16.4 C
Athens
Δευτέρα, 18 Νοεμβρίου, 2024

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ ΚΑΙ Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

Ο Γιάννης Τσαρούχης με αρχιερατική στολή, το 1989, μια ημέρα πριν από το θάνατό του.
φωτογραφία: Γιώργος Τουρκοβασίλης


Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου 
Αγαπώ πολύ την Εκκλησία και τη Βυζαντινή μουσική 
Γιάννης Τσαρούχης 
Στις 20 Ιουλίου, πριν 31 χρόνια, απέδρασε προς την αιωνιότητα ο Γιάννης Τσαρούχης (1910 – 1989).
Ο Τσαρούχης που όπως είπε ο Μάνος Χατζιδάκις «ποτέ του δεν υπήρξε Κρατικός. Ήταν και είναι Εθνικός και Χριστιανός μαζί»! 
Σκέφτηκα, λοιπόν, να αφιερώσω στη μνήμη του ένα κείμενο για τη σχέση του με τη Βυζαντινή Μουσική. 
Ο ίδιος μας πληροφορεί σχετικά: «Είμαι βαθύτατα επηρεασμένος από την Ορθόδοξη Εκκλησία, τη μουσική της, τη θεολογία της, αλλά αυτό δεν το δείχνω κάνοντας πράγματα βυζαντινίζοντα, τα οποία άλλωστε έμαθα από τον Κόντογλου που ήταν μαθητής μου και ήμουν βοηθός του. Είναι μια ζωντανή θρησκεία και μια ζωντανή φιλοσοφία που συνεχίζονται ακόμη και σε αυτούς που λένε ότι δεν πιστεύουν. Είναι σπουδαίος ο πολιτισμός ο βυζαντινός που ζει ζωντανά σήμερα και εξελίσσεται μαζί με τη ζωή. Η μουσική, ιδίως, με γοητεύει πάρα πολύ και προσπάθησα στην αρχή να μάθω, είδα όμως ότι ήταν πολύ δύσκολο να αφοσιωθώ στη μουσική και να μάθω και ζωγραφική μαζί». 
Η σχέση του Τσαρούχη με την Εκκλησία χρονολογείται, λοιπόν, από πολύ παλιά, όταν μαθήτευε στον Φώτη Κόντογλου. Ο ίδιος ομολογεί: «Ο Κόντογλου μ’ έκανε να γνωρίσω την Εκκλησία, η οποία ήταν για μένα ένα πράγμα άγνωστο. Η Εκκλησία που γνώρισα όταν ήμουνα μικρό παιδί δεν ήταν η ίδια με την Εκκλησία που σχημάτισαν σιγά σιγά οι πρόσφυγες που φέραν τη βυζαντινή μουσική ξανά».

1932. Ο Τσαρούχης και ο Φώτης Κόντογλου με ράσα δόκιμων μοναχών στη Μονή Βαρλαάμ,
στα Μετέωρα (φωτ. Ι. Π. Παπαχατζηδάκης).

