ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Μια συζήτηση με τον αναπληρωτή καθηγητή Ιστορίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Παρασκευά Κονόρτα, για το ειδικό ιστορικό βάρος, τη σημασία και τους πολλαπλούς συμβολισμούς της «Μεγάλης Εκκλησίας» για χριστιανούς και μουσουλμάνους, Έλληνες και Τούρκους.
Η «ΕΛΕΩ ΕΡΝΤΟΓΑΝ» απόφαση του τουρκικού Συνταγματικού Δικαστηρίου για την εκ νέου μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τέμενος, έναν σχεδόν αιώνα αφότου ο Κεμάλ Ατατούρκ την έκανε μουσείο, προκάλεσε αίσθηση διεθνώς πυροδοτώντας πολλών λογιών αντιδράσεις. Ταυτόχρονα αλλάζει ισορροπίες δεκαετιών, επιβεβαιώνοντας τη φονταμενταλιστική «στροφή» της Τουρκίας αλλά και τις «αυτοκρατορικές» βλέψεις του Τούρκου προέδρου εντός κι εκτός συνόρων.
Γεγονός είναι ότι «Μεγάλη Εκκλησία» εκτός από αρχιτεκτονικό αριστούργημα και μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς έχει τεράστια συμβολική αξία τόσο για τους χριστιανούς –ειδικά τους ορθόδοξους και ειδικότερα τους Έλληνες– όσο και για τους Τούρκους καθώς είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το ένδοξο οθωμανικό τους παρελθόν, υπήρξε δε πρότυπο και πηγή έμπνευσης τόσο για μεταγενέστερους χριστιανικούς ναούς όσο και για μια σειρά περίλαμπρα ισλαμικά τεμένη, με τη δική της κατασκευαστική σύλληψη να ανιχνεύεται στην Περσία των Σασσανιδών.
Η «Αγία του Θεού Σοφία», όπως είναι ο πλήρης τίτλος της, καταφέρνει να επιβιώνει εδώ και 1483 χρόνια εν μέσω σεισμών, εχθρικών εισβολών, λεηλασιών, αλλαγών χρήσεων και λοιπών καταστροφών. Παρότι δε η κατασκευή της είναι τέτοια ώστε ο πελώριος τρούλος της να δείχνει «ανάλαφρος», το ιστορικό βάρος που κουβαλά από τα χρόνια του Ιουστινιανού μέχρι σήμερα γίνεται πολλές φορές ασήκωτο.
Για όλα τα παραπάνω, για τα χρονολογικά της ορόσημα, για τις ανυπολόγιστης καλλιτεχνικής αξίας σωζόμενες τοιχογραφίες της, για την «ελληνικότητα», την «τουρκικότητα» καθώς επίσης για την τύχη των εναπομεινάντων οθωμανικών μνημείων στην Ελλάδα αντίστοιχα συζητήσαμε με τον Παρασκευά Κονόρτα, αναπληρωτή καθηγητή Ιστορίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο ΕΚΠΑ (Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας).
– Τι «ειδικό βάρος» πέραν των καθαρά πολιτικών επιδιώξεων έχει η απόφαση του Ερντογάν για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας εκ νέου σε τέμενος, έστω και εν μέρει; Είναι άραγε άλλη μια προσπάθεια να απομακρυνθεί από την κεμαλική κληρονομιά;
Καταρχάς πρόκειται για ένα καθαρά πολιτικό διάβημα προκειμένου να ανακτήσει δημοτικότητα ο Τούρκος πρόεδρος, μια δημοτικότητα που εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και άλλων δυσκολιών που αντιμετωπίζει η κυβέρνμησή του, έχει υποχωρήσει αισθητά. Φαίνεται, δε, ότι κέρδισε, τουλάχιστον προς το παρόν, γιατί και η αντιπολίτευση αναγκάστηκε να συμπορευθεί με την απόφαση του Τούρκου Προέδρου για την Αγία Σοφία. Επιπλέον, η τουρκική κοινή γνώμη τάσσεται πλειοψηφικά υπέρ της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τέμενος.
