ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ
Γραφείο Τύπου και Επικοινωνίας
Η Α.Θ. Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος κήρυξε σήμερα, Σάββατο, 4 Σεπτεμβρίου 2021, στο Σισμανόγλειο Μέγαρο του Γενικού Προξενείου της Ελλάδος στην Πόλη, την έναρξη των εργασιών του Φόρουμ: «Οiκουμενική Πρωτοβουλία για την προστασία του περιβάλλοντος και του πολιτισμοῦ», που διοργανώνεται από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων σε συνεργασία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Στην εναρκτήρια ομιλία του, ο Παναγιώτατος, ανέφερε ότι η ανθρωπότητα συνεχίζει να βιώνει τις επώδυνες περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις της παγκόσμιας οικολογικής κρίσεως, και έκανε ιδιαίτερη αναφορά στις περιβαλλοντικές πρωτοβουλίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι οποίες ως στόχο έχουν την ευαισθητοποίηση και ενεργοποίηση της παγκόσμιας κοινότητας προς την κατεύθυνση της προστασίας και διαφύλαξης συνολικά της Δημιουργίας του Θεού. Υπενθύμισε μάλιστα ότι η Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία έχει διακηρύξει προς κάθε κατεύθυνση ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει πραγματική πρόοδος, όταν αυτή εκτυλίσσεται σε βάρος του φυσικού περιβάλλοντος.
“Αι οικολογικαί πρωτοβουλίαι του Οικουμενικού Πατριαρχείου ενέπνευσαν κοινοβούλια, πανεπιστήμια, οικολογικάς οργανώσεις, άλλας εκκλησίας και θρησκείας. Έδωκαν το έναυσμα εις την θεολογίαν να μελετήση τας πνευματικάς και ηθικάς διαστάσεις του οικολογικού προβλήματος, να προβάλη το οικοφιλικόν περιεχόμενον της χριστιανικής κοσμολογίας και ανθρωπολογίας, την ευχαριστιακήν χρήσιν της δημιουργίας, το οικολογικόν μήνυμα του ασκητισμού και άλλα. Αι καθ’ ημάς Μητροπόλεις, αι ενορίαι και αι ιεραί μοναί ανέπτυξαν ποικίλας δράσεις διά την προστασίαν του φυσικού περιβάλλοντος, προγράμματα οικολογικής παιδείας και άλλας σχετικάς πρωτοβουλίας. Ολόκληρος η ζωή της Εκκλησίας, η πίστις, η θεία λατρεία, ο κοινοτικός τρόπος του βίου, έχουν οικολογικήν υφήν και αναφοράν. Επί αυτής της βάσεως διεκηρύξαμεν γεγονυία τη φωνή, ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξη πραγματική πρόοδος, όταν αύτη εκτυλίσσεται εις βάρος του φυσικού περιβάλλοντος και ετονίσαμεν την συνάφειαν οικολογικών και κοινωνικών προβλημάτων. Η πίστις εις Χριστόν όχι μόνον δεν μετατρέπει τον άνθρωπον εις εν παθητικόν ον, το οποίον, όπως εχλεύαζεν ο ποιητής, «προσμένει ίσως κάποιο θάμα», αλλά εις μίαν ελευθέραν και δυναμικήν οντότητα, η οποία βλέπει τον κόσμον ως πεδίον ευθύνης και δέχεται την εντολήν του Θεού «εργάζεσθαι… και φυλάττειν» (πρβλ. Γεν. β’, 15) την κτίσιν, ως πρότασιν συνεργίας μετά του Δημιουργού και Κτίστου των απάντων.
