Του Θεόδωρου Καλμούκου | ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ, 22.5.2020
ΒΟΣΤΩΝΗ. Ο καθηγητής της Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας στο Τμήμα Θεολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Χρυσόστομος Σταμούλης σε συνέντευξή του στον «Εθνικό Κήρυκα» συζητά και αναλύει τη νέα πραγματικότητα που έχει ανακύψει στην Εκκλησία με την πανδημία του κορωνοϊού.
Ο κ. Σταμούλης είναι εκ των κορυφαίων Θεολόγων της Ορθοδοξίας σήμερα, με ευρύτητα πνεύματος και αντιληπτικής, σύγχρονη ροή λόγου και ξαναανακάλυψη της Παράδοσης της Εκκλησίας.
Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Θεσσαλονίκης, του Βελιγραδίου και του Ντάραμ της Αγγλίας, είναι πολυγραφότατος και έχει επισκεφτεί τις Ηνωμένες Πολιτείες αρκετές φορές.
Ιδού η συνέντευξη:
«Εθνικός Κήρυκας»: Ποιες οι σκέψεις σας για τη φετινή Μεγάλη Εβδομάδα και Πάσχα;
Χρυσόστομος Σταμούλης: Κοιτάξτε, δεν χωρά καμία αμφιβολία, πως οι πιστοί βίωσαν εφέτος το πάθος του Χριστού, αλλά και την ανάστασή του, με έναν τρόπο πρωτόγνωρο και άκρως προκλητικό για τις βεβαιότητες που τα προηγούμενα χρόνια και τους προηγούμενους αιώνες, είχαν συσσωρεύσει. Εχω την αίσθηση, ότι κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί μέχρι και την έναρξη της πανδημίας μια Μεγάλη Εβδομάδα και μια Ανάσταση, με τις εκκλησίες άδειες από πιστούς. Ζήσαμε μια σκληρή δοκιμασία. Μεγιστοποιήσαμε μέσα μας την κόλαση της απουσίας. Αλλά ταυτόχρονα, ανέτειλε παρ’ όλες τις δυσκολίες και τον πόνο μια νέα αλληλεγγύη, ένα καινούριο «μαζί», στο κέντρο του οποίου βρέθηκε ο άνθρωπος, με όλες του τις ανάγκες. Από τούτο το «μαζί», παρά τις προσπάθειες κάποιων, η Εκκλησία εν τέλει δεν ήταν απούσα.
«Ε.Κ.»: Ως θεολόγος, ιεροψάλτης και μύστης της εκκλησιαστικής μουσικής και λατρείας, τι σκέψεις περνούσαν από το μυαλό σας και ποια βιώματα νιώθατε με τους αδειανούς ναούς χωρίς την παρουσία της Εκκλησίας;
Χρ. Σταμούλης: Ψάλτης δεν είμαι. Ο πατέρας μου ήταν ψάλτης. Από εκείνον έμαθα και λίγα ψαλτικά κολλυβογράμματα. Ευρωπαϊκή μουσική σπούδασα και ψάλλουμε με τη Μεικτή Χορωδία Ελληνικής Μουσικής του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου που διευθύνω από το 1991, σε τακτά χρονικά διαστήματα, τόσο στο ναό μας όσο και σε άλλους ναούς εντός και εκτός Ελλάδας. Ναι, φέτος ήταν η πρώτη φορά που μετά από 29 χρόνια δεν ψάλλαμε τα εγκώμια και δεν συμμετείχαμε στις άλλες ακολουθίες. Δεν ήταν εύκολο. Η Εκκλησία είναι το σπίτι μας. Σε αυτή γεννηθήκαμε και εντός αυτής ζούμε και υπάρχουμε. Ηταν ένας χωρισμός βίαιος, αλλά αναγκαίος. Εσπασε τη βεβαιότητα της ευχής που κάθε φορά μετά το τέλος κάποιας εκκλησιαστικής γιορτής λέμε: «και του χρόνου». Γνωρίσαμε, έτσι, μέσα από αυτή την ανάγκη τη σημαντικότητα της στιγμής που χωράει τη σχέση και συναντηθήκαμε με τον κτιστό και φθαρτό μας εαυτό, που ενίοτε φθάνει στα όρια της ύβρεως εξαιτίας έλλειψης της αναγκαίας αυτοσυνειδησίας, που γνωρίζει πως άλλος κυβερνά την ιστορία της Θείας Οικονομίας.
«Ε.Κ.»: Ποιες οι σκέψεις σας για τη Θεία Ευχαριστία, την υποχρεωτική στέρηση μετοχής της πλήθουσας Εκκλησίας σ’ αυτή, και φυσικά της Θείας Κοινωνίας;
Χρ. Σταμούλης: Υπάρχει ένα εξαιρετικό τραγούδι του Θάνου Μικρούτσικου, σε στίχους τους Αλκη Αλκαίου, που ερμήνευσε με μοναδικό τρόπο ο Δημήτρης Μητροπάνος. Οταν το ακούω, στο μυαλό μου καρφώνονται πάντα οι στίχοι: «Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία/πώς η ιστορία γίνεται σιωπή». Με δυο λέξεις ο ποιητής μπορεί να πει τα πάντα. Και αυτή η αναγκαστική απουσία από το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, που μας επέβαλε ο κορωνοϊός, έγινε πλέον ιστορία. Μια ανάγκη ήταν, η οποία όταν περάσει οριστικά θα δώσει τη θέση της σε μακρόχρονη σιωπή, μέχρι να βρεθούμε ξανά ενώπιον της επόμενης πρόκλησης που θα μας θέσει η ζωή. Το ζητούμενο είναι να μπορείς να διακρίνεις ποιο πράγμα είναι πιο σημαντικό τη συγκεκριμένη στιγμή. Η εκκλησιαστική μας παράδοση και ζωή συμποσώνει όλη αυτή την αγωνία -και δείχνει το δρόμο και τον τρόπο της εκκλησιαστικής κοινότητας- σε μια λέξη: διάκριση, η οποία εκβάλλει στην Οικονομία.
«Ε.Κ.»: Μήπως θα πρέπει να αλλάξει ο τρόπος της Θείας Μεταλήψεως; Αλλωστε, επί αιώνες η μετάληψη γινόταν με τον τρόπο που κοινωνούν οι Επίσκοποι και Ιερείς μέχρι σήμερα. Ποια απάντηση θα μπορούσε να δώσει κάποιος σε Ελληνοαμερικανούς δεύτερης, τρίτης και τέταρτης γενιάς, επιστήμονες, επιχειρηματίες κ.λπ., οι οποίοι λέγουν ότι πιστεύουμε, αλλά έχουμε δυσκολία να κοινωνήσουμε με τον τρόπο του κοινού κοχλιαρίου (λαβίδας);
Χρ. Σταμούλης: Κοιτάτε, όλα γύρω μας, σε εποχές που αποδεικνύουν εμφατικά πως είμαστε, καθώς λέγει η Ολγα Τοκάρτσουκ «ευάλωτα πλάσματα, πλασμένα από το πιο λεπτό υλικό», ωριμάζουν και αλλάζουν με απίστευτη ταχύτητα. Σήμερα είμαστε εδώ και την επόμενη στιγμή αλλού. Βασική αρχή της θεολογίας και της ποιμαντικής της πράξης από την ίδρυσή της μέχρι και σήμερα υπήρξε η ανάγκη. Η θεολογική αρχή της ανάγκης.
Απαντώντας στον Νεστόριο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, που τον κατηγορούσε για νεωτερισμό και αντιπαραδοσιακότητα, ο Αγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, με αφορμή την εκ μέρους του χρήση του όρου «Θεοτόκος», ο οποίος απουσιάζει από τη βιβλική, τη συνοδική και την πατερική παράδοση -εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων- μέχρι την εποχή του, σημείωνε τα εξής: «Εγώ έχω γράψει, πως εάν και δεν αναφέρει τη λέξη η Σύνοδος, καλά κάνει διότι δεν κινήθηκε τέτοιο θέμα εκείνο τον καιρό, γι’ αυτό και δεν υπήρχε καμία ανάγκη αυτά που δεν ανακινήθηκαν να τα φέρει στο μέσο της συζήτησης, παρότι ερμηνεύοντας το βαθύτερο νόημα των λέξεων γνώριζε πως η αγία παρθένος είναι Θεοτόκος». Ετσι και στην περίπτωση του τρόπου προσφοράς της Ευχαριστίας. Κάποιοι σήμερα τρομάζουν όχι μόνο στο άκουσμα εύρεσης νέων μεθόδων, αλλά ακόμα και στην ιδέα πως θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε σε αρχαίες παραδόσεις που προηγήθηκαν της λαβίδας και οι οποίες διακόνησαν και λειτούργησαν το μυστήριο της βρώσης και της πόσης του σώματος και του αίματος του Χριστού, μιας Εκκλησίας εν κινήσει. Και εννοώ στην περίπτωσή μας τη μετάληψη του εμβαπτισμένου στο αίμα σώματος που συναντούμε στην αρχαία παράδοση.
Η Εκκλησία και η Θεολογία ποτέ δεν ταύτισαν τον τρόπο με την ίδια τη Θεία Ευχαριστία, με το μυστήριο. Κάθε άλλη θεώρηση που αρνείται τούτη τη δυνατότητα αλλαγής, η οποία εξάπαντος γίνεται υπέρ των μελών του εκκλησιαστικού σώματος, προκρίνει τον τύπο και αρνείται την αλήθεια. Το μέγα μυστήριο είναι η κοινωνία με τον Χριστό. Ολα τα άλλα ακολουθούν, όλα τα άλλα έπονται και διακονούν τούτη τη συνάντηση, τούτη την ένωση, για χάρη της οποίας υπάρχει η Εκκλησία και όλα όσα μέσα σε αυτή συμβαίνουν.
Ο καθηγητής Χρυσόστομος Σταμούλης στην οικία του στη Θεσσαλονίκη.
Φωτογραφία ευγενική παραχώρηση του ιδίου
Για να δούμε την ποικιλία του τρόπου μετάδοσης στην ιστορία της Εκκλησίας, από τη βιβλική εποχή έως και σήμερα, αξίζει να θυμηθούμε τον 101ο κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, που συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 692 και ο οποίος καταδικάζει όσους δεν δέχονται τα τίμια δώρα στα χέρια τους και αντ’ αυτού χρησιμοποιούν κάποια δοχεία από χρυσάφι ή από άλλη ύλη. Και τούτο λέγει ο κανόνας «διότι προτιμούν την άψυχη και υποδεέστερη ύλη από την εικόνα του Θεού».
Η Εκκλησία μετά τον ένατο αιώνα προχώρησε στον τρόπο μετάδοσης με τη λαβίδα που όλοι σήμερα γνωρίζουμε και καλά έκανε. Εκείνη ήταν η ανάγκη της εποχής. Σήμερα, κάτω από τη νέα ανάγκη, ίσως ήλθε ο καιρός να επανεξετάσει το θέμα. Θα μπορούσε, στο όνομα της αγάπης, να προχωρήσει σε μια αλλαγή η οποία δεν θίγει καθόλου τον πυρήνα του δόγματος και ως εκ τούτου τον τρόπο υπάρξεως των μελών του εκκλησιαστικού σώματος. Αντίθετα συγκαταβαίνει από τη μια στο φόβο του «αδύνατου» αδελφού -«Οφείλομεν ημείς οι δυνατοί τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν» (Ρωμ. 15, 1)- και από την άλλη αφαιρεί από κάθε πολιτεία οποιαδήποτε επιχειρήματα τής δια της Ευχαριστίας μεταβίβασης του ιού. Ας μη ξεχνάμε πως το Σάββατο έγινε για τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος για το Σάββατο.
«Ε.Κ.»: Νομίζετε πως η θεσμική εκπροσώπηση της Εκκλησίας, αλλά και η Εκκλησία γενικά δεν θεολογεί στις μέρες μας;
Χρ. Σταμούλης: Οσο υπάρχει ζώσα Εκκλησία τόσο υπάρχει και θεολογία, η γέννηση της οποίας γίνεται, καθώς έλεγε ο σπουδαίος δάσκαλος Νίκος Ματσούκας, εν μέσω ωδίνων και οδυνών. Ολα θέλουν τον χρόνο τους και τη στιγμή τους. Παρότι τα θεολογικά μας αντανακλαστικά δεν λειτούργησαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο κατά τη διάρκεια των πρώτων στιγμών της κρίσης -ας είμαστε ειλικρινείς- και δεν ξεχνώ πολύ σημαντικές εξαιρέσεις ιεραρχών και τοπικών Εκκλησιών, υπήρξε εν τέλει ικανή ζύμωση και ουσιαστικό προχώρημα, που θα δείξει το φως της επόμενης μέρας.
«Ε.Κ.»: Πώς ερμηνεύει κανείς τη μεταποίηση της Πίστης, από σύναψη σχέσης με τον Θεό, σε μία ιδεοληψία θρησκευτισμού, η οποία μπορεί να αναιρεθεί από μία άλλη ιδεοληψία;
Χρ. Σταμούλης: Ο άνθρωπος, δυστυχώς, εύκολα παραδίδεται στην εγγυημένη προφητεία, η οποία προϋποθέτει την ανελευθερία. Το θαύμα, ως μυστήριο μέγα, που στέκεται απέναντι στη μαγεία, θέλει ευθύνη. Ζόρικο πράγμα, όπως θα έλεγε ο ποιητής. Δεν είναι «παίξε γέλασε».
«Ε.Κ.»: Ποια η γνώμη σας για την Ομογένεια της Αμερικής; Τι είμαστε εμείς για σας;
Χρ. Σταμούλης: Οι Ελληνες του εξωτερικού είναι δυο φορές Ελληνες και δυο φορές Ορθόδοξοι. Διότι τόσο η εθνική όσο και η θρησκευτική τους ταυτότητα δοκιμάζεται σε χώρους όπου δεν αποτελούν την πλειοψηφία. Εκτέθηκαν πολύ νωρίς στο διάλογο με την ετερότητα και αποκόμισαν εμπειρίες που στην Ελλάδα βιώσαμε σε δεύτερο και τρίτο χρόνο. Οφείλουμε να αντλήσουμε από αυτή τους την εμπειρία. Την εμπειρία του οικουμενικού μας Ελληνισμού και της οικουμενικής Ορθοδοξίας.