Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Ο ιερομάρτυς Βαβύλας, επίσκοπος Αντιοχείας, του οποίου η Εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη στις 4 Σεπτεμβρίου, μαρτύρησε επί βασιλείας του αυτοκράτορα Νουμεριανού (3ος αι.) και ετάφη στην πόλη της Αντιοχείας. Για τον βίο του και το μαρτύριο του, έγραψε δύο ομιλίες ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, γεγονός που αποδεικνύει την τιμή που απολάμβανε ο άγιος αυτός στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Στις μέρες μας ο άγιος Βαβύλας δεν είναι ευρύτερα γνωστός στους πιστούς. Κάποιοι …υποψιασμένοι τον γνώρισαν από ένα ποίημα του Καβάφη, ο οποίος αποδίδει στον άγιο την αρχαία του αίγλη: «ήταν ο θαυμαστός, της εκκλησίας μας δόξα, ο άγιος, ο καλλίνικος μάρτυς Βαβύλας».
Ο ποιητής Κ.Π. Καβάφης λίγους μήνες πριν πεθάνει, συγκεκριμένα μεταξύ Νοεμβρίου 1932 και Απριλίου 1933 (πέθανε στις 29 Απριλίου 1933, ημέρα των γενεθλίων του) έγραψε το τελευταίο ποίημα της ζωής του, το οποίο δεν πρόλαβε να το δημοσιεύσει σε μονόφυλλο, όπως συνήθιζε, με τον τίτλο “Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας”. Μία παρατήρηση εδώ που χρήζει ιδιαίτερης ανάλυσης: Η Αντιόχεια είναι η πόλη του Καβάφη! Έχει αφιερώσει σ’ αυτήν την σημαντική πόλη αρκετά ποιήματα, παρ’ ότι δεν πήγε ποτέ! Είχε, όμως, κατανοήσει την ξεχωριστή ιστορική θέση της ανά τους αιώνες. Είναι γι’ αυτόν “η μοιραία πόλις”, η πόλη με τον “περιλάλητο βίο”, είναι η “περιώνυμος Αντιόχεια”, η “παλαιόθεν ελληνίς”. Οι αναφορές στην γενέθλια πόλη, την Αλεξάνδρεια, είναι πολύ λίγες σε σχέση με την Αντιόχεια. Το τελευταίο ποίημα του Αλεξανδρινού αναφέρεται σε ιστορικό περιστατικό του 362 μ.Χ., όπως μας το παραδίδουν εκκλησιαστικοί ιστορικοί (όπως ο Σωκράτης) του 4ου μ.Χ. αιώνα. Ο Ιουλιανός επισκέπτεται την Αντιόχεια ως αυτοκράτωρ, όταν μαθαίνει πως οι ιερείς του Απόλλωνα δεν θέλουν να δώσουν χρησμό, γιατί εκεί κοντά στο άλσος της Δάφνης, προάστιο της Αντιόχειας, ήταν θαμμένος ο μάρτυρας και επίσκοπος της Αντιόχειας Βαβύλας. Εκνευρισμένος ο Ιουλιανός διατάζει να μεταφέρουν οπωσδήποτε σε άλλο μέρος το λείψανό του. Πραγματικά οι χριστιανοί μεταφέρουν αλλού το λείψανο του μάρτυρα Βαβύλα. Όμως μέσα στη δίνη εκείνων των γεγονότων συνέβη κάτι αναπάντεχο: ξέσπασε μία μεγάλη φωτιά. Ο Ιουλιανός διέδωσε πως οι χριστιανοί έβαλαν τη φωτιά όμως ο Καβάφης παίρνει το μέρος των χριστιανών: «Aς πάει να λέει. / Δεν αποδείχθηκε· ας πάει να λέει. / Το ουσιώδες είναι που έσκασε».
