η ανασκαφική έρευνα γύρω από τον παραχωμένο παλαιό λιμένα της πόλεως και ήλθαν στο φως από Άγγλους και Αυστριακούς αρχαιολόγους πολλά σπουδαία κτίσματα βασιλικών στις αρχές του 20ου αιώνα. Την ίδια εποχή μια άλλη διαφορετική πρωτοβουλία αρχίζει από ορθοδόξου πλευράς για να ακουστεί η φωνή των Εκκλησιών της Μικράς Ασίας μέσα από τις διασωζόμενες γραπτές πηγές και τα διασωθέντα ερείπια. Αυτή την επιχειρεί ο ενθουσιώδης μελετητής της χριστιανικής αρχαιότητος και υφηγητής Γεώργιος Λαμπάκης, για να επανατονώσει την πνευματική ζωή του χριστιανικού ποιμνίου που ζούσε στις εκεί – τότε – μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου (Γ.Λαμπάκη. «Οι επτά αστέρες της Αποκαλύψεως», που δημοσιεύθηκε το 1909 . Θ.Η.Ε. τ.8, στ. 100-102).
Ο Λαμπάκης είχε ταυτίσει τα ορατά κατάλοιπα των ερειπίων του λόφο «Αγιασολούκ» της Εφέσου με τον πιθανό τόπο ταφής του Ευαγγελιστή. Όμως προέκυψε ο αδόκητος θάνατός του το 1914. Το ζήλο του για τη Μικρασιατική Εκκλησία συνέχισαν οι πρώτοι ασχολούμενοι με τις λεγόμενες «βυζαντινές σπουδές».
Η κάτοψη των διαφόρων κτισμάτων που περιβάλλουν τον αρχικό τάφο του Ευαγγελιστή από τον Β’ μέχρι τον ΣΤ’ αιώνα. |
Η συναφθείσα «Ανακωχή» το 1918 έδωσε το έναυσμα για τη μελέτη των περιοχών της Ιωνίας που τότε ήκμαζε το χριστιανικό στοιχείο (Κ. Άμαντου. Ο Ελληνισμός της Μ.Ασίας κατά τον Μεσαίωνα. Αθήναι 1919 και Π. Κοντογιάννη. Η ελληνικότητα των νομών Προύσης και Σμύρνης. Αθήναι 1919. κ.α.). Εξ αυτού και η «Επιτροπεία Εθνικών Δημοσιευμάτων» ανέθεσε την εκπόνηση σχετικής μελέτης στον τότε νέο έφορο Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Αθηνών Γεώργιο Σωτηρίου, που εκδόθηκε το 1920 στην Αθήνα με τον τίτλο: «Χριστιανικά Μνημεία της Μικράς Ασίας» (αριθμ. 9, εν Αθήναις εκδ. Ι. Σιδέρη 1920). Το δημοσίευμα αυτό προκάλεσε συγκίνηση στον απανταχού ορθόδοξο κόσμο και όταν ανατέθηκε από τους Συμμάχους η «εντολή» το 1919 για τη προστασία της δημοσίας τάξεως της Ιωνίας από τον ελληνικό στρατό, η κοινή γνώμη εκ των πρώτων ζητημάτων που θέλησε να επιληφθεί ήταν να επιχορηγηθεί η ανασκαφική έρευνα στην Έφεσο για να βρεθεί ο τάφος του Ιωάννη του Θεολόγου. Η ερευνητική αποστολή ανατέθηκε – ως τον κατ’ εξοχήν αρμόδιο – στον αείμνηστο διδάσκαλό μου Γεώργιο Σωτηρίου, που και με την πρόσφατη μελέτη του έδειξε βαθειά μελέτη της διεθνούς βιβλιογραφίας για την Έφεσο και είχε ειδικό ενδιαφέρον για τα Μικρασιατικά χριστιανικά μνημεία (του Γ. Σωτηρίου υπήρξα ο τελευταίος επιστημονικός βοηθός στη Θεολογική Σχολή Αθηνών).
Ο Σωτηρίου αναζήτησε το γνωστό ως «Αποστολείο» του Θεολόγου στην περίοπτη θέση του λόφου «Αγιασολούκ», όπου υπήρχε συσσωρευμένο τεράστιο οικοδομικό υλικό μάλλον από τους μεγάλους σεισμούς του 8ου αιώνα (ό,τι απέμεινε το κατέστρεψε το 1404 ο φοβερός Ταμερλάνος που έφθασε μέχρι την Έφεσο και μετά το άρπαξαν οι Σελτζουκίδες Τούρκοι για να κτίσουν το 1375 το παρακείμενο τέμενος του Ιsa Bey).
