|
Μία ιστορική φωτογραφία από τον Άγιο Πέτρο Γενεύης (1967)
Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας πλαισιωμένος από τον
Μ. Αρχιδιάκονο Ευάγγελο Γαλάνη (μακαριστό Μητροπολίτη Πέργης)
και τον Μ. Πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Τσέτση |
Του Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση
(Ομιλία στην Ημερίδα για τον Πατριάρχη Αθηναγόρα που διοργάνωσε
η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης – 18.5.2013)
Για ένα πρεσβύτη Φαναριώτη κληρικό, ο οποίος, τον Ιανουάριο του 1949, ως κανοναρχάκι των Πατριαρχικών χορών, είχε εκφωνήσει το «Κέλευσον Δέσποτα…» στον μόλις αναρρηθέντα στον Οικουμενικό Θρόνο Πατριάρχη Αθηναγόρα, αποτελεί υψίστη τιμή να ομιλεί σήμερα από του βήματος αυτού, 64 χρόνια μετά, περί της Μητρός Εκκλησίας, περί του τιμωμένου με την παρούσα τελετή οραματιστού και ρηξικέλευθου αυτού Πατριάρχου, όπως και περί του ρόλου της Κωνσταντινουπόλεως και του Πατριάρχου Αθηναγόρου προσωπικά, στο θέμα της Χριστιανικής ενότητος. Εκ βάθους καρδίας εκφράζω τις ευχαριστίες μου προς Υμάς Σεβασμιώτατε και φίλτατε Αρχιεπίσκοπε Κρήτης κ. Ειρηναίε και προς την περί Υμάς Ιεράν Επαρχιακήν Σύνοδον, για την τιμητική αυτή πρόσκληση, η οποία, παρέλκει να τονίσω, μου παρέχει ανείπωτη αγαλλίαση και χαρά.
*****
Είναι γνωστό ότι η Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία, «τό περιβόητον τοῦτο πρᾶγμα καί ὄνομα» καθώς την χαρακτήριζε Θεόδωρος ο Βαλσαμών[1], ανέκαθεν βρέθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας. Θεσμός αιώνιος που άντεξε στα παλαίσματα των καιρών και την χαλεπότητα των ημερών, η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως αφού παρέλαβε από τα χέρια Ανδρέου του Πρωτοκλήτου την Αποστολική σκυτάλη, με την μαρτυρία και την θεολογική της προσφορά σφράγισε διά μέσου των αιώνων την ζωή της Εκκλησίας, και βρέθηκε πάντοτε στο επίκεντρο κάθε προσπάθειας η οποία απέβλεπε στην ορθοτόμηση του λόγου της αληθείας, και στην αποκατάσταση της αληθείας αυτής, οσάκις διασπαστικά κινήματα έπλητταν την ενότητα της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Και τούτο διότι, καθώς έλεγε ο μακαριστός Πατριάρχης Αθηναγόρας, όσο μια Εκκλησία έχει συνείδηση ότι κατέχει την αλήθεια και μένει πιστή στον λόγο του Χριστού, στην Παράδοση και την αποστολή της αρχαίας αδιαιρέτου Εκκλησίας, τόσο οφείλει και έχει ευθύνη όπως, εν πνεύματι αγάπης, ταπεινώσεως και διακονίας, συνδιαλέγεται και συνεργάζεται με τις άλλες Εκκλησίες, για τον θρίαμβο της αληθείας και την οικοδομή του σώματος του Χριστού[2].
«Τό τῆς Ἐκκλησίας ὄνομα, συμφωνίας ὄνομα καί ὁμονοίας ἐστί»[3] τόνιζε στην εποχή του ο Ιερός Χρυσόστομος. Και όμως, η ιστορία των χριστιανικών ερίδων είναι τόσο παλαιά, όσο παλαιά είναι και η ιστορία αυτής της Εκκλησίας. Καθώς παρατηρεί Θεόδωρος ο Στουδίτης, «ἀπό τῶν Ἀποστόλων καί κατόπιν, πολλαχῶς πολλαί αἱρέσεις προσερράγησαν αὐτῇ˙καί ρυπάσματα ἄθεσμα καί ἀκανόνιστα ἐπεπόλασαν»[4]. Η «Μία» Εκκλησία του Χριστού και η ενιαία πίστη στον Θεό και Σωτήρα Ιησού, που, όπως μαρτυρούν οι Πράξεις, είχε γίνει αποδεκτή εν «αφελότητι καρδίας» από την πρωτογενή Εκκλησία (Πράξεις, 2, 46), άρχισε ταχέως να κατατεμαχίζεται, σε βαθμό που σύμπας ο εν σπαργάνοις ακόμη ευρισκόμενος χριστιανικός κόσμος, να εμφανίζεται ως ένα μωσαϊκό αλληλοσυγκρουόμενων αντιλήψεων, για ένα και το αυτό πράγμα. Την αποκαλυφθείσα αλήθεια.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι δια μέσου της ιστορίας διαπιστώθηκε η οδυνηρή αυτή τάση προς διαίρεση, οι Εκκλησίες πάντοτε προσπάθησαν να ενώσουν τα διεστώτα, μιας και ο χωρισμός τους δεν είχε σβύσει για πάντα την επιθυμία και την ελπίδα της ενώσεως. Καθώς παρατηρούσε ο αείμνηστος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων Α΄, ο Παπαγεωργίου, «Ἐκκλησίες καί ἐκκλησιαστικές ὁμάδες εὑρισκόμενες στήν πλάνη ἤ τήν αἵρεση, ποτέ δέν εἶχαν θεωρηθεῖ ὡς σώματα ἀμελητέα ἤ ἀνάξια ἀγάπης»[5], αλλά αντιμετωπίσθηκαν με την δέουσα προσοχή και φιλανθρωπία, με τον μοναδικό δε σκοπό να μη πληγεί η ακεραιότης της πίστεως και διασπασθεί η ενότης της Εκκλησίας.
Τοιουτοτρόπως, δια μέσου των αιώνων, ακολουθώντας την προτροπή του Μεγάλου Βασιλείου ότι «ψυγείσης ἐν πολλοῖς τῆς ἀγάπης… τό ἐπαναγαγεῖν πρός ἕνωσιν τάς Ἐκκλησίας, τάς πολυμερῶς καί πολυτρόπως ἀπ΄ἀλλήλων διατμηθείσας», ήταν επιτακτικό καθήκον όσων «γνησίως καί ἀληθινῶς δουλεύουσι τῷ Κυρίῳ»[6], η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως επεχείρησε πάντοτε τον διάλογο καταλλαγής, δίνοντας «τό ἱερόν σύνθημα τῆς καταργήσεως τοῦ μεσοτοίχου σχίσματος καί τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως, εἰς ἐπικράτησιν τῆς εἰρήνης τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς»[7].
