Ὑπὸ Μητροπολίτου Πέργης Εὐαγγέλου (Γαλάνη)
Ὅταν ὁ Ἰάκωβος Ναυπλιώτης ἔψαλε στὸ Μητροπολιτικὸ ναὸ τῶν Ἀθηνῶν, ὕστερα ἀπὸ ἑξήντα τιμημένα χρόνια στὰ ἀναλόγια τοῦ πατριαρχικοῦ ναοῦ τοῦ Φαναρίου, ὁ «Δάσκαλος», παρὰ τὴν ἡλικία του, συγκλόνισε τὰ πλήθη. Ὁ Τύπος τὸν ἔκρινε διαφορετικὰ καὶ ποικιλότροπα, ὁρισμένοι δὲ τὸν εἶδαν σὰν γίγαντα τῆς «Πατριαρχικῆς μουσικῆς παραδόσεως». Καὶ ἡ Σοφία Σπανούδη τότε ἔγραφε, ὅτι «ἡ Ἀθήνα ἄκουσε τὸν κυρίαρχο τοῦ μεγάλου βυζαντινοῦ ὕφους, μὲ τὴ γνησιότερη σφραγίδα».
Θὰ ἐγκύψω ἀκαδημαϊκὰ σ᾽ αὐτὴ τὴ «γνήσια σφραγίδα», ἐξετάζοντας μὲ πολλὴ συντομία τὴ βασικὴ αἰτία αὐτοῦ τοῦ θρύλου «τῆς παραδόσεως καὶ τοῦ ὕφους», ποὺ κατὰ τὴ γνώμη μου ὀφείλεται σὲ τρεῖς οὐσιώδεις παράγοντες:
1. Στὴν ἰδιάζουσα ἔννοια ποὺ ἀπέκτησε ἡ «παράδοσις» γενικὰ στὴ Βασιλεύουσα.
2. Στοὺς εἰδικοὺς λόγους ποὺ τὴ δημιούργησαν καὶ τὴ συγκράτησαν στὴν ἐπιβλητική της θέση.
3. Στὶς ἰδιαίτερες συνθῆκες ζωῆς τοῦ Ῥωμῃοῦ μετὰ τὴν Ἅλωση.
Τὴ μελέτη μου αὐτὴ τὴν ἀφιερώνω στοὺς ὁμόψυχους ἀποφοίτους τῆς Ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης, γιὰ τὴν Ἐπετηρίδα ποὺ ἑτοιμάζουν μέσα στὸν κύκλο τῆς Ἑστίας των στὴν Ἑλλάδα.
1.- Η ΙΔΙΑΖΟΥΣΑ ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ «ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ» ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΥΌΥΣΑ
Ὅταν μιλοῦμε γενικὰ γιὰ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἢ γιὰ τὸ Φανάρι, ἡ σκέψη μας αὐθόρμητα καταλήγει στὴν ἰδέα του «ἄκρως ἱεροῦ» καὶ τοῦ «ἀμετακίνητου». Βλέπουμε τοὺς πιστούς του ἀφοσιωμένους στὸ «Στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις, ἅς ἐδιδάχθητε». Μὲ ἀλλὰ λόγια, μιλώντας γιὰ τὴ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ἔχουμε προκαταβολικὰ τὸ δεδομένο, ὅτι ἀκολούθησε καὶ ἀκολουθεῖ μία ἐφαρμογὴ βιώματος μὲ στεῤῥότητα στὰ καθιερωμένα, καὶ ὁ νοῦς μας συγκλονίζεται ἀπὸ τὴν ἰδέα καὶ τὴν πραγματικότητα ἑνὸς θεσμοῦ, ποὺ ὁ σεβασμὸς καὶ ἡ ἀκτινοβολία του, ἀπὸ καταβολῆς του, ὀφείλονται σὲ μία Ἱερὴ καὶ φανατικὴ θὰ λέγαμε προσήλωση στὸ κατεστημένο.
Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, μέσα στοὺς αἰῶνες τῆς πολυκύμαντης ἱστορίας του, ἀκολούθησε ὑποχρεωτικὰ μία «Τάξη» καὶ ἕνα «Τυπικό», ποὺ ἡ πιστὴ ἐφαρμογή τους, μαζὶ μὲ τὴν ἀδιαφιλονίκητη ἀξία καὶ ἀνωτερότητά τους, ἀποτέλεσαν τὸν συνεκτικὸ δεσμὸ ἀνάμεσα στὶς ἐποχές, τὰ πρόσωπα καὶ τὶς ποικίλες ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς τοῦ Φαναρίου. Στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα, ἡ κατάσταση αὐτὴ λέγεται «παράδοσις». Γιατί ὅλη ἡ ἀξία της ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πόσο θὰ περιέλθει ἀκέραια στοὺς ἐπιγόνους. Κι᾽ ἔχει τὴν ἔννοια ἀκόμη τῆς ἐξασφαλίσεως ἑνὸς θησαυροῦ – τοῦ κατεστημένου – ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά.
Αὐτὸς ὁ θησαυρός, ἡ παράδοσις, εἶναι ποὺ ἀποτελεῖ τὸν ἄγραφο νόμο τῆς ζωῆς καὶ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ θεσμοῦ, καὶ στὴν περίπτωσή μας, τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Χωρὶς τὸν «τυπικό» ἢ «ταξικό» αὐτὸ θησαυρό, ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία μικραίνει – τρόπος τοῦ λέγειν – καὶ γίνεται ἀ-ταξικὴ Ἐκκλησία, γίνεται ἄτακτη Ἐκκλησία.
Ἂν τώρα αὐτὴ ἡ παράδοση, ἐπιτύχει νὰ μιλήσῃ διὰ μέσου τῶν αἰώνων καὶ ν᾽ ἀγκαλιάσῃ τὰ πλήθη, ἂν ἐπιτύχει ν᾽ ἀνταποκριθεῖ στοὺς φανεροὺς τῆς σκοποὺς καὶ στὴν κεκρυμμένη της σοφία, τότε ἡ παράδοση ἐκείνη ἀποβαίνει «Κανόνας» ὄχι μόνο γιὰ τοὺς δικούς της ἑταίρους, ἀλλὰ καὶ γενικότερα. Αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ ἔγινε μὲ τὴν παράδοση τοῦ Φαναρίου. Πέρασε ἀπὸ ὠκεανοὺς ἀναμοχλεύσεων, νίκησε τὸν τόπο καὶ τὸν χρόνο, εὐλογήθηκε πατριαρχικὰ καὶ αὐτοκρατορικὰ καὶ ἀναδείχθηκε «ὑπερέχουσα». Ἔγινε ἡ πεποικιλμένη μὲ τὴν ἐπίγεια δόξα δύναμη τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀλλὰ ὑπῆρχαν οἱ λόγοι καὶ οἱ ἀφορμὲς γιὰ νὰ ἀποκτήσῃ ἡ Βασιλεύουσα τὴν ἰδιάζουσα Παράδοση της στὸν τομέα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς καὶ τοῦ ὕφους; Παρακάτω ἀκριβῶς θ᾽ ἀναφερθοῦμε στὸ θέμα αὐτὸ τῶν λόγων τῆς ὑπεροχικότητος καὶ τῆς μοναδικότητός τους.
ΙΙ.- ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΕΠΙΒΛΗΤΙΚΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΟΥΣΙΚΟΥ ΥΦΟΥΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
1. Ὡς πρῶτος βασικὸς συντελεστὴς τῆς «βαρύτητος» τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς τῆς Κων/πόλεως, πρέπει νὰ θεωρηθῇ ὁ «ὀνομαστικός». Ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ὀνομασία της ἡ Μουσικὴ ὡς Βυζαντινή, κερδίζει καὶ ἐπιβάλλεται. Δείχνει τὴν ἀρχαιοπρέπεια καὶ τὴν ἱερότητά της. Στολίζεται ἀπὸ ἕνα ὄνομα, ποὺ τὴν μεταφέρει ἀμέσως στοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες, στὸ ἔνδοξο καὶ λαμπρὸ παρελθόν.
