Για το Γενέθλιον της Κωνσταντίνου-πόλεως, που σύμφωνα με τη χιλιόχρονη παράδοση εορταζόταν στις 11 Μαΐου κάθε χρόνου (απόσπασμα από το βιβλίο της Μαριάννας Κορομηλά, “Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα από την εποχή του Χαλκού έως τις αρχές του 20ού αιώνα”, έκδ. της Πολιτιστικής Εταιρείας Πανόραμα, Αθήνα 1991, δεύτερη επαυξημένη έκδοση 2001), για να μην ξεχνιόμαστε και να μην ξεχνούμε.
«Η διφυής και δισυπόστατη Κωνσταντίνου πόλις.
Η ιστορική τομή στην εξέλιξη της ελληνορωμαϊκής πόλεως [δηλ. του αρχαίου Βυζαντίου] χρονολογείται από το φθινόπωρο του 324 και συνδέεται άμεσα με την κορύφωση και την κατάληξη της σύγκρουσης ανάμεσα στους συναυτοκράτορες Κωνσταντίνο και Λικίνιο, όταν η Αδριανούπολις, το Βυζάντιον-Αντωνίνια, η Χρυσούπολις στη μικρασιατική ακτή απέναντι κι ολόκληρη η περιοχή της Προποντίδας ως τα Δαρδανέλλια, μεταβλήθηκαν σε θέατρο μαχών και ναυμαχιών. Ο Λικίνιος νικήθηκε κατά κράτος σε στεριά και θάλασσα τον Σεπτέμβριο του 324.
Η ιστορική τομή στην εξέλιξη της ελληνορωμαϊκής πόλεως [δηλ. του αρχαίου Βυζαντίου] χρονολογείται από το φθινόπωρο του 324 και συνδέεται άμεσα με την κορύφωση και την κατάληξη της σύγκρουσης ανάμεσα στους συναυτοκράτορες Κωνσταντίνο και Λικίνιο, όταν η Αδριανούπολις, το Βυζάντιον-Αντωνίνια, η Χρυσούπολις στη μικρασιατική ακτή απέναντι κι ολόκληρη η περιοχή της Προποντίδας ως τα Δαρδανέλλια, μεταβλήθηκαν σε θέατρο μαχών και ναυμαχιών. Ο Λικίνιος νικήθηκε κατά κράτος σε στεριά και θάλασσα τον Σεπτέμβριο του 324.
Ο μονοκράτωρ Κωνσταντίνος, κύριος μιας επικράτειας που εκτεινόταν από τη Βόρειο Αγγλία ως την Ερυθρά Θάλασσα κι από τις υπώρειες του Άτλαντα ως τις υπώρειες του Καυκάσου, μπορούσε τώρα να μεταφέρει την πρωτεύουσά του στη ρωμαιοκρατούμενη ελληνική Ανατολή. Να μεταφέρει ή να οικοδομήσει την πρωτεύουσα της νέας Αυτοκρατορίας που είχε οραματιστεί, όταν αποφάσισε ότι ήταν αναγκαίο να εγκαταλείψει την εκβαρβαρισμένη Δύση.
‘Θα ακολουθήσω τη δύναμη που με οδηγεί προς την Ανατολή’, είχε κάποτε ομολογήσει, χωρίς ποτέ να διευκρινίσει αν ήταν ο Αήττητος Ήλιος ή ο Θεός των Χριστιανών η δύναμη που τον οδηγούσε στις αρχές του αυτοκρατορικού του βίου από την Αγγλία στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη, κι από κει στη Νοτιοανατολική, για να καταλήξει το 324 στην Προποντίδα. Από τη Βιθυνία άλλωστε καταγόταν η μητέρα του, μια Ελληνίδα ταπεινής καταγωγής αλλά με εξαιρετικά δυναμική ιδιοσυγκρασία. Και ο ίδιος είχε περάσει τα νιάτα του σε ‘χρυσή’ ομηρεία στη Νικομήδεια, την ελληνική μεγαλούπολη της Βιθυνίας όπου είχε εγκατασταθεί ο μέγας μεταρρυθμιστής –και μέγας διώκτης των Χριστιανών– αυτοκράτορας Διοκλητιανός (284-305). Συνοδεύοντάς τον στις ανατολικές του περιοδείες, ο νεαρός Κωνσταντίνος ήρθε σε επαφή και με τον κυρίαρχο ελληνικό κόσμο της Συρίας, της Παλαιστίνης, της Αιγύπτου.