Αλλεπάλληλα περιστατικά κατά τον ρου της ιστορίας, έρχονται να καταδείξουν ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανέκαθεν είχε θεωρήσει ότι αδιαφορία για τα εκκλησιαστικά δρώμενα, βρισκόταν σε αντίθεση με την αποστολή που είχε αυτό μέσα στο Εκκλησιαστικό σώμα. Παλεύοντας εναντίον αναρίθμητων δυσχερειών που παρεμβάλλονταν στην εκτέλεση της ιεράς του κλήσεως, και αγωνιζόμενο για την περφρούρηση της ιεράς παρακαταθήκης της Χριστιανικής κληρονομίας, της οποίας είχε καταστεί φρουρός και θεματοφύλαξ, το Πατριαρχείο ποτέ δεν είχε παύσει να έχει τα μάτια του στραμμένα προς την υψηλή ιδέα της Χριστιανικής ενότητος. Έτσι, έχοντας βαθειά συναίσθηση ότι η ενότης είναι το ουσιώδες γνώρισμα της Εκκλησίας, και ότι ο κατακερματισμός της χριστιανωσύνης αντίκειται στο θέλημα του Κυρίου, που θέλει «ἵνα πάντες ἕν ὦσι» (Ιω. 17, 21), η Κωνσταντινούπολις επεδίωξε την επαφή, την συνάντηση και τον διάλογο της ενδογενώς πλέον διηρημένης Εκκλησίας, διότι, όπως έλεγε ο αείμνηστος δάσκαλός μας, ο Γέρων Εφέσου Χρυσόστομος, η διαδικασία αυτή του διαλόγου «ἦταν ὁ μόνος τρόπος καθορισμοῦ τῆς θέσεως τῆς ὀρθά πιστευούσης μερίδος, ἀπέναντι στήν πλανώμενη»[8].
Η ιστορία μάς πληροφορεί ότι ήδη ευθύς μετά το μεγάλο σχίσμα του 1054, πάμπολλες ήταν οι απόπειρες διεξαγωγής θεολογικού διαλόγου μεταξύ της Ορθοδόξου Ανατολής και της Λατινικής Δύσης. Οι ενωτικές προσπάθειες από τον ενδέκατο έως τον δέκατο πέμπτο αιώνα, επί αυτοκρατόρων Αλεξίου Κομνηνού (1081-1118), Μανουήλ Κομνηνού (143-1180), Ιωάννη Δούκα Βατάτζη (1222-1255), Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1274), Ανδρονίκου Γ΄ Παλαιολόγου (1328-1341), και Ιωάννου Ζ΄ Παλαιολόγου (1438-1439), στην Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας), ήταν σαφή παραδείγματα της βουλήσεως της Νέας Ρώμης για καταλλαγή και κοινωνία με την Πρεσβυτέρα Ρώμη, άσχετα αν το ζήτημα της επανένωσης των δύο αδελφών Εκκλησιών δεν τοποθετούνταν πάντοτε στην ορθή του βάση, αλλά μετατρεπόταν σε πολιτικό ζήτημα και σε μέσο επιτεύξεως αλλοτρίων σκοπών, καθώς παρατηρούσε ο αοίδιμος Ιωάννης Καρμίρης[9].
Διαπιστώνουμε όμως ότι και μετά την εμφάνιση του νέου σχίσματας στην Δύση, τον δέκατο έκτο αιώνα, και την, συνεπεία αυτού, αλματώδη άνοδο της Προτεσταντικής Μεταρρυθμίσεως, η Κωνσταντινουπόλις βρίσκεται πάλι στο προσκήνιο και επιχειρεί τον διάλογο. Και σε μια περίοδο αντιξοοτήτων και ποικίλων δοκιμασιών, λόγω της επισφαλούς θέσεώς του στην Πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όχι μόνο δεν διστάζει, αλλά θεωρεί επιβαλλόμενο καθήκον του να έλθει σε επαφή και να συνδιαλεχθεί με εκπροσώπους του Προτεσταντισμού, με Λουθηρανούς και Καλβινιστές Θεολόγους, αλλά και με Αγγλικανούς παράγοντες, και «την στιγμή που χειμάζεται, δεν παύει να αισθάνεται υπεύθυνο για την ενότητα του χριστιανικού κόσμου». Έτσι, επί Πατριαρχών Ιωάσαφ Β΄, Ιερεμίου Β΄ και Κυρίλλου Λουκάρεως, «λαμβάνει την πρωτοβουλία και παρακολουθεί την κρίση της Δυτικής Εκκλησίας, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να την θεωρήσει ως μια οδυνηρή υπόθεση του Ρωμαιοκαθολικισμού»[10]. Και ενεργούσε τοιουτοτρόπως το Σεπτό Πατριαρχείο μας, διότι πίστευε ότι «ὁ καθορισμός τῆς στάσεως καί τῆς θέσεώς του πρός τόν ραγδαίως διαφοροποιούμενο κόσμο τῆς Χριστιανικῆς Δύσεως, περνοῦσε ἀπό τήν διαδικασία τοῦ διαλόγου καί τῆς πειθοῦς»[11].
Σ΄αυτό ακριβώς το πλαίσιο εντάσσονται και οι πρωτόβουλες ενέργειες του Φαναρίου στις αρχές του εικοστού αιώνος, με την εξαπόλυση των Εγκυκλίων Ιωακείμ του Γ΄ το 1902 και 1904, που συνηγορούσαν υπέρ της προσεγγίσεως των Ορθοδόξων και των Χριστιανών της Δύσεως, όπως και με την Συνοδική Εγκύκλιο του 1920, η οποία, ως γνωστόν είχε προτείνει στον απανταχού της γης Χριστιανικό κόσμο την σύσταση μιας «Κοινωνίας των Εκκλησιών», που 28 χρόνια μετά, το 1948, έλαβε σάρκα και οστά ως «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» (ΠΣΕ)[12].
