Ο θρησκευτικός φανατισμός
Του Μητροπολίτου πρ. Όρους Λιβάνου κ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Μετάφραση από τα Αραβικά: Roni Bou Saba
Του Μητροπολίτου πρ. Όρους Λιβάνου κ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Μετάφραση από τα Αραβικά: Roni Bou Saba
Ο φανατισμός είναι ένα φαινόμενο στις μονοθεϊστικές θρησκείες. Θα περιορίσω όμως την μελέτη στον χριστιανισμό διότι όποιος κατηγορεί τον εαυτό του πλησιάζει τον Θεό και όποιος κατηγορεί τον άλλο σπανίως δικαιώνεται. Χαρακτήρισα τον φανατισμό ως θρησκευτικό και δεν είπα θρησκευματικός (από το θρήσκευμα) γιατί αυτά συνδέονται μεταξύ τους σαν το αίτιο με το αιτιατό. Το θρήσκευμα προέρχεται από την θρησκεία και την φέρει. Ο θρησκευματικός φανατισμός είναι πιο κοντά στο πολιτικό συναίσθημα ή είναι πάντα σε ανάμειξη με την κοινωνική κατάσταση κάποιας θρησκείας ή κάποιου θρησκεύματος. Αυτό είναι και μια φυλετική υπερηφάνεια, και στον καλύτερο βαθμό είναι μια ιστορική υπερηφάνεια. Και αυτός, ο οποίος πέφτει στον φανατισμό μπορεί να είναι ο τελευταίος που προσεύχεται και νηστεύει. Ο φανατισμός, ετυμολογικά (στα αραβικά), είναι η στήριξη των πατρικών συγγενών· και στην μελέτη μας ορίζεται ως προστασία και υπεράσπιση των δικών μας. Ο φανατισμός είναι και τα παρόμοια οικογενειακά, φυλετικά, και εθνικά συναισθήματα. Είναι πλησιέστερος στην συγκίνηση, γιατί συνδέεται πάντα με τον φόβο, ο οποίος γεννάει την υπερηφάνεια.
Είναι ο φόβος που εμείς εκδηλώνουμε με το μίσος ή την απαξίωση, αν αποτελούμε μειονότητα, ή που εκδηλώνουμε με το διωγμό, την κατάπνιξη, ή και την αναμονή για κατάπνιξη αν ανήκουμε στην πλειονότητα. Ο φανατισμός είναι συνεπώς η γλώσσα μιας κοινωνίας, μια γλώσσα που οδηγεί στο να κυβερνήσει κανείς. Ο φανατισμός είναι είτε μέσα σε ένα θρήσκευμα που δεσπόζει ή θέλει να δεσπόσει, είτε μέσα σε ένα καθυποταγμένο θρήσκευμα που φοβάται την εξαφάνιση λόγω της καθυπόταξης. Υπάρχει πάντα κίνδυνος για μια εξίσωση που νιώθουμε ότι απειλείται. Είναι φυσικό να νιώσει ο μειονοτικός ότι θα εξαφανιστεί εάν δεν ενδυναμώνεται, και να νιώσει ο πλειονοτικός ότι η εξουσία του είναι σε φθορά εάν δεν καθυποτάσσει. Ο θρησκευματικός φανατισμός αποτελεί την αληθινή απόσταση μεταξύ πλειονότητας και μειονότητας. Είναι το σημείο συνάντησής τους.