Το κύριο επιχείρημα της τουρκικής ηγεσίας για την απόφαση είναι ότι «σέβεται τη θέληση του λαού». Αναμφίβολα υπάρχουν και αντιδράσεις στην απόφαση από προσωπικότητες και μέσα στην Τουρκία, κυρίως από διανοούμενους, ωστόσο εκτιμώ ότι, στην παρούσα συγκυρία ούτε αποτελεσματικές μπορούν να είναι, ούτε ιδιαίτερη απήχηση έχουν.
Ως προς το δεύτερο σκέλος, ναι, σαφώς και συνεχίζεται η απομάκρυνση του Ερντογάν από την κεμαλική κληρονομιά του λαϊκού κράτους και η κυβέρνηση Ερντογάν προχωρεί προς μια άλλη δομή και σύλληψη της εξουσίας με ισλαμικές αποχρώσεις για πρώτη φορά από την ίδρυση της τουρκικής Δημοκρατίας. Αποφασιστικής σημασίας για αυτή τη στροφή ήταν ο έλεγχος του στρατού τον οποίο φαίνεται να πέτυχε ο Ερντογάν, ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016. Τέλος, η απόφαση του Τούρκου Προέδρου για την Αγία Σοφία στοχεύει, εκτός των άλλων, στον προσεταιρισμό του σουνιτικού Ισλάμ του οποίου φιλοδοξεί να ηγηθεί, απομακρυνόμενος ακόμα περισσότερο από τη Δύση.
– Ισχύει ότι ουσιαστικά η προσπάθεια της μετατροπής του μνημείου σε τζαμί έχει ξεκινήσει από χρόνια; Κάλεσμα μουεζίνη από τον μιναρέ της Αγίας Σοφίας γίνεται ήδη από το ’16.
Ναι, έτσι είναι. Άλλωστε και οι εορταστικές τελετές για την Άλωση που έγιναν μπροστά στο μνημείο τον Μάιο, ήταν ουσιαστικά ένα προεόρτιο. Όλα αυτά δρομολογήθηκαν επί Ερντογάν. Το αίτημα για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί είχε ήδη τεθεί εδώ και πολλά χρόνια από κάποιους φονταμενταλιστές, παρέμενε όμως περιθωριακό όσο την εξουσία ασκούσαν οι κεμαλιστές.
Άλλωστε η εξέλιξη αυτή δεν ήταν παρά το «κερασάκι στην τούρτα»: το ίδιο έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια και με άλλα χριστιανικά μνημεία στην Τουρκία που είχαν γίνει μουσεία και επί Ερντογάν έγιναν και πάλι τζαμιά, όπως η Αγία Σοφία της Τραπεζούντας, όπου έκρυψαν πίσω από κουρτίνες τις θαυμάσιες τοιχογραφίες της, ώστε να λειτουργήσει σαν τέμενος, αλλά και η Αγία Σοφία της Νίκαιας.
– Τι θέση έχει και τι συμβολίζει η Αγία Σοφία στη χριστιανική παράδοση αφενός (ορθόδοξη και καθολική), στην ισλαμική και ειδικότερα στην οθωμανική παράδοση αφετέρου; Επισήμως θεωρείται ρωμαϊκό, βυζαντινό ή «ελληνικό» μνημείο;
Η Αγία Σοφία έχει φυσικά τεράστια συμβολική σημασία στη συλλογική συνείδηση κυρίως του ορθόδοξου αλλά και ευρύτερα του χριστιανικού κόσμου, όπως επίσης στην παγκόσμια ιστορία της τέχνης και ειδικά της αρχιτεκτονικής. Έχει επίσης τεράστιο ιστορικό βάρος: επί αιώνες υπήρξε η μεγαλύτερη χριστιανική εκκλησία στην Οικουμένη, γι’ αυτό και σε πολλά βυζαντινά αλλά και μεταβυζαντινά κείμενα αναφέρεται συχνά ως «Μεγάλη Εκκλησία», χαρακτηρισμός που αφορά τόσο το εν λόγω μνημείο όσο και το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως που βρισκόταν ακριβώς δίπλα του. Άλλωστε επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν ο πατριαρχικός ναός.
