14.4 C
Athens
Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου, 2024

Ο νέος κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ Χρυσόστομος Σταμούλης στον «Ε.Κ.»

Του Θεοδώρου Καλμούκου / Εθνικός Κήρυξ

ΒΟΣΤΩΝΗ. Ο νεοεκλεγείς κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, καθηγητής της Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας στο Τμήμα Θεολογίας, Χρυσόστομος Σταμούλης, σε συνέντευξή του στον «Ε.Κ.» μίλησε για τη Θεολογία και τον σύγχρονο άνθρωπο, τη θεσμική διοίκηση της Εκκλησίας, καθώς και για τις προοπτικές συνεργασίας με τη Θεολογική Σχολή Βοστώνης.

Για την εκλογή του στην κοσμητεία είπε πως «είναι μια τιμή, μια μεγάλη τιμή η εκλογή μου στη θέση του Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ. Τη θέση έχουν υπηρετήσει στο παρελθόν εξαιρετικοί ακαδημαϊκοί δάσκαλοι και τούτο κάνει την ευθύνη μεγάλη. Ξέρετε, όσο μεγαλύτερη η τιμή τόσο μεγαλύτερη και η ευθύνη. Θέλω να ελπίζω πως θα σταθώ στο ύψος των περιστάσεων και των προκλήσεων που η θέση απαιτεί και με τη βοήθεια όλων των συναδέλφων και συνεργατών θα πάμε τη Σχολή μας ένα βήμα πιο μπροστά».

Για τη διαδικασία της εκλογής, εξήγησε πως «για τη θέση του κοσμήτορα μπορούν να θέσουν υποψηφιότητα μέλη ΔΕΠ (Διδακτικό Ερευνητικό Προσωπικό) και των δύο Τμημάτων που βρίσκονται στη βαθμίδα του Καθηγητή και του Αναπληρωτή Καθηγητή. Με τον ισχύοντα νόμο για την εκλογή κοσμήτορα ψηφίζουν αποκλειστικά τα μέλη ΔΕΠ όλων των βαθμίδων. Κοσμήτορας εκλέγεται όποιος συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των έγκυρων ψήφων. Η ψηφοφορία είναι ηλεκτρονική και οπωσδήποτε μυστική. Στην περίπτωσή μου σε σύνολο 52 ψηφισάντων έλαβα 45 θετικές ψήφους».

Στην ερώτηση «ενδιαφέρει, νομίζετε, η Θεολογία τους ανθρώπους σήμερα και μάλιστα τους νέους ηλικιακά;», ο καθηγητής Σταμούλης απάντησε πως «προφανώς και υπάρχει μια μερίδα ανθρώπων η οποία ενδιαφέρεται για τα θεολογικά γράμματα. Πολλοί από αυτούς είναι νέα παιδιά. Για άλλους η δήλωση στο μηχανογραφικό τους δελτίο των θεολογικών τμημάτων αποτελεί πρώτη επιλογή και για άλλους όχι. Καθ’ οδόν, όμως, βρισκόμαστε πολλές φορές ενώπιον εκπλήξεων. Φοιτητές που η επιλογή της Θεολογίας βρισκότανε σε χαμηλότερη θέση σε σχέση με άλλες σχολές επιδεικνύουν εξαιρετικό ενδιαφέρον και δημιουργούν νέες συνθήκες κατανόησης και σκέψης. Τούτο είναι και για εμάς εξόχως σημαντικό και αποτελεί στοιχείο ανατροφοδότησης και μαζί ρήξης με παγιωμένες και στατικές θεωρήσεις που πιστεύουν πως μόνο τα παιδιά που επέλεξαν εξαρχής τις θεολογικές σπουδές μπορούν να προκόψουν. Η πράξη, όμως, όπως σας είπα δίνει και άλλα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία».

Αναφορικά αν έχει κάτι συγκεκριμένο και ουσιώδες να τους πει η Θεολογία και με ποια γλώσσα, είπε, πως «βεβαίως και έχει. Η Θεολογία δεν είναι μια νεκρή επιστήμη. Είναι ένας ζωντανός οργανισμός, ο οποίος ανανεώνεται, εξελίσσεται και διαλέγεται με την πραγματική ζωή. Αφορά τον άνθρωπο -ανήκει στο χώρο των επιστημών του ανθρώπου-, και ως εκ τούτου αποτελεί το θεμέλιο διαμόρφωσης πολιτών με δημοκρατική συνείδηση, αλληλεγγύη, ανεκτικότητα και ακόμη περισσότερο αποδοχή της ετερότητας. Ο άνθρωπος δείχνει τον Θεό. Δείχνει το πρόσωπό του και αποκαλύπτει το νόημα της πραγματικής εκκλησιαστικής ζωής. Όταν οι Θρησκείες και οι θεολογίες λειτουργούν κατά φύσιν αποτελούν τον συνεκτικό ιστό της κοινωνίας, τον αρμό της. Οταν γίνονται εργαλείο στα χέρια των εκάστοτε εξουσιών αποπροσανατολίζονται και αποπροσανατολίζουν. Θα έλεγα πως οι γλώσσες που χρησιμοποιεί η Θεολογία είναι πολλές ή θα έπρεπε να είναι πολλές. Ας μη ξεχνάμε ότι η Εκκλησία, από την ίδρυσή της ακόμα προχώρησε στην πρόσληψη όλων εκείνων των πολιτιστικών και πολιτισμικών στοιχείων που θα μπορούσαν να αποκαλύψουν τον λόγο του Θεού. Προχώρησε, δηλαδή, στην πρόσληψη κάθε γλώσσας που μπορεί να γίνει το όχημα και το μέσον συνάντησης και δημιουργίας σχέσης τόσο ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό, όσο και ανάμεσα στους ανθρώπους μεταξύ τους. «Από την οπτική της χριστιανικής σωτηρίας του προσώπου», γράφει ο Χρήστος Μαλεβίτσης, στην Εισαγωγή του, στο εξαιρετικό βιβλίο του Paul Tillich «Το θάρρος της υπάρξεως», «ο σύγχρονος άνθρωπος οδηγείται στην απώλεια. Η θεολογική σκέψη επιβάλλεται να εγερθή από το δογματικό της λήθαργο και να κοιτάξη με ποια γλώσσα θα καταστήση ικανό τον σημερινό άνθρωπο να συνειδητοποιήση την κατάστασή του, να τον ανυψώση σε ευρύτερους ορίζοντες, που κορύφωσή τους είναι ο χριστιανικός τρόπος εμβίωσης της εγκοσμιότητας».

Όταν τον ρωτήσαμε «πόσο νομίζετε κατανοεί η θεσμοποιημένη διοίκηση της Εκκλησίας τη Θεολογία, αν κρίνει κανείς από την πλημμυρίδα του κηρυγματικού λόγου είτε ως μία ‘ιδεοληψία’, είτε ως έναν ηθικισμό προτροπών καλών πράξεων», απάντησε πως «δυστυχώς όσο περνάει ο καιρός το χάσμα ανάμεσα στη θεσμοποιημένη Εκκλησία και τη Θεολογία βαθαίνει. Μοιάζει κάποιες φορές η απόλυτη θεσμοποίηση να επιτίθεται μετά μανίας στη Θεολογία. Εχει κάποτε κανείς την αίσθηση, πως η Εκκλησία έχει μαλώσει με τη Θεολογία. Θεωρώ ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της Εκκλησίας μας σήμερα είναι η απουσία κατήχησης. Τούτο το ανέδειξε με άγριο τρόπο η πανδημία. Πολλές φορές άκουσα μέλη της εκκλησιαστικής κοινότητας να αναρωτιούνται εάν ανήκουν σε αυτό το Σώμα. Είμαι της γνώμης, πως εάν θέλουμε να αλλάξουμε τα πράγματα οφείλουμε να ξεκινήσουμε από την αρχή και από τα βασικά. Ειδάλλως θα κυριαρχήσουν οι σκληρές ατομικές ιδεολογίες και ο άγριος φονταμενταλισμός που καλπάζει. Πρέπει όπως λέγει ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης να γκρεμίσουμε το σπίτι που φτιάξαμε, μήπως και βρούμε από κάτω την πραγματική Εκκλησία. Εκεί θα βρούμε και τον θαμμένο Χριστό».

Για την επικείμενη συνάντησή τους με τον πρόεδρο της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού Βοστώνης, τον κ. Γεώργιο Καντώνη, αν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο συνεργασίας μεταξύ των δύο Σχολών και σε ποιους τομείς, είπε πως «ο πρόεδρος της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού κ. Γεώργιος Καντώνης είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος και ένας δυνατός ηγέτης. Με τιμά με τη φιλία του. Θα συναντηθούμε στη Θεσσαλονίκη λίγο μετά τα μέσα Ιουλίου και θα συζητήσουμε όλες τις δυνατές μορφές συνεργασίας. Αλλωστε, η Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) συνεργάζεται εδώ και χρόνια με τη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού. Μια συνεργασία που έχει αποδώσει αγαθούς καρπούς και αφορά τόσο τους φοιτητές όσο και τα μέλη του διδακτικού προσωπικού. Εξαιτίας αυτής της συνεργασίας βρέθηκα και εγώ για πρώτη φορά στην Αμερική πριν από κάποια χρόνια. Καλοί συνάδελφοι και των δύο ιδρυμάτων έχουν εργαστεί σκληρά όλα τα προηγούμενα χρόνια για όλα όσα έχουμε πετύχει. Εχουμε, λοιπόν, ήδη μια τεχνογνωσία την οποία θα χρησιμοποιήσουμε για να βάλουμε τις βάσεις μιας νέας και ελπίζω ακόμη δημιουργικότερης εποχής. Θέλω ακόμα να πιστεύω ότι με την παρουσία του κ. Καντώνη και τις ευλογίες του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Αμερικής κ. Ελπιδοφόρου, ενός δικού μας ανθρώπου που δείχνει έμπρακτα το ενδιαφέρον για την ενίσχυση αυτών των δεσμών, θα προχωρήσουμε μπροστά με λογισμό και όνειρο».

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