Αι προσπάθειαι της Μεγάλης Εκκλησίας συνέβαλον εις την ένταξιν της οικολογικής θεματικής εις τους οικουμενικούς και διαθρησκειακούς διαλόγους. Γενικώτερον, δεν απηυθύνθημεν μόνον προς τους χριστιανούς, αλλά προς κάθε άνθρωπον καλής θελήσεως, καλούντες εις συστράτευσιν διά την προστασίαν της «καλής λίαν» δημιουργίας. Αποτελεί ευοίωνον σημείον το γεγονός ότι, ενώ κατά την δεκαετίαν του 1970, η οικολογία ήτο υπόθεσις κυρίως εναλλακτικών κινημάτων διαμαρτυρίας, σήμερον ευρίσκεται εις το κέντρον του παγκοσμίου ενδιαφέροντος. Διακηρύσσεται ποικιλοτρόπως, ότι η αειφόρος ανάπτυξις είναι μονόδρομος, είναι η πορεία η οποία διασφαλίζει την οικολογικήν ισορροπίαν εις το παρόν και το μέλλον. Είναι αυτονόητον ότι η αειφορία έχει τους όρους της: μίαν οικολογικήν οικονομίαν, αλλαγήν εις την βιομηχανικήν και αγροτικήν παραγωγήν, εις την παραγωγήν και χρήσιν της ενεργείας, εις τας μεταφοράς και τα μετακινήσεις, εις την άναρχον επέκτασιν των πόλεων. Η βιώσιμος ανάπτυξις απαιτεί προστασίαν των θαλασσών, της ατμοσφαίρας και των δασών, νέα καταναλωτικά πρότυπα, υπέρβασιν της κτητικής στάσεως, σεβασμόν προς την κτίσιν, ένα νέον οικοφιλικόν πολιτισμόν.”
Σε άλλο σημείο της ο ομιλίας του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης αναφέρθηκε εκτενώς στη σχέση του Πολιτισμού με το φυσικό περιβάλλον και επεσήμανε:
“Η πολυδιάστατος σύγχρονος κρίσις, αδελφοί και τέκνα, είναι κρίσις του ιδίου του ανθρώπου, της ελευθερίας του, της θρησκείας και της φιλοσοφίας του, του ήθους και του πολιτισμού του. Απαιτείται αλλαγή προσανατολισμού, νέα αξιολογία, μετάβασις από την κτητικήν εις την μετοχικήν στάσιν ζωής, από το «δικαίωμα» εις την ευθύνην και το καθήκον, από την ασύστολον εκμετάλλευσιν της φύσεως εις την «περιβαλλοντικήν προστακτικήν» σεβασμού και προστασίας της.”
Νωρίτερα, τον Παναγιώτατο και τους Συνέδρους καλωσόρισε στο Σισμανόγλειο Μέγαρο η Ευγεν. κ. Γεωργία Σουλτανοπούλου, Γενική Πρόξενος της Ελλάδος, ενώ χαιρετισμό απηύθυνε η Ελλογιμ. Καθηγήτρια κ. Ναταλία Πούλου, Πρόεδρος του Δ.Σ. του Ευρωπαϊκού Κέντρου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων. Η Διευθύντρια του Κέντρου Δρ Φλώρα Καραγιάννη παρουσίασε το πρόγραμμα “Μο.Να. Monuments in Nature. A Creative Co-existence”, στο πλαίσιο του οποίου πραγματοποιείται το Φόρουμ. Ακολούθως αναγνώστηκε το μήνυμα του Ελλογιμ. Δρς Χαράλαμπου Χοτζάκογλου, Προέδρου του Δ.Σ. της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών.
Στη συνέχεια, στον ίδιο χώρο, εγκαινιάστηκαν δύο εκθέσεις υπό τον τίτλο: “Nature in Art”. Οι εργασίες του Συνεδρίου θα διεξαχθούν αύριο, Κυριακή, στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης.