Ως ορόσημα στην ιστορία της, τώρα, είναι αφενός τα εγκαίνιά της από τον Ιουστινιανό το 537 μ.Χ., έναν Ρωμαίο Αυτοκράτορα σε μια εποχή που τα λατινικά ήταν ακόμα η επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας, ενώ ο όρος «Έλλην» δήλωνε τότε κάτι αρνητικό, τόσο για την αυτοκρατορική εξουσία όσο και την Εκκλησία, αφού ταυτιζόταν με τον εθνικό, τον παγανιστή, άρα τον αρνητή της χριστιανικής πίστης. Υπόψη ότι ο όρος «Έλλην» συνέχισε να είναι απαξιωτικός ακόμα και μετά την Άλωση του 1453, με την εξαίρεση ελάχιστων λόγιων όπως ο Πλήθων. Αυτή η αντίληψη άρχισε να αλλάζει πρώτα στη Δυτική Ευρώπη με την Αναγέννηση, τον Ουμανισμό κ.λπ., οπότε ανακαλύπτονται τα αρχαία κείμενα και εισάγεται σε μας δειλά δειλά τον 17ο αιώνα και κυρίως τον 18ο.
Εξίσου μεγάλη σημασία είχε όμως η Αγία Σοφία και για τους Οθωμανούς. Αφενός συμβολική, αφού κατακτώντας την Πόλη μετέτρεψαν αμέσως σε τέμενος τη μεγαλύτερη ως τότε χριστιανική εκκλησία. Σήμερα, η απόφαση του Τούρκου Προέδρου να τη μετατρέψει και πάλι σε τζαμί αιτιολογείται από τους οπαδούς του ως ιστορική αποκατάσταση. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάποιος ανάμεσα στους προσευχόμενους έξω από την Αγία Σοφία, αμέσως μετά την επίσημη ανακοίνωση της μετατροπής της σε τέμενος, έλεγε σε δημοσιογράφο ότι «σήμερα νιώθω σαν να κατακτήσαμε πάλι την Κωνσταντινούπολη».
Από την άλλη μεριά, η Αγία Σοφία αποτελεί πρότυπο για την αρχιτεκτονική των μεγάλων σουλτανικών τεμενών, καθώς ο μεγάλος αρχιτέκτονας Σινάν που ανθεί την εποχή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς και του Σελίμ Β΄τον 16ο αιώνα χτίζοντας εμβληματικά τεμένη όπως το Σουλεϊμανιέ και το Σεχζαντέ στην Κωνσταντινούπολη, καθώς επίσης το Σελιμιέ στην Αδριανούπολη, έχει βασική πηγή έμπνευσης την Αγία Σοφία. Το καταρχήν ζητούμενο ήταν το ίδιο, πώς να στηριχθεί ένας τεράστιος τρούλος σε τέσσερις μεγάλους πεσσούς. Κάτι που, σημειωτέον, δεν ήταν μια εφεύρεση των αρχιτεκτόνων της Αγίας Σοφίας: το αρχικό πρότυπο ανάλογων κτιρίων υπήρχε στο Ιράν των Σασσανιδών και από εκεί ήρθε στο Βυζάντιο αλλά και στον αραβικό κόσμο.
Γεγονός είναι ότι πριν από την Άλωση της Πόλης τα οθωμανικά τζαμιά ήταν πολύ διαφορετικά, όπως για παράδειγμα το τέμενος του Βαγιαζήτ στο Διδυμότειχο, ένα κορυφαίο μουσουλμανικό μνημείο που χτίστηκε στα τέλη του 14ου αιώνα. Το τζαμί αυτό είναι το πρώτο αυτοκρατορικό τζαμί σε ευρωπαϊκό έδαφος, το οποίο υπέστη δυστυχώς σοβαρές ζημιές από την πυρκαγιά του ’17, που μάλιστα συνέβη ενώ είχε μόλις αποκατασταθεί.
