π. Αλεξίου Σ. Καπανδρίτη
Από την εργασία του
«Η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Αυστραλία ως Μητρόπολις (1924-1959)
& Ιερά Αρχιεπισκοπή (1959-Σήμερα)».
Ο Αυστραλίας Ιεζεκιήλ γεννήθηκε το 1913 στην «πρωτεύουσα» της Πελοποννήσου, την Πάτρα, πόλη που κήρυξε και μαρτύρησε ο Πρωτόκλητος των Αποστόλων Ανδρέας, τον οποίο θεωρούσε προστάτη του. Ήταν ταπεινής καταγωγής, η οικογένειά του ήταν φτωχή, το κοσμικό του όνομα ήταν Χρήστος Τσουκαλάς. Ο Αρχιμανδρίτης π. Γερβάσιος Παρασκευόπουλος ήταν Πνευματικός του και τον οδήγησε στον Χριστό και στην Εκκλησία, όπως τόσες άλλες ψυχές που εξομολογούσε. Μετά το τέλος των εγκυκλίων σπουδών του φοίτησε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1934, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στην Θεολογική Σχολή, εκάρη μοναχός στη μονή Κορώνης, χειροτονήθηκε διάκονος στην Αθήνα και το 1935 πρεσβύτερος από τον Μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος Ιεζεκιήλ († 1953).
Διακόνησε από τη θέση του Πρωτοσυγκέλλου και ιεροκήρυκα στις Ιερές Μητροπόλεις Θεσσαλιώτιδος, Θηβών και Λεβαδείας και Γορτύνης και Μεγαλουπόλεως. Το 1937 μετέβη στην Αμερική κατόπιν προσκλήσεως του τότε Αρχιεπισκόπου και μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα. Στον Νέο Κόσμο υπηρέτησε ως Προϊστάμενος των ελληνορθοδόξων Κοινοτήτων Πόρτ Σμούθ Νιου Χάμσαϊρ, Χάβερχιλ Μασαχουσέτης και Χάρτφορντ Κονέκτικατ. Το 1941 υπηρέτησε ως καθηγητής και αργότερα ως υποδιευθυντής της ελληνορθόδοξης Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού, η οποία είχε ιδρυθεί το 1937 από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Αθηναγόρα, αρχικά έδρευε στο Πόμφρετ του Κονέκτικατ και το έτος 1946 μεταφέρθηκε στο Μπρούκλιν της Μασαχουσέτης. Το 1943 πήρε μεταπτυχιακό δίπλωμα Θεολογίας από το Θεολογικό σεμινάριο του Χάρτφορτ και ανακηρύχθηκε Μάγιστρος της Θεολογίας. Ακολούθως, το 1949, διορίσθηκε διευθυντής της Σχολής του Τιμίου Σταυρού.
Στις 17 Σεπτεμβρίου του 1950 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Ναζιανζού και διορίσθηκε στη Γ΄ Αρχιεπισκοπική Περιφέρεια με έδρα την Βοστώνη, όπου διακρίθηκε για την πλούσια ποιμαντική και φιλανθρωπική του δράση. Μετά από τέσσερα σχεδόν χρόνια, τον Μάρτιο του 1954, μετατέθηκε στη Β΄ Αρχιεπισκοπική Περιφέρεια, όπου διαδέχτηκε τον εκλιπόντα Επίσκοπο Σικάγο Γεράσιμο.
Στις 24 Φεβρουαρίου 1959 εξελέγη Μητροπολίτης Αυστραλίας από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα και τους Χαλκηδόνος Θωμά, Ειρηνουπόλεως Κωνσταντίνο, Δέρκων Ιάκωβο, Θεοδωρουπόλεως Λεόντιο, Προικοννήσου Φιλόθεο και Φιλαδελφείας Ιάκωβο. Το τριπρόσωπο αποτελούνταν από τους Ναζιανζού Ιεζεκιήλ και τους Πανοσιολογιώτατους Αρχιμανδρίτες π. Χρυσόστομο Παπαλάμπρου και π. Μελέτιο Διακανδρέου.
