Μ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ
Καθηγητής Λαογραφίας
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης / Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης / Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας
Εννέα μέρες ήδη πέρασαν από την εν Κυρίω κοίμηση του μακαριστού Μητροπολίτου Καστορίας κυρού Σεραφείμ: στις 29 Δεκεμβρίου εκοιμήθη νοσηλευόμενος στη Θεσσαλονίκη και στις 30 Δεκεμβρίου εκηδεύθη και ετάφη στην Καστοριά ένας σπουδαίος ιεράρχης της Εκκλησίας της Ελλάδος, που δίδαξε ορθόδοξο χριστιανικό ήθος και πατριωτική αξιοπρέπεια, και εποίμανε την ακριτική επαρχία του με φόβο Θεού και αμέριστη αγάπη προς το ποίμνιό του, με φιλοπατρία, ήθος και εξέχουσα αρχιερατική αξιοπρέπεια.
Ο μακαριστός Μητροπολίτης Καστορίας κυρός Σεραφείμ (κατά κόσμον Ιωάννης Παπακώστας) γεννήθηκε το 1959 στο Αγναντερό Καρδίτσας. Φοίτησε στην Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή Αθηνών και στην Ανωτέρα Εκκλησιαστική Σχολή, απ’ όπου αποφοίτησε το 1983. Στη συνέχεια φοίτησε στη Θεολογική Σχολή της Αθήνας και έλαβε το πτυχίο του το 1987.
Χειροτονήθηκε Διάκονος το 1983 και Πρεσβύτερος το 1987. Υπηρέτησε ως Διάκονος, Εφημέριος – Ιεροκήρυκας και Ιερατικός Προϊστάμενος στον Ι. Ναό αγίου Νικολάου Κάτω Πατησίων. Υπηρέτησε παράλληλα ως Διευθυντής Νεότητος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και υπεύθυνος Πρωτοκόλλου στην Ιερά Σύνοδο, και από το 1990 ως Γραμματέας στην Ιερά Σύνοδο. Ως ιερέας στην Αθήνα ανέπτυξε μεγάλο πνευματικό, κατηχητικό και ποιμαντικό έργο, καθιστώντας την ενορία του πραγματική πνευματική όαση στην πολύβουη πόλη των Αθηνών. Με συνεχή και συνεπή λειτουργική ζωή, με συνάξεις νέων και με τη φιλοξενία πολλών σημαντικών κληρικών της εποχής, ο μακαριστός Σεραφείμ κατάφερε πολλούς να αναπαύσει και πολλές ψυχές να οδηγήσει στη σωτηρία, μέσα από τα μυστήρια της Εκκλησίας.
Χειροτονήθηκε Διάκονος το 1983 και Πρεσβύτερος το 1987. Υπηρέτησε ως Διάκονος, Εφημέριος – Ιεροκήρυκας και Ιερατικός Προϊστάμενος στον Ι. Ναό αγίου Νικολάου Κάτω Πατησίων. Υπηρέτησε παράλληλα ως Διευθυντής Νεότητος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και υπεύθυνος Πρωτοκόλλου στην Ιερά Σύνοδο, και από το 1990 ως Γραμματέας στην Ιερά Σύνοδο. Ως ιερέας στην Αθήνα ανέπτυξε μεγάλο πνευματικό, κατηχητικό και ποιμαντικό έργο, καθιστώντας την ενορία του πραγματική πνευματική όαση στην πολύβουη πόλη των Αθηνών. Με συνεχή και συνεπή λειτουργική ζωή, με συνάξεις νέων και με τη φιλοξενία πολλών σημαντικών κληρικών της εποχής, ο μακαριστός Σεραφείμ κατάφερε πολλούς να αναπαύσει και πολλές ψυχές να οδηγήσει στη σωτηρία, μέσα από τα μυστήρια της Εκκλησίας.