Η εκλογή του Πατριάρχου Αθηναγόρα στον Οικουμενικό Θρόνο τον Νοέμβριο του 1948, συνέπιπτε χρονικά με την επίσημη ίδρυση του ΠΣΕ, που είχε πραγματοποιηθεί τρεις μήνες νωρίτερα στο Άμστερτναμ της Ολλανδίας. Ανερχόμενος, λοιπόν, στον Πρώτο της Ορθοδοξίας Αποστολικό αυτό Θρόνο, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας εύρισκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήδη μέλος, ιδρυτικό μάλιστα, του Διαχριστιανικού αυτού Οργανισμού, βλέποντας έτσι την υλοποίηση εκείνου που είχε αυτό οραματισθεί και προτείνει, με την Εγκύκλιο του 1920, τουτέστι την δημιουργία μιάς «Κοινωνίας των Εκκλησιών». (Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων θα ήθελα να τονίσω ότι στην Εγκύκλιο αυτή ο όρος «Κοινωνία» είχε χρησιμοποιηθεί με την έννοια του «συνασπισμού», της «λίγκας», και όχι με εκείνη της «κοινωνίας εν τη πίστει και τοις μυστηρίοις»).
Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, ο οποίος στον ενθρονιστήριο λόγο του είχε απευθύνει τον ειθισμένο ειρηνικό χαιρετισμό όχι μόνο στους Ορθοδόξους Προκαθημένους, αλλά και προς τους αρχηγούς άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών, της Ρώμης, της Εκκλησίας της Αγγλίας, της Επισκοπελιανής τοιαύτης, όπως και διαφόρων Προτεσταντικών Ομολογιών, «χεῖρα ὀρέγων καί αὐτοῖς εἰς συνεργασίαν ἀπέναντι τῶν κατά τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς κοινωνίας κινδύνων»[13], στον τομέα των διαχριστιανικών σχέσεων εμφανιζόταν, από την πρώτη ήδη μέρα της Πατριαρχείας του, ως συνεχιστής της διαχρονικής οικουμενικής διακονίας του Φαναρίου και της γραμμής που είχαν χαράξει διάσημοι προκάτοχοί του, μάλιστα δε ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄. Να μη λησμονηθεί ότι, όταν Ιωακείμ ο Γ΄, με τις προαναφερθείσες Εγκυκλίους του, έθιγε το καίριο και επείγον θέμα της σύμπνοιας και ενότητος της ταλαιπωρούμενης τότε από διενέξεις και σχίσματα Ορθοδόξου Εκκλησίας, έθετε ταυτοχρόνως υπ΄όψη των Ορθοδόξων Προκαθημένων και το ζήτημα «τῶν σχέσεων ἡμῶν μετά τῶν δύο μεγάλων, τοῦ χριστιανισμοῦ ἀναδενδράδων, τῆς Δυτικῆς δηλονοῦν καί τῆς τῶν Διαμαρτυρομένων Ἐκκλησίας», συνηγορώντας υπέρ της εξευρέσεως τρόπων «φιλικῆς ἀμοιβαίας προσπελάσεως» αυτών[14], δοθέντος ότι, καθώς τόνιζε, «τῇ Παναγίᾳ Τριάδι καί αὐτοί πιστεύοντες καί τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ σεμνυνόμενοι, τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ σωθῆναι ἐλπίζουσιν»[15].
Η ιδιαιτερότητα όμως της συμβολής του Αθηναγόρα στην γενικώτερη οικουμενική διακονία του Φαναρίου, έγκειται στην ακλόνητη βούλησή του να προωθήσει τον διάλογο της αγάπης και της αληθείας, παρά τις συνεχείς και κατά μέτωπο αντιδράσεις που συναντούσε στην υλοποίηση των οραματισμών του για χριστιανική καταλλαγή και συνεργασία, εκ μέρους εκείνων που πίστευαν (και υπάρχουν πολλοί σήμερα που πιστεύουν ακόμη), ότι «το όνομα του Χριστού δοξάζεται μόνο και κυρίως εν μέσω φανατικών αντιπαραθέσεων, αλληλοαναθεματισμών, και διθυραμβικών συγκρούσεων»[16]. Ομιλώντας ενώπιον Αγιορειτών πατέρων, κατά την ιστορική επίσκεψή του στον Άθω το 1963, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας έλεγε τα εξής: «Τονίζω μέ ὅλη μου τήν δύναμη, ὅτι δέν ὑπάρχει γλυκύτερον πρᾶγμα εἰς τόν ἄνθρωπον ἀπό τό νά ἔχει διάλογον μέ τόν ἄλλον. Καί δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία εἰς τόν ἄνθρωπον ἀπό τό νά μήν εἶναι εἰς διάλογον μέ τόν ἄλλον…Έάν εἶναι διηρημένος ὁ κόσμος, τοῦτο ὀφείλεται στήν ἔλλειψη διαλόγου μεταξύ τῶν ἀνθρώπων»[17].
Την προσπάθεια αυτή του Αθηναγόρα όπως προωθήσει την καταλαγή και το διάλογο, αλλά και το «άνοιγμα» της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως προς την ετερόδοξη Δύση, την ερμήνευε, νομίζω, ως άριστα, και με την στοχασιά που τον διέκρινε, ο μακαριστός Μητροπολίτης Πριγκηποννήσων Δωρόθεος. Όταν διαλεγόμαστε, έλεγε ο ευαίσθητος αυτός και σοφός Φαναριώτης Ιεράρχης, «τό ʺἐγώʺ συναντᾶται μέ τό ʺσύʺ καί γινόμεθα ʺἡμεῖςʺ. Ἡ ἐλευθερία ἡ ἀνθρώπινη γεννιέται στή συνάντησιν τοῦ ʺἐγώʺ μέ τό ʺσύʺ. Δέν μπορεῖ νά ἐννοηθῇ ἡ ἐλευθερία μόνη της, μόνο στήν ὕπαρξί μας, καί στήν ὁρμή τῆς ὑπάρξεώς μας πρός τό μέλλον…Ἴδιον τῆς ἐλευθερίας εἶναι νά αὐξάνῃ, καί αὐξάνει μονάχα στήν ἐπαφή μέ τόν ἄλλον… Γιά νά ἀναπτύσσεται ἡ ἐλευθερία, πρέπει νά ὑπάρχῃ δοχή. Πρέπει νά περιμένωμε καί ἀπό τόν ἄλλον ὅ,τι ἔχει νά μᾶς δώσῃ. Αὐτό εἶναι ἡ μεγάλη ἐλευθερία. Αὐτό θά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό τήν στειρότητα, ἀπό τήν σκληρότητα »[18].