– Τι ώθησε τον Μουσταφά Κεμάλ να αποφασίσει τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε μουσείο το 1934; Ήταν μια «κίνηση καλής θέλησης» απέναντι στη Δύση και την Ελλάδα, μια προσπάθεια να απεκδυθεί το ισλαμικό και οθωμανικό παρελθόν η νέα Τουρκία;
Ο Μουσταφά Κεμάλ είχε πρωταρχικό, μονοπωλιακό θα λέγαμε ρόλο στην ίδρυση του τουρκικού κράτους στο βαθμό που δεν συμβαίνει με κανέναν Έλληνα πολιτικό ηγέτη. Ο Βενιζέλος, που αναφέρεται συχνά ως μια αντίστοιχου βεληνεκούς προσωπικότητα για τα καθ’ ημάς, ανασυγκρότησε μεν το ελληνικό κράτος, δεν το έφτιαξε όμως εξαρχής. Χρειαζόταν δε ο Κεμάλ να πείσει τους μουσουλμάνους υπηκόους της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ότι είναι πρώτα απ’ όλα Τούρκοι και μετά μουσουλμάνοι, κάτι που δεν ήταν καθόλου ευνόητο μέχρι τότε καθώς μόνο μια ελίτ μουσουλμάνων διανοούμενων και πολιτικών είχε υιοθετήσει τον τουρκισμό.
Ένας από τους επτά βασικούς άξονες της κεμαλικής ιδεολογίας είναι η αρχή του λαϊκού κράτους, που ως τέτοιο οφείλει να διαχωριστεί από τη θρησκεία. Από τα πρώτα χρόνια της τουρκικής Δημοκρατίας τα κορανικά σχολεία τέθηκαν υπό τον άμεσο έλεγχο του κράτους, απαγορεύθηκαν τα μυστικιστικά ισλαμικά τάγματα (δερβίσηδες), απαγορεύθηκε στους ουλεμά (νομοδιδάσκαλους) να εκδικάζουν νομικές υποθέσεις ενώ εξευρωπαΐσθηκε η νομοθεσία, την οποία ως τότε διείπε σε μεγάλο βαθμό η Σαρία. Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν είχε υψηλή συμβολική σημασία για τον δυτικό προσανατολισμό του νέου κράτους η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε μουσείο, ενέργεια που δεν συνάντησε κιόλας αντιδράσεις καθώς ουσιαστική αντιπολίτευση δεν υπήρχε.
– Ποιες θα χαρακτηρίζαμε ως τις σημαντικότερες στιγμές στην ιστορία της Αγίας Σοφίας από την ίδρυσή της;
Καταρχάς τα εγκαίνια του 537 μ.Χ., όταν ο Ιουστινιανός εισερχόμενος στον ναό αναφώνησε το περίφημο «Νενίκηκά σε Σολομών», θέλοντας να δείξει ότι ήταν ανώτερος του περίφημου ναού του Σολομώντα στα Ιεροσόλυμα. Αυτό αναπαρίσταται πολύ ωραία σε ένα μεταγενέστερο ψηφιδωτό στη νότια είσοδο της Αγίας Σοφίας, όπου υπάρχει από τη μια πλευρά ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο οποίος ως ιδρυτής της Κωνσταντινούπολης προσφέρει την πόλη κι από την άλλη ο Ιουστινιανός, ο οποίος προσφέρει την Αγία Σοφία στην ένθρονη Παναγία με τον Χριστό.
Στη συνέχεια, εξάλλου, όλη η πολιτική ζωή της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας περνά από εκεί, αφού εκεί γίνονται οι στέψεις των αυτοκρατόρων, οι ενθρονίσεις των Πατριαρχών, εκεί γίνονται δοξολογίες για τις μεγάλες νίκες ή παρακλήσεις σε περιόδους απειλών και κινδύνων, εκεί αφήνει ο παπικός νούντσιος το «Ανάθεμα» κατά του Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου πριν από το Σχίσμα του 1054.
Οι σεισμοί έπληξαν επανειλημμένα το οικοδόμημα με τον τρούλο του να καταρρέει σε δύο περιπτώσεις και να αναστηλώνεται. Γύρω από το κτίριο υπάρχουν εξάλλου πολλά βυζαντινά και οθωμανικά αντερείσματα που αποσκοπούσαν ακριβώς στην καλύτερη προστασία του.