Η κάτοψη της πεντάτρουλης σταυροειδούς βασιλικής του Ιουστινιανού που ανασκάφηκε από το 1922 μέχρι σήμερα. |
Άρχισε το έργο της ανασκαφής τον Ιούνιο του 1921 από την δυτική πλευρά των ερειπίων και αρχικά απεκάλυψε το αίθριο με τις στοές, τον εξωνάρθηκα και τον νάρθηκα ναού και μετά προχώρησε στον κεντρικό χώρο του κτίσματος. Εκεί διαπίστωσε πως πρόκειται περί μιας βασιλικής σε σταυροειδές σχήμα με δύο κλίτη που έφεραν επάνω και υπερώα. Οι τέσσερις ισχυροί βραχίονες στο κέντρο του Σταυρού απλώνοταν ακτινωτά και εντόπιζαν στο κέντρο τους όρυγμα ταφής καλυπτόμενο από μαρμάρινο κιβώριο, ενδεικτικό της επισημότητας του ταφέντος προσώπου, στεφόμενο προς ανατολάς από ημικύκλιο Σύνθρονο. Αυτό το πρόσωπο δεν μπορούσε να είναι άλλο από τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Ιωάννη τον Θεολόγο, γεγονός που ταύτιζε πλέον την βασιλική με το γνωστό Ιουστινιάνειο «Αποστολείο» του 6ου αιώνα.
Η ανακάλυψη αυτή «θεωρήθηκε βαρυσήμαντο εκκλησιαστικό γεγονός για την Χριστιανοσύνη» και ο τότε μητροπολίτης Φιλαδελφείας και τοποτηρητής της Μητροπόλεως Εφέσου Χρυσόστομος Χατζησταύρου το ανήγγειλε αμέσως στον πατριάρχη Μελέτιο με έκθεσή του στην οποία μεταξύ των άλλων του γράφει ότι: «Ο τάφος ούτος ανεσκάφη επιμελώς και ανευρέθηκαν εν αυτώ συντρίμματα κανδυλών, διαφόρων εκκλησιαστικών σκευών και οστά τινά, μετά προσοχής ιδιαιτέρως φυλαττόμενα. Ευθύς εκλήθην και προσεκύνησα το φρέαρ τούτο της ζωής εξ ου αθάνατοι εις τον αιώνα αναδίδονται φωναί Θεολογίας και μυσταγωγίας θείας του υιού της Βροντής».
Αναπαράσταση του κεντρικού κλίτους της τελευταίας Βασιλικής. |
Ο Πατριάρχης δέχθηκε περιχαρής την είδηση γιατί επαληθεύθηκε η αρχαία μαρτυρία όχι μόνον πως στην Έφεσο «αναπαύεται» ο Ευαγγελιστής, αλλά διότι και αυτή η κληρονομία της αποστολικότητος αναδεικνύει τις διαστάσεις της Καθέδρας του. Έτσι στην έκθεσή του προς τον Πατριάρχη ο τότε Φιλαδελφείας Χρυσόστομος δίδει περιγραφή των επί διετία ανασκαφών, η οποία το πρώτον δημοσιεύθηκε και στο νέο τότε περιοδικό της μητροπόλεώς του η «Έφεσος» (την αναφορά του Φιλαδελφείας Χρυσοστόμου προς τον πατριάρχη Μελέτιο βλέπε στην Εφ. Εκκλ. Αλήθεια, Κπόλεως 1922, σ. σ. 344-346, ενώ η πρώτη έκθεση του Γεωργίου Σωτηρίου δημοσιεύεται αυτόθι σ.351-353 τα δε επιστημονικά του πορίσματα δημοσιεύθηκαν: Γ. Σωτηρίου. Ανασκαφαί του Βυζαντινού ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου εν Εφέσω στο Αρχ. Δελτίο των Αθηνών 7 (1921-22), 1923 σ. 115-226).
Το ανασκαφικό έργο συνεχίστηκε και τον Ιούνιο του 1922 και συνοπτικά το περιέγραψε στο μνημειώδες έργο του Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία (τόμος Α’. Εν Αθήναις, 1942, σσ. 362-364). Την Κυριακή μάλιστα 8/21 Αυγούστου 1922 ο Φιλαδελφείας Χρυσόστομος με τον κλήρο του και πλήθος χριστιανών ανήλθε επί του λόφου και τέλεση στο κέντρο του ναού την πρώτη μετά από αιώνες Θεία Λειτουργία, που όμως επέπρωτο να είναι και η τελευταία λόγω των τραγικών γεγονότων που ακολούθησαν.
Κατά τις μετά το 1927 ανασκαφές οι αυστριακοί αρχαιολόγοι ανακάλυψαν και τις αρχικές κατασκευές περί τον τάφο του Αποστόλου, καθώς και άλλα κτίσματα μεταξύ των οποίων και εκείνου του επισκοπείου της Ιεράς Μητροπόλεως Εφέσου. Από το 1957 η Αρχαιολογική Υπηρεσία της Άγκυρας προχώρησε εκτός των ανασκαφικών ερευνών και σε αναστηλώσεις μεταξύ των οποίων και των ερειπίων της πεντάτρουλλης Ιουστινιάνειας Βασιλικής του Ευαγγελιστή. Ο Γ. Σωτηρίου, διαπίστωσε ότι η κεντρική διάταξη του Αποστολείου της Εφέσου, αντέγραφε το Ιουστινιάνειο πεντάτρουλλο Αποστολείο της Κων/πόλεως, το οποίο πολύ μεταγενέστερα αντέγραψε ο ναός του Αγίου Μάρκου της Βενετίας. Η πληροφορία που παρέχει το Ευαγγέλιο του Αποστόλου της Ανατολής για λόγια του Ιησού προς τον Πέτρο, παρουσία του Ιωάννη (Ιω. κα 22), φαίνεται πως εξελήφθησαν αρχικά ως προφητικά και αυτά διαμόρφωσαν τον πυρήνα της ιεράς παραδόσεως για την «Μετάσταση» του Ευαγγελιστή Ιωάννου όπως και εκείνα της Θεοτόκου στις απόκρυφες «Πράξεις του Ιωάννη».