Τον φανατισμό της θρησκευτικής κοινωνίας τον θρέφει ο ίδιος ο θρησκευτικός φανατισμός από την επιθετικότητα που υπάρχει στην ψυχή του πιστού, όπως μπορούμε να παρατηρήσουμε. Εγώ ισχυρίζομαι ότι ο χριστιανισμός, αυτός καθεαυτός, δηλαδή στις πρώτες πηγές, δεν κρατάει την παραμικρή εχθρότητα για κανένα. Στα πιο σκληρά λόγια που απηύθυνε ο Κύριος στους Φαρισαίους, δεν υπάρχει κανένα ίχνος απέχθειας. Όταν είπε: «ουαί υμίν γραμματείς και φαρισαίοι υποκριταί» (Ματθ. 23:13), ή όταν είπε: «ουαί υμίν οδηγοί τυφλοί» (Ματθ. 23:16) καθόταν στην κορυφή της αγάπης. Επίσης όταν μίλησε για τους Ιουδαίους λέγοντας ότι «ο Θεός τετύφλωκεν αυτών τους οφθαλμούς και πεπώρωκεν αυτών την καρδίαν» (Ιωαν. 12:40), ο Δάσκαλος ήταν σε κατάσταση μεγάλης ευσπλαγχνίας. Εάν ο χριστιανισμός είναι η πιστότητα στην αλήθεια τότε είναι η απόρριψη του ψεύδους. Εάν ο χριστιανισμός είναι «έθνος άγιον» (Εξ.19:6) τότε είναι απομακρυσμένος από τους μιαρούς και τους κακοδόξους, «εξάρατε τον πονηρόν εξ υμών αυτών» (Α’ Κορ 5:13). Ο χριστιανισμός δεν είναι μόνο να ευφραίνεσαι με τον Ιησού τον Ναζαρηνό. Αλλά να Τον παραλαμβάνεις με όσους σε κάθε γενιά πορεύονταν με Αυτόν. Είναι, να προσκολληθείς στους μάρτυρές του και σε όσους μαρτυρούν στην ιερότητα του δικαίου. Δεν παίρνεις αυτό που θέλεις από την πίστη και αυτό που δεν θέλεις το παρατάς. Εξ ου και ο πιστός εξευγενίζεται, αποκρούει, νουθετεί, ψέγει, αγκαλιάζει και σκληραγωγεί, διότι την πίστη την μεταφέρουν τα συναισθήματα και την μεταφέρει ο λόγος· ο λόγος ενός ανθρώπου που έχει το νευρικό και το συγκινητικό του σύνολο, εφόσον δεν έφθασε στην τελειότητα, η οποία θα τον καταστήσει ικανό να συμπεριλάβει μόνο τον θείο λόγο και να αιχμαλωτιστεί απ’ αυτόν. Τα συναισθήματα του ανθρώπου, το κοινωνικό περιβάλλον που περικλείνεται μέσα του, και το επίπεδο της μόρφωσης και της ευσέβειάς του, όλα αυτά προσλαμβάνουν την πίστη και την μεταφέρουν.
Στην πραγματικότητα σε κανενός την καρδιά δεν μένει ο λόγος του Θεού γυμνός. Ο άνθρωπος έχει την δική του ερμηνεία γιατί όποιος διαβάζει ερμηνεύει. Γι’αυτό μπορεί ο άνθρωπος αυτός να απομακρύνει από την Εκκλησία εκείνον που δεν απομάκρυναν οι προκαθήμενοι. Και η μετάσταση από το μίσος της αίρεσης στο μίσος του αιρετικού είναι πολύ εύκολη. Ο θρησκευόμενος που έχει ελάχιστη σχέση με τα δόγματα συνηθίζει να μετατρέπει τις απόψεις του σε δόγμα. Ο άνθρωπος συνηθίζει να διαμορφώνει ένα σύνολο δογμάτων, γιατί ό,τι διαμορφώνει τον προστατεύει.
Στον χριστιανισμό δεν υπάρχει εχθρότητα, εσύ όμως δεν συναντάς τον χριστιανισμό αλλά χριστιανούς. Από αυτούς κάποιοι κοντεύουν να φτάσουν το ήθος του Χριστού και σ’αυτούς μεταμορφώνεται, και άλλοι φέρουν το σκοτάδι της ψυχής τους και σ’αυτούς ο Χριστός ενταφιάζεται. Και αν θελήσουμε να εισχωρήσουμε πιο βαθιά θα έλεγα ότι εσύ δεν αντιμετωπίζεις έναν αιώνιο χριστιανισμό, αλλά ερμηνευόμενο. Ο χριστιανισμός, στην ερμηνεία του, είναι ο καρπός μιας ιστορίας και μιας μελέτης ανθρώπων. Ο χριστιανισμός δεν είναι μια ελιά «ούτε ανατολική ούτε δυτική», αλλά δυο ελιές όπου η μία είναι ανατολική και η άλλη δυτική. Το λάδι της πρώτης σχεδόν φωτίζει και της δεύτερης ακόμα λιγότερο σε ό,τι αφορά την ελευθερία. Και η διαφορά μεταξύ των χριστιανών της Ανατολής και των χριστιανών της Δύσης έγκειται στο ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία – και όχι η Βυζαντινή Εκκλησία – κατέπνιξε τους αιρετικούς, τους φυλάκισε, ή τους εξόρισε, ενώ η Δυτική Εκκλησία κάλεσε στις σταυροφορίες, και κάλεσε στον ιερό πόλεμο· και η ίδια αρνήθηκε επίσημα την ελευθερία των μη καθολικών πριν τη Δεύτερη Βατικανή Σύνοδο, και μακροθύμησε μακροθυμία μεγάλη και τους άφησε να ζουν γιατί δεν είναι τόσο βλαβεροί όσο ο φόνος τους. Ο ιστορικός χριστιανισμός, είτε τον μετέφερε η Αυτοκρατορία των Ρωμιών είτε η Καθολική Εκκλησία, ήταν επιθετικός. Ο χριστιανισμός, ωστόσο, παραμένει μια προσπάθεια και μια ελπίδα. Ο ένας χριστιανισμός είναι αγάπη που δεν εχθρεύεται διότι είναι ο χριστιανισμός των καρδιών, όπως πραγματικά είναι μια καρδιά.
