Του Πέτρου Βασιλειάδη
Ομ. Καθηγητού Θεολογίας του Α.Π.Θ.
Οφειλόμενη αναφορά στον επικεφαλής της Ακαδημαϊκής Επιστημονικής Επιτροπής του Μεταπτυχιακού Προγράμματος “Ορθόδοξη Οικουμενική Θεολογία” (το πρώτο έτος λειτουργίας του οποίου ολοκληρώθηκε με επιτυχία), Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη (Ζηζιούλα),
και με την ευκαιρία της κυκλοφορίας τις επόμενες μέρες του νέου βιβλίου του Remembering the Future, παραθέτω στα ελληνικά σχόλιο του αγαπητού συναδέλφου, καθηγητού π. Παντελεήμονα Μανουσάκη, ο οποίος και συντόνισε την ανοιχτή διάλεξή του, που οργάνωσε το CEMES.
και με την ευκαιρία της κυκλοφορίας τις επόμενες μέρες του νέου βιβλίου του Remembering the Future, παραθέτω στα ελληνικά σχόλιο του αγαπητού συναδέλφου, καθηγητού π. Παντελεήμονα Μανουσάκη, ο οποίος και συντόνισε την ανοιχτή διάλεξή του, που οργάνωσε το CEMES.
Με βάση μία από τις ιδέες του νέου βιβλίου του Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα Remembering the Future, και την κατανόησή του για την κόλαση ως έναν «αιώνιο εκνευρισμό» του αμαρτωλού εξαιτίας μιας επιθυμίας η οποία είναι καταδικασμένη να παραμείνει ανεκπλήρωτη και από τους δύο (και, κατά κάποιον τρόπο, και για τους δύο), και από το πλάσμα και αλλά και (για άλλους λόγους) από τον δημιουργό:
“Αν μπορούσα να παραφράσω το σκεπτικό πίσω από την ιδέα της κόλασης ως ενός “αιώνιου εκνευρισμού” θα έλεγα το εξής: Όταν κανείς αμαρτάνει, αμαρτάνει στο βαθμό που προσπαθεί να βρει την ευχαρίστηση σε κάτι άλλο εκτός από τον Χριστό. Ή μάλλον το αντίστροφο: κάθε απόλαυση που δεν μπορώ να βρω στον Χριστό είναι αμαρτία. Τώρα, κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί πως δεν είναι δα και τόσο κακό αν βρίσκουμε ευχάριστο (δηλαδή, “ελκυστικό”) κάτι άλλο εκτός του Χριστού—δεν σημαίνει απαραίτητα ότι απορρίπτουμε τον Χριστό. Απλά η ευχαρίστηση που Εκείνος μου προσφέρει δεν είναι αρκετή ή δεν είναι τόσο καλή ή τόσο ευχάριστη, όσο η ευχαρίστηση που βρίσκω σε αυτό που δεν είναι Χριστός. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο Χριστός δεν (μου) είναι αρκετός. Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι στο τέλος της ιστορίας (και εδώ μπαίνει η εσχατολογία) ό,τι δεν είναι Χριστός ή δεν έχει γίνει από τον Χριστό (δηλαδή, ό,τι δεν το έχει θελήσει Εκείνος), δεν θα υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει. Εάν δεν βρίσκω στον Χριστό την ευχαρίστηση που αναζητάω τώρα, τότε δεν θα την βρω ούτε και στα έσχατα. Αν αυτό που ικανοποιεί τώρα την επιθυμία μου δεν είναι ο Χριστός ή δεν έχει γίνει από τον Χριστό (δηλαδή, δεν είναι προϊόν της θέλησής Του), τότε δεν θα υπάρξει στη «Βασιλεία του Θεού» (δηλαδή στον Χριστό), όταν ο Χριστός θα είναι τα πάντα εν πάσι. Εάν αυτό που επιθυμώ δεν είναι ο Θεός, ο ΩΝ, τότε αυτό που πραγματικά επιθυμώ είναι το μη ον, αυτό που δεν υπάρχει – τίποτα, και, προφανώς, τίποτα δεν μπορεί να με ικανοποιήσει – εξ ου και ο «αιώνια εκνευρισμός».
