Δημήτρης Μπαλτᾶς
Δρ Φιλοσοφίας
Andrea Riccardi, Ἀθηναγόρας – Clément. Ἕνας πατριάρχης καί ἕνας καθηγητής μεταξύ τῶν ἐθνικισμῶν καί τῆς παγκοσμιοποίησης, μετ. Δημ. Κεραμιδᾶς, Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2020, σελ. 349
Στό βιβλίο του αὐτό ὁ A. Riccardi παρουσιάζει τήν ἀτμόσφαιρα, – τήν πολιτική, τήν πολιτιστική καί τήν διαχριστιανική – τῆς ἐποχῆς μετά τήν ἐκλογή τοῦ Ἀθηναγόρα στόν πατριαρχικό θρόνο τῆς ΚΠολης, κυρίως δέ τήν ἀτμόσφαιρα τῶν δεκαετιῶν τοῦ ’50 καί τοῦ ’60 στήν Εὐρώπη, τίς ΗΠΑ καί τήν Τουρκία.
Ἐξ ἀρχῆς πρέπει νά σημειώσω ὅτι τό βιβλίο τοῦ Riccardi ἔχει κατά βάσιν ἀφετηρία ἕνα ἄλλο βιβλίο, ἐκεῖνο πού εἶχε ἐκδώσει ὁ ἴδιος ὁ Ὀλιβιέ Κλεμάν (Dialogues avec le patriarche Athenagoras, Fayard, Paris 1969), καρπό τῆς μακρᾶς συνομιλίας του μέ τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα Α΄ τό 1968, τό ὁποῖο πάντως δέν ἔχει μεταφραστεῖ μέχρι σήμερα στά ἑλληνικά. Στό βιβλίο τοῦ Riccardi πού παρουσιάζω ἐδῶ, ἀνασύρονται ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Κλεμάν ὄπως καί ἀπό σχετικές ἐπιστολές πού παραχώρησε στόν ἰταλό συγγραφέα ἡ σύζυγος τοῦ Κλεμάν. Σέ κάθε περίπτωση, τό Dialogues τοῦ Κλεμάν δέν «εἶναι μία σπουδή στήν ὀρθόδοξη σκέψη, οὔτε ἕνα ὁμολογιακό κείμενο» (σ. 139, βλ. ὁμοίως σ. 185) καί αὐτό ἐπίσης πρέπει νά ἔχει ὑπ’ ὄψιν του ὁ ἕλληνας ἀναγνώστης.
Τόσο γιά τόν Ἀθηναγόρα ὅσο καί γιά τόν Κλεμάν ἡ δεκαετία τοῦ ’60 ἦταν ἰδιαιτέρως κρίσιμη: ἀφ’ ἑνός μέν στους Ἁγίους Τόπους, στήν ΚΠολη καί στήν Ρώμη ἐπιχειρεῖτο μία προσέγγιση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν στό πλαίσιο τῆς ἑνότητας (σ. 198), ἀφ’ ἑτέρου δέ ὁ γαλλικός Μάης τοῦ ‘68 ἔφερε τήν ρήξη μέ τούς παραδοσιακούς θεσμούς σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο, ἀκόμη καί μέσα στήν ἴδια τήν Τουρκία (σ. 233). Ἔχει ἐνδιαφέρον ὅτι λίγο πρίν ἀπό τά γεγονότα ἐκείνου τοῦ Μαΐου εἶχε γίνει στό Παρίσι ἕνα συνέδριο μέ θέμα ‘’Χριστιανισμός καί Ἐπανάσταση’’, τοῦ ὁποίου ἕνα τελικό κείμενο κατέληγε στό ἑξῆς: «Ὁ ἐπαναστατικός ἀγώνας εἶναι ἐγγεγραμμένος στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δίχως ὅμως νά ταυτίζεται μἐ αὐτήν» (σ. 49). Ὁ Κλεμάν, χωρίς νά προέρχεται ἤ νά ἐκφράζει τόν συντηρητικό πολιτικό χῶρο, στάθηκε μέ μία ἐπιφύλαξη τόσο στά γεγονότα τοῦ Παρισιοῦ (σ. 53 κ.ἑ.) ὅσο καί στήν «ἐπιλογή ἐκείνων τῶν χριστιανῶν πού κατέληγαν νά ἀγκαλιάζουν τόν μαρξισμό καί νά θεωροῦν θεμιτή τή βία» (σ. 63). Ἡ ἑρμηνεία τοῦ Riccardi ὅτι «ἡ ματιά τοῦ χριστιανοῦ δέν πρέπει νά τόν κάνει νά κλείνεται στό συντηρητικό κλουβί τῆς ἀπαισιοδοξίας οὔτε νά παρασύρεται ἀπό τίς ἐπαναστατικές καί ἰδεολογικές οὐτοπίες ἑνός ἐπίγειου παραδείσου» (σ. 95, ἐπίσης βλ. σ. 127) ἀποτυπώνει ἀκριβέστατα τήν σκέψη τοῦ Ὀ. Κλεμάν.
Τόν Αὔγουστο τοῦ ’68 ὁ Κλεμάν θά μεταβεῖ στήν Κωνσταντινούπολη γιά τήν συνέντευξη μέ τόν Ἀθηναγόρα Α΄, μία μορφή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ μακρά καί ἐνδιαφέρουσα ἱστορία: ἔζησε διαδοχικά στήν Κωσταντινούπολη καί στό Ἅγιον Ὄρος, στήν Ἑλλάδα καί στήν Ἀμερική, καί ἐπέστρεψε ὡς πατριάρχης στήν Κωνσταντινούπολη. Δέν θά ἐπιμείνω ἐδῶ στήν ἐκλογή του ὡς πατριάρχη (βλ. σχετικά σ. 176, σσ. 223-226). Ἀλλά νομίζω ὅτι ἔχει μεγαλύτερη σημασία ὅτι στήν Κωνσταντινούπολη, καί μέ βάση τά σχετικά ἐκδεδομένα κείμενα ἀλλά καί μέ τήν ὅλη στάση του σέ ἕνα περιβάλλον ξενοφοβικό (σσ. 182-183), ὁ Ἀθηναγόρας καλλιέργησε «μία διάθεση νά ἀπελευθερωθεῖ κανείς ἀπό τά ἱστορικά τείχη μεταξύ Ἑλληνων καί Τούρκων, χριστιανῶν καί μουσουλμάνων» (σ. 184). Αὐτήν ἀκριβῶς τήν τάση ἀνακάλυψε καί θαύμασε ὁ Ὀ. Κλεμάν.
Πολλές σελίδες τοῦ βιβλίου τοῦ Riccardi εἶναι ἀφιερωμένες στήν προσέγγιση τῆς ΚΠολης μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ὑπό τήν θεώρηση ὅτι «ὁ κόσμος διαιρεῖτο μέ τίς συγκρούσεις, ἀλλά οἱ ἑνωμένες Ἐκκλησίες θά μποροῦσαν νά θυμίσουν τήν κοινή μοῖρα τῶν λαῶν. Αὐτή ἦταν ἡ οἰκουμενική οὐτοπία τοῦ Πατριάρχη» (σ. 273, ὁμοίως βλ. σ. 239). Στό σημεῖο αὐτό ὁ Riccardi βλέπει τήν ἐπικαιρότητα τῶν θέσεων τοῦ Πατριάρχη καθ’ ὅσον σήμερα «ἡ παγκοσμιοποίηση πραγματοποίησε ὑπό κάποιες πτυχές μία ‘’ἑνοποίηση’’ τοῦ κόσμου» (σ. 329).
Καί ἄλλες πολλές σελίδες ἔχει ἀφιερώσει ὁ ἰταλός συγγραφέας στήν παρουσίαση τῆς σκέψης τοῦ Ἀθηναγόρα Α΄ γιά τήν Ρωσική Ἐκκλησία μετά τό 1917: «Κατά τήν ἄποψή μου, οἱ Ρῶσοι χριστιανοί ἔχουν νικήσει τόν κομμουνισμό στή χώρα τους. Τόν κομμουνισμό ὄχι ὡς κοινωνική ὀργάνωση – ἡ Ἐκκλησία ἐν προκειμένῳ δέν ἔχει νά πεῖ κάτι – ὅσο ὡς ἀθεϊστικό ἀπολυταρχισμό. Ἔχουν νικήσει διότι ὑποφέρουν καί ξέρουν πῶς νά ὑποφέρουν» (σ. 113). Καί στό ἴδιο πλαίσιο ἐπαναλάμβανε ὁ Ἀθηναγόρας ὅτι «οἱ Ρῶσοι χριστιανοί ἔχουν νικήσει τόν κομμουνισμό στήν ἴδια τή Ρωσία. Μέσῳ τῆς πίστης τους, τῆς προσευχῆς, ἀλλά καί μέ τήν βοήθεια τῆς θεολογικῆς πνευματικῆς ἀναγένησης τοῦ 19ου καί τοῦ 20οῦ αἰ.» (σ. 227). Ἐπειδή ὅμως ἡ Ρωσική Ἐκκλησία κατηγορεῖτο γιά «ὑποδούλωση στή σοβιετική ἐξουσία», ὁ Riccardi θά προσθέσει ἐδῶ ὅτι ὁ Ἀθηναγόρας «ἦταν πάντοτε ἕτοιμος νά ὑπερασπιστεῖ τούς Ρώσους ἐπισκόπους» (σ. 246). Σ’ ἕνα κείμενο πού δέν εἶχε περιλάβει στό Dialogues, ὁ Κλεμάν σημειώνει τά ἑξῆς: «Ὁ Ἀθηναγόρας ἐπανέρχεται στήν ἀγάπη του γιά τούς Ρώσους, γιά τόν ρωσικό λαό. Μία ἀγάπη πού πολύ ἐπικρίθηκε ἀπό τούς Ἕλληνες» (σ. 246).
Ἡ παρουσίαση τοῦ Riccardi εἶναι συναρπαστική. Σέ πολλά σημεῖα παρέχει πληροφορίες καί ἀνατρέχει σέ γεγονότα πού ἴσως δέν εἶναι γνωστά στό εἰδικό ἤ στό εὐρύτερο κοινό. Παρακολουθεῖ, κριτικά ὅπου χρειάζεται, τήν σκέψη δύο προσωπικοτήτων πού συναντήθηκαν πρίν ἀπό πολλές δεκαετίες καί ἡ ὁποία ἀποτυπώθηκε στό βιβλίο τοῦ Κλεμάν. Νομίζω λοιπόν ὅτι τό βιβλίο τοῦ Riccardi ἀξίζει νά διαβαστεῖ.
Εφημ. Χριστιανική, 18.3.2021