Φωτογραφίες: Νίκος Παπαχρήστου / Οικουμενικό Πατριαρχείο
Ἐναρκτήριος Ὁμιλία τῆς Α.Θ.Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου εἰς τό Φόρουμ: «Οἰκουμενική Πρωτοβουλία διά τήν προστασίαν τοῦ περιβάλλοντος καί τοῦ πολιτισμοῦ» (Σισμανόγλειον Μέγαρον, 4 Σεπτεμβρίου 2021)
Τιμιώτατοι ἀδελφοί,
Εὐγενεστάτη κυρία Γενική Πρόξενε τῆς Ἑλλάδος ἐνταῦθα,
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες,
Ἐλλογιμώτατοι σύνεδροι,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Ἡ ἀνθρωπότης συνεχίζει νά βιώνῃ τάς ἐπωδύνους περιβαλλοντικάς καί κοινωνικάς ἐπιπτώσεις τῆς παγκοσμίου οἰκολογικῆς κρίσεως, ἀποτόκου πρωτίστως τοῦ προμηθεϊκοῦ τιτανισμοῦ τοῦ νεωτερικοῦ καί τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Δυστυχῶς, ἐξακολουθοῦν νά ἰσχύουν ὅσα ἔγραψεν ὁ Lynn White τό ἔτος 1967, ὅτι ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι θεωροῦμεν τόν ἑαυτόν μας «ἀνώτερο ἀπό τή φύση, τήν περιφρονοῦμε, εἴμαστε ἕτοιμοι νά τή χρησιμοποιήσουμε γιά νά ἱκανοποιήσουμε ἀκόμη καί τό πιό ἀσήμαντο καπρίτσιο μας» (L. White, «Οἱ ἱστορικές ρίζες τῆς οἰκολογικῆς μας κρίσης», ἐν: Σ. Σαρίκα (ἐπιλογή κειμένων – μετάφραση), Ἡ φωτιά τοῦ Προμηθέα, ἐκδ. Νησίδες, Ἀθήνα 1998, σ. 33-49, ἐδῶ σ. 46). Οὔτε ἡ ἐπιστήμη, οὔτε αἱ ἐμπειρίαι μας μέ τήν κλιματικήν ἀλλαγήν, μέ τάς καταστροφικάς πυρκαϊάς καί τάς πλημμύρας, μᾶς ἔχουν συνετίσει.
Δέν λείπει, βεβαίως, ἡ ἀντίδρασις καί ἡ δημιουργική ἀντίστασις εἰς τήν σοβοῦσαν καταστροφήν τοῦ περιβάλλοντος. Ὑπάρχουν δυναμικά οἰκολογικά κινήματα, διεθνεῖς καί κρατικαί ἀποφάσεις διά τήν προστασίαν τῆς φύσεως, συναντήσεις κορυφῆς, ἐπιστημονικά συνέδρια καί δημοσιεύματα, δράσεις τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν, παρεμβάσεις τῶν διανοουμένων, τῆς νεολαίας καί πολλά ἄλλα. Ὑπάρχει ἡ εὐαισθησία καί ἡ πεποίθησις ὅτι ἀληθῶς προοδευτικόν δέν εἶναι νά μετατρέπεται ἡ παλαιά πόλις εἰς μοντέρνους ὄγκους ἀπό μπετόν, ἀλλά νά διαδηλώνωμεν διά νά μή γίνῃ τό λιθόστρωτον ἄσφαλτος, νά μή καταστῇ βιομηχανικόν κανάλι τό ρυάκι, νά μή καταλήξῃ εἰς οἰκόπεδον ὁ ἐλαιών. Ὑπάρχει ἡ ἀντίδρασις τῆς παιδείας, ἡ ὁποία καλλιεργεῖ οἰκολογικόν ἦθος, γνωρίζει ὅτι ἡ καταστροφή τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος ἀρχίζει μέσα εἰς τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου καί ὅτι ἀπό ἐκεῖ ὀφείλει νά ξεκινᾷ ἡ θεραπεία, ἡ ὁποία εἶναι πάντοτε ὑπόθεσις ἀγωγῆς καί παιδείας. Ἡ παιδική καί ἡ ἐφηβική ἡλικία ἀποτελοῦν ἰδιαιτέρως εὐνοϊκάς περιόδους τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου δι᾿ οἰκολογικήν εὐαισθητοποίησιν, διά νά ἀναπτυχθῇ εἰς τήν νέαν γενεάν τό αἰσθητήριον διά τήν ὡραιότητα καί τήν ἱερότητα τῆς δημιουργίας. Ἡ νεότης πρέπει νά διδαχθῇ νά ἀντιστέκεται εἰς τό κυρίαρχον ἐπικίνδυνον μῖγμα ἀκράτου οἰκονομισμοῦ, ἀκορέστου ἀτομικοῦ καί κοινωνικοῦ εὐδαιμονι-σμοῦ καί ἀνεξελέγκτου τεχνολογικῆς προόδου. Ὅπως ἔχει προσφυέστατα γραφῆ, «στό μέλλον μία παιδεία χωρίς οἰκολογικό προσανατολισμό θά εἶναι παρωδία παιδείας».