Ο Τσαρούχης έχει γράψει, επίσης, σε κείμενό του για την Εύα Πάλμερ – Σικελιανού, ότι εκείνη ήταν που στην ουσία του «άνοιξε τα μάτια» για να δει τον θησαυρό της βυζαντινής μουσικής και μάλιστα ως φυσική συνέχεια της αρχαίας ελληνικής. 
Ο Χατζιδάκις μας έκανε γνωστό πως ο Τσαρούχης έψαλλε στο Μετόχι του Παναγίου Τάφου στην Πλάκα μαζί με τον Νίκο Γεωργιάδη, τον Χρήστο Βαχλιώτη, τον Ιωάννη και τον Κοσμά Ξενάκη.
Αφηγείται ο Χατζιδάκις: “Δεν θα ξεχάσω ποτέ, σαν ήμουν 18 χρονών, μες στα δύσκολα για όλους χρόνια της γερμανικής κατοχής, τον Τσαρούχη, τριγυρισμένο από διαλεχτούς νέους μαθητές του, να παρακολουθεί τη λειτουργία του Επιταφίου, σ’ ένα μικρό εκκλησάκι της Πλάκας, κρατώντας μιαν αναμμένη λαμπάδα, με μιαν άνετη ευλάβεια, χωρίς τον ιουδαϊσμό των «τακτικών χριστιανικών θαμώνων», με μιαν ευλάβεια που λες και υπήρχε μέσα του χιλιάδες χρόνια, να ψάλλει «γνησίως βυζαντινά», και συγχρόνως να ευφραίνεται τις μύριες προεκτάσεις ετούτης της στιγμής που ζούσε”.
Σημαντική είναι, επίσης, η μαρτυρία του Μένη Κουμανταρέα: «..Θυμάμαι, στο Μετόχι του Αγίου Τάφου, το πρόσωπο του Τσαρούχη έντονα ροδαλό από φυσικού του, μα που τότε κοκκίνιζε σα να είχε πιει οκάδες ρετσίνα, με μάτια βαθιά μπλε στα οποία διαγράφονταν μια ανάλαφρη ειρωνεία, η ίδια ειρωνεία που διαπίστωνα όταν τον άκουγα να αφηγείται μια ιστορία, πράγμα που έκανε τους άλλους να γελούν, ενώ εκείνος έμενε ατάραχος. Έψελνε ένρινα, ανατολίτικα, όπως οι πρόσφυγες από τη Μικρασία, γιατί, όπως έλεγε, ήσαν οι μόνοι που είχαν διατηρήσει ακέραιη τη βυζαντινή παράδοση. ¨Ήταν εκστασιασμένος κι έμοιαζε πολύ με τους στρατευμένους νέους που στόλιζαν τους πίνακές του, σαν ένα παλικαράκι που είχαν φυτρώσει στους ώμους φτερούγες». 
Ο Μάρκος Δραγούμης μας πληροφορεί ότι ο Τσαρούχης πήγαινε και άκουγε τον πρωτοψάλτη Θεόδωρο Χατζηθεοδώρου στο Μετόχι του Παναγίου Τάφου στην Πλάκα. 
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του εκκλησιαζόταν στην Αγία Ειρήνη της οδού Αιόλου, όπου αναπαυόταν το πνεύμα του με την ερμηνεία της βυζαντινής μουσικής από τον Λυκούργο Αγγελόπουλο και τη χορωδία του. 
Ακόμη, είναι γνωστή βαθιά έλξη που ασκούσε στον Τσαρούχη το Άγιον Όρος, όπου – αν και άρρωστος σοβαρά – έφτανε ως απλός προσκυνητής τις παραμονές της Μεγαλοβδομάδας για να παρακολουθήσει τις ολονύχτιες ακολουθίες. Το μοναστικό τυπικό τον ενθουσίαζε. Οι αργόσυρτες βυζαντινές μελωδίες τον γοήτευαν.

Ανάσταση στο Πρωτάτο (1982). Ο Γ. Τσαρούχης στο στασίδι κρατώντας τη λαμπάδα του.
Ο Μ. Χατζιδάκις έγραψε: «Ο Τσαρούχης είναι χριστιανός, όχι γιατί πηγαίνει στην εκκλησιά, αλλά γιατί ξέρει
να στέκεται μέσα σ’ αυτήν, με την άνεση ενός παπά και με την αγιότητα ενός μικρού παιδιού».

Από τα γραφτά του αντιλαμβανόμαστε ότι είχε σοβαρή άποψη για την βυζαντινή μουσική: «Δεν είμαι μουσικολόγος, αλλά αυτές οι υπερβολές ορισμένων Εγγλέζων, που νομίζουν ότι η μουσική η παλιά, από τα χειρόγραφα, ήταν τελείως διαφορετική από τη σημερινή μουσική τη Βυζαντινή, είναι λανθασμένες. Δηλαδή, η γραφή ήταν μια εποχή στενογραφική. Κι εγώ που πήρα μαθήματα από έναν ψάλτη αϊβαλιώτη, λαϊκό, μου ‘λεγε: «Παιδί μου μάθε να διαβάζεις. Αλλά μην τα λες όπως είναι γραμμένα μα να τ’ αλλάζεις». 
Η προβληματική του Τσαρούχη είναι ειδική και δείχνει την ευρύτητα των αναζητήσεών του και την ευρυμάθειά του. Στον 20ο αιώνα οι ξένοι μουσικολόγοι που ασχολήθηκαν με τα μεγίστης αξίας χειρόγραφα της βυζαντινής μουσικής, στην προσπάθειά τους να μεταγράψουν τα παλαιά μέλη που ήταν σε στενογραφική παρασημαντική, διατύπωσαν την άποψη ότι υπάρχει μέγα χάσμα μεταξύ των παλαιών μελωδιών και των νεωτέρων και άρα ουδεμία σχέση έχει η προ της Αλώσεως μουσική με την μεταβυζαντινή (όπως μάλιστα καταγράφεται από το 1814). Ο Τσαρούχης δε συμμερίζεται καθόλου αυτή την άποψη, αφ’ ενός γιατί γνωρίζει, όπως ο ίδιος λέει, τις ανάλογες ιστορικές εξελίξεις στην ελληνική ζωγραφική και την αγιογραφία και αφ’ ετέρου διότι εμπιστεύεται – ορθώς – τον δάσκαλό του τον λαϊκό ψάλτη, ο οποίος του είπε να μάθει να διαβάζει τα μουσικά κείμενα, αλλά να μην τα λέει όπως είναι μα να τ’ αλλάζει. Αυτό σημαίνει ότι η βυζαντινή μουσική παράδοση καταγράφεται με εκπλήσσουσα – για παραδοσιακή μουσική – λεπτομέρεια, αλλά για να εκτελεστεί σωστά πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν το καθοριστικό στοιχείο της προφορικής παράδοσης. Οι ερμηνευτές, ψάλτες και ιερείς, αποδίδουν τα μέλη με όλα τα ποικίλματα και τα μικροδιαστήματα, τα αυτοσχεδιαστικά στοιχεία και τα μελίσματα, όπως τα παρέλαβαν και τα άκουσαν από τους προηγούμενους.