Η καρδιά όμως μπορεί και να συγχωρεί και να σκοτώνει. Συγχωρεί όσο υψηλοφρονεί, με την καλή έννοια, και σκοτώνει όταν παρατάει την υψηλοφροσύνη και προσκολλάται στον εαυτό της. Η καρδιά είτε εξαφανίζει τα πάθη της, είτε τους άλλους εν δυνάμει ή εν ενεργεία. Γενικά όμως παραβλέπει όποιον, σαν κι αυτή, είναι με τον Χριστό μέχρι που τον πνίγει. Φυσικά η εξόντωση των άλλων σχετίζεται με την ιδέα της απολυτότητας της αλήθειας ή με τον δογματισμό. Όντως αποκλείεται να υπάρχει θρησκεία χωρίς την απολυτότητα της αλήθειας, που απορρίπτει το λάθος. Γιατί η θρησκευτική σκέψη δεν μπορεί να είναι μόνο μια ιστορική σκέψη ή μια σχετικιστική σκέψη. Ο πιστός δεν είναι ιστοριογράφος ούτε ασχολείται με την συγκριτική δογματική. Και η θρησκεία δεν είναι μια κοινωνιολογία της θρησκείας. Η θρησκεία ζει σε μια διαλεκτική κίνηση που επιβάλλει πρώτα μια απομάκρυνση, επιβάλλει όμως μετέπειτα την συμφιλίωση έχοντας για πρώτο βήμα ό,τι συναθροίζει. Το δόγμα δεν ωθεί αναγκαστικά να γίνεσαι σκληρός ενώπιον του άλλου. Τα νεύρα μετατρέπουν το δόγμα σε φόνο ή σε σχέδιο φόνου. Μια καρδιά όμως μπορεί να περιλάβει το ορθό δόγμα και όποιον αποκλίνεται από αυτό. Και όσο αποδεχόμαστε τον άλλον πρέπει να διαβλέπουμε το δόγμα του για να δούμε αυτό που αρμονίζεται με την πίστη μας. Ο πεφωτισμένος χριστιανός κατέχει έναν οικουμενισμό και διάλογο χωρίς συγκρητισμό και σχετικισμό.Και εδώ δεν βλέπω ότι η ανθρωπότητα αναγκάζεται να επιλέξει μεταξύ δογματικής ή ιστορικής σκέψης. Η τελευταία όμως περιορίζεται στο να είναι παρατηρητής· αυτό δεν την αποκλείει να είναι και δογματικός παρατηρητής, διότι η ιστορική σκέψη, η εξελικτική, εξ αιτίας της σχετικότητας δημιουργεί φανατισμό για την σχετικότητα που δεν είναι λιγότερο επικίνδυνο από τον δογματισμό, γιατί μπορεί η σχετικότητα να καταστή δόγμα. Εδώ έρχεται η στάση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τους χριστιανούς. Αυτοί ήταν άπιστοι, επειδή δεν πίστευαν στην πολυθεΐα. Και η μονοθεΐα δεν ήταν πιο φανατική από τον παγανισμό ή την πολυθεΐα. Στο τέλος η ρωμαϊκή θρησκεία βρέθηκε καταπιεστική διότι ο χριστιανισμός ήταν κάτι «άλλο». Το παλαιό καταδιώκει το καινό και το καινό μπορεί να καταδιώκει το παλαιό γιατί το «εγώ» έχει την προδιάθεση να είναι ενάντια στο «εσύ», διότι η ύπαρξη δεν δέχεται το δυασμό αφού δεν δέχεται το αντικρίσμα. Η δυσκολία βρίσκεται στο να κατευθύνεται το πρόσωπο στο πρόσωπο, και να κρατήσει την ελευθερία του ο καθένας.