Αἱ οἰκολογικαί πρωτοβουλίαι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐνέπνευσαν κοινοβούλια, πανεπιστήμια, οἰκολογικάς ὀργανώσεις, ἄλλας ἐκκλησίας καί θρησκείας. Ἔδωκαν τό ἔναυσμα εἰς τήν θεολογίαν νά μελετήσῃ τάς πνευματικάς καί ἠθικάς διαστάσεις τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος, νά προβάλῃ τό οἰκοφιλικόν περιεχόμενον τῆς χριστιανικῆς κοσμολογίας καί ἀνθρωπολογίας, τήν εὐχαριστιακήν χρῆσιν τῆς δημιουργίας, τό οἰκολογικόν μήνυμα τοῦ ἀσκητισμοῦ καί ἄλλα. Αἱ καθ᾿ ἡμᾶς Μητροπόλεις, αἱ ἐνορίαι καί αἱ ἱεραί μοναί ἀνέπτυξαν ποικίλας δράσεις διά τήν προστασίαν τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, προγράμματα οἰκολογικῆς παιδείας καί ἄλλας σχετικάς πρωτοβουλίας. Ὁλόκληρος ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ πίστις, ἡ θεία λατρεία, ὁ κοινοτικός τρόπος τοῦ βίου, ἔχουν οἰκολογικήν ὑφήν καί ἀναφοράν. Ἐπί αὐτῆς τῆς βάσεως διεκηρύξαμεν γεγονυίᾳ τῇ φωνῇ, ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξῃ πραγματική πρόοδος, ὅταν αὕτη ἐκτυλίσσεται εἰς βάρος τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος καί ἐτονίσαμεν τήν συνάφειαν οἰκολογικῶν καί κοινωνικῶν προβλημάτων. Ἡ πίστις εἰς Χριστόν ὄχι μόνον δέν μετατρέπει τόν ἄνθρωπον εἰς ἕν παθητικόν ὄν, τό ὁποῖον, ὅπως ἐχλεύαζεν ὁ ποιητής, «προσμένει ἴσως κάποιο θάμα», ἀλλά εἰς μίαν ἐλευθέραν καί δυναμικήν ὀντότητα, ἡ ὁποία βλέπει τόν κόσμον ὡς πεδίον εὐθύνης καί δέχεται τήν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ «ἐργάζεσθαι… καί φυλάττειν» (πρβλ. Γέν. β’, 15) τήν κτίσιν, ὡς πρότασιν συνεργίας μετά τοῦ Δημιουργοῦ καί Κτίστου τῶν ἁπάντων.