Ο Τσαρούχης φωτογραφημένος από τον Ανδρέα Εμπειρίκο στο Μαρούσι, Φεβρουάριος 1972

Ο Μάρκος Δραγούμης πιστοποιεί σε κείμενό του την Τσαρούχεια αυτή προβληματική. Αναφέρει τις συζητήσεις που έκανε με τον Τσαρούχη για το θέμα, ο οποίος «πίστευε πως οι δυτικοί δεν μπορούν συλλάβουν την ουσία της βυζαντινής μουσικής, ότι κακώς υποτιμούσαν (τώρα όχι πια) τη νεότερη αλλά ζωντανή παράδοσή της, κακώς θεωρούσαν ότι όλα τα είδη της είχαν τουρκοποιηθεί κι ότι οι μεταγραφές τους από τα αρχαία βυζαντινά χειρόγραφα ήταν υπεραπλουστευμένες». Έτσι ο Δραγούμης, «υποψιασμένος» από τον Τσαρούχη μίλησε, όπως γράφει, στον μεγάλο μουσικολόγο Έγκον Βέλλες για τη λάθος μεταγραφική λογική των δυτικών μουσικολόγων και εν μέρει, τουλάχιστον, τον έπεισε. Ο Τσαρούχης όμως ήταν θιασώτης του γνησίου μέλους και όχι του νόθου. Με την ανάπτυξη της Ωδειακής παιδείας στην Ελλάδα, άρχισε να διδάσκεται η βυζαντινή μουσική κατά τρόπο ξηρόφωνο, κατ’ ευρωπαϊκόν επηρεασμόν, χωρίς την προφορική παράδοση που ουσιαστικά αναδεικνύει το μέλος. Τότε οι «ωδειακοί» ψάλτες θεωρούσαν τους παλιούς ως αμανετζήδες και νοθευτές της μουσικής. 
Ο Τσαρούχης μας διασώζει μια σπουδαία μαρτυρία γύρω απ’ αυτήν την εξέλιξη: «Ένας γέρος Αϊβαλιώτης που μου δίδασκε ψαλτική, το 1931, συναντήθηκε με έναν καθηγητή του Ωδείου που προσπαθούσε να του αποδείξει ότι δεν ακολουθεί τη Βυζαντινή παράδοση. Όταν έφυγε ο καθηγητής, μου είπε ο γέρο – ψάλτης: Μην τους ακούς αυτούς τους δασκάλους παιδί μου, δεν είδες τι άσκημα που έψελνε;» 
Όπως ομολογεί ο ίδιος ο Τσαρούχης: “Θέλησα να μάθω βυζαντινή μουσική για να βοηθηθώ στη σκηνοθεσία του θεάτρου. Έχω φτάσει μέχρι τον πλάγιο πρώτο. Έχω ψάλλει και σε κάποιο δίσκο στο Παρίσι. Πάντως δε μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου σαν μουσικό”. 
Ο Τσαρούχης σαν γνήσιος ρωμιός ενδιαφέρθηκε και για τη μουσική του Γένους. Ακούραστος θηρευτής της αλήθειας της Παράδοσής μας φρόντισε να μη μείνει άγευστος και αυτού του θησαυρού. Ας είναι αιωνία η μνήμη του! 
Παραθέτουμε στη συνέχεια ένα ντοκιμαντέρ του Δ. Βερνίκου, το οποίο αρχίζει με τον Τσαρούχη να ψάλλει το “Κύριε εκέκραξα” σε ήχο πλάγιο του πρώτου.


Ντυμένος την αρχιερατική στολή. Villeneuve-Les Sablons, 1972 (Αρχ. Α. Σαββάκη)

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