Πιστεύοντας πως όλοι οι λαοί είναι καλοί και ότι η ζύμη της παγκόσμιας ενότητας πρέπει να είναι η Χριστιανική ενότης, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας διακήρυττε ότι η ενοποίηση της ανθρωπότητος, είναι ταυτόχρονα η έκφραση και η αναζήτηση της δικής μας τέλειας ενότητας εν Χριστώ. Θεωρούσε ότι ο αιώνας μας, έπρεπε να είναι αιώνας αγάπης και αδελφωσύνης, όπου δεν είχαν πλέον θέση οι διαχριστιανικές έριδες και οι αντιδικίες του παρελθόντος. Πίστευε πως «βασική προϋπόθεση για την αποκατάσταση της ενότητας του Χριστιανισμού είναι εγκατάλειψη της λογικής των συγκρούσεων, της αντιπαράθεσης, της καχυποψίας, της μισαλλοδοξίας, της εξουθένωσης». Δι΄ αυτόν τον λόγο είχε επιλέξει «τον δρόμο της ειρηνικής προσέγγισης, η οποία, χωρίς να παραβλέπει τις ουσιώδεις Θεολογικές διαφορές μεταξύ των Εκκλησιών, οδηγεί στην νέκρωση των θρησκευτικών παθών, στην καταλλαγή και στον καρποφόρο διάλογο»[19]. Γι΄αυτό και συχνά παρατηρούσε ότι
οι Χριστιανοί ηγέτες έπρεπε με κάθε τρόπο να βγούν από τα χαρακώματα της χθές, προκειμένου να αγωνισθούν για την εκπλήρωση του αιώνιου και απαραχάρακτου σχεδίου του Θεού, που είναι αγάπη, οικοδομή και ενότητα.
Ο καινοτόμος αυτός Πατριάρχης, είχε το αίσθημα, και το εκδήλωνε συχνά, ότι στην εποχή μας ζούμε ένα είδος «αποκαλύψεως εν τη ιστορία», όπου οι όροι Ανατολή και Δύση λαμβάνουν ένα όλως διόλου καινούργιο νόημα. Ήταν βαθειά πληγωμένος από τα δεινά του ανθρώπου, έτσι όπως τον συνάντησε παντού όπου τον είχε οδηγήσει ο Θεός κατά την διάρκεια της μακρόχρονης εκκλησιαστικής του διακονίας. Μάλιστα δε όταν, την δεκαετία του 1910, ήταν Αρχιδιάκονος της Ιεράς Μητροπόλεως Πελαγωνίας, στο Οθωμανοκρατούμενo τότε Μοναστήρι, τα σημερινά Βιτώλια του Σκοπιανού κρατιδίου, όπου, λαοί φυλαί και γλώσσαι αλληλομισούνταν, αλλά και ομόδοξα έθνη απεργάζονταν, ως μή ώφελε, το ένα την εξόντωση του άλλου. Έτσι, ο Αθηναγόρας πίστευε ότι στις αγωνίες του συγχρόνου ανθρώπου θα μπορούσε να απαντήσει μόνο ένας συμφιλιωμένος και επανενωμένος Χριστιανισμός, κραταιωμένος με την πνευματική δύναμη της Μιάς και αδιαιρέτου Εκκλησίας. Γι΄αυτό και διακήρυττε ότι ο σκοπός της παρουσίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Οικουμενική Κίνηση, ήταν ακριβώς η φανέρωση του θησαυρού της πίστεως και του πλούτου της Παραδόσεώς της, δοθέντος ότι Πίστη και Παράδοση, έχουν ως τέλος την εν Χριστώ μεταμόρφωση του κόσμου. Σε μια εποχή, έλεγε, όπου λαοί και έθνη εργάζονται εντατικά για την από κοινού αντιμετώπιση των απασχολούντων την ανθρωπότητα προβλημάτων, υπάρχει ανάγκη εμφανίσεως ενός ηνωμένου Χριστιανικού κόσμου, έναντι των εν τω κόσμω αντιχριστιανικών τάσεων και κατευθύνσεων. Ως εκ τούτου, προσέθετε, η προσέγγιση και η συνεργασία των Εκκλησιών, αποτελεί «ὑποχρέωσιν ἱεράν καί καθῆκον ἅγιον, ἀπ΄αὐτῆς τῆς ἰδιότητος καί τῆς ἀποστολῆς αὐτῶν ἀπορρέον»[20]. Και στην προπάθεια αυτή, ο Πατριάρχης ήθελε συνόλη την Ορθοδοξία να διαδραματίζει ρόλο ηγετικό.
*****
Μια δεκαετία περίπου μετά την ανάρρησή του στον Οικουμενικό Θρόνο, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας και η περί αυτόν Αγία και Ιερά Σύνοδος, λαμβάνουν την πρωτοβουλία επανεργοποιήσεως της, δια ποικίλους λόγους, διακοπείσης διαδιακασίας προπαρασκευής μιάς Πανορθοδόξου Συνόδου, η οποία είχε ξεκινήσει το 1923, σε χρόνια δίσεκτα για το Γένος και την Ρωμιοσύνη της Πόλης, με το Πανορθόδοξο Συνέδριο της Κωνσταντινουπόλεως επί Πατριαρχείας Μελετίου Δ΄ του Μεταξάκη, και στη συνέχεια είχε λάβει συγκεκριμένη μορφή επί Πατριάρχου Φωτίου Β΄, χάρις στο έργο της «Διορθοδόξου Προκαταρκτικής Επιτροπής», που είχε συνέλθει τον Ιουνίο του 1930 στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου και ήταν επιφορτισμένη με την προετοιμασία και συγκρότηση μιας Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδοξίας.
Τοιουτοτρόπως, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας τον Σεπτέμβριο του 1961 συγκαλεί στην Ρόδο την Α΄ Πανορθόδοξο Διάσκεψη, προκειμένου να προβληθεί στον κόσμο η πραγματική διάσταση της Ορθοδοξίας, η εκκλησιολογική της ενότητα. Καθώς τόνιζε στον Λόγο που είχε εκφωνήσει κατά την Εναρκτήρια Θεία Λειτουργία ο Γενικός Γραμματεύς της Διασκέψεως, και από εξαμήνου μόλις Μητροπολίτης Μύρων (και μετέπειτα Εφέσου) Χρυσόστομος, η Διάσκεψη εκαλείτο «νά προβάλῃ τοῖς ἔξω μίαν Ὀρθοδοξίαν ἡνωμένην, Ὀρθοδοξίαν σφριγῶσαν, Ὀρθοδοξίαν δυναμένην νά καταστήσῃ ἀκουστήν τήν φωνήν της εἰς τάς συνειδήσεις καί τάς ψυχάς τῶν τέκνων της καί τῶν ἀνθρώπων γενικῶς». Επρόκειτο, έλεγε, για μια Διάσκεψη που θα απεδείκνυε ότι «ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει συνείδησιν τῶν ἀπαιτήσεων τῶν καιρῶν καί τῆς εὐθύνης της ὡς δυνάμεως, φύσει καί θέσει ταχθείσης, ὡς ρυθμιστικῆς μεταξύ τῶν ἀντιφερομένων ἐν πολλοῖς ρευμάτων καί τάσεων τοῦ συγχρόνου χριστιανισμοῦ»[21].
