Του Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου Γεράσιμου Φραγκουλάκη
Αννόβερο Γερμανίας
Αυτό το διάστημα της πανδημίας του κορωνοϊού χρειάζεται κάθε φορά που βρίσκομαι στο ναό, να ασχολούμαι με την τήρηση των μέτρων που επιβάλλουν οι αρχές για την ανακοπή της διάδοσης της. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα πολλές φορές να συγκρούομαι με ενορίτες μου που καλώς ή κακώς έχουν διαφορετική άποψη. Κάποτε-κάποτε με πιάνει το παράπονο για αυτά που υφίσταμαι, χωρίς να έχω καμιά ευθύνη. Όλη αυτή η κατάσταση με έχει οδηγήσει πολλές φορές σε σκέψεις που αφορούν τον ρόλο μου ως ποιμένα, όχι μόνο τώρα αλλά σε όλη μου την πορεία μέχρι σήμερα, και αυτές τις σκέψεις επιθυμώ να μοιραστώ μαζί σας, γιατί όπως και να το κάνουμε κλήρος και λαός, ποιμένες και ποιμενόμενοι έχουμε σχέση αλληλεξάρτησης.
Με πλήρη συνείδηση ότι ο λαός του Θεού είναι: “Σώμα Χριστού”, “Πόλις Αγία”, “Άνω Ιερουσαλήμ”, “Γένος Εκλεκτόν”, “Βασίλειον Ιεράτευμα”, “Έθνος Άγιον”, “Λαός εις περιποίησιν”, ” Εκκλησία πρωτοτόκων”, και έχοντας ο ίδιος οικειοθελώς επιφορτισθεί τον ρόλο του “γεωργού” στο “γεώργιον” της Εκκλησίας μας και ασκώντας το ρόλο του ποιμένος της “λογικής ποίμνης” του Χριστού μας, τρέμω στην ιδέα της αποτυχίας της ιερατικής αποστολής μου.
Αναλαμβάνοντας το ρόλο και τις ευθύνες του “γεωργού” και “ποιμένος” ο κάθε κληρικός προσπαθεί, τουλάχιστον έτσι πρέπει, διδασκόμενος να διδάσκει, τελειούμενος να τελειοποιεί, σωζόμενος να σώζει και αγιαζόμενος να αγιάζει. Η ιεροσύνη δεν είναι μια μαγική ιδιότητα, ούτε ο ιερέας μετατρέπεται σε μάγο, σε γκουρού.
Αυτά έχοντας κατά νου, δεν με τρομάζει η αμαρτωλότητά μου, διότι στην Εκκλησία μας υπάρχει η Μετάνοια και η Εξομολόγηση, με προβληματίζει όμως αν ο αγώνας μου είναι ο αγώνας που πρέπει να κάνω για την βελτίωσή μου, και κατά πόσο η προσπάθεια αυτή της αυτοβελτιώσεώς μου είναι ωφέλιμη για τον λαό που μου έχει εμπιστευθεί η Εκκλησίια και αποτελεί την “ποίμνη τη λογική”, το “άγιον γεώργιον” που μου έχει αναθέσει να διαποιμαίνω. Διότι, όπως λέει ο χρυσός στη γλώσσα Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο ιερέας «δεν φτάνει μόνο να φροντίσει για τον εαυτό του, αλλά οφείλει να μεριμνήσει και για τις ψυχές του “ποιμνίου” του. Και αν δεν ήθελε να το κάμει, πηγαίνει στην κόλαση μαζί με τους πονηρούς, όχι για τα δικά του, τα προσωπικά του αμαρτήματα, αλλά για τα αμαρτήματα του ποιμνίου του, στην περίπτωση που δεν έκανε ό,τι εξαρτιόταν από αυτόν για να του μάθει το καλό».
Στις μέρες μας δεν είναι δύσκολο σε κανέναν κληρικό να προσποιηθεί και δυστυχώς, είναι αρκετοί εκείνοι οι οποίοι προσποιούνται, προκειμένου να έχουν την ησυχία τους και να περνούν καλά κατά τα ανθρώπινα δεδομένα. Έχει γεμίσει η Ορθόδοξη Εκκλησία από πάσης φύσεως καλούς παππούληδες και γεροντάδες, στερείται όμως σοβαρών “ποιμένων” και διδασκάλων της πίστεως. Είναι πολλοί εκείνοι που έχουν μετατρέψει την ιεροσύνη σε μαγεία και το πετραχήλι τους σε μαγικό ραβδάκι, που τα πάντα τα μεταμορφώνει σε χρήμα και υλικά αγαθά. Και αυτό είναι κάτι που δυστυχώς έχει απομείνει ως εντύπωση στον περισσότερο κόσμο.