Πριν από τη μετάβασή του στην Αυστραλία επισκέφτηκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο για το μήνυμα και την αποδοχή της εκλογής. Εκεί παρέλαβε και το μόλις καταρτισθέν «Σύνταγμα της Ορθοδόξου Ελληνικής Μητροπόλεως Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας της 3ης Απριλίου 1959»
Στην Αυστραλία ο Ιεζεκιήλ έφτασε στις 27 Απριλίου 1959, Παρασκευή της Διακαινησίμου, και η ενθρόνισή του έγινε στις 8 Μαΐου 1959. Με την ανάληψη των καθηκόντων του ο νέος Μητροπολίτης – και μετ’ ολίγον Αρχιεπίσκοπος – ξεκίνησε μεγάλη περιοδεία σε όλη την Αυστραλιανή ήπειρο και επισκέφτηκε σχεδόν το σύνολο των περιοχών και χωριών, όπου διέμεναν Ελληνικοί πληθυσμοί. Στόχος του ήταν η δια ζώσης επικοινωνία και η προσωπική αντίληψη των προβλημάτων που είχαν οι κοινότητες και οι πάροικοι που δεν είχαν συστήσει κοινότητα. Ο νέος Αρχιεπίσκοπος, χωρίς να χάσει χρόνο, προχώρησε στην οργάνωση της αχανούς επαρχίας του, όπως όριζε το νέο Σύνταγμα που του είχε επιδοθεί από την Αγία και Ιερά Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης και σύμφωνα με τις διά ζώσης κατευθύνσεις, οι οποίες του είχαν δοθεί από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα.
Αξιοζήλευτη μέχρι και σήμερα παραμένει η δράση του Αρχιεπισκόπου Ιεζεκιήλ στην Αυστραλία, ο οποίος, όταν ανέλαβε ως οιακοστρόφος της, διαπίστωσε την παντελή έλλειψη υποδομών. Έτσι, φρόντισε το 1960 να προχωρήσει στην αγορά νέου Αρχιεπισκοπικού Μεγάρου για τη στέγαση των διοικητικών υπηρεσιών, αφού το παλαιό κτήριο είχε κριθεί ακατάλληλο. Επίσης, ίδρυσε Παιδικό Σταθμό στο Σίδνεϊ, οίκο Μετανάστριας και γραφείο εξυπηρέτησης μεταναστών. Επιπλέον, στη Μελβούρνη ίδρυσε Παιδικό Σταθμό επ’ ονόματι του Αγίου Στυλιανού για τις ανάγκες των μεταναστών, ο οποίος πρόσφερε στέγη σε νέες μητέρες.
Ο ζήλος του Αρχιεπισκόπου Ιεζεκιήλ για την ελληνική γλώσσα αλλά και την κατήχηση των Ελληνοπαίδων ήταν μεγάλος και για τον λόγο αυτόν οραματίστηκε την ίδρυση και λειτουργία προπαρασκευαστικής Ιερατικής Σχολής στο Σίδνεϊ. Είχε κατά νου να προετοιμάζει τους προς ιερωσύνη μαθητές Γυμνασίου, ώστε να συνεχίσουν τις μετέπειτα θεολογικές τους σπουδές στην Σχολή της Χάλκης. Δυστυχώς, αυτό το όνειρό του δεν υλοποιήθηκε.