Χειροτονήθηκε επίσκοπος στις 5 Οκτωβρίου 1996, διαδεχόμενος τον Μητροπολίτη Καστορίας κυρό Γρηγόριο τον Παπουτσόπουλο. Αμέσως μετά την ενθρόνισή του στην Καστοριά, ο μακαριστός Μητροπολίτης Σεραφείμ ανέλαβε έργο, ώστε να βοηθήσει το ποίμνιό του. Η Μητρόπολη Καστορίας επί της αρχιερατείας του οργανώθηκε και ανέπτυξε φιλανθρωπική και πνευματική δράση με πολλές πτυχές όπως για παράδειγμα η λειτουργία του «Γηροκομείου ‘Λαζάρου και Αθηνάς Λ. Ρίζου’», η οργάνωση Τράπεζας Αίματος, η λειτουργία Τράπεζας Αγάπης για την διανομή τροφίμων σε εμπερίστατους συνανθρώπους μας, η σύσταση Ταμείου Υποτροφιών για ενδεείς φοιτητές και φοιτήτριες που αδυνατούσαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους, η διοργάνωση Υπηρεσίας Συμπαράστασης Ανέργων, ως επίσης και Α.Μ.Ε.Α., η στήριξη της οικογένειας, η διακονία και ανακούφιση ασθενών, και η ίδρυση του «Συνδέσμου Αγάπης Κυριών», που λειτούργησε ως συντονιστικό όργανο της φιλανθρωπικής κίνησης των ενοριών της Ιεράς Μητροπόλεως Καστορίας.
Παραλλήλως ο μακαριστός κυρός Σεραφείμ οργάνωσε μια υποδειγματική αδελφότητα αγάμων κληρικών, η οποία στεγάστηκε δίπλα στο μητροπολιτικό μέγαρο και στον μητροπολιτικό ναό, αποτελούμενη από εκλεκτούς και συνεπείς αγωνιστές κληρικούς. Ο ίδιος, εξόχως λειτουργικός και φιλακόλουθος, βίωνε την συνεχή λειτουργική ζωή, τελούσε με προσήλωση και ιερό δέος όλες τις ακολουθίες του νυχθημέρου, παραλλήλως δε κατέστησε την Μητρόπολή του υποδειγματικό κέντρο παροχής έμπρακτης χριστιανικής αγάπης. Συνεχείς ήταν οι παρακλήσεις και οι προσευχές του για όποιο πρόβλημα του εμπιστεύονταν οι άνθρωποι, και συνεχείς οι δεήσεις του για την ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου.
Παροιμιώδεις επίσης έχουν μείνει η φιλοξενία και η φιλανθρωπία του, αλλά και η μέριμνά του για το ποίμνιό του και η αγάπη του για την Καστοριά, την επαρχία του και τους ανθρώπους της. Η ακριτική και ηρωική Καστοριά, με το φυσικό κάλλος και τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία της, έγινε η πραγματική πατρίδα του, καθώς την αγάπησε ειλικρινά και ολόψυχα, και αφοσιώθηκε σε αυτήν ως το τέλος της επίγειας ζωής του.
Γνωστές επίσης είναι οι φροντίδες του για τους ασθενείς και τους εμπερίστατους. Για παράδειγμα, φιλοξένησε στο Επισκοπείο και διακόνησε, στις τελευταίες δύσκολες μέρες του βίου του, τον Αγιορείτη μοναχό Μωυσή, αλλά και πλήθος ανθρώπων των οποίων τα προβλήματα προσπαθούσε με κάθε τρόπο να λύσει. Όπου βρισκόταν μιλούσε για την Καστοριά, την ομορφιά και τα προβλήματά της, η αντιμετώπιση των οποίων ήταν η πρώτη του μέριμνα. Και δεν υπήρξε ούτε ένας άνθρωπος, στα χρόνια της τετιμημένης αρχιερατείας του, που να μην φύγει από το Επισκοπεία φορτωμένος δώρα, υλική αποτύπωση της αγάπης και της στοργής του προς όλους.