Την προσπέλαση, λοιπόν, του Δυτικού χριστιανισμού, περί της οποίας μιλούσε Ιωακείμ ο Γ΄, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας την μεθόδευσε εντάσσοντας το ζήτημα αυτό στην ημερησία διάταξη της εν λόγω Διασκέψεως. Η οποία, με την σειρά της, συμπεριέλαβε στο πινάκιο θεμάτων της προγραμματιζόμενης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ζητήματα αναφερόμενα στις σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον ετερόδοξο χριστιανισμό, ειδικώτερα δε, με την Οικουμενική Κίνηση[22].
Τρία χρόνια αργότερα, τον Νοέμβριο του 1964, η Γ΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψις της Ρόδου κάμει ένα περαιτέρω βήμα και αποφασίζει την έναρξη θεολογικών διαλόγων τής Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους Ρωμαιοκαθολικούς, τους Αγγλικανικούς και τους Παλαιοκαθολικούς. Μετά τετραετία δε, η Δ΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψις της Γενεύης το 1968, αποφασίζει τον εγκαινιασμό Διαλόγων με τις Προχαλκηδόνιες Εκκλησίες της Ανατολής, (τουτέστι, με Αρμενίους, Κόπτες, Αιθίοπες και Συρο-ιακωβίτες), όπως και με τις δύο κύριες ιστορικές εκφάνσεις του Προτεσταντισμού, δηλ. τους Λουθηρανούς και τους Μετερρυθμισμένους. Οι εν λόγω διμερείς διάλογοι εγκαινιάσθηκαν τελικά στις αρχές της δεκαετίας του 1980, έπειτα από δεκαπεντάχρονη σχεδόν προπαρασκευή, προκειμένου όπως η Ορθόδοξος Εκκλησία δώσει «δυναμικήν μαρτυρίαν τῶν πνευματικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρός τούς ἐκτός αὐτῆς, μέ ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα», καθώς δήλωνε, το 1986, με περισσή σαφήνεια η Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις[23].
Δυστυχώς, όπως ο Μωϋσής δεν είχε αξιωθεί από τον Θεό να διαβεί τον Ιορδάνη ποταμό και εισέλθει στη Χαναάν, την «Γη της Επαγγελίας» έτσι και ο Πατριάρχης Αθηναγόρας δεν μπόρεσε να δει στις μέρες του την έναρξη των Διμερών Θεολογικών διαλόγων της Ορθοδοξίας με τον λοιπό Χριστιανισμό, για τους οποίους είχε καταβάλει τόσους κόπους στα πλαίσια των τεσσάρων Πανορθοδόξων Διασκέψεων που είχε συγκαλέσει την δεκαετία του 1960.
*****
Οι εν λόγω διάλογοι άρχισαν, ως γνωστόν, επί Πατριαρχείας Δημητρίου του Σεμνού, και έκτοτε συνεχίζονται με τα αναπόφευκτα «ανεβοκατεβάσματά» τους. Είναι αυτονόητο ότι κάθε διμερής διάλογος διακρίνεται από τα δικά του χαρακτηριστικά και ασφαλώς επηρεάζεται από την ιστορία των διαλεγομένων μερών. Μερικοί από αυτούς αποβλέπουν απλώς στην αλληλογνωριμία και την εξοικείωση της Ορθοδοξίας με Εκκλησίες και Ομολογίες με τις οποίες δεν έχει οποιοδήποτε ιστορικό δεσμό, όπως είναι π.χ. οι διάλογοί της με Αγγλικανούς, Λουθηρανούς και Μετερρυθμισμένους. Ενώ άλλοι, αποσκοπούν στην αποκατάσταση, Θεού ευδοκούντος, της ενότητος των Εκκλησιών εκείνων, οι οποίες κάποτε συγκροτούσαν την Μία και αδιαίρετο Εκκλησία, αλλά κατά τον ρου της ιστορίας αποξενώθηκαν, για ποικίλους λόγους, και τελικά βρέθηκαν χωρισμένες απ΄αλλήλων. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν, αναντίρρητα, οι διάλογοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους Ρωμαιοκαθολικούς, και τους Προχαλκηδόνιους. Ουδεμία υπάρχει αμφιβολία ότι οι θεολογικοί διάλογοι της Εκκλησίας μας με τις δύο ιστορικές αυτές εκφάνσεις του Χριστιανισμού στην Ανατολή και τη Δύση, (που έχουν, ας σημειωθεί, πολλά κοινά με εμάς στοιχεία, όπως η αποστολική διαδοχή, το ιερατείο, τα επτά μυστήρια, η τιμή της Παναγίας και των Αγίων), βοηθούν στον εντοπισμό των προβλημάτων και των ποικίλων θεολογικών, εκκλησιολογικών και ποιμαντικών αδιεξόδων που δημιουργήθηκαν διά μέσου των αιώνων.
Η θεματολογία των διμερών διαλόγων είναι πλουσιώτατη. Καλύπτει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, σχετικά με την Πίστη και το Δόγμα, τις Πηγές της Θείας Αποκαλύψεως, την Αποστολική Παράδοση, την Χριστολογία, την Φύση και Αποστολή της Εκκλησίας, την Ενότητα της Εκκλησίας, τα Μυστήρια, την Αυθεντία στην Εκκλησία, το Λειτούργημα του Αποστόλου Πέτρου, την Μαρτυρία του Χριστιανισμού στον σύγχρονο κόσμο, ή ακόμη την ποιμαντική των μεικτών γάμων.