Ύστερα από μια μακρά περίοδο βασιλείας άξεστων και απαίδευτων αυτοκρατόρων, προερχόμενων από υπανάπτυκτες περιοχές ή φτωχές συνοριακές επαρχίες που τροφοδοτούσαν με γεροδεμένους άντρες το στράτευμα, ο γιος του Ιλλυριού συναυτοκράτορα Κωνστάντιου Χλωρού ήταν ο πρώτος Ρωμαίος εστεμμένος με ελληνική ρίζα και, το κυριότερο, δεν ήταν άμοιρος ελληνικής εμπειρίας και παιδείας. Θεμελιώνοντας τη Νέα Ρώμη στη νοτιοανατολική απόληξη της θρακικής πεδιάδας που κατεβαίνει από τον Δούναβη, εκεί όπου οι Μεγαρείς είχαν ιδρύσει την πόλη του Βύζα, το Βυζάντιον, πριν από δέκα αιώνες, η δισυπόστατη και διφυής αυτή προσωπικότητα άλλαξε τη ροή της ιστορίας, καθώς μαζί με τον θεμέλιο λίθο της πόλεως έθετε και τα θεμέλια για τη δημιουργία της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως –ή Βυζαντινής, όπως καθιερώθηκε να λέγεται χρόνους πολλούς μετά την Άλωση.
Ο πολισμός, τελετή θεμελίωσης, της κωνσταντίνειας πρωτεύουσας έγινε στις 8 Νοεμβρίου του 324, «μεσούντος του Σκορπιού» κατά πώς είχαν συμβουλεύσει οι αυλικοί αστρολόγοι τον Αυτοκράτορα. Το πρώτο στάδιο της οικοδόμησης των απαραίτητων έργων διήρκεσε περίπου έξι χρόνια. Οι γιορτές των εγκαινίων της Κωνσταντίνου-πόλεως άρχισαν στις 11 Μαΐου του 330, «μεσούντος του Ταύρου». Σαράντα ημέρες αργότερα, όταν έληξε ο πάνδημος εορτασμός, οι οικοδόμοι επέστρεψαν στα εργοτάξια. Τα μεγάλα δημόσια έργα συνεχίστηκαν στη διάρκεια των επόμενων διακοσίων πενήντα χρόνων.
Από την πρωτοβυζαντινή φυσιογνωμία της Πόλεως σώζονται ελάχιστα ίχνη. Ακόμα λιγότερα, και πολύ θλιβερότερα, είναι τα σωζόμενα κατάλοιπα του μεσοβυζαντινού και υστεροβυζαντινού της βίου. Από τα εκατοντάδες εκκλησιαστικά κτίσματα διασώθηκαν γύρω στα τριάντα –όσα έγιναν μουσουλμανικά τεμένη κι έτσι διατήρησαν τουλάχιστον την κτιριακή τους όψη, με μικρές ή μεγαλύτερες αλλοιώσεις. Από τα δεκάδες αυτοκρατορικά παλάτια, τα εκατοντάδες δημόσια οικοδομήματα και τους χιλιάδες πλούσιους οίκους δεν απόμειναν παρά μηδαμινά θρύψαλα. Τα λιμάνια επιχωματώθηκαν. Τα θαλάσσια τείχη του Κεράτιου γκρεμίστηκαν, της Προποντίδας καταρρέουν. Οι μυριάδες κίονες και τα πολυτελή μάρμαρα, όσα γλίτωσαν από τις αρπαγές των Βενετών το 1204, χρησιμοποιήθηκαν για τη διακόσμηση νέων κτισμάτων. Οι αλλεπάλληλοι σεισμοί και οι τρομακτικές πυρκαγιές ολοκλήρωσαν την καταστροφή, την οποία είχε ήδη υποστεί η Βασιλεύουσα από το 1204 μέχρι το 1453 και από το 1453 μέχρι το 1544, όταν έφτασε στην Πόλη ο πολυμαθής ουμανιστής Petrus Gyllius. Ο απεσταλμένος του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Α´ επιδόθηκε στην ανίχνευση των λιγοστών λειψάνων, όσων δεν είχαν ακόμα εξαφανιστεί, και στην περιγραφή πολύτιμων τοπογραφικών δεδομένων.
Πέρα από ένα μέρος του εντυπωσιακού υδρευτικού δικτύου, τα ορατά μνημεία που διατηρούν μέχρι σήμερα κάτι από τη λαμπρή πρωτοβυζαντινή μορφή τους είναι τα δύο εκείνα κτίσματα τα οποία είχαν επιλέξει οι ίδιοι οι Βυζαντινοί για να συμβολίσουν την ουσία της πρωτεύουσάς τους: η Αγία του Θεού Σοφία και τα θεοφρούρητα Χερσαία Τείχη.
