Η Ιστορία, Πίνακας του Νικολάου Γύζη (Λάδι σε μουσαμά, 1892) |
Του Διακόνου Δανιήλ Ζαφείρη
Η Αρχαία
Ελληνική αντίληψη χαρακτηρίζεται από πολλούς απρόσωπη, ως προς την ουσία της.
Μέσα από αυτή την αντίληψη διαμορφώνεται για την αιωνιότητα μία μοιρολατρική
θεώρηση για τον κόσμο και την ιστορία. Ο κόσμος είναι ένα σύμπαν, συνύπαρξη του
«Έν» και του «Παν», το οποίο γίνεται αντικείμενο αρμονίας και
σεβασμού. Η αρμονία και ο σεβασμός καθορίζονται από κοσμικούς νόμους, οι οποίοι
χαρακτηρίζονται, ως απαράβατοι. Ο άνθρωπος οφείλει να συμμορφώνει τον λόγο και
τη πράξη του προς το ένα και μοναδικό κοσμικό μέτρο. Οποιαδήποτε υπέρβαση του
ενός και μοναδικού κοσμικού μέτρου θα αποτελέσει τη δραματική έκβαση και λύση
της τραγωδίας[1].
Στην
αρχαιοελληνική αντίληψη ο χρόνος είναι μία σύμπτωση γεγονότων, όπου
ανακυκλώνονται και περιστρέφονται. Αυτή η κυκλικότητα του χρόνου είναι ακριβώς
το χαρακτηριστικό σύμβολο της αιωνίου ζωής και του τέλειου κόσμου. Έτσι η
ανθρώπινη ιστορία υποτάσσεται στη κοσμική κυκλική επανάληψη της γένεσης και της
φθοράς. Η βασική αρχή της αρχαίας φιλοσοφίας, η οποία διακατέχεται από το «είναι» και την πολλαπλότητα των όντων ως ενότητα
είναι, ότι τα όντα ανάγουν το «είναι» τους σε μία αναγκαία σχέση μεταξύ τους αλλά
και με το «Έν». Συνεπώς, αυτός ο οντολογικός μονισμός οδηγεί
την ελληνική σκέψη στην έννοια του κόσμου, δηλαδή ακριβώς στη σχέση μεταξύ των
όντων, στην οποία ούτε το «Ένα» μπορεί να ξεφύγει από αυτή την οντολογική
ενότητα και να έλθει σε διάλογο[2].
Με άλλα λόγια, το «Έν»
είναι δέσμιο με τον κόσμο και δεν μπορεί να τον δημιουργήσει ελεύθερα και ο
κόσμος δέσμιος με το «Έν», αμφότερα κατ’ αναγκαιότητα.
Το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης
εκδηλώνεται στο κυκλικό σύστημα της κοσμικής ζωής ενώ η ανθρώπινη ιστορία
καταρρέει σε ένα κοσμικό άπειρο, η οποία υποτάσσεται από τη φυσιοκρατική
ιστορία της αρχαίας φιλοσοφικής σκέψης. Πρόκειται για μία εξίσωση κόσμου και
φύσης, που θεμελιώνει τη τέλεια αυτάρκεια του παρόντος. Έτσι, ο άνθρωπος της
αρχαιότητας αρνείται τον ιστορικό χρόνο με συνέπεια τη προσκόλλησή του στον
ορίζοντα των αρχετύπων της αιώνιας επανάληψης.
Η Ιουδαιοχριστινική ιστορία είναι απόλυτα
διαφοροποιημένη από τη κυριαρχία της φύσης και την ολιστική αρμονία της αρχαίας
ελληνικής σκέψης. Το ελληνικό πνεύμα της πατερικής Θεολογίας συντρίβει τον
οντολογικό ολισμό. Ο Θεός δεν εντάσσεται μαζί με τα δημιουργήματα μέσα σε ένα
«όλον». Η αρχαιοελληνική αντίληψη ναι μεν, νίκησε το χάος με την τάξη στον
κόσμο αλλά όχι και τον ολισμό της ίδιας της ύπαρξης και την αναγκαιότητά της[3]. Έτσι, η ελευθερία δεν
εντάθηκε, κατά το βιβλικό πνεύμα, σε οντολογικό περιεχόμενο. Ο Δημιουργός είναι
ελεύθερος, έναντι της δημιουργίας του, να δημιουργήσει ή να μην δημιουργήσει.
Συνεπώς, είναι ελεύθερος να υπάρχει ή να μην υπάρχει.