Ο Αυστραλίας Ιεζεκιήλ υπήρξε φιλομόναχος, πράος και καλοκάγαθος, με αστείρευτη αγάπη για τον πάσχοντα άνθρωπο και ιδιαιτέρως για τους νέους, γι’ αυτό και προχώρησε στην ίδρυση Φιλοπτώχου Αδελφότητος σε κάθε Κοινότητα και ανέθεσε την οργάνωσή τους σε κυρίες, οι οποίες σε συνεργασία με τον Αρχιεπίσκοπο στάθηκαν αρωγοί στον πάσχοντα άνθρωπο, είτε αυτός ήταν νέος μετανάστης είτε εμπερίστατος συνάνθρωπος ή και ασθενής. Οι Φιλόπτωχες Αδελφότητες ανέπτυξαν σπουδαία φιλανθρωπική δράση και στη γενέτειρα, καθώς ενίσχυαν διαφορά ιδρύματα και σχολεία της Ελλάδος της εποχής εκείνης. Ταυτόχρονα ο Αρχιεπίσκοπος Ιεζεκιήλ συσπείρωσε τη νεολαία, αφού σε κάθε Κοινότητα ιδρύθηκαν Χριστιανικές Ενώσεις Νέων και Νεανίδων, ενώ επί των ημερών του ιδρύθηκε και η Παναυστραλιανή Ομοσπονδία νέων με την ονομασία «Ελληνική Νεολαία Αυστραλίας».
Όπως έχει επισημανθεί, η διακονία του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Ιεζεκιήλ υπήρξε επιτυχημένη αλλά και πολυκύμαντη. Η βασική αιτία ήταν η προσπάθειά του να αναμορφώσει εκκλησιαστικά την Αρχιεπισκοπή, όπως ασφαλώς όριζε και το Σύνταγμα του 1959. Αυτό οδήγησε σε μια νέα διένεξη μεταξύ των παλαιών Κοινοτήτων (ΕΟΚ) και της Αρχιεπισκοπής, με αποτέλεσμα τη δημιουργία σχίσματος και απόσχισης των παλαιών ιστορικών Κοινοτήτων της Αυστραλίας (Μελβούρνης, Σίδνεϊ, Αδελαΐδας και Νιούκαστλ), οι οποίες εγκατέλειψαν την Αρχιεπισκοπή.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιεζεκιήλ κατάφερε να αναμορφώσει την Αρχιεπισκοπή μετά από μεγάλο και κοπιαστικό αγώνα και παρά την «ἰσχυρὴ ἀντίδραση ἐνίων κοινοταρχῶν», αλλά, δυστυχώς, η υγεία του κλονίστηκε και αποφάσισε να παραιτηθεί στις 24 Φεβρουαρίου του 1968. Η απόφασή του αυτή έγινε δεκτή με μεγάλη θλίψη από τη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης και ορίστηκε προσωρινός Πατριαρχικός Επίτροπος ένας εκ των βοηθών του, ο Ναζιανζού Διονύσιος, μέχρι την εκλογή νέου Αρχιεπισκόπου.
Πατριαρχικός Επίτροπος από τις 28 Οκτωβρίου έως τις 9 Σεπτεμβρίου 1968 ορίστηκε ο Μητροπολίτης Φιλαδελφείας (Γερμανίας) Ιάκωβος Τζαναβάρης – Παπαϊωάννου.
Μετά από ενάμιση σχεδόν χρόνο, δηλαδή στις 12 Αυγούστου 1969, η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου αποκατέστησε τον σχεδόν προ διετίας οικειοθελώς παραιτηθέντα Αρχιεπίσκοπο Ιεζεκιήλ στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο, θέση στην οποία παρέμεινε έως τον Αύγουστο του 1974, όταν προήχθη σε Μητροπολίτη Πισιδίας και εγκατέλειψε οριστικά την Αυστραλία. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα ο Πισιδίας Ιεζεκιήλ διορίσθηκε Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Βλατάδων, όπου και παρέμεινε μέχρι τον Αύγουστο του 1975. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1979 εξελέγη Μητροπολίτης Κώου και στις 14 Δεκεμβρίου 1982 παραιτήθηκε. Απεβίωσε στην Αθήνα στις 22 Ιουλίου 1987. Η νεκρώσιμη ακολουθία και ο ενταφιασμός του έγιναν στο Άγιον Όρος κατόπιν επιθυμίας του.