Στο σημείο αυτό θα ήταν χρήσιμο, νομίζω, να υπογραμμίζονταν δύο πράγματα, λόγω της συγχύσεως που επικρατεί σε ουκ ολίγους εκκλησιαστικούς και θεολογικούς κύκλους, αλλά και στο ευρύτερο κοινό, όσον αφορά στον σκοπό των διαλόγων και την φύση των κειμένωνπου εκπονούνται από τους διαλεγομένους, έπειτα από συζήτηση ενός συγκεκριμένου θεολογικού θέματος. Ότι δηλ., οι διμερείς αυτοί διάλογοι ουδόλως είναι «ενωτικαί Σύνοδοι», και πως τα κείμενα που εκπονούνται σ΄αυτούς, δεν έχουν χαρακτήρα «συμφωνίας», πολύ δε περισσότερο «κοινής ομολογίας πίστεως», όπως συχνά πιστεύεται και επιμόνως, ίσως δε καί κακοβούλως, επαναλαμβάνεται. Είναι απλώς «κείμενα εργασίας», υποβαλλόμενα από τους διαλεγομένους στις Εκκλησίες τους προς αξιολόγηση και σχολιασμό. Και εν αναφορά, φυσικά, adreferendum, προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, η οποία είναι και το μόνο αρμόδιο Πανορθόδοξο Σώμα για να αποφασίσει. Πρόκειται για κείμενα τα οποία βοηθούν απλώς την κοινή πορεία προς την χριστιανική ενότητα. Κείμενα τα οποία οι Εκκλησίες μπορεί να απορρίψουν, καθώς απεδείχθη στην πράξη.
Το ίδιο είναι δυνατόν να λεχθεί προκειμένου και περί των κειμένων τα οποία εκπονούνται από τους πολυμερείς θεολογικούς διαλόγους που διεξάγονται στα πλαίσια της Επιτροπής «Πίστις και Τάξις» από το 1927 ήδη, δηλ. προτού ακόμη αυτή ενταχθεί στο ΠΣΕ το 1948. Οίκοθεν νοείται ότι οι πολυμερείς αυτοί διάλογοι έχουν ουκ ολίγες προβληματικές πτυχές, λόγω της ανομοιογένειας των διαλεγομένων μερών. Ως εκ τούτου είναι ουτοπία να πιστεύεται ότι η “Πίστις και Τάξις”, πολύ δε περισσότερο ο οργανισμός που την στεγάζει σήμερα, είναι σε θέση να επιτύχουν την ένωση των Εκκλησιών “εδώ και τώρα”. Μάλιστα δε την ένωση της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τα ποικίλα, προτεσταντικής προελεύσεως, εκκλησιαστικά σχήματα που συμμετέχουν στον εν λόγω διαχριστιανικό οργανισμό, και τα οποία διέπονται από μια εκ διαμέτρου αντίθετη από ημάς θεολογία καί εκκλησιολογία.
Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι, συν τω χρόνω, ουκ ολίγες Εκκλησίες και Ομολογίες του Προτεσταντισμού, που μέχρις εσχάτων θεωρούσαν ενδεχομένως ότι η ιστορία της Εκκλησίας εγκαινιάζεται ουσιαστικά τον δέκατο έκτο αιώνα με την Μεταρρύθμιση του Λουθήρου και του Καλβίνου, άρχισαν να κάμουν πλέον λόγο περί Αποστολικής παραδόσεως και Πατερικής θεολογίας˙ πρεσβεύουν ότι το Επισκοπικό αξίωμα είναι ουσιαστικό στοιχείο τού εκκλησιαστικού πολιτεύματος˙ κοσμούν τους ναούς των με εικόνες και κανδήλες (πράγμα αδιανόητο πριν από σαράντα χρόνια)˙ και, το κυριώτερο, θεωρούν την Θεία Ευχαριστία, έστω υπό την μορφή της απλής «αναμνήσεως» της Κυριακής Θυσίας, ως το εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο της λατρείας. Ως γνωστόν, μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες, στις περισσότερες Προτεσταντικές Ομολογίες, η Ευχαριστιακή Σύναξη τελούνταν συνήθως τέσσερις φορές τον χρόνο, δοθέντος ότι ουσιαστικό στοιχείο της λατρείας εθεωρείτο ο Θείος λόγος και όχι η Θεία Ευχαριστία. Η εξέλιξη αυτή στα σπλάχνα του Προτεσταντικού κόσμου, μαρτυρεί ότι, παρά τις δυσκολίες και τα αδιέξοδα που δημιουργήθηκαν κατά καιρούς, και που δημιουργούνται ακόμη, υπήρξε κάποια πρόοδος. Και τούτο χάρις στην παρουσία και την θεολογική μαρτυρία και προσφορά της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Οικουμενική κίνηση.
*****
Κατά την τελευταία δεκαετία της μακράς Ποιμαντορίας του, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας είχε, ως γνωστόν, στραφεί με ιδιαίτερη προσοχή προς τη Ρώμη, πιστεύοντας πως η θεμελιώδης ρωγμή στην ιστορία του χριστιανικού κόσμου, μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, έπρεπε πρώτα να επανορθωθεί μεταξύ των δύο «πρωταγωνιστών» της, δηλ. της Ρώμης και της Κωνσταντινουπόλεως. Γνώμη του ακράδαντη ήταν ότι Ανατολή και Δύση έχουν κοινές ρίζες και κοινή κληρονομιά, και ότι για την εξάλειψη του μίσους που φώλιαζε μέσα μας, έπρεπε «να γίνει μια κάθαρση της μνήμης μας από το φοβερό παρελθόν»[24].
Προσφωνώντας τον Πάπα Παύλο ΣΤ΄, όταν αυτός είχε επισκεφθεί το Φανάρι τον Ιούνιο του 1967, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας δεν μπορούσε να είναι σαφέστερος όταν έθιγε το καίριο θέμα της Χριστιανικής ενότητος με ευθύτητα και ρεαλισμό. «Βεβαίως δέν παραγνωρίζομεν», ἔλεγε, «οὔτε τόν ἀριθμόν, οὔτε τήν σοβαρότητα τῶν ἐνώπιον ἡμῶν προβλημάτων. Ἐν τῇ ἀποκαταστάσει ὅμως τῆς ἀγάπης, ἐξουδετεροῦντες τήν ἀποξένωσιν καί γεφυροῦντες τήν ἀπόστασιν, ὑπό νέον ὅλως φῶς ἐκτιμῶμεν τάς διαφοράς, καί, ἐγγύς πλέον ἀλλήλων ἱστάμενοι, ἀναζητοῦμεν τήν ἀρίστην ὁδόν πρός τήν αὔριον, τήν ὑπισχνουμένην τήν ἐπανόρθωσιν τοῦ παρελθόντος καί τήν ἀποκατάστασιν τοῦ ἀρχαίου κάλλους τῆς Μιᾶς καί Ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας»….. Λοιπόν, «χωρήσωμεν πρόσσω καί ἄρωμεν τά ἐμπόδια» ἔλεγε. «Οἱ Χριστιανοί καί ὁ κόσμος σύμπας μετ΄ἐλπίδων προσβλέπουσιν, ἀναμένοντες ἀφ΄ἡμῶν τό ἱερόν σύνθημα τῆς καταργήσεως τοῦ μεσοτοίχου σχίσματος καί τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως, εἰς ἐπικράτησιν τῆς εἰρήνης τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς»[25].