Υπάρχει αντίκρισμα χωρίς αντιμετώπιση (αντίκρουση), δηλαδή χάρη για την αποδοχή του άλλου παρ’ότι είναι άλλος. Υπάρχει μια προετοιμασία για να ακούσεις αυτό που θραύει την ακοή σου χωρίς να κόβεις την γλώσσα που θραύει. Μπορώ να φανταστώ έναν χριστιανό που κρατάει την πίστη του και ζεί μέσα στη δικαιοσύνη και αφορίζει (δεν υπάρχει πίστη χωρίς αφορισμό), αλλά δεν μισεί ούτε προσχεδιάζει μια γενοκτονία, ή κυριαρχία, ή αποσιώπηση, ούτε ζητά εξουσία ή συμφέρον, ή προνόμιο, ή εξασφάλιση διότι όλα αυτά δεν πηγάζουν από το δίκαιο.
Δεν υπάρχει σωστός θρησκευτισμός όταν εξισώνονται όλα τα δόγματα και θρησκεύματα του ενός χριστιανισμού. Ο πιστός δεν σιωπά ούτε παζαρεύει, διότι η παράβλεψη των διαφορών είναι μωρολογία εάν μείνουμε στο επίπεδο της λογικής. Όμως το ίδιο το μυαλό εάν δει τις διαφορές κατέρχεται στην καρδιά για να δει τα πρόσωπα και τα γλυκαίνει γιατί τα καταβρέχει με την αγάπη. Ο πιστός είναι και στο καλούπι των δογμάτων και στη διάδοση της αγάπης. Αυτά τα δύο μπορούν να γίνουν ταυτοχρόνως ανάλογα με την ικανότητά μας να δούμε τον Χριστό στη διαύγειά Του. Μπορείς καθώς παραμένεις στο δόγμα σου να συνοικείς με τον Κύριο μέχρι το μυαλό σου να είναι φωτισμένο και η καρδιά σου ζεστή. Ο πόνος μας προέρχεται από το ότι συμβιώνουμε με την ιστορία στις πτώσεις της και με τον Θεό στην αιωνιότητά Του. Ο Θεός κατοικεί στους ανθρώπους όπως είναι οι ίδιοι. Ο μεν φανατικός κάνει τον Θεό φυλακισμένο της καρδιάς του, ο δε μεγάλος πιστός Τον αποδέχεται ως ελευθερία για την καρδιά του. Ο Κύριος είναι αιχμάλωτος του ανθρώπου. Αυτό είναι η τραγωδία του Θεού. Και ο Θεός χρειάζεται τους εκλεκτούς για να βγάλει από την ανθρωπότητα τον τυφλό της φανατισμό και να τη βάλει στην αιώνια αγάπη.
Είναι ο φόβος που εμείς εκδηλώνουμε με το μίσος ή την απαξίωση, αν αποτελούμε μειονότητα, ή που εκδηλώνουμε με το διωγμό, την κατάπνιξη, ή και την αναμονή για κατάπνιξη αν ανήκουμε στην πλειονότητα. Ο φανατισμός είναι συνεπώς η γλώσσα μιας κοινωνίας, μια γλώσσα που οδηγεί στο να κυβερνήσει κανείς. Ο φανατισμός είναι είτε μέσα σε ένα θρήσκευμα που δεσπόζει ή θέλει να δεσπόσει, είτε μέσα σε ένα καθυποταγμένο θρήσκευμα που φοβάται την εξαφάνιση λόγω της καθυπόταξης. Υπάρχει πάντα κίνδυνος για μια εξίσωση που νιώθουμε ότι απειλείται. Είναι φυσικό να νιώσει ο μειονοτικός ότι θα εξαφανιστεί εάν δεν ενδυναμώνεται, και να νιώσει ο πλειονοτικός ότι η εξουσία του είναι σε φθορά εάν δεν καθυποτάσσει. Ο θρησκευματικός φανατισμός αποτελεί την αληθινή απόσταση μεταξύ πλειονότητας και μειονότητας. Είναι το σημείο συνάντησής τους.