Αἱ προσπάθειαι τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας συνέβαλον εἰς τήν ἔνταξιν τῆς οἰκολογικῆς θεματικῆς εἰς τούς οἰκουμενικούς καί διαθρησκειακούς διαλόγους. Γενικώτερον, δέν ἀπηυθύν-θημεν μόνον πρός τούς χριστιανούς, ἀλλά πρός κάθε ἄνθρωπον καλῆς θελήσεως, καλοῦντες εἰς συστράτευσιν διά τήν προστασίαν τῆς «καλῆς λίαν» δημιουργίας. Ἀποτελεῖ εὐοίωνον σημεῖον τό γεγονός ὅτι, ἐνῶ κατά τήν δεκαετίαν τοῦ 1970, ἡ οἰκολογία ἦτο ὑπόθεσις κυρίως ἐναλλακτικῶν κινημάτων διαμαρτυρίας, σήμερον εὑρίσκεται εἰς τό κέντρον τοῦ παγκοσμίου ἐνδιαφέροντος. Διακηρύσσεται ποικιλοτρόπως, ὅτι ἡ ἀειφόρος ἀνάπτυξις εἶναι μονόδρομος, εἶναι ἡ πορεία ἡ ὁποία διασφαλίζει τήν οἰκολογικήν ἰσορροπίαν εἰς τό παρόν καί τό μέλλον. Εἶναι αὐτονόητον ὅτι ἡ ἀειφορία ἔχει τούς ὅρους της: μίαν οἰκολογικήν οἰκονομίαν, ἀλλαγήν εἰς τήν βιομηχανικήν καί ἀγροτικήν παραγωγήν, εἰς τήν παραγωγήν καί χρῆσιν τῆς ἐνεργείας, εἰς τάς μεταφοράς καί τά μετακινήσεις, εἰς τήν ἄναρχον ἐπέκτασιν τῶν πόλεων. Ἡ βιώσιμος ἀνάπτυξις ἀπαιτεῖ προστασίαν τῶν θαλασσῶν, τῆς ἀτμοσφαίρας καί τῶν δασῶν, νέα καταναλωτικά πρότυπα, ὑπέρβασιν τῆς κτητικῆς στάσεως, σεβασμόν πρός τήν κτίσιν, ἕνα νέον οἰκοφιλικόν πολιτισμόν.
Τιμιώτατοι ἀδελφοί καί προσφιλέστατα τέκνα,
Ὁ πολιτισμός εἶναι, ὅπως ἔχει λεχθῆ, «ἡ φωλιά τοῦ ἀνθρώπου μέσα στή φύση». Εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος ἐξασφαλίζει τήν ἐπιβίωσίν του, ἀναποφεύκτως μέσα εἰς τήν φύσιν, ὀργανώνει τήν ζωήν καί τήν συμβίωσιν, ἐξασφαλίζει ἀνάπτυξιν καί δημιουργίαν. Τό «ὅτι» τοῦ πολιτισμοῦ ἀποτελεῖ κεντρικόν ἀνθρωπολογικόν δεδομένον, τό «πῶς» τοῦ πολιτισμοῦ ὅμως ἐξαρτᾶται ἀπό ποικίλας ἱστορικάς καί ἄλλας συνθήκας, καί εἶναι αὐτό τό ὁποῖον διαφοροποιεῖ τούς πολιτισμούς καί κρίνει τήν ποιότητά των. Εἰς τήν ζωήν τῶν πολιτισμῶν ὑπάρχει ἐξέλιξις, πρόοδος ἀλλά καί ὀπισθοδρόμησις. Οἱ πολιτισμοί εἶναι λύσεις, ποτέ ὅμως λύσεις ὁριστικαί. Δέν εἶναι τυχαῖος ὁ λόγος περί τῆς «δυστυχίας μέσα εἰς τόν πολιτισμόν», τό γεγονός ὅτι κατασκευάζονται «οὐτοπίαι» ἑνός ἰδανικοῦ κόσμου, ὅτι ὑπάρχουν ἀπολυτοποι-ήσεις τῶν ἰδιαιτέρων πολιτισμῶν, ἀλλά καί ἀπορρίψεις τοῦ ἑκάστοτε ἰδιαιτέρου πολιτισμοῦ, τό ὄνειρον διά «ἐπιστροφήν εἰς τήν φύσιν», ἡ ὁποία, βεβαίως, εἶναι πάντοτε μία ἐπιστροφή εἰς ἕνα ἄλλον, διαφορετικόν πολιτισμόν. Δέν ὑπάρχει ὁ «φυσικός ἄνθρωπος», ἀφοῦ ὁ πολιτισμός, ὡς ἡ ἀπάντησις εἰς τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι «ὄν μέ ἐλλείψεις», ἀποτελεῖ τήν «δευτέραν φύσιν» τοῦ ἀνθρώπου.