Είναι αλήθεια ότι οι κάπως θεαματικές, αλλά βαθειές σε νόημα, συναντήσεις του Πατριάρχου Αθηναγόρα με τον Πάπα Παύλο τον ΣΤ΄, στα Ιεροσόλυμα, στην Κωνσταντινούπολη και στη Ρώμη, αλλά και η εκατέρωθεν άρση των αναθεμάτων τον Δεκέμβριο του 1965, που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια αμοιβαία θέληση για καταλλαγή και πρόσκληση σ΄ένα διάλογο που θα μπορούσε να οδηγήσει στην αποκατάσταση της εκκλησιατικής ζωής έτσι όπως είχε βιωθεί αυτή κατά την πρώτη χιλιετία, όλα αυτά ίσως είχαν δώσει την εντύπωση ότι τα οικουμενικά ενδιαφέροντα του Αθηναγόρα ή ακόμη και τα ενδιαφέροντα αυτού του Φαναρίου, είχαν αλλάξει κατεύθυνση. Την εντύπωση αυτή ήρθε να περιστείλει ο ίδιος ο Πατριάρχης τον Νοέμβριο του 1967, όταν, μετά την συνάντηση του με τον Πάπα στη Ρώμη, επισκέφθηκε την εν Γενεύη έδρα τού ΠΣΕ.
Απευθυνόμενος σ΄ένα πυκνό ακροατήριο που απετελείτο απ΄ό,τι εκλεκτό είχε να παρουσιάσει η «Διεθνής» και «Διαχριστιανική» Γενεύη, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, αναφερόμενος στο νόημα της Ορθοδόξου συμμετοχής στην Οικουμενική Κίνηση και ειδικώτερα στο ΠΣΕ, επιβεβαίωνε ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο παρέμενε θερμός κήρυξ της γνήσιας οικουμενικής ιδέας, του ακραιφνούς οικουμενικού διαλόγου «προς κάθε κατεύθυνση». «Ἐντεῦθεν», ἔλεγε, «ἡ ἐν εἰλικρινεῖ συνεργασία μετά τοῦ Ἁγιωτάτου Πάπα Ρώμης Παύλου ΣΤ΄ ἀνοιγεῖσα νέα ἐποχή σχέσεων μεταξύ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐντεῦθεν ἡ καλλιέργεια καί προώθησις διμερῶν σχέσεων μετ΄ Ἐκκλησιῶν μελῶν τοῦ ΠΣΕ, ὡς ἡ Ἀγγλικανική, ἡ Παλαιοκαθολική, αἱ Μεταχαλκηδόνιοι Ἐκκλησίαι καί ἡ Λουθηρανική. Τό καθ΄ ἡμᾶς Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον», τόνιζε ὁ Πατριάρχης, «ἐργαζόμενον πρός τάς κατευθύνσεις αὐτάς, ἐνεργεῖ ἐν τῇ σταθερᾷ πεποιθήσει ὅτι συγχρόνως προάγει τό ἔργον τοῦ ΠΣΕ»[26].
Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, με πειστικά, αλλά συχνάκις παρεξηγημένα, λόγια, προσπάθησε να διερμηνεύσει την οικουμενική ιδέα του Θρόνου τον οποίο λάμπρυνε επί εικοσιτέσσερα συναπτά έτη. Σήμερα, έλεγε, βρισκόμαστε ή ενώπιον του πειρασμού να αρκεσθούμε στα επιτεύγματά μας και να οδηγήσουμε τον διαχριστιανικό διάλογο σε μια στατικότητα, ή μπροστά στην ευκαιρία να εμποτίσουμε τον διάλογο αυτό με μια νέα δυναμική ενέργεια, η οποία θα μας οδηγούσε προς μια ανακαίνιση, που αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για την συνάντηση των Εκκλησιών στον δρόμο της ενότητος. Ο επανευαγγελισμός του Χριστιανισμού, παρατηρούσε, είναι το αδυσώπητο αίτημα του καιρού μας, προσθέτοντας ότι το ιδεώδες της χριστιανικής ενότητος, βρισκόταν πέραν δογματισμών και εγωϊστικών μεγαλαυχιών[27]. Δεν έπαυε να λέγει πως η ένωση των Εκκλησιών είναι θέλημα του Αναστάντος Χριστού, πόθος και εκκίνηση ακατάσχετη των Χριστιανικών λαών, χρέος και τιμή των υπευθύνων. Και προσευχόταν αδιαλείπτως «υπέρ της των πάντων ενώσεως».
Στον επικήδειο λόγο τον οποίο είχεν εκφωνήσει την ημέρα της εξοδίου ακολουθίας τού Πατριάρχου, ο φίλος Μητροπολίτης Πέργης Ευάγγελος παρατηρούσε ότι, «Ἀθηναγόρας ὁ Α΄ ἀπεκάλυψεν ὅτι ἦτο ″Πατριάρχης″, εἴτε περιβεβλημένος τόν Σάκκον τῆς Τιβεριάδος, εἴτε τό ἁπλοῦν μοναχικόν τριβώνιον. (…) Τό σχῆμα του καί ἡ μορφή του ἐνέπνεον προσευχήν, ὅπως καί ὁ ἴδιος προσηύχετο ἐν ἑκάστῃ καταπαύσει τοῦ ἔργου». Προσευχόταν υπέρ της Ιεράς Μονής του Αγίου Γεωργίου της οποίας ήταν Ηγούμενος˙ υπέρ της αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας την οποία οιακοστροφούσε˙ υπέρ της Πόλεως της οποίας ήταν Αρχιεπίσκοπος˙ προσευχόταν υπέρ πάσης πόλεως και χώρας. Εκεί, όμως, όπου εστρέφετο διηνεκώς η προσευχή του, μαρτυρεί ο επί πολλά έτη Αρχιδιάκονός του Μητροπολίτης Πέργης, «ἦτο ὁ πόθος ″ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως″. Ἦτο ἡ πορεία πρός Ἐμμαούς». Ένα μέγιστο μέρος της λάμψης των κεριών που άναβε ο Αθηναγόρας κάθε βράδυ στον Νάρθηκα του Πανσέπτου Πατριαρχικού Ναού, λέγει ο άγιος Πέργης, φώτιζαν αυτό ακριβώς το όραμά του, το όραμα της Πανορθοδόξου Αδελφότητος και το όραμα της Παγχριστιανικής Ενότητος[28].