Τον φανατισμό της θρησκευτικής κοινωνίας τον θρέφει ο ίδιος ο θρησκευτικός φανατισμός από την επιθετικότητα που υπάρχει στην ψυχή του πιστού, όπως μπορούμε να παρατηρήσουμε. Εγώ ισχυρίζομαι ότι ο χριστιανισμός, αυτός καθεαυτός, δηλαδή στις πρώτες πηγές, δεν κρατάει την παραμικρή εχθρότητα για κανένα. Στα πιο σκληρά λόγια που απηύθυνε ο Κύριος στους Φαρισαίους, δεν υπάρχει κανένα ίχνος απέχθειας. Όταν είπε: «ουαί υμίν γραμματείς και φαρισαίοι υποκριταί» (Ματθ. 23:13), ή όταν είπε: «ουαί υμίν οδηγοί τυφλοί» (Ματθ. 23:16) καθόταν στην κορυφή της αγάπης. Επίσης όταν μίλησε για τους Ιουδαίους λέγοντας ότι «ο Θεός τετύφλωκεν αυτών τους οφθαλμούς και πεπώρωκεν αυτών την καρδίαν» (Ιωαν. 12:40), ο Δάσκαλος ήταν σε κατάσταση μεγάλης ευσπλαγχνίας. Εάν ο χριστιανισμός είναι η πιστότητα στην αλήθεια τότε είναι η απόρριψη του ψεύδους. Εάν ο χριστιανισμός είναι «έθνος άγιον» (Εξ.19:6) τότε είναι απομακρυσμένος από τους μιαρούς και τους κακοδόξους, «εξάρατε τον πονηρόν εξ υμών αυτών» (Α’ Κορ 5:13). Ο χριστιανισμός δεν είναι μόνο να ευφραίνεσαι με τον Ιησού τον Ναζαρηνό. Αλλά να Τον παραλαμβάνεις με όσους σε κάθε γενιά πορεύονταν με Αυτόν. Είναι, να προσκολληθείς στους μάρτυρές του και σε όσους μαρτυρούν στην ιερότητα του δικαίου. Δεν παίρνεις αυτό που θέλεις από την πίστη και αυτό που δεν θέλεις το παρατάς. Εξ ου και ο πιστός εξευγενίζεται, αποκρούει, νουθετεί, ψέγει, αγκαλιάζει και σκληραγωγεί, διότι την πίστη την μεταφέρουν τα συναισθήματα και την μεταφέρει ο λόγος· ο λόγος ενός ανθρώπου που έχει το νευρικό και το συγκινητικό του σύνολο, εφόσον δεν έφθασε στην τελειότητα, η οποία θα τον καταστήσει ικανό να συμπεριλάβει μόνο τον θείο λόγο και να αιχμαλωτιστεί απ’ αυτόν. Τα συναισθήματα του ανθρώπου, το κοινωνικό περιβάλλον που περικλείνεται μέσα του, και το επίπεδο της μόρφωσης και της ευσέβειάς του, όλα αυτά προσλαμβάνουν την πίστη και την μεταφέρουν.
Στην πραγματικότητα σε κανενός την καρδιά δεν μένει ο λόγος του Θεού γυμνός. Ο άνθρωπος έχει την δική του ερμηνεία γιατί όποιος διαβάζει ερμηνεύει. Γι’αυτό μπορεί ο άνθρωπος αυτός να απομακρύνει από την Εκκλησία εκείνον που δεν απομάκρυναν οι προκαθήμενοι. Και η μετάσταση από το μίσος της αίρεσης στο μίσος του αιρετικού είναι πολύ εύκολη. Ο θρησκευόμενος που έχει ελάχιστη σχέση με τα δόγματα συνηθίζει να μετατρέπει τις απόψεις του σε δόγμα. Ο άνθρωπος συνηθίζει να διαμορφώνει ένα σύνολο δογμάτων, γιατί ό,τι διαμορφώνει τον προστατεύει.
