20.9 C
Athens
Πέμπτη, 14 Νοεμβρίου, 2024

Μ. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΣΕΤΣΗ: ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ «ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΕΩΣ»

Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση


Στό μήνυμα πού ἐξαπέλυσαν οἱ Προκαθήμενοι τῶν κατά τόπους Αὐτοκεφάλων καί Αὐτονόμων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τά Χριστούγεννα τοῦ 2000, μέ τήν εὐκαιρία τῶν ἑορτασμῶν, στό Φανάρι καί τήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, τοῦ Ἰωβηλαίου τῆς δισχιλιετοῦς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, μεταξύ ἄλλων εἶχαν ἀναφερθεῖ καί στό χρέος τους, ὡς ποιμένων, νά μεριμνοῦν «διά τήν διατήρησιν καί αὔξησιν τῆς ἑνότητος τῆς ἰδίας ἡμῶν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Τῆς ἑνότητος αὐτῆς τήν ὁποίαν «παρελάβομεν, ὅπως τόνιζαν, ἐκ τῶν πατέρων ἡμῶν ὡς ἑνότητα ἐν τῇ αὐτῇ πίστει, τῇ κοινῇ λατρείᾳ μάλιστα δέ ἐν τοῖς ἱεροῖς μυστηρίοις, καί κατ’ ἐξοχήν ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ».
Ἡ Σύναξη, ὅμως, τῶν Προκαθημένων δέν ἀρκέσθηκε στήν γενική αὐτή διατύπωση. Ἀλλά προχωρώντας περαιτέρω, ἀποφάσισε, κατόπιν σχετικῶν διαβουλεύσεων, τήν σύσταση μιᾶς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς, ἐπιφορτισμένης μέ τήν ἐξέταση «λειτουργικῶν θεμάτων, πρός ἄρσιν ἀνεπιτρέπτων τινῶν διαφοροποιήσεων μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν εἰς τόν χῶρον τῆς λειτουργικῆς».
Ἡ ὀρθή καί ἐπιβεβλημένη αὐτή προτροπή τῶν Προκαθημένων, θά ἦταν ἀσφαλῶς περιεκτικώτερη καί θά κάλυπτε ἕνα εὐρύτερο φάσμα τοῦ ὑπό ἐξέταση θέματος, ἄν τό πρόβλημα δέν ἐντοπιζόταν μόνο στίς λειτουργικές καί τελετουργικές ἐκεῖνες διαφοροποιήσεις πού παρατηροῦνται μεταξύ τῶν κατά τόπους Αὐτοκεφάλων ἤ Αὐτονόμων Ἐκκλησιῶν. Διότι, διαφοροποιήσεις πού δέν προσβάλλουν τήν οὐσία τῶν τελεσιουργουμένων, ἀλλ’ ἀπηχοῦν εὐαισθησίες καί ἰδιαιτερότητες ἑνός συγκεκριμένου λαοῦ, πάντοτε ὑπῆρξαν στίς ἐπί μέρους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ὅπως ὑπάρχουν καί ἐφαρμόζονται, ἀπό ἀρχαιοτάτων ἤδη χρόνων, ἰδιαίτερες Τυπικές Διατάξεις, τόσο στόν χῶρο τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς, ὅσο καί σέ ἐκεῖνο τῶν νεωτέρων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τοῦ Βορρᾶ καί τῆς Βαλκανικῆς, πού ἱδρύθηκαν μετά τόν η΄αἰῶνα. Ὅπως μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ Μητροπολίτης Γέρων Ἐφέσου Χρυσόστομος, ἡ «ἑνότης ἐν τῇ ποικιλίᾳ» πάντοτε ὑπῆρξε τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς κατά Ἀνατολάς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Τό πρόβλημα μέ τό ὁποῖο βρίσκεται σήμερα ἀντιμέτωπη ἡ Ὀρθοδοξία δέν ἔγκειται στίς τελετουργικές διαφοροποιήσεις οἱ ὁποῖες ὑπάρχουν στήν λειτουργική πράξη τῶν διαφόρων Ἐκκλησιῶν Ἑλληνικῆς, Ἀραβικῆς, Σλαβικῆς, Ρουμανικῆς, ἤ Γεωργιανῆς παραδόσεως, ἀλλά στόν αὐτοσχεδιασμό καί στήν λειτουργική «ἀκαταστασία» πού παρατηρεῖται στά πλαίσια καί μιᾶς μόνο Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας. Ἀπό Μητρόπολη σέ Μητρόπολη, καί ἀπό Ἐνορία σέ Ἐνορία. Σέ βαθμό πού ὁ πιστός νά μήν εἶναι πλέον σέ θέση νά κρίνει ποιός ἐκ τῶν λειτουργῶν τηρεῖ τήν «τάξη», καί ποιός καινοτομεῖ!
Μέ τήν ἀνωτέρω ἀπόφασή τους, οἱ Προκαθήμενοι ὄχι μόνο ἐπικαιροποιοῦσαν τήν γνωμάτευση τῆς Προκαταρκτικῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πού τό 1930 συνηγοροῦσε ὑπέρ μιᾶς ἑνιαίας τυπικῆς διατάξεως τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σύμφωνα μέ τήν Ἐκκλησιαστική Παράδοση, ἀλλά καί ἐπανέφεραν στήν ὀρθόδοξο «ἡμερησία διάταξη» τήν εἰσήγηση τῆς Α΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως τῆς Ρόδου (1961), πού προέβαλλε καί αὐτή τό θέμα ὄχι μόνο τῆς ὁμοιομορφίας τοῦ Τυπικοῦ, ἀλλά καί τῆς διορθώσεως τῶν Λειτουργικῶν κειμένων, ὅπως καί τῆς πληρέστερης συμμετοχῆς τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου στήν λατρεία, ἐνθαρρύνοντας συνάμα τήν ἐξεύρεση τῶν μέσων ἐκείνων πού θά συνέβαλλαν στήν στήριξη τῆς καθόλου λειτουργικῆς ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Εἰσήγηση ἡ ὁποία, Κύριος οἶδε διατί, δέν συμπεριελήφθη τελικά στό πινάκιο θεμάτων τῆς ὑπό προπαρασκευήν Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Μέ τήν πρωτοβουλία τους λοιπόν αὐτή, οἱ Προκαθήμενοι ἔδιναν ἐκ