Αλλά η φορτισμένη μνήμη ξεπερνά τα μεγέθη και τις περιπέτειες του κτιστού κόσμου. Ο άκτιστος κόσμος βρίσκεται πάντα εκεί. Και η πόλις του Κωνσταντίνου, θεμελιωμένη στο αρχαιοελληνικό Βυζάντιον και κτισμένη από την πανσπερμία των εθνών της Υστερορωμαϊκής εποχής, νωχελικά απλωμένη μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, ανάμεσα στις ελληνικές θάλασσες της πρωτοχριστιανικής Οικουμένης –την Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο, την Προποντίδα και τον Εύξεινο–, θα παραμένει διφυής και δισυπόστατη, όπως το είχαν προβλέψει οι πολυθεϊστές αστρολόγοι που συμβούλεψαν τον πρώτο χριστιανό αυτοκράτορα να την προικίσει με τα χαρίσματα του υδροχαρή Σκορπιού και του γήινου Ταύρου. Βοός-πόρος [Βόσπορος] άλλωστε ονομάζεται το θαλασσινό στενό από το οποίο εξαρτάται η ζωή της μαγικής αυτής πόλης. Τον ελέγχει και ελέγχεται από τα νερά του καθώς γερνούν μαζί, μετρώντας τα ψάρια που λιγοστεύουν και τα απόβλητα που πληθαίνουν.»
Αυτά βέβαια γραμμένα πριν από τριάντα ακριβώς χρόνια. Σήμερα, εν μέσω απανωτών καταρρεύσεων πάσης φύσεως, δεν μένει παρά να θυμηθούμε το Γενέθλιον. Τα επίσημα «γενέθλια» μιας αρχαιοελληνικής πόλεως, η οποία, αλλάζοντας χαρακτήρα έντεκα αιώνες μετά την αρχική ίδρυσή της, άλλαξε και τη ροή της παγκόσμιας Ιστορίας.
Για το νόμισμα που δημοσιεύουμε στην ανάρτηση:
Ο αήττητος Κωνσταντίνος και ο προστάτης του, ο Αήττητος Ήλιος (Sol Invinctus), με όλων των ειδών τα σύμβολα της δύναμης και της νίκης. Το χρυσό μετάλλιο κυκλοφόρησε το 313 με την ευκαιρία της άφιξης του Κωνσταντίνου στα Μεδιόλανα (το Μιλάνο), όπου υπογράφηκε και το Διάταγμα της Ανεξιθρησκίας. Βάρος 39,78 γρ. Διάμετρος 4 εκ. Η πίσω όψη στην επόμενη φωτ
Ο Κωνσταντίνος ήταν αυτός που εξέδωσε λίγο αργότερα το περίφημο χρυσό νόμισμα το οποίο διατήρησε τη σταθερή του αξία από τον 4ο μέχρι τον 11ο αιώνα και κυκλοφόρησε από την Σκανδιναβία, την Αγγλία και τις Κάτω Χώρες μέχρι την Ινδία, την Ταπροβάνη (Σρί Λάνκα) και την Κίνα. Για να αντιληφθούμε τι σήμαινε στη ζωή και στη συνείδηση των λαών ολόκληρης της οικουμένης το Βυζάντιο. Είναι αυτό το «κάποιο νόμισμα» που μέχρι σήμερα εμείς αποκαλούμε «κωνσταντινάτο» έστω κι αν δεν έχει πια καμία σχέση με το αυθεντικό, αλλά το θεωρούμε πολύτιμο και το δωρίζουμε σε βαφτιστήρια κι άλλα πολύ αγαπημένα πρόσωπα.
Ο Κωνσταντίνος ήταν αυτός που εξέδωσε λίγο αργότερα το περίφημο χρυσό νόμισμα το οποίο διατήρησε τη σταθερή του αξία από τον 4ο μέχρι τον 11ο αιώνα και κυκλοφόρησε από την Σκανδιναβία, την Αγγλία και τις Κάτω Χώρες μέχρι την Ινδία, την Ταπροβάνη (Σρί Λάνκα) και την Κίνα. Για να αντιληφθούμε τι σήμαινε στη ζωή και στη συνείδηση των λαών ολόκληρης της οικουμένης το Βυζάντιο. Είναι αυτό το «κάποιο νόμισμα» που μέχρι σήμερα εμείς αποκαλούμε «κωνσταντινάτο» έστω κι αν δεν έχει πια καμία σχέση με το αυθεντικό, αλλά το θεωρούμε πολύτιμο και το δωρίζουμε σε βαφτιστήρια κι άλλα πολύ αγαπημένα πρόσωπα.