Στον χριστιανισμό δεν υπάρχει εχθρότητα, εσύ όμως δεν συναντάς τον χριστιανισμό αλλά χριστιανούς. Από αυτούς κάποιοι κοντεύουν να φτάσουν το ήθος του Χριστού και σ’αυτούς μεταμορφώνεται, και άλλοι φέρουν το σκοτάδι της ψυχής τους και σ’αυτούς ο Χριστός ενταφιάζεται. Και αν θελήσουμε να εισχωρήσουμε πιο βαθιά θα έλεγα ότι εσύ δεν αντιμετωπίζεις έναν αιώνιο χριστιανισμό, αλλά ερμηνευόμενο. Ο χριστιανισμός, στην ερμηνεία του, είναι ο καρπός μιας ιστορίας και μιας μελέτης ανθρώπων. Ο χριστιανισμός δεν είναι μια ελιά «ούτε ανατολική ούτε δυτική», αλλά δυο ελιές όπου η μία είναι ανατολική και η άλλη δυτική. Το λάδι της πρώτης σχεδόν φωτίζει και της δεύτερης ακόμα λιγότερο σε ό,τι αφορά την ελευθερία. Και η διαφορά μεταξύ των χριστιανών της Ανατολής και των χριστιανών της Δύσης έγκειται στο ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία – και όχι η Βυζαντινή Εκκλησία – κατέπνιξε τους αιρετικούς, τους φυλάκισε, ή τους εξόρισε, ενώ η Δυτική Εκκλησία κάλεσε στις σταυροφορίες, και κάλεσε στον ιερό πόλεμο· και η ίδια αρνήθηκε επίσημα την ελευθερία των μη καθολικών πριν τη Δεύτερη Βατικανή Σύνοδο, και μακροθύμησε μακροθυμία μεγάλη και τους άφησε να ζουν γιατί δεν είναι τόσο βλαβεροί όσο ο φόνος τους. Ο ιστορικός χριστιανισμός, είτε τον μετέφερε η Αυτοκρατορία των Ρωμιών είτε η Καθολική Εκκλησία, ήταν επιθετικός. Ο χριστιανισμός, ωστόσο, παραμένει μια προσπάθεια και μια ελπίδα. Ο ένας χριστιανισμός είναι αγάπη που δεν εχθρεύεται διότι είναι ο χριστιανισμός των καρδιών, όπως πραγματικά είναι μια καρδιά.
Η καρδιά όμως μπορεί και να συγχωρεί και να σκοτώνει. Συγχωρεί όσο υψηλοφρονεί, με την καλή έννοια, και σκοτώνει όταν παρατάει την υψηλοφροσύνη και προσκολλάται στον εαυτό της. Η καρδιά είτε εξαφανίζει τα πάθη της, είτε τους άλλους εν δυνάμει ή εν ενεργεία. Γενικά όμως παραβλέπει όποιον, σαν κι αυτή, είναι με τον Χριστό μέχρι που τον πνίγει. Φυσικά η εξόντωση των άλλων σχετίζεται με την ιδέα της απολυτότητας της αλήθειας ή με τον δογματισμό. Όντως αποκλείεται να υπάρχει θρησκεία χωρίς την απολυτότητα της αλήθειας, που απορρίπτει το λάθος. Γιατί η θρησκευτική σκέψη δεν μπορεί να είναι μόνο μια ιστορική σκέψη ή μια σχετικιστική σκέψη. Ο πιστός δεν είναι ιστοριογράφος ούτε ασχολείται με την συγκριτική δογματική. Και η θρησκεία δεν είναι μια κοινωνιολογία της θρησκείας. Η θρησκεία ζει σε μια διαλεκτική κίνηση που επιβάλλει πρώτα μια απομάκρυνση, επιβάλλει όμως μετέπειτα την συμφιλίωση έχοντας για πρώτο βήμα ό,τι συναθροίζει. Το δόγμα δεν ωθεί αναγκαστικά να γίνεσαι σκληρός ενώπιον του άλλου. Τα νεύρα μετατρέπουν το δόγμα σε φόνο ή σε σχέδιο φόνου. Μια καρδιά όμως μπορεί να περιλάβει το ορθό δόγμα και όποιον αποκλίνεται από αυτό. Και όσο αποδεχόμαστε τον άλλον πρέπει να διαβλέπουμε το δόγμα του για να δούμε αυτό που αρμονίζεται με την πίστη μας. Ο πεφωτισμένος χριστιανός κατέχει έναν οικουμενισμό και διάλογο χωρίς συγκρητισμό και σχετικισμό.