Αντίθετα προς την αρχαία φιλοσοφία, όπου
έχουμε τον κόσμο, στην ιουδαιοχριστική σκέψη υπάρχει η οντολογία της κτίσης, η
οποία διαλέγεται απόλυτα και ελεύθερα με το άκτιστο. Ο τρόπος επικοινωνίας
μεταξύ Θεού και δημιουργίας είναι ακριβώς η ελεύθερη αγάπη, δηλαδή ελευθερίας,
ως αγάπης. Όχι μόνο το είναι του κόσμου ανάγεται στη προσωπική ελευθερία αλλά
και το είναι του Θεού ταυτίζεται με το πρόσωπο.
Ο Χριστιανισμός εμφανίστηκε, ως μία
εσχατολογική πίστη και για αυτό ακριβώς και προσέδωσε νόημα και σκοπό στην
ιστορία. Ακολούθως, η αλήθεια και το νόημα της πορείας του κόσμου και του
ανθρώπου δεν εντοπίζονται στους νόμους της φύσης, αλλά σε ένα πρόσωπο που
εισέρχεται στην ιστορία και προσλαμβάνει τη μοίρα του ανθρώπου και της κτίσης[4]. Τα γεγονότα που
σχετίζονται με το πρόσωπο και το έργο του Ιησού Χριστού είναι μοναδικά, τελικά
και έγιναν μία φορά μέσα στην ιστορία. Ιστορικά μπορούμε να πούμε, ότι τα
γεγονότα αυτά είναι εσχατολογικά και υπό την έννοια αυτή ο Ιησούς Χριστός
αποτελεί το τέλος της Ιστορίας.
Η αποκάλυψη του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού
Χριστού είναι η φανέρωση μίας άλλης διάστασης της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Ιησούς
Χριστός φανέρωσε όχι μόνο την ιστορικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά την
ανακάλυψη της προοπτικής στην ιστορία, δηλαδή μία ιστορία σωτηρίας[5]. Έτσι, η εσχατολογία του
Ευαγγελικού μηνύματος δεν συνιστά ιστορικό μηδενισμό, αλλά μία αισιόδοξη
εμπειρία και προσδοκία. Μετά τη ενανθρώπηση του Ιησού Χριστού και την
ολοκλήρωση της θείας οικονομίας το Άγιο Πνεύμα, ο κυριότερος παράγοντας της
εσχατολογίας, συγκροτεί πλέον τον θεσμό της Εκκλησίας, ως Σώμα του Χριστού μέσα
στην Ιστορία. Έτσι, ο Χριστός, δια του Αγίου Πνεύματος, γίνεται παρών
καθημερινά στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, κατοικώντας έτσι μέσα στη
κοινότητα της εσχατολογικής Εκκλησίας, στην οποία όπως είδαμε συνεχίζεται η
ιστορία της σωτηρίας. Επομένως, η ιστορία είναι για την Εκκλησία ο χρόνος, όπου
διενεργείται το μυστήριο της σωτηρίας του κόσμου και του ανθρώπου[6]
_____________________
1 Στ.
Γιαγκάζογλου, Η Ορθοδοξία ως πολιτισμικό
επίτευγμα και τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου, Τόμος Γ’, (Πάτρα : εκδ.
Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2008), σελ. 28.
2 Ι. Ζηζιούλας, Από
το Προσωπείον εις το Πρόσωπον. Η συμβολή της Πατερικής Θεολογίας εις την
έννοιαν του Προσώπου, στο Χαριστήρια εις τιμήν του Μητρ. Γέροντος
Χαλκηδόνος Μελίτωνος, (Θεσσαλονίκη : εκδ. Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών
Μελετών, 1977), σελ. 289.
3 Κ. Αγόρας, Πίστη και Βίωμα της Ορθοδοξίας, Δόγμα, Πνευματικότητα και Ήθος της
Ορθοδοξίας, Τόμος Α’, (Πάτρα : εκδ. Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2002),
σελ. 102.
4 Στ.
Γιαγκάζογλου, Η Ορθοδοξία ως πολιτισμικό
επίτευγμα και τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου, Όπ.π., σελ. 31.
5 Στ.
Γιαγκάζογλου, Η Ορθοδοξία ως πολιτισμικό
επίτευγμα και τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου, Όπ.π., σελ. 32.
6 Στ.
Γιαγκάζογλου, Η Ορθοδοξία ως πολιτισμικό
επίτευγμα και τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου, Όπ.π., σελ. 32.