Αξίζει εδώ να δούμε τι λέει για το ποίημα ο Γιώργος Σεφέρης. Στη διαμάχη Ιουλιανού-Βαβύλα, όπως τη χαρακτηρίζει ο Γιώργος Σεφέρης, ο νομπελίστας παρατηρεί πως ο Καβάφης τάσσεται αναμφισβήτητα με τον Βαβύλα (Σεφέρης, Γ. Δοκιμές. Τόμος Α΄. Αθήνα: Ίκαρος, σ. 456.). Όμως γιατί ο Σεφέρης υποστηρίζει την άποψη πως ο Αλεξανδρινός θεωρεί τον Βαβύλα δικό του; Η απάντηση του είναι ξεκάθαρη. Το λείψανο του μάρτυρα Βαβύλα του θυμίζει έντονα την τραγική κατάληξη της ζωής που δεν είναι άλλη από το θάνατο. Οι στίχοι Τὸ πήραμε, τὸ πήγαμε τὸ ἅγιο λείψανον ἀλλοῦ· /Τὸ πήραμε, τὸ πήγαμε ἐν ἀγάπη κ’ ἐν τιμῆ είναι για τον Σεφέρη «οι μόνοι μη ειρωνικοί μέσα σε τούτο το ποίημα· οι μόνοι ατόφια συγκινημένοι, οι στίχοι που μιλούν για το λείψανο του “θαυμαστού”, του “καλλίνικου” Βαβύλα· γι’ αυτόν που “αινίττονταν ο ψευτοθεός”, ο αντίπαλος… τώρα απόμεινε ένα λείψανο (ενν. ο Βαβύλας) που το ’παιρναν και το πήγαιναν αλλού. Συλλογιζόμουν» γράφει ο Σεφέρης «τον τελευταίο καιρό του Καβάφη καθώς τριγύριζε από εξάντληση σε εξάντληση, ή από νοσοκομείο σε νοσοκομείο· όχι πια ένα γερασμένο σώμα, αλλά ένα λείψανο, ένας Βαβύλας. Κανείς δεν ξέρει με τι παράξενα αποθέματα μέσα στο θάλαμο ή έξω από το κατώφλι της συνείδησης γίνεται ένα ποίημα».
Άρα μόνο με αυτήν τη συμφωνία κατά τον Γιώργο Σεφέρη ο Καβάφης τάσσεται με το μέρος του Βαβύλα. Με τη συμφωνία ότι θα βρει μία ακόμα αφορμή, μοιραία την τελευταία της ζωής του, για να μιλήσει για την φθαρτότητα και την ματαιότητα της ζωής. Ο Καβάφης γράφει το τελευταίο του ποίημα για τόπους και πρόσωπα αγαπημένα που ποτέ δεν είδε και δεν γνώρισε. Η Αντιόχεια τον συνέχει, αλλά δεν την επισκέφθηκε ποτέ. Ο Ιουλιανός, ως ιστορική μορφή τον απασχολεί πάντα, αλλά πάντα σε σχέση με τους χριστιανούς! Ο άγιος Βαβύλας ήταν και γι’ αυτόν άγνωστος, αλλά έγινε τόσο οικείος ως υπόθεση του ποιήματός του. Ενός ποιήματος που μοιάζει με θεατρική παράσταση, με αναφορά στο πρώιμο Βυζάντιο. Κι εδώ θυμάμαι τον Γ.Π. Σαββίδη: «… νομίζω πως δεν χωρεί πια καμιά επιφύλαξη και πως είμαστε υποχρεωμένοι να διαβάζουμε με αναδρομικό χριστιανικό φωτισμό κάθε ποίημα του Καβάφη που έχει σχέση με τη θρησκεία, παγανιστική είτε Χριστιανική» (Μικρά Καβαφικά. Αθήνα: Ερμής, 1985).
Ο Καβάφης ήξερε πολλά… Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας όπου τριγυρνούσε, λίγο πριν ξεψυχήσει…