Το 1204, μετά την πρώτη Άλωση από τους Σταυροφόρους, υφίσταται εκτενείς καταστροφές και λεηλασίες για να γίνει ακολούθως έδρα Ρωμαιοκαθολικής Αρχιεπισκοπής μέχρι το 1261, οπότε ο Αυτοκράτορας της Νίκαιας ανακαταλαμβάνει την Κωνσταντινούπολη και η Αγία Σοφία ξαναγίνεται πατριαρχικός ναός. Τον Δεκέμβριο του 1452 τελείται εκεί «ενωτική» θεία λειτουργία εφόσον στην αγωνία του να σώσει την πόλη από τους Οθωμανούς που την περισφίγγουν, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αποφασίζει να αναζωογονήσει την ένωση των εκκλησιών και την αναγνώριση του παπικού Πρωτείου. Ξεσπά σκάνδαλο και οι ανθενωτικοί με ηγέτη τον μετέπειτα Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο προβαίνουν σε ταραχές. Ο χρονικογράφος Μιχαήλ Δούκας μας πληροφορεί μάλιστα ότι μετά το γεγονός αυτό «ο λαός θεωρούσε πλέον την Αγία Σοφία ως βδέλυγμα και ναό του Απόλλωνος».
Οι επόμενοι τρεις μεγάλοι «σταθμοί» είναι η μετατροπή της σε τέμενος το 1453, η μετατροπή της σε μουσείο το 1934 και βέβαια το πρόσφατο διάταγμα του Τούρκου Προέδρου που την μετατρέπει και πάλι σε τέμενος.
– Τα σημαντικότερα αξιοθέατα εντός της;
Ήδη από τα σωζόμενα στοιχεία μπορεί να ανακαλέσει κανείς στη μνήμη του πώς ακριβώς γινόταν η βασιλική. Υπάρχει ακόμα η θέση που καθόταν ο Αυτοκράτορας κατά την τελετή κ.λπ. Από πλευράς εικονογράφησης, ό,τι υπήρχε πριν την Εικονομαχία καταστράφηκε. Η πρώτη σωζόμενη παράσταση, η ένθρονη Παναγία με τον Χριστό ψηλά στο βάθος του ιερού, χρονολογείται από το 867 μ.Χ.
Από κει και πέρα, ιδίως από τον 10ο αιώνα και μετά έχουμε μια σειρά από λαμπρά, υψηλής καλλιτεχνικής αξίας ψηφιδωτά, όπως αυτό στον γυναικωνίτη που απεικονίζει την ισχυρή αυτοκράτειρα Ζωή Πορφυρογέννητη (1028-1042 μ.Χ.) η οποία είχε τέσσερις διαδοχικούς συζύγους (Ρωμανός Γ΄Αργυρός, Μιχαήλ Δ΄ Παφλαγών, Μιχαήλ Ε’ Καλαφάτης, Κωνσταντίνος Μονομάχος). Κάθε φορά που άλλαζε σύζυγο, άλλαζε μορφή και το απεικονιζόμενο στο πλάι της πρόσωπο!
Ένα άλλο εξαιρετικό ψηφιδωτό του γυναικωνίτη αναπαριστά τον αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄Κομνηνό με την πριγκίπισσα Ειρήνη της Ουγγαρίας και τη βρεφοκρατούσα Θεοτόκο ανάμεσά τους, τον γιο τους, ενώ εκεί κοντά βρίσκεται και η περίφημη Δέηση που απεικονίζει τον Ιησού, την Παναγία και τον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Σώζεται ακόμα το σπουδαίο ψηφιδωτό του νάρθηκα, με τον Λέοντα ΣΤ΄ τον Σοφό να γονατίζει μπροστά στον Χριστό. Υπάρχει επίσης ανάμεσα στα άλλα «μισοκρυμμένη» σε μια κόγχη του δεύτερου ορόφου μια προσωπογραφία που αναπαριστά τον Αλέξανδρο, επίτροπο του ανήλικου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, που προφανώς το παρήγγειλε ο ίδιος ώστε να μείνει στην ιστορία.