Ο κληρικός που με τα λόγια του χαϊδεύει τα αυτιά του κόσμου είναι ο καλός, ο άγιος. Αντιθέτως, όποιος έχει λόγο που κάποιες στιγμές μπορεί να είναι ελεγκτικός είναι ο κακός, ο άγριος. Με αυτό τον τρόπο τελικά αποσιωπείται η ουσία του μυστηρίου της Εκκλησίας, που είναι η σωτηρία του ανθρώπου. Από τη στιγμή που κρίνουμε τους ιερείς μόνο με ανθρώπινα κριτήρια, καταργούμε την σωτήρια αποστολή της Εκκλησίας.
Ο κληρικός ως πρόσωπο και η ιεροσύνη ως χάρισμα και λειτούργημα υπάρχουν μόνο μέσα στην Εκκλησία. Γι’ αυτό όπως λέει ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος δεν μπορεί χωρίς κληρικούς να υπάρξει Εκκλησία, όπως και χωρίς Εκκλησία δεν μπορούν να υπάρξουν κληρικοί.
Από τη στιγμή που ο κάθε κληρικός με τη χειροτονία έλαβε το χάρισμα της ιεροσύνης, παύει να είναι κοινός άνθρωπος. Η ψυχή του κληρικού είναι μια ιερατική ψυχή και το σώμα του ένα ιερατικό σώμα. Είναι φυσικό επακόλουθο επομένως ό,τι λέει και ό,τι πράττει, να το λέει και να το πράττει ως ιερέας. Αυτό που πολλές φορές χρησιμοποιείται για να δικαιολογούνται παραπτώματα κληρικών ότι, «άνθρωποι είναι και αυτοί», δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα, ο ιερέας είναι πάντα ιερέας και μόνο αυτό ειναι το πρωτεύον και βασικό ιδιώμα του, όσες άλλες ειδικότητες κι αν έχει. Αυτό όμως δεν τον διαφοροποιεί όσον αφορά στην προέλευσή του. Όλοι εμείς οι κληρικοί είμαστε “οστούν εκ των οστέων και σαρξ εκ της σαρκός” του ποιμνίου.
Πρώτο ζητούμενο των λαϊκών που αποτελούν το πλήρωμα της Εκκλησίας από τους κληρικούς, είναι να αποπνέουν αγιότητα. Αυτό είναι το ιδανικό και το πρέπον, πλην όμως όπως προαναφέραμε, οι κληρικοί δεν αποτελούν μια άλλη ξεχωριστή τάξη ανθρώπων, που κατέβηκε από τον ουρανό. Κληρικοί σε όλες τις βαθμίδες είναι τα παιδιά, τα αδέλφια, οι συγγενείς, οι γνωστοί, οι φίλοι των ανθρώπων όλων των στρωμάτων και τάξεων της κοινωνίας μας. Δεν είναι επομένως δύσκολο να αντιληφθούμε ότι, όλα τα καλά, αλλά και τα κακά που έχει η κοινωνία μας τα έχουμε και οι κληρικοί, ως φυσικά και φυσιολογικά μέλη αυτής της κοινωνίας. Κατά συνέπεια μέσα στο χώρο του κλήρου θα υπάρχουν δυστυχώς, και οι παθογένειες που αφορούν στους ανθρώπους. Αυτό είναι ικανό, για να αντιληφθούμε ότι η ποιότητα των κληρικών είναι εφάμιλλη, ίδια με την ποιότητα της κοινωνίας, διότι και οι κληρικοί επαναλαμβάνουμε, αποτελούν μέλη αυτής της κοινωνίας.
Οι αυριανοί κληρικοί και όχι μόνο, και οι επιστήμονες, και οι τεχνίτες, και οι εργάτες θα είναι τα δικά μας παιδιά. Αν θέλουμε λοιπόν να έχουμε σωστούς ιερείς, σωστούς δασκάλους, σωστούς γιατρούς, σωστούς τεχνίτες, σωστούς εργάτες θα πρέπει να διορθώσουμε κάποια πράγματα τα οποία αφορούν στις δομές της κοινωνίας μας. Αλλιώς, άδικα θα περιμένουμε. Πρέπει να καταβάλλουμε προσπάθεια για να διορθώσουμε κάποια κακώς κείμενα της κοινωνίας μας, που όλοι ομολογούμε ότι υπάρχουν. Και το έργο βεβαίως μιας τέτοιας αναμορφώσεως, θα πρέπει να ξεκινήσει από τον ίδιο μας τον εαυτό. Λέει ο σύγχρονος Άγιος μας ο Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: “Διόρθωσε τον εαυτό σου και έτσι διορθώνεται ένα μέρος της κοινωνίας”. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι, η σωτηρία της ψυχής μας θα πρέπει να είναι το πρώτο ζητούμενο για όλους μας και όλοι πρέπει να συνεργαστούμε γι’ αυτό και αυτό μπορούμε να το πετύχουμε μόνο μέσα από την Εκκλησία.