Και πάλι, το πρόβλημα είναι ότι στην ιστορία, ενώ το όν και το μη ον είναι ακόμα αναμεμιγμένα, μπορεί κανείς να επιθυμεί αυτό που δεν είναι (δηλαδή το μη είναι, το κακό), αλλά η επιλογή αυτή μας θέτει καθ᾽οδόν προς μια μεγάλη και αναπόφευκτη απογοήτευση: όχι επειδή ο Θεός θα μας αρνηθεί την ευχαρίστησή μας (ως «τιμωρία» για την ευχαρίστησή μας), αλλά, επειδή δεν βρήκαμε την ευχαρίστηση σε Αυτόν που ΕΙΝΑΙ, δηλαδή δεν βρήκαμε ευχαρίστηση στο Είναι, αλλά στο μη Είναι, και μια τέτοια ευχαρίστηση είναι στην ουσία αυτοτιμωρία. Φανταστείτε πόσο απελπισμένη θα είναι η μάταια προσπάθεια να αμαρτήσει κανείς όταν δεν θα υπάρχει πλέον αμαρτία ή το κακό, ούτε καν ως δυνατότητα, εφ᾽ όσον κανείς δεν μπορεί να κάνει κακό σε κανέναν, ούτε καν στον εαυτό του, αφού κανείς δεν μπορεί να βλάψει κανέναν. Φανταστείτε να μην μπορείτε να αμαρτάνετε όταν δεν υπάρχει τίποτα άλλο που ήθελε κανείς περισσότερο; Και η ειρωνεία είναι ότι τότε θα έχει κανείς όλο το χρόνο για να το κάνει, μια ολόκληρη αιωνιότητα, μόνο αν μπορούσε κανείς να ικανοποιήσει την αμαρτωλή επιθυμία του! Εν ολίγοις, αυτό που για τους άλλους είναι ο ίδιος ο Παράδεισος, θα είναι για τους περισσότερους από εμάς μια αυτο-προκαλούμενη κόλαση».
Και λίγα λόγια για το βιβλίο από τους εκδότες:
“Ιn this major new book John Zizioulas shows that eschatology can have important implications for ontology, i.e. for being itself. Zizioulas shows how this eschatological ontology permeates Christian doctrine, particularly that of creation and ecclesiology. He also points out some of its ethical implications.The predominating concept in theological ontology is that of a protological ontology which defines being itself as being defined by the past. The future of things in this perspective is defined by its origins and the ‘given’ or the ‘factum’. In this major new book John Zizioulas shows that eschatology can have important implications for ontology, i.e. for being itself. The world was created with a purpose and the end which would be greater than the beginning. This is the view of the Fathers, such as Irenaeus and Maximus, who made the end the ’cause of all being’. The implications of such an idea are revolutionary, both historically and experientially. It represents a reversal of the ancient philosophical idea of causality as well as of our common sense rationality, according to which the cause precedes chronologically as well as logically.
It is the opposite of protological ontology, which makes the past decisive for the future. Eschatological ontology, therefore, is about the liberation of being from necessity, it is about the formation of being. Man and the world are no longer imprisoned in their past, in sin, decay and death. The past is ontologically affirmed only in so far as it contributes to the end, to the coming of the kingdom. The eschaton will ‘judge’ history with this criterion alone. The last judgment as part of the eschaton represents an ontological, not a moral event. Zizioulas shows how this eschatological ontology permeates Christian doctrine, particularly that of creation and ecclesiology. He also points out some of its ethical implications”.
It is the opposite of protological ontology, which makes the past decisive for the future. Eschatological ontology, therefore, is about the liberation of being from necessity, it is about the formation of being. Man and the world are no longer imprisoned in their past, in sin, decay and death. The past is ontologically affirmed only in so far as it contributes to the end, to the coming of the kingdom. The eschaton will ‘judge’ history with this criterion alone. The last judgment as part of the eschaton represents an ontological, not a moral event. Zizioulas shows how this eschatological ontology permeates Christian doctrine, particularly that of creation and ecclesiology. He also points out some of its ethical implications”.