Του Roni Bou Saba
Θεολόγου, φιλολόγου, μεταφραστού
Η βυζαντινή μουσική δημιουργήθηκε και εξελίχθηκε, ως είναι γνωστόν, εντός των ορίων της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, κυρίως στα μεγάλα κέντρα. Ουσιαστική συμβολή σ’ αυτή την πορεία είχαν άνθρωποι της Εκκλησίας της Αντιοχείας και των Ιεροσολύμων, όπως ο Ρωμανός ο Μελωδός και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός που δεν ασχολήθηκαν μόνο με την μουσική καθ’ αυτήν αλλά και με την υμνογραφία. Άλλωστε στην βυζαντινή μουσική αυτά τα δύο σκέλη είναι αχώριστα σε μεγάλο βαθμό.
Μετά την υποχώρηση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας απέναντι στην αραβική επέκταση, τα δυο αυτά Πατριαρχεία αποκόπηκαν πολιτικά από την Ρωμιοσύνη κρατώντας όμως την πολιτιστική φλόγα αναμμένη για να ζυμώσει και τον αραβικό πολιτισμό. Έτσι, χειρόγραφα μαρτυρούν ότι η ελληνική γλώσσα παρέμεινε γλώσσα της λατρείας των ορθοδόξων, τουλάχιστον ως τον 16ο αιώνα στις ορεινές εκκλησίες, όπου μεταφράστηκε μέρος της λατρείας στην κυρίαρχη συριακή γλώσσα, και πολύ αργότερα στα αραβικά στις εκκλησίες των πόλεων. Οι ιεράρχες ήταν ρωμιοί, και σε πολλές περιόδους ζητούσαν καταφύγιο στην Κωνσταντινούπολη, στον Οικουμενικό Πατριαρχείο. Φαίνεται λοιπόν ότι η Ορθοδοξία στην Αραβική, Μαμελουκική και Οθωμανική περίοδο κράτησε την επαφή με το κέντρο της Ορθοδοξίας.
Η συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν η μουσική της λατρείας να παραμείνει η βυζαντινή, και αυτό με κόπο και αρκετές επιπτώσεις στην εξέλιξή της. Η αποκλειστική συμβολή στην ανάπτυξη της βυζαντινής μουσικής πέρασε στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, απ’ ό,τι μπορώ να ξέρω. Πράγμα που δυστυχώς συνεχίζει μέχρι και σήμερα, καθώς δεν ενσωματώθηκαν ακόμα στην λατρεία της αραβόφωνης Ορθοδοξίας τα ευπρεπή αργά μέλη, αν εξαιρέσουμε τα κοινωνικά και τα χερουβικά. Αυτό το γεγονός οδήγησε κάποιους πρόσφατα να αναζητούν μια τοπική χροιά για την βυζαντινή μουσική στο Πατριαρχείο της Αντιοχείας.
Αναφέρω εδώ ότι ο Μελέτιος, αδελφός του Ιωσήφ έγινε ο πρώτος άραβας Πατριάρχης Αντιοχείας μετά από ταραχές στο εσωτερικό του Πατριαρχείου. Χειρόγραφα της εποχής δείχνουν πως τα ιδιόμελα ήταν γραμμένα στην μια σελίδα στα αραβικά, χωρίς μουσική, και στην απέναντι σελίδα η μουσική του ιδιόμελου για παράδειγμα. Η μουσική φράση γραφόταν από αριστερά προς δεξιά ενώ το απέναντι αραβικό κείμενο γραφόταν από δεξιά προς αριστερά, πράγμα που διατηρείται ως τις μέρες μας μετά την ενσωμάτωση του αραβικού κειμένου κάτω από την βυζαντινή μουσική φράση. Μετά από τον Ιωσήφ η βυζαντινή μουσική θα μπει σε νέα φάση με το μαθητή του Ιωσήφ τον πολύ Δημήτρη Αλ Μουρ (1880-1969). Ο Δημήτρης Αλ Μουρ κατείχε την αραβική γλώσσα άριστα, το ίδιο και την βυζαντινή μουσική, έτσι ήταν ο πρώτος που διαισθάνθηκε το έλλειμμα που υπήρξε στην αραβόφωνη Ορθοδοξία για μελοποιημένα αραβικά κείμενα, καθώς για πολλούς λόγους ήταν πια δυσνόητη για τον περισσότερο κόσμο η ελληνική γλώσσα ώστε να ψάλλει ο ψάλτης σε ελληνικά βιβλία. Πήρε λοιπόν την απόφαση να μελοποιήσει και να μεταφράσει συνθέσεις ρωμιών συνθετών στα αραβικά. Δίδαξε μουσική σε διάφορα μέρη του Πατριαρχείου Αντιοχείας, κυρίως στο εκκλησιαστικό λύκειο του Μπάλαμαντ, και αφιέρωσε τη ζωή του στη διάδοση της βυζαντινής μουσικής. Μέχρι σήμερα δεν βρέθηκε κανένας ψάλτης και μουσικοσυνθέτης με παρόμοιο ζήλο και μεγαλύτερο έργο. Άλλοι συνθέτες σύγχρονοι και μεταγενέστεροί του συνέβαλαν και εμπλούτισαν τη βυζαντινή μουσική είτε με συνθέσεις είτε με μεταφράσεις άλλων συνθετών. Χαρακτηριστικό όμως της μεταγενέστερης του Αλ Μουρ περιόδου είναι ότι επηρεάστηκε από όλες τις φάσεις στις οποίες πέρασε η βυζαντινή μουσική στην Ελλάδα, γι’ αυτό παρατηρούμε ψάλτες και συνθέτες επηρεασμένους από Έλληνες ψάλτες (Στανίτσα, Καρά, Βασιλικό κ.α.).