– Ήταν νομίζω πάντως πολύ σοβαρότερες οι καταστροφές και οι λεηλασίες που υπέστη ο ναός από τους Σταυροφόρους στην Άλωση τού 1204 από εκείνες των Οθωμανών του Μωάμεθ του Πορθητή.
Προφανώς. Εκτός του ότι στην Αγία Σοφία τον Μάιο του 1453 ελάχιστα κειμήλια μεγάλης αξίας είχαν απομείνει, τα δημόσια κτίρια της κατακτημένης πόλης παραγγέλθηκε να μείνουν άθικτα κατά την τριήμερη λεηλασία που ακολούθησε, καθώς ανήκαν πλέον στον Σουλτάνο. Οι πηγές βέβαια αναφέρουν ότι αποσπάστηκαν κάποια ιερά δισκοπότηρα και άλλα σκεύη, επρόκειτο όμως μάλλον για μεμονωμένα περιστατικά, καθώς σπάνιζαν κιόλας πια, όπως είπαμε, τα πολύτιμα αντικείμενα. Γενικώς ειπείν, η λεηλασία στην οποία αναφέρονται σύγχρονα και μεταγενέστερα της Άλωσης κείμενα, καθώς και η λαϊκή παράδοση, αφορά περισσότερο τη «βεβήλωση» της Αγίας Σοφίας από την είσοδο σε αυτή των «απίστων».
– Πόσο ισχύει ότι η Τουρκία αδιαφορεί για τα αρχαία ελληνικά και τα βυζαντινά μνημεία; Πώς η νεότερη Ελλάδα αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει αντίστοιχα μια σειρά σημαντικά οθωμανικά μνημεία;
Όχι, δεν θα έλεγα ότι η Τουρκία δεν φροντίζει τα μνημεία αυτά. Δεν θα τη συνέφερε κιόλας διότι έχει βέβαια και ισλαμικά μνημεία, όμως τα σπουδαιότερα κι εκείνα που μαγνητίζουν τους περισσότερους τουρίστες είναι ακριβώς, κατά πρώτο λόγο, τα αρχαία και τα βυζαντινά της αξιοθέατα. Τόσο λοιπόν Τούρκοι αρχαιολόγοι όσο και ξένες αρχαιολογικές αποστολές συνεργάζονται στενά για τη συντήρηση και την ανάδειξή τους. Αρχίζει μάλιστα η Τουρκία τα τελευταία χρόνια να «ανοίγει» στον τουρισμό και τα αρμενικά της μνημεία, κάτι παλιότερα αδιανόητο λόγω της κακής προϊστορίας μεταξύ των δύο λαών.
Καθώς λοιπόν ο τουρισμός συνεισφέρει σημαντικά στο ΑΕΠ της γείτονος, είναι «αναγκασμένη» να ενδιαφέρεται για όλα αυτά τα μνημεία, άσχετα αν δεν εντάσσονται ακριβώς στη δική της πολιτισμική ταυτότητα. Όσον αφορά την Ελλάδα, ως και τη δεκαετία του ’80, τα εναπομείναντα μουσουλμανικά (οθωμανικά) μνημεία –ορισμένα, μάλιστα, ιδιαίτερα αξιόλογα– ήταν αφημένα στην τύχη τους, γκρεμίζονταν, κατέρρεαν ή άλλαζαν χρήσεις. Πρώην τζαμιά μετατράπηκαν σε εκκλησίες, άλλα έγιναν εμπορικά καταστήματα, αποθήκες, σινεμά, μέχρι εκκοκιστήριο βάμβακος έγινε κάποιο.
Τις τελευταίες δεκαετίες ευτυχώς το κλίμα αυτό μεταβλήθηκε και πλέον τα περισσότερα από αυτά τα μνημεία έχουν ενταχθεί σε προγράμματα συντήρησης και αναστήλωσης από τις κατά τόπους Εφορείες Αρχαιοτήτων. Παραμένει εντούτοις το πρόβλημα ότι δεν έχουμε στην Ελλάδα αρχαιολόγους ειδικευμένους στην ισλαμική και ιδίως στην οθωμανική τέχνη, ενώ το γνωστικό αυτό αντικείμενο δεν διδάσκεται σε κανένα ελληνικό πανεπιστημιακό τμήμα.