Αναπαράσταση του εξωτερικού της Πεντάτρουλλης Βασιλικής επί του λόφου «Αγιά Σουλούκ» (Άγιος Ιωάννης) στην Έφεσο. |
Αυτή η παράδοση μάλλον συνετέλεσε για να καθοριστεί η 26η Σεπτεμβρίου γιατί τότε συγκεντρωνόταν από τον τάφο του ο εκπεμπόμενος «ορογισμός ή τρυγητός του μάνα», δηλαδή «της ιερής κόνεως» προς αγιασμό και ευλογία των προσκυνητών (βλ. μαρτυρία στον Κώδικα Πάτμου 266).
Όμως η καθιερωμένη μνήμη του Ευαγγελιστή της 8ης Μαΐου από τους Ορθοδόξους μάλλον πρέπει να συνδέεται με την τέλεση του θαύματος της διασώσεώς του από «τον τηγανισμό σε καυτό λάδι» που προέρχεται από τον πυρήνα τού εν Ρώμη μαρτυρικού κύκλου του Αποστόλου. Η Δυτική Εκκλησία τον τιμά τον Ιωάννη την τρίτη ημέρα μετά την Γέννηση του Σωτήρος, στις 27 Δεκεμβρίου, ως το πρότυπο της παρθενικής αφιερώσεως για την ακώλυτη από δεσμεύσεις διακονία του αποστολικού έργου.
Ο σύνδεσμος Ιωάννου του Θεολόγου με το πρόσωπο του Χριστού και η βαθύτερη μελέτη του κύκλου της Ιωάννειας παραδόσεως προκάλεσε την προσοχή και την μείζονα ευλάβεια του σημερινού Προκαθημένου της Εκκλησίας μας και άρχισε να επισκέπτεται συχνά για προσευχή τον πάνσεπτο τόπο που καθαγίασε η ταφή του Αποστόλου της Αγάπης. Και αυτό γιατί είναι το «φρέαρ της ζωής» από το οποίο αντλήθηκε με ασφάλεια η αρχιερατική χάρη όλων των ιεραρχών της Οικουμένης και ιδιαίτερα των ελληνόφωνων.
Η αναστήλωση μέρους της Βασιλικής από την αρχαιολογική υπηρεσία της σημερινής Τουρκίας. |
Και όταν έφθασε ο καιρός η Α. Θ. Παναγιότης για πρώτη φορά στις 26 Σεπτεμβρίου 2004, μετά 82 χρόνια από την πρώτη Εύρεση του τάφου του Αποστόλου το 1922, ακολούθησε την «Αρεστή στους Αποστόλους» (Ad libitum Apostolorum) αρχαιότατη συνήθεια των επισκόπων να τιμούν με τη Θεία Ευχαριστία την Ευσεβή Πηγή της Ιερωσύνης τους. Έκτοτε και άλλες φορές προσκύνησε τον ιερό τόπο με χοροστασίες του. Αυτό συνετέλεσε στο να ανέρχονται στο λόφο του Αγίου Θεολόγου πολλές ψυχές για να τιμήσουν τον «Ηγαπημένο» κήρυκα τού «Αγαπάτε αλλήλους».
Τώρα και πάλι μετά δεκαετία για δεύτερη φορά πανηγυρίζει η Έφεσος με Πατριαρχική χοροστασία στον Εσπερινό στη Βασιλική της Θεοτόκου, όπου συνήλθε η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος, με Όρθρο και Πατριαρχική Λειτουργία παρά τον τάφο του Αποστόλου στη Βασιλική του Αγίου Ιωάννη. Αυτά δείχνουν την «Αρεστή» προσήλωση της Μητέρας Εκκλησίας μας στη πολύτιμη αποστολική παρακαταθήκη του τελευταίου επιζήσαντος και κοιμηθέντος ειρηνικά Μαθητή του Κυρίου και δι’ αυτής στις απανταχού Εκκλησίες της Οικουμένης.
Α.Π.
Ο Πατριάρχης μας λειτουργεί προ του τάφου του Αποστόλου για πρώτη φορά στις 26 Σεπτεμβρίου 2004. |
Η πατριαρχική χοροστασία το Σάββατο 28 Μαΐου 2011 (φωτό αρχείου: Ν. Μαγγίνας) |
Η Α.Θ. Π. ομιλεί για τη σημασία του προσκυνήματος παρά τον τάφο του «Ηγαπημένου» Μαθητή του Χριστού (φωτό αρχείου: Ν. Μαγγίνας) |