Ο Χριστός απευθυνόμενος στους Μαθητές του λέει: “Καθώς απέσταλκέ με ο Πατήρ, καγώ πέμπω υμάς” (Ιωαν. 20, 21). (Όπως έστειλε εμένα ο Πατέρας κι εγώ στέλνω εσάς), και οι Μαθητές και Απόστολοι μετεβίβασαν ή μάλλον παρέδωσαν την αποστολή τους αυτή στα χέρια των επισκόπων και επεκτάθηκε μέχρι τους κληρικούς, με συγκεκριμένο σκοπό, να συνεχίσουν το έργο τους.
Εφόσον στο θέμα της σωτηρίας κληρικοί και λαϊκοί έχουμε σχέση αλληλεξάρτησης γι’ αυτό και πρέπει να πορευόμαστε μαζί στην λατρεία του Θεού, στην υγιή διδασκαλία, στην οργάνωση της φιλανθρωπίας και της κοινωνικής ζωής, στην προαγωγή της ζωής σύμφωνα με το θέλημα του Χριστού, στην πνευματική προκοπή, στον πόλεμο κατά της ασέβειας και στην υποστήριξη της ευσέβειας. Να προσπαθήσουμε να ανανεώσουμε ιερές εμπειρίες ξεθωριασμένες στο πέρασμα του χρόνου και να ξαναδούμε τις ευθύνες μας, που οι φροντίδες της ζωής μάς εμποδίζουν να σκεφτόμαστε συχνά.
Με όλες αυτές τις σκέψεις δεν σημαίνει βεβαίως, πως αποποιούμαι τις ευθύνες μου. Γνωρίζω πιστεύω τις αδυναμίες και τις ελλείψεις μου, όπως συμβαίνει με την πλειάδα των κληρικών. Η προσπάθεια όλων μας είναι να καλλιεργήσουμε την μεταξύ μας αγάπη, κληρικοί και λαϊκοί, και από κοινού στην συνέχεια να καλλιεργήσουμε την αγάπη προς τον Θεό. Να ισχύσει δηλαδή εκείνο που είχε πει σε μια παρέα που τον είχε επισκεφθεί ο Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: «Αυτό που λέει η καρδιά μου, είναι να την κόψω κομματάκια και να την μοιράσω στον κόσμο». Χρειάζεται όμως αγώνας πολύς, για να αισθανθούμε κι εμείς το ίδιο μεγαλείο!
Επιδίωξη του καθενός από εμάς τους κληρικούς δεν πρέπει να είναι η προσπάθεια της δημιουργίας του προφίλ του καλού κληρικού, του καλού παππούλη με την κοσμική έννοια, επιδίωξή μας πρέπει να είναι η αναγνώρισή μας ως αγωνιστών για την δόξα του Θεού, για την προβολή της Αγίας μας Ορθοδοξίας και για τη σωτηρία της ψυχής μας. Πρόκειται βεβαίως για αγώνα δύσκολο. Ίσως θα κλάψουμε ή θα πονέσουμε ή θα ματώσουμε ή θα διωχτούμε ή θα συκοφαντηθούμε ή θα χλευασθούμε. Θα πρέπει να γνωρίζουμε όμως και να έχουμε ακράδαντη την πίστη, πως ό, τι κι αν γίνει, ό, τι κι αν συμβεί, στο τέλος θα νικήσει η Πίστη μας, η Αγία Ορθοδοξία μας. Αυτό θα συμβεί και τώρα την περίοδο της πανδημίας. Δοκιμαζόμαστε σκληρά. Στερούμαστε ελευθερίες που μέχρι χθες τις θεωρούσαμε αυτονόητες. Έχει καταφέρει ο κορωνοϊός να μας διχάζει και να στρέφεται αδελφός εναντίον αδελφού. Έχει δημιουργηθεί μια κατάσταση με έντονο το στοιχείο του παραλογισμού, με ευθύνη όλων μας και κυρίως των κρατούντων. Όλοι έχουμε γίνει «ειδικοί» και εκφράζουμε άποψη και γνώμη που απαιτούμε να γίνεται από τους άλλους σεβαστή, χωρίς όμως να σεβόμαστε εμείς τις απόψεις των άλλων. Η Εκκλησία μας σε κάθε σχεδόν ακολουθία της μας καλεί να παρακαλέσουμε, να δεηθούμε προς τον Κύριο «υπέρ του ρυσθήναι ημάς από πάσης θλίψεως, οργής, κινδύνου και ανάγκης», όμως όχι, επιμένουμε εκεί, να ελέγξουμε εμείς την κατάσταση, να επιβάλουμε τις δικές μας λύσεις. Ο τελευταίος λόγος όπως πάντα ανήκει στο Θεό. Και στην περίπτωση της πανδημίας δεν φαίνεται να έχει πει ακόμη τον τελευταίο Του λόγο. Ας προσευχηθούμε και ας παρακαλέσουμε να είναι τουλάχιστον ο τελευταίος λόγος του Θεού υπέρ μας.