Υπεύθυνος ηγέτης ηγέτιδος Εκκλησίας ο ίδιος, υπάκουος στο θέλημα του Θεού, αλλά και άκρως ευαίσθητος στο να συλλαμβάνει τα μηνύματα του λαού, Αθηναγόρας ο Ηπειρώτης, καθ΄όλη τη διάρκεια της μακράς του Πατριαρχείας, δεν είχε παύσει να κηρύττει αγάπη και κατανόηση, να προσεύχεται για μια αναγεννημένη μέσα στην Αποστολική Παραδόση Εκκλησία, η οποία, αναδυόμενη από το σημερινό Εκκλησιαστικό χάος, θα επέτρεπε σύμπαντα τον Χριστιανικό κόσμο να συναντηθεί εν Χριστώ, μέσα στο Κοινό Ποτήριο.
*****
Σεβασμιώτατοι άγιοι Αρχιερείς, αγαπητοί Πατέρες και αδελφοί, κυρίες και κύριοι, επιτρέψατέ μου να περάνω τον λόγο με ένα ερώτημα: Τέσσερεις και πλέον δεκαετίες μετά την προς Κύριον εκδημία του, και από τας αιωνίους Μονάς όπου αυλίζεται η ψυχή του, τι διαλογισμούς να κάμει άραγε ο οραματιστής αυτός Πατριάρχης, όταν διαπιστώνει την σημερινή αποτελμάτωση των διαχριστιανικών θεολογικών διαλόγων; Τι να φρονεί για την καρκινοβατούσα πορεία της κάποτε σφριγηλής και δυναμικής Οικουμενικής Κινήσεως του δευτέρου ημίσεος του εικοστού αιώνος; Και το κυριώτερο, τι να σκέπτεται όταν βλέπει το μετέωρο βήμα τής Ορθοδοξίας, η οποία φαίνεται να είναι πλέον ανήμπορη, για να μη πω ανίκανη, να συγκαλέσει μιαν Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, για την οποία ομιλεί εδώ και 90 χρόνια, από το 1930, και προετοιμάζει επί μισό αιώνα;
Κύριος oίδε τι σκέπτεται ο μακαριστός Πατριάρχης Αθηναγόρας, σεβαστή ομήγυρις, Κύριος οίδε.
Παραπομπές:
[1]Βλ. Γ.Ράλλη-Μ.Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, Ἀθήνησιν, 1854, τ. Δ΄, σελ. 542
[2] Βλ «Στάχυς», τ. 10-11, 1968, σελ. 15
[3] Πρός Γαλάτας, Migne,PG, 61, 646
[4] Ἐπιστολή ΚΗ΄. Migne, PG, 99, 1003
[5] Παντελεήμονος Θεσσαλονίκης, Οἰκουμενικά, Θεσσαλονίκη, 1959, σελ 27
[6]Ἐπιστολή ΡΔΙ΄ τοῖς ἐν Ταρσῷ, Migne, PG, 32, 528
[7]Προσφώνση Πατριάρχου Αθηναγόρα προς Καρδινάλιο Μπέα, Τόμος Ἀγάπης, Vatican-Phanar (1959-1970), Rome-Istanbul 1971, σελ. 206
[8] Χρυσοστόμου Μύρων (μετέπειτα Εφέσου), Ὀρθόδοξοι Κατόψεις, τ. Α΄, Τέρτιος 1991, σελ. 232
[9]Ἰ. Καρμίρη, Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐν διαλόγῳ μετά τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν, Ἀθῆναι, 1975, σελ. 72
[10]Ν. Ματσούκα, Οικουμενική Κίνησις-Ιστορία Θεολογία, Θεσσαλονίκη, 1986, σελ. 216
[11] Χρυσοστόμου Μύρων, όπ.π. σελ. 325
[12] Σχετικά με τον ρόλο της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως στην σύσταση του ΠΣΕ, βλ. στο Γεωργίου Τσέτση, Ἡ συμβολή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν ἵδρυση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, Τέρτιος, 1988
[13]Βλ. Ὀρθοδοξία, έτος24, (1949), σελ 41
[14] Βλ. Εγκύκλιο του 1902, στο Γεωργίου Τσέτση, (επ.) Οἰκουμενικός Θρόνος καί Οἰκουμένη-Ἐπίσημα Πατριαρχικά Κείμενα, Τέρτιος, 1989, σελ. 26-34
[15] όπ.π., σελ. 43
[16]Αποστόλου Νικολαΐδη, Η Οικουμενική πολιτική του Πατριάρχη Αθηναγόρα, στο «Ενατενίσεις», τεύχος 16, Ιαν/Απριλ. 2012, σελ. 54
[17]Βλ. Ἀριστείδου Πανώτη, Παῦλος στ΄-Ἀθηναγόρας α΄, Εἰρηνοποιοί, Ἀθῆναι 1971, σελ. 46
[18]Πριγκηποννήσων Δωροθέου, «Ἡ Συνάντησις», Ἀθῆναι, 1960, σελ. 5-6
[19]Α. Νικολαΐδη, όπ. π.
[20]Εγκύκλιος του 1952, βλ. Γεωργίου Τσέτση, όπ.π. σελ. 71
[21]Χρυσοστόμου Μύρων, Ορθόδοξοι Κατόψεις, τ. Β΄, σελ. 182 εξ.
[22]Βλ. Μονογραφηθέντα Πρακτικά τῆς ἐν Ρόδῳ Πανορθοδόξου Διασκέψεως, (24 Σεπτ.-1 Οκτ.1961), εν «Ὀρθοδοξία», ΛΖ΄(1962), σελ 83
[23] Βλ. Πρακτικά-Κείμενα Γ΄ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως (Σαμπεζύ 1986)
[24] Olivier Clément,Dialogues avec le Patriarche Athénagoras, Fayard, 1969, σελ. 391
[25]Βλ. «Τόμος Ἀγάπης», , σελ 204 εξ.
[26]Βλ. Γεωργίου Τσέτση, Ἡ Συμβολή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν ἵδρυση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, Τέρτιος, 1988, σελ 131.
[27] Δημητρίου Τσάκωνα, Ἀθηναγόρας ὁ Οἰκουμενικός τῶν Νέων Ἰδεῶν, Ἀθῆναι, 1976, σελ. 139.
[28]Πέργης Εὐαγγέλου. Ἐπικήδειος εἰς τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν. Βλ. «Στάχυς». Τεῦχος, 28-29, (Ιουλ. 1971-Ιουν.1974), σελ.290