Του Αριστείδη Πανώτη – Άρχοντος Μ. Ιερομνήμονος της Μ.τ.Χ.Ε.
Κατά την περίοδο της «Ανακωχής» του 1918 η πόλη της Νίκαιας επισημάνθηκε ως ο τόπος θεσπίσεως βασικών αρχών της οικουμενικότητος της Εκκλησίας, τόσον λόγω της εκεί πρώτης Οικουμενικής Συνόδου, αλλά και διότι εκεί μεταφέρθηκε η πατριαρχική καθέδρα της Κωνσταντινουπόλεως κατά την Δ’ Σταυροφορία (1204-1264). Στην πόλη αυτή της Βιθυνίας είχε διασωθεί εκεί από την Πρωτοβυζαντινή περίοδο των μέσων του 8ου αιώνα το άλλοτε καθολικόν της μονής του Υακίνθου, το οποίο από τον11ον αιώνα αφιερώθηκε ως καθεδρικός ναός στην «Κοίμηση της Θεοτόκου». Ο ναός αυτός ήταν «εγγεγραμμένος σταυροειδής» μετά τρούλλου, όπως η «Του Θεού Σοφία» της Θεσσαλονίκης, καταστόλιστος από προεικονομαχικά ψηφιδωτά παλαιότερα του 8ου αιώνα. Δηλαδή ήταν πραγματικό θησαυροφυλάκιον της προεικονομαχικής εικαστικής τέχνης και στα νεότερα χρόνια η αξία του επισημάνθηκε από το ρωσικό «Αρχαιολογικό Ινστιτούτο» της Κων/πόλεως το οποίο το ερεύνησε, το πρωτοσχεδίασε και το δημοσίευσε προκαλώντας μεγάλο επιστημονικό ενδιαφέρον.***Βλ. Th. Schmit. Die Koimesis Kirche von Nikaia, 1927.
Τα διασωζόμενα ψηφιδωτά του τότε ξύπνησαν και την αντιχριστιανική μανία των φανατικών Τούρκων και όταν επέστρεψαν στην Νίκαια τον Σεπτέμβριο του 1922 δεν σεβάστηκαν ό,τι διατήρησαν οι αιώνες και τον «ανατίναξαν με δυναμίτη»! Αυτή η πολιτιστική «ύβρις» προκάλεσε παγκόσμια κατακραυγή και χρεώθηκε στους Κεμαλιστές που κατέστρεψαν ένα μνημείο προεικονομαχικών γνώσεων που άρχισε ήδη επιστημονικά να σπουδάζει η επιστήμη της Μεσαιωνικής Βυζαντινής Ιστορίας. Αυτή η συμπεριφορά χρεώθηκε στο νέο καθεστώς της Τουρκίας και σοβαρά έπληξε την ελπίδα ότι θα βαδίσει πλέον αυτό στον δρόμο των σύγχρονων δεδομένων του Πολιτισμού. Τότε ο Κεμάλ αντιλήφθηκε την επιζήμια έκταση της διεθνούς κατακραυγής περί της βαρβαρότητος των Τούρκων και ότι αυτή είναι άκρως επιζήμια για τους σύγχρονους Τούρκους και μόλις στερέωσε την εξουσία του, επέσπευσε τις ανασκαφές στην πλατεία του άλλοτε «Αυγουσταίου» και πλησίασε τον πάνσεπτον ναό της «Του θεού Σοφίας» και από το 1924 τον κατέστησε προσβάσιμο πολιτιστικό μνημείον για την ανθρωπότητα, δεδομένου ως αρχιτεκτόνημα εξέφραζε ορθόδοξες πεποιθήσεις που ήταν εντελώς άσχετες με την εικονομαχική ισλαμική λατρεία, όπως έδειχνε η μεταγενέστερη μίμηση των τεμενών της οθωμανικής Κων/πόλεως. Αυτά από αμάθεια και φανατισμό δεν τα αντιλήφθηκαν οι διϊστάμενοι με τον μέλλον της Τουρκίας και μετά 96 χρόνια διέπραξαν στις 10 Ιουλίου 2020 την μέγιστη πολιτιστική «ύβρη», προς εκβιασμόν των λαών της Ευρώπης. Έτσι στο Νεοθωμανικόν κράτος «Θέατρον Σκιών» μετέβαλαν τους ναούς της «Αγιά Σοφιάς» και της «Μονής της Χώρας» σε ένα γελοίο «εικονομαχικό Καραγκιόζ μπερντέ» για τον «αποευρωπαϊσμό» της σύγχρονης τουρκικής κοινωνίας ώστε πάλι να βυθιστεί στην «κατακτητικότητα» μιας ασιατικής ορδής του παρελθόντος.
Το δε πλήρωμα της Ιεράς Μητροπόλεως Νικαίας κατέφυγε κυρίως στην Νέα Κοκκινιά στους πρόποδες του Αιγάλεου όρους, που αργότερα κλήθηκε «Νέα Νίκαια», ενώ το πολύτιμο λείψανο της χειρός του Μ. Βασιλείου που διασώθηκε εκ του ναού της Νίκαιας και μεταφέρθηκε στην Ελλάδα δια του θωρηκτού «Κιλκίς» παραδόθηκε στην έδρα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας.-