Και εδώ δεν βλέπω ότι η ανθρωπότητα αναγκάζεται να επιλέξει μεταξύ δογματικής ή ιστορικής σκέψης. Η τελευταία όμως περιορίζεται στο να είναι παρατηρητής· αυτό δεν την αποκλείει να είναι και δογματικός παρατηρητής, διότι η ιστορική σκέψη, η εξελικτική, εξ αιτίας της σχετικότητας δημιουργεί φανατισμό για την σχετικότητα που δεν είναι λιγότερο επικίνδυνο από τον δογματισμό, γιατί μπορεί η σχετικότητα να καταστή δόγμα. Εδώ έρχεται η στάση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τους χριστιανούς. Αυτοί ήταν άπιστοι, επειδή δεν πίστευαν στην πολυθεΐα. Και η μονοθεΐα δεν ήταν πιο φανατική από τον παγανισμό ή την πολυθεΐα. Στο τέλος η ρωμαϊκή θρησκεία βρέθηκε καταπιεστική διότι ο χριστιανισμός ήταν κάτι «άλλο». Το παλαιό καταδιώκει το καινό και το καινό μπορεί να καταδιώκει το παλαιό γιατί το «εγώ» έχει την προδιάθεση να είναι ενάντια στο «εσύ», διότι η ύπαρξη δεν δέχεται το δυασμό αφού δεν δέχεται το αντικρίσμα. Η δυσκολία βρίσκεται στο να κατευθύνεται το πρόσωπο στο πρόσωπο, και να κρατήσει την ελευθερία του ο καθένας.
Υπάρχει αντίκρισμα χωρίς αντιμετώπιση (αντίκρουση), δηλαδή χάρη για την αποδοχή του άλλου παρ’ότι είναι άλλος. Υπάρχει μια προετοιμασία για να ακούσεις αυτό που θραύει την ακοή σου χωρίς να κόβεις την γλώσσα που θραύει. Μπορώ να φανταστώ έναν χριστιανό που κρατάει την πίστη του και ζεί μέσα στη δικαιοσύνη και αφορίζει (δεν υπάρχει πίστη χωρίς αφορισμό), αλλά δεν μισεί ούτε προσχεδιάζει μια γενοκτονία, ή κυριαρχία, ή αποσιώπηση, ούτε ζητά εξουσία ή συμφέρον, ή προνόμιο, ή εξασφάλιση διότι όλα αυτά δεν πηγάζουν από το δίκαιο.
Δεν υπάρχει σωστός θρησκευτισμός όταν εξισώνονται όλα τα δόγματα και θρησκεύματα του ενός χριστιανισμού. Ο πιστός δεν σιωπά ούτε παζαρεύει, διότι η παράβλεψη των διαφορών είναι μωρολογία εάν μείνουμε στο επίπεδο της λογικής. Όμως το ίδιο το μυαλό εάν δει τις διαφορές κατέρχεται στην καρδιά για να δει τα πρόσωπα και τα γλυκαίνει γιατί τα καταβρέχει με την αγάπη. Ο πιστός είναι και στο καλούπι των δογμάτων και στη διάδοση της αγάπης. Αυτά τα δύο μπορούν να γίνουν ταυτοχρόνως ανάλογα με την ικανότητά μας να δούμε τον Χριστό στη διαύγειά Του. Μπορείς καθώς παραμένεις στο δόγμα σου να συνοικείς με τον Κύριο μέχρι το μυαλό σου να είναι φωτισμένο και η καρδιά σου ζεστή. Ο πόνος μας προέρχεται από το ότι συμβιώνουμε με την ιστορία στις πτώσεις της και με τον Θεό στην αιωνιότητά Του. Ο Θεός κατοικεί στους ανθρώπους όπως είναι οι ίδιοι. Ο μεν φανατικός κάνει τον Θεό φυλακισμένο της καρδιάς του, ο δε μεγάλος πιστός Τον αποδέχεται ως ελευθερία για την καρδιά του. Ο Κύριος είναι αιχμάλωτος του ανθρώπου. Αυτό είναι η τραγωδία του Θεού. Και ο Θεός χρειάζεται τους εκλεκτούς για να βγάλει από την ανθρωπότητα τον τυφλό της φανατισμό και να τη βάλει στην αιώνια αγάπη.