Καί εἰς τήν ἐποχήν μας, τό ζητούμενον εἶναι τό «πῶς» τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς συμβιώσεως καί τῆς ἐπικοινωνίας, τῆς χρήσεως τῶν φυσικῶν πόρων, τῆς οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως, τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας, τῆς ἀρχιτεκτονικῆς καί τῆς πολεοδομίας, τῆς λειτουργίας τῶν θεσμῶν, τοῦ σεβασμοῦ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί τῶν δικαιωμάτων του, τῆς εἰρήνης καί τῆς δικαιοσύνης.
Ὁ σύγχρονος πολιτισμός κατατρύχεται ἀπό τήν κυριαρ-χίαν τῆς λογικῆς τοῦ ὠφελιμισμοῦ, ἀπό τήν «ἀπεριόριστον λατρείαν» τοῦ χρησίμου. Ἡ στάσις αὐτή ἀγνοεῖ τήν σημασίαν τῆς ἀναζητήσεως νοήματος ζωῆς πέραν ἀπό τό παρόν καί τάς στιγμιαίας ἱκανοποιήσεις του. Ὅπως ἔχει γραφῆ, ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι «δεμένος στόν πάσσαλο τῆς στιγμῆς», δέν ἡρεμεῖ αὐτομάτως, μόλις ἱκανοποιηθοῦν αἱ ὑλικαί ἀνάγκαι του. Ὁ ὠφελιμισμός εἶναι κακός σύμβουλος καί δέν ἐπιτρέπει εἰς τόν ἄνθρωπον νά ἀτενίσῃ τό βάθος τῶν πραγμάτων. Ὁ ὠφελιμιστής βλέπει, ὅπως λέγει σύγχρονος στοχαστής, «τήν ἀνθισμένη ἀμυγδαλιά μέ τά μάτια τοῦ ξυλοκόπου», ὑλικόν πρός χρῆσιν καί ἐκμετάλλευσιν.
Διά νά συνδέσωμεν τάς σκέψεις αὐτάς ἀμεσώτερον μέ τήν θεματικήν τοῦ συνεδρίου μας, θά ἐλέγομεν, μέ τόν Δημήτριον Πικιώνην, ὅτι τό πρόβλημα, καί εἰς τόν χῶρον τῆς δημιουργικῆς ἀρχιτεκτονικῆς, δέν συνδέεται μέ τάς ὑλικάς ἀνάγκας τῶν ἀνθρώπων, αἱ ὁποῖαι, οὕτως ἤ ἄλλως, πρέπει νά ἱκανοποιοῦνται, ἀλλά μέ τήν «παράνομη ἐξουσία πού οἱ πολλοί αὐθαίρετα παραχωροῦμε» εἰς αὐτάς (Δ. Πικιώνη, Κείμενα, ΜΙΕΤ, Ἀθήνα 1987, σ. 140). Πάντοτε ἡ ἀρχιτεκτονική ἐκφράζει μίαν πνευματικήν στάσιν ἀπέναντι εἰς τόν κόσμον, ἕνα τρόπον χρήσεως τοῦ κόσμου. Τό καθ᾿ ἡμᾶς παρελθόν διδάσκει, ὅτι «κάθε βυζαντινό οἰκοδόμημα εἶναι ἕνα εὐχαριστιακό γεγονός» (Χρ. Γιανναρᾶ, Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἤθους, γ’ ἔκδ., ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 1989, σ. 320). Πρῶτον χαρακτηριστικόν ἑνός βυζαντινοῦ ναοῦ εἶναι «ὁ σεβασμός τοῦ ὑλικοῦ τῆς κατασκευῆς, ἡ προσπάθεια νά φανερωθεῖ ὁ ‘λόγος’ τοῦ ὑλικοῦ, … νά πραγματωθεῖ ὁ ‘διάλογος’ τοῦ ἀρχιτέκτονα μέ τό ὑλικό του» (ὅ. π., σ. 309). Οἱ ναοί καί αἱ ἱεραί μοναί εἶναι ἐντεταγμέναι ἁρμονικῶς μέσα εἰς τό φυσικόν περιβάλλον. Ὄχι μόνον δέν τό ἐπιβαρύνουν, ἀλλά ἀναδεικνύουν τό κάλλος του, εἶναι, ὡς κτίσματα, ὀργανικόν μέρος του. Ἀνθρώπινος πολιτισμός καί φυσικόν περιβάλλον εὑρίσκονται ἐδῶ εἰς ἰσορροπίαν καί ἁρμονίαν, γνωρίσματα, τά ὁποῖα δέν ἰσχύουν διά τήν συνύπαρξιν φυσικοῦ καί δομημένου περιβάλλοντος σήμερον. Περί αὐτοῦ ὅμως, εἴμεθα βέβαιοι ὅτι θά διατυπωθοῦν λίαν ἐνδιαφέρουσαι ἀπόψεις εἰς τό παρόν Φόρουμ.
Ἡ πολυδιάστατος σύγχρονος κρίσις, ἀδελφοί καί τέκνα, εἶναι κρίσις τοῦ ἰδίου τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ἐλευθερίας του, τῆς θρησκείας καί τῆς φιλοσοφίας του, τοῦ ἤθους καί τοῦ πολιτισμοῦ του. Ἀπαιτεῖται ἀλλαγή προσανατολισμοῦ, νέα ἀξιολογία, μετάβασις ἀπό τήν κτητικήν εἰς τήν μετοχικήν στάσιν ζωῆς, ἀπό τό «δικαίωμα» εἰς τήν εὐθύνην καί τό καθῆκον, ἀπό τήν ἀσύστολον ἐκμετάλλευσιν τῆς φύσεως εἰς τήν «περιβαλλοντικήν προστακτικήν» σεβασμοῦ καί προστασίας της.
Μέ αὐτάς τάς σκέψεις καί τά αἰσθήματα, συγχαίρομεν πάντας τούς κοπιάσαντας διά τό παρόν συνέδριον, συνδιοργανωταί τοῦ ὁποίου εἶναι τό Εὐρωπαϊκόν Κέντρον Βυζαντινῶν καί Μεταβυζαντινῶν Μνημείων καί τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, μέ πρώτους τήν Δρα κυρίαν Φλώραν Καραγιάννη καί τόν καθηγητήν π. Ἰωάννην Χρυσαυγῆν, καί ἐκφράζομεν τάς εἰλικρινεῖς εὐχαριστίας τῆς ἡμῶν Μετριότητος πρός τήν Γενικήν Πρόξενον τῆς Ἑλλάδος ἐνταῦθα, εὐγενεστάτην κυρίαν Γεωργίαν Σουλτανοπούλου, διά τήν ὁλοπρόθυμον παραχώρησιν τοῦ Σισμανογλείου Μεγάρου. Χαιρετίζοντες τήν παρουσίαν πάντων ὑμῶν εἰς τήν ὡραίαν ταύτην ἐκδήλωσιν, κηρύσσομεν τήν ἔναρξιν τῶν ἐργασιῶν τοῦ Φόρουμ: «Οἰκουμενική Πρωτοβουλία διά τήν προστασίαν τοῦ περιβάλλοντος καί τοῦ πολιτισμοῦ», εὐχόμενοι ἐπιτυχῆ κατά πάντα διεξαγωγήν αὐτοῦ.
Εὐχαριστοῦμεν διά τήν προσοχήν σας!