2. Συμφυὴς μὲ τὸν πρῶτο λόγο θεωρεῖται καὶ ὁ «τοπικός» παράγων. Τὸ Βυζάντιο ὑπῆρξε ἡ πρωτεύουσα τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, ὅπως καὶ μετέπειτα ἡ Κων/πολις τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Εἶναι πολὺ φυσικὸ ἡ τέχνη καὶ ὁ πολιτισμὸς ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ Κέντρο, νὰ θεωρεῖται καὶ νὰ εἶναι ὁ ἐπικρατέστερος. Καὶ ἡ Βυζαντινὴ Μουσική, σὰν μουσικὴ τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἦταν ἀσυζητητὶ ἡ πρώτη.
3. Υπάρχει ὁ παρεμφερὴς πρὸς τοὺς δυὸ πρώτους παράγων, ποὺ ἠμποροῦμε νὰ τὸν ὀνομάσουμε «περιφερειακό». Ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία δὲν περιοριζόταν σὲ μιὰ πόλη, ἀλλὰ σὲ μιὰ περιοχὴ τεράστια, μὲ ποικιλία λαῶν μέσα της. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ λαοὶ ἦταν ἑπόμενο νὰ εὐρύνουν τὸν κύκλο καὶ τὴν περιφέρεια τῆς ἐπικρατήσεως, ἀλλὰ καὶ τῆς φήμης τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς.
4. Ἡ προσωπικότης καὶ τὸ κύρος σὲ πολλὲς περιπτώσεις καὶ ἡ ἱερότης τῶν προσώπων ποὺ ἀσχολήθηκαν μὲ τὴν Ὑμνολογία καὶ Ὑμνογραφία ἀπὸ τοὺς πρώτους ἤδη αἰῶνες, ἰδιαίτερα ὅμως γιὰ τὴν Κων/πολη ἀπὸ τὸν θρίαμβο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου κ.ἐ., ἐνίσχυσαν ἀσύγκριτα τὴ θέση, καὶ τὸ μέλλον τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας μουσικῆς. Ἡ ἀξιοσύνη τῶν μουσικοδιδασκάλων καὶ μουσικοσυνθετῶν στὴν Κων/πολη συνεχίστηκε μέχρι τῶν ἡμερῶν μας.
5. Ἓνας ἐπὶ πλέον θετικὸς παράγων τῆς ἐξελίξεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας μουσικῆς στὸ Βυζάντιο (=ΚΠ), ὑπῆρξε ἡ ἀτμόσφαιρα ποὺ ἐδημιούργησαν στὴν πρωτεύουσα, ἀλλὰ καὶ γενικότερα στὴν ἐπικράτεια, οἱ συνεχεῖς πολιτειακὲς μεταβολές. Οἱ μετὰ δὲ τὴν Ἅλωση αἰῶνες, δείχνουν καθαρὰ πὼς οἱ νέες συνθῆκες ζωῆς καὶ ἐπιβιώσεως τῶν Ῥωμῃῶν στὴν Πόλη, τοὺς ἀνάγκασαν νὰ στερεώσουν τοὺς συνδετικοὺς κρίκους τῆς κληρονομίας των, γιὰ τὸ καλὸ τῶν ἰδίων.
6. Γιὰ τελευταῖο λόγο ἐπιθυμοῦμε νὰ ἀναφέρουμε τὸν πολυμέτωπο ἀγῶνα γιὰ τὴ διαφύλαξη τοῦ προγονικοῦ αὐτοῦ θησαυροῦ, ἀγώνας ποὺ εἶχε φυσικὰ καὶ τὰ θετικά του ἀποτελέσματα. Στὴν ἱστορική της ἀναδρομὴ ἡ ἐκκλησιαστική μας μουσικὴ ἀντιμετώπισε:
α) Τὴν κοσμικὴ καὶ τὴν ἐνόργανη μουσική.
Ἀπὸ τὴ σημερινὴ πραγματικότητα μποροῦμε νὰ ἀναλογισθοῦμε καὶ τὴν ἀτμόσφαιρα τῶν ἀρχαιοτέρων περιόδων, φθάνοντας μέχρι καὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀρείου (δ´ αἰ.) μὲ τὴν ἐθνική του μουσική.
Ὡς πρὸς τὸ ὄργανο (ORGUE), ποὺ τὸ περιγράφει ὁ αὐτοκράτορας Ἰουλιανὸς καὶ τὸ χρησιμοποιοῦσαν οἱ Βυζαντινοὶ στὸν Ἱππόδρομο κατὰ τὶς μεγάλες τελετές, αὐτὸ δὲν ἐπεκράτησε μὲν μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἀπετέλεσε ὅμως σημεῖο ἀντιδράσεως τοῦ ἱεροῦ περιβόλου, τὰ ἀποτελέσματα τῆς ὁποίας ἐπέδρασαν μεταγενέστερα.
β) Τὴ Δυτικὴ μουσικὴ νοοτροπία.
Ἡ Δύση, ποὺ χρησιμοποίησε πρῶτα τὸ Ἀμβροσιανὸ καὶ ἔπειτα τὸ Γρηγοριανὸ μέλος, ἀπὸ τὸν θ´ αἰ. ἄρχισε νὰ χρησιμοποιῇ καὶ τὴν ἐνόργανη μουσική. Ἡ ἐξέλιξη, αὐτὴ ποὺ ἀναπτύχθηκε κατὰ τὸν ια´ καὶ ιβ´ αἰ. σὲ πολυφωνικὸ σύστημα, μαζὶ καὶ μὲ τὴ γενικότερα ἐξελισσόμενη διαφοροποίηση τῶν δυὸ κόσμων, Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, ὁδήγησε τὸ Βυζάντιο σὲ μία νέα ἀναγκαστικὴ προσήλωση στοὺς παλιοὺς θεσμούς, μέσα στοὺς ὁποίους συγκαταλέγεται καὶ ἡ βυζαντινὴ μουσική.
Αὐτὴ ἡ συντηρητικὴ γραμμὴ τοῦ Βυζαντίου τῆς περιόδου αὐτῆς, καὶ λίγο μεταγενέστερα (ιγ´ καὶ ιδ´ αἰ.), μᾶς κληροδότησε ἕνα μελωδικὸ θησαυρὸ ἀσύγκριτο σὲ ἐκφραστικὴ δύναμη καὶ ῥυθμικὴ ποικιλία.
γ) Τὶς κοσμικὲς μουσικὲς ἐπιδράσεις τῆς Ἀνατολῆς.
Ὁ «εἰδικός» αὐτὸς κίνδυνος προερχόταν ἀπὸ τὴν ἐπαφὴ μὲ τοὺς πληθυσμοὺς τῶν ἀραβικῶν λαῶν καὶ τῆς Περσίας στὴν ἀρχή, καὶ μὲ τοὺς Σελτσούκους καὶ Ὀθωμανοὺς ἀπὸ τὸν ιγ´ αἰ. Πάμπολλα εἶναι τὰ παραδείγματα τῶν βυζαντινῶν μουσικοδιδασκάλων ποὺ καλλιέργησαν μὲ ζῆλο καὶ τὴν Ἀραβοπερσικὴ μουσική, καὶ ἐπηρεάσθηκαν ἀπὸ αὐτήν.
δ) Τὴ μουσικὴ ἐπίδραση τῶν διαφόρων ἐπιδρομέων.
Τόσο στὸ κέντρο τοῦ Βυζαντίου, ὅσο καὶ πολὺ περισσότερο στὶς ἀνατολικὲς καὶ δυτικὲς περιφέρειές του, ἡ μουσική μας ὑπέστη τὴ μοιραία ἐπίδραση τῶν μουσικῶν τῶν ἐπιδρομέων. Ὅλοι αὐτοί, μὲ τὴν ὀλιγόχρονη ἢ μακρόχρονη ἐπικράτησή τους, ἐπεδίωξαν νὰ ἐπιβάλουν τὴ «βάρβαρη» μουσική τους, μὲ φυσικὴ ἐπίδραση καὶ στὸν ἱερὸ περίβολο.
ε) Τὶς ἀπροσδόκητες ἐξελίξεις ἀπὸ τὴν Ἅλωση τῆς Κ/Π (1453).
Τὸ γεγονὸς τῆς Ἁλώσεως ἔδωκε τὴ μεγαλύτερη ὤθηση στοὺς Βυζαντινοὺς γιὰ περισυλλογὴ καὶ περιφρούρηση κάθε εἴδους πνευματικῆς κληρονομίας. Ἡ παρουσία τοῦ Τούρκου μέσα στὴ Βασιλεύουσα ἀπετέλεσε τὸ ἱερώτερο κίνητρο γιὰ τὴν περίσωση τῆς πνευματικῆς κληρονομίας.
Οἱ Χριστιανοί, μετὰ τὴν ἀλλαγὴ ἐκείνη, συσπειρώθηκαν περισσότερο γύρω ἀπὸ τὸν Πατριάρχη καὶ τὸ Πατριαρχεῖο. Αὐτὸ δὲ φρόντισε νὰ ἱδρύσῃ μὲ τὸν καιρὸ καὶ νὰ διατηρήσῃ τυπογραφεῖο καὶ διδασκαλεῖο τῆς γλώσσας, ἀλλὰ καὶ τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς. Ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, κυρίως μετὰ τὸ 1600, ἀπέβη ἡ κιβωτὸς ὅπου τὸ βυζαντινὸ μέλος βρῆκε καταφύγιο καὶ διασώθηκε ὡς τὶς μέρες μας. Πρωταρχικὸ δὲ ρόλο σ᾽ αὐτὸ ἔπαιξε «ἡ διὰ τῆς ἀλληλουχίας τῶν προσώπων μεταβιβαζομένη παράδοσις». Ἡ διαδοχὴ τῶν Ἀρχόντων Πρωτοψαλτῶν καὶ Λαμπαδαρίων τῆς Μ. τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ποὺ ἔπρεπε νὰ ἔχουν σὰν κύριο γνώρισμα τους αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ ἀποκαλεῖται «πατριαρχικὸν ὕφος».
στ) Τοὺς διαφόρους κατηγόρους τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας Μουσικῆς.
Οἱ διάφορες κατὰ καιροὺς κατηγορίες, ὅτι «ἡ νῦν ἐν χρήσει ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ Μουσικὴ οὐδὲν ἄλλο εἶναι, ἢ κρᾶμα τουρκικῆς, περσικῆς, ἀραβικῆς καὶ εἴ τινος ἄλλης μουσικῆς», ὑπεχρέωσαν τοὺς μουσικολόγους μας νὰ περιέλθουν σὲ ἀμυντικὴ καὶ ἀπολογητικὴ κατάσταση, ποὺ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα τὴν περιφρούρηση καὶ τὴ διαιώνισή της.
ζ) Τὰ ῥεύματα τῆς τετράφωνης μουσικῆς μέσα στὴν Κων/πολη.
Μὲ αὐτὰ ἐννοοῦμε τὶς μεμονωμένες καὶ πρόσκαιρες ἀπόπειρες ἐναρμονίσεως τῆς μουσικῆς μας, ἢ τῆς τετράφωνης ἐφαρμογῆς της σὲ διαφόρους ναοὺς τῆς Πόλεως. Οἱ προσπάθειες αὐτές, ποὺ μὲ τὴν ὑποστήριξη πολλὲς φορὲς καὶ ἀνωτέρων ἐκκλησιαστικῶν παραγόντων ἀπέβλεπαν «εἰς τὸ νὰ περιβληθῇ ἡ μουσικὴ ἡμῶν τὸν μανδύαν τῆς Τετραφώνου Μουσικῆς», ἀπέτυχαν.
Στὸ σημεῖο ὅμως αὐτὸ καὶ μέσα στὰ πλαίσια τῶν προσπαθειῶν γιὰ τὴ διαφύλαξη καὶ προαγωγὴ τῆς πάτριας βυζαντινῆς μουσικῆς, πρέπει νὰ ἀναφέρουμε καὶ τοὺς παρακάτω παράγοντες, σὰν συνέχεια τῶν ἀνωτέρω ἕξι. Εἶναι:
α) Ἡ καθιέρωση ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ ιθ´ αἰ. τῆς νέας Παρασημαντικῆς τῶν 3 Διδασκάλων (Χρυσάνθου, Γρηγορίου, Χουρμουζίου). Καὶ καθιερώθηκε μὲν στὸν ιθ´ αἰ., ἀλλὰ ἡ σκέψη γιὰ τὴν προσπάθεια αὐτὴ ξεκίνησε ἀπὸ τοὺς ἀμέσως μετὰ τὴν Ἅλωση χρόνους. Ὁ KARL NEF σημειώνει: «Ἡ ἐποχὴ ἀπ᾽ τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἕως σήμερα, χαρακτηρίζεται κυρίως ἀπ᾿ τὴν προσπάθεια ἁπλοποίησης καὶ καθιέρωσης μιᾶς νόμιμης μουσικῆς σημειογραφίας».
β) Ἡ σχολαστικὴ προσήλωση ἢ τουλάχιστον προτροπὴ γιὰ προσήλωση στὰ μουσικὰ κείμενα, ἢ μὲ τὴ συνηθισμένη ἐκκλησιαστικὴ ἔκφραση, «εἰς τὸ ἀπὸ διφθέρας ψάλλειν». Ἡ ἀπόλυση σχετικῶν κατὰ περιόδους Πατριαρχικῶν Ἐγκυκλίων, ἀπέβλεπε στὸ νὰ ὑπενθυμίζει στοὺς ἱεροψάλτες, ὅτι ἔπρεπε νὰ ψάλλουν πάντοτε «ὡς τεθέσπισται καὶ παρεδόθη ἡμῖν».
γ) Ἡ ἵδρυση καὶ ἡ λειτουργία Σχολῶν Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς στὴν ΚΠ, ἀπὸ τοῦ 1727 κ.ἑ., ὅπως καὶ Ἐκκλησιαστικῶν Μουσ. Συλλόγων καὶ Συνδέσμων Μουσικοφίλων.
δ) Ἡ διδασκαλία ἐπὶ ἕνα περίπου αἰῶνα (ἀπὸ τοῦ 1851) τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς στοὺς ἱεροσπουδαστὰς τῆς Ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης, ἀπὸ τοὺς πλέον ἐπιφανεῖς μουσικοδιδασκάλους τοῦ κλίματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Γιὰ τὸν λόγο ὅτι ἡ μελέτη αὕτη γράφεται γιὰ τὴν «Ἐπετηρίδα Θεολόγων Χάλκης» τοῦ κύκλου Ἑλλάδος, ἐπιβάλλεται καὶ ἀναγραφὴ τῶν μορφῶν καὶ τῶν ὀνομάτων των.
ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΧΑΛΚΗΣ ΕΔΙΔΑΞΑΝ:
Ἀμβρόσιος, Ἱερεύς, ἀπὸ τὸ 1851
Λεωνίδας Φωκαεύς, 1864
Γεώργιος Βιολάκης, 1875 – 1905
Ἰάκωβος Ἰωαννίδης, 1873 – 1877
Θεόδωρος Μαντζουράνης, 1880 -1882
Κωνσταντῖνος Φωκαεύς, 1881 – 1884
Ἀλέξανδρος Βυζάντιος, 1888 – 1898
Γεώργιος Πρωγάκης, 1898 – 1928
Ἰάκωβος Ναυπλιώτης, 1914 –
Μιχαὴλ Χ# Ἀθανασίου, 1928 – 1948
Κωνσταντῖνος Πρίγγος, 1948 – 1958
Βασίλειος Νικολαΐδης, 1959 – 1964
Καὶ μὲ τὸν τίτλο τοῦ Ὑφηγητοῦ ἐδίδαξαν:
Κωνσταντῖνος Βαλλιάδης, 1853 – 1854
Σεραφεὶμ Φωτιάδης, 1853 – 1854
Ἄνθιμος Ἀλεξιάδης, 1865
Καλλίνικος Ἀρκαδιώτης, 1865
Ἀμβρόσιος Καισάρας, 1869
Ἀθανάσιος Μεγακλῆς, 1871.
III.— Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΡΩΜΗΟΥ ΣΤΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΜΑΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ
Εἶναι εὔκολο νὰ συλλάβῃ κανεὶς τὴν ἀπελπιστικὴ ψυχικὴ κατάσταση, στὴν ὁποία εἶχε περιέλθει ὁ λαὸς τῆς Κων/πόλεως εὐθὺς μετὰ τὴν Ἅλωση. Ἄλλα δὲν εἶναι καὶ εὔκολο νὰ ἑρμηνεύσῃ τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους οἱ Χριστιανοὶ τῆς Πόλεως, ἀμέσως μετὰ τὴ δοκιμασία, θεώρησαν ἀδήριτα ἀναγκαῖο νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὴν περιφρούρηση κάθε εἴδους πνευματικῆς κληρονομίας των. Ἔπρεπε νὰ ἀρθοῦν στὸ ὕψος μιᾶς ἡρωικῆς ἀποστολῆς, μέσα στὴν ὁποία ὁ ῥόλος τοῦ καθενὸς ἦταν ἡ ἀδιάκοπη ἀνάταση πέρα ἀπὸ τὸ ὅριο τοῦ δυνατοῦ.
Ἡ νέα αὐτὴ ἀποστολὴ ἦταν σκληρή, ἀλλὰ οὐσιαστική. Ὁ Ῥωμῃὸς ὅσο θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀποστολή του, κλεισμένα μέσα στὰ τείχη, ἄλλο τόσο ἄρχισε νὰ τὸν βλέπῃ καὶ σὰν πολίτη τῆς οἰκουμένης, μὲ βαρύτερες εὐθύνες, κάτω ἀπὸ τὴ μητρότητα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ νέα πραγματικότητα ὅπως τὸν καθιστοῦσε ὑπεύθυνο γιὰ ὅ,τι πεῖ καὶ ὅ,τι πράξει στὸ μέλλον, τὸ ἴδιο τὸν δέσμευε καὶ γιὰ ὅ,τι δημιουργοῦσε, γιὰ ὅ,τι ἔψαλλε. Οἱ θόλοι τῶν ναῶν ὄχι μόνο δὲν ἔπαυσαν νὰ δέχονται τὶς ἱκεσίες τῶν πιστῶν, ἀλλὰ ἄνοιξαν τὰ σπλάγχνα τους γιὰ μεγαλύτερη θησαύριση τῆς Ῥωμαίϊκης ἀγωνίας. Ἔπρεπε πλέον ἡ προσευχὴ τοῦ Ῥωμῃοῦ νὰ μὴ χάσῃ τίποτα καὶ ἀπὸ τὴ μουσικότητα καὶ μελῳδικότητα τοῦ παρελθόντος.
Καὶ κάτι παραπάνω. Νὰ ἀποδίδει ὅλο τὸ καινούργιο πάθος καὶ ὅλο τὸ παλιὸ μεγαλεῖο της. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Ὀρθοδοξία στὴν Πόλη, ἀπὸ τὴν Ἅλωση κι᾽ ἐδῶ, κέρδισε ἕνα βαθύτερα ἰδεατὸ τύπο λατρείας.
Ἂν τώρα πρέπει νὰ φθάσουμε σὲ κάποιο ἐλαστικὸ ὁρισμό, θὰ λέγαμε ὅτι ὁ Κων/πολίτικος τρόπος τοῦ ψάλλειν, ἑπομένως καὶ ἡ παράδοση καὶ τὸ ὕφος, εἶναι ἕνα συγκέρασμα ἑνὸς ἱεροῦ φιλελευθερισμοῦ ποὺ τὸν ἐγέννησε ὁ τόπος καὶ ἡ ἀνάγκη, καὶ μιᾶς κοινοβιακῆς συσπειρώσεως γύρω ἀπὸ κάθε πνευματικὴ ἀξία, ἀπὸ κάθε παράδοση ποὺ εἶναι προορισμένη γιὰ τὸν αἰῶνα.
Αὐτὴ ἡ σχέση τοῦ Βυζαντινοῦ καὶ τοῦ Μεταβυζαντινοῦ καλλιτέχνη – στὴν περίπτωσή μας τοῦ μύστου τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας μουσικῆς – μὲ τὰ ἐπέκεινα τοῦ χρόνου πράγματα, ὅπως ἡ βυζαντινὴ μουσική μας, εἶναι ἀπόρροια τῆς ἰδιοσυγκρασίας του καὶ καρπὸς τοῦ ἱστορημένου χώρου καὶ χρόνου του. Εἶναι ἡ ἀνάγκη τῆς ἐπιβιώσεώς του. Κι ὅπως ὁ ἴδιος ἔχει τὴν ἰδιαίτερη θέση στὴν ἱστορία τοῦ Γένους, ἔτσι καὶ τὸ ἔργο του, ἡ παράδοσή του, ἔχει γίνει «ἡ παράδοση» τοῦ Γένους. Τὸ τυπικὸ καὶ τὸ ὕφος τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Κάτι τὸ «διάφορο».
Φανάρι, Ἰανουάριος 1979
Φανάρι, Ἰανουάριος 1979