Παραλλήλως ο μακαριστός Σεραφείμ υπήρξε φιλάγιος Επίσκοπος, με έντονη αγάπη και προσευχητική καθώς και λειτουργική αναφορά στο ιερό πρόσωπο της Παναγίας: με μέριμνά του καθιερώθηκαν και δόθηκαν στη δημόσια λατρεία πολλές περίπυστες εικόνες της Θεοτόκου καθώς και αντίγραφα περικαλλή εικόνων της, καθώς επίσης αναδείχθηκαν και αγιοκατατάχθηκαν πολλοί τοπικοί άγιοι της Μητροπόλεως Καστοριάς, με κορυφαία την περίπτωση της αγία Σοφίας της Κλεισούρας. Εννέα μόλις μήνες πριν την κοίμησή του στις 14 Φεβρουαρίου 2020 το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποφάσισε, μετά από δική του εισήγηση, με την υπογραφή της ΑΘΠ του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου στη σχετική συνοδική πράξη, την αγιοκατάταξη επτά νέων Καστοριανών αγίων επικυρώνοντας την από 3 Οκτωβρίου 2019 απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου περί «αναγραφής εις το Αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας των μαρτυρικώς τελειωθέντων υπέρ της αμωμήτου ημών πίστεως: α. Μάρκου Πέτρου Μαρκούλη εκ Κλεισούρας, β. Ιωάννη – Νούλτζου εκ Καστορίας, και των συν αυτώ αθλησάντων, γ. Γεωργίου του εκ Καστορίας, δ. ιερέως Βασιλείου Καλαπαλίκη, εφημερίου Χιλιοδέντρου Καστορίας και ε. Αρχιμανδρίτου Πλάτωνος Αϊβαζίδη». Η ανακοίνωση της αγιοκατάταξης έφερε χαρά, αγαλλίαση και συγκίνηση στον κλήρο και το λαό της επαρχίας του.
Πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ιδιαιτέρως ο σεβασμός και η αγάπη του μακαριστού Σεραφείμ για την Μητέρα και Τροφό του Γένους Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία. Μητροπολίτης των εν Ελλάδι επαρχιών του Θρόνου, των λεγομένων των «Νέων Χωρών» ο ίδιος, είχε μόνιμα την πνευματική αναφορά του στο Σεπτό Κέντρο της Κωνσταντινουπόλεως. Με τις επισκέψεις, την προσευχή και την φιλάδελφη πάντα διάθεσή του, διατηρούσε άριστους σεβαστικούς δεσμούς με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και το απέδειξε σε πολλές και σημαντικές περιστάσεις εμπράκτως. Το σχετικό εκκλησιαστικό ήθος του θα αποτελέσει υπόδειγμα και για τις επερχόμενες γενιές κληρικών, που θα παραδειγματιστούν σίγουρα από την αγάπη και τη μέριμνά του για τον Οικουμενικό Θρόνο.
Κτίσμα του περίλαμπρο είναι ο ναός του αγίου Νικάνορα στην Καστοριά και ο ναός του αγίου Νεκταρίου στο Άργος Ορεστικό, όπως επίσης και πολλά παρεκκλήσια, ενώ φρόντισε για την αναστήλωση, συντήρηση, αναπαλαίωση και λειτουργική χρήση όλων σχεδόν των βυζαντινών ναών της Καστοριάς, αλλά και των μοναστικών καθιδρυμάτων της επαρχίας του. Μάζεψε κοντά του τον εκπαιδευτικό και τον επιστημονικό κόσμο της επαρχίας του, καθώς με τον ευγενή, προσηνή και ταπεινό χαρακτήρα του ήταν αγαπητός σε όλους, ενώ κατάφερε να υπερασπίζεται τα εθνικά δίκαια χωρίς διχαστικό λόγο, και χωρίς να εμφιλοχωρεί σε πολιτικές διαμάχες, πειρασμό που δυστυχώς άλλοι αρχιερείς δεν κατάφεραν να αποφύγουν. Κι έτσι ο λόγος του ήταν αποδεκτός και ακουστός απ’ όλους, γι’ αυτό και η ποιμαντική του επιτυχής και με αγλαούς πάντοτε καρπούς.
Την δράση του μακαριστού Σεραφείμ γνώριζα ήδη από τα φοιτητικά χρόνια μου, πριν την εκλογή του σε Επίσκοπο, τον θαύμαζα και είχα την χαρά σε ορισμένες περιπτώσεις να συνεργαστώ μαζί του, στα πλαίσια εκκλησιαστικών δράσεων. Τον Ιανουάριο του 2020 ανανεώσαμε την γνωριμία μας, καθώς με κάλεσε στην Καστοριά να μιλήσω κατά την εορτή των Προστατών της Παιδείας Τριών Ιεραρχών, τους οποίους τιμούσε ιδιαιτέρως. Είχα εκεί την ευκαιρία να απολαύσω την φιλοξενία και την πνευματική αναστροφή μαζί του, αλλά και να γνωρίσω τους κληρικούς και τα μέλη της θεοφιλούς αδελφότητας που είχε δημιουργήσει, εκτιμώντας την αρετή, το έργο και την προσφορά τους. Θεωρώ ότι τόσο ο ίδιος όσο και τα πνευματικά παιδιά του υπήρξαν και είναι παραδείγματα προς μίμηση. Και εύχομαι ο διάδοχός του να καταφέρει να διατηρήσει κοντά του την αδελφότητα αυτή, που τόσα προσφέρει στον αμπελώνα του Κυρίου, αντιλαμβανόμενος το πνευματικό κέρδος που μπορεί να προκύψει για τον ίδιο και την επαρχία ολόκληρη, χωρίς να προκληθούν οι γνωστές δυστυχώς στον εκκλησιαστικό χώρο παρεξηγήσεις, με τους συνακόλουθους παραπικρασμούς και τις εξ αυτών διαιρέσεις και διασπάσεις.
Από τότε μιλούσαμε συχνά στο τηλέφωνο, και επικοινωνήσαμε και τις πρώτες μέρες της νοσηλείας του, όταν η εξέλιξη της ασθένειάς του δεν προδίκαζε το μαρτυρικό τέλος. Σύνδεσμός μας πολύτιμος ο σεβαστός φίλος και εκλεκτός συνάδελφος ομότιμος Καθηγητής της καρδιοχειρουργικής και Άρχων Ακτουάριος της Α.Μ.τ.Χ.Ε. κ. Γεώργιος Μπουγιούκας, από τον οποίο, από ένα σημείο και μετά, πληροφορούμουν και τα της εξελίξεως της υγείας του. Κοινή δε παράμετρος η εν Κυρίω αγάπη, και η από μέρους μου απεριόριστη εκτίμηση και ο ανυπόκριτος σεβασμός στην προσωπικότητα, τις αρετές και το ανεπανάληπτο έργο του.
Ο Κύριος της ζωής και του θανάτου θέλησε να τον καλέσει κοντά του μόλις στο 61ο έτος της ηλικίας του, και στην ακμή του εκκλησιαστικού και ποιμαντικού έργου του. «Ούτως έδοξε τω Κυρίω και ούτως εγένετο. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον». Την κατ’ άνθρωπον πίκρα του επί γης αποχωρισμού γλυκαίνουν ήδη αφενός μεν η ακλόνητη πεποίθηση ότι η μακαρία ψυχή του έχει βρει μεγάλη παρρησία κοντά στο Θεό, και αφετέρου ότι ως λειτουργός στο ουράνιο θυσιαστήριο θα δέεται υπέρ του ποιμνίου του, αλλά και όλων όσοι θα επικαλούνται την βοήθεια και τη μεσιτεία του.
Ο μακαριστός Μητροπολίτης Καστορίας κυρός Σεραφείμ υπήρξε προσωπικότητα που μόνο θαυμασμό και σεβασμό προκαλούσε σε όποιον τον γνώριζε. Δεν υπήρξε «Δεσπότης», ήταν σε όλα την αρχιερατική διακονία του Πατέρας και Επίσκοπος. Οι διδαχές του, αποτυπωμένες και στα κείμενά του, θα μείνουν για να καθοδηγούν και να παρηγορούν τους επιλειπομένους. Σε μας μένει μόνο η γλυκιά ανάμνηση, η προσευχή να αναπαύσει ο Κύριος την αγνή και φωτεινή ψυχή του «μετά των αγίων» και η εν Χριστώ καύχηση ότι αξιωθήκαμε να γνωρίσουμε και να αναστραφούμε εν ζωή έναν άνθρωπο του Θεού, χαριτωμένο μέσα από την προσευχή, την μετάνοια, την λειτουργική ζωή, την φιλανθρωπία και «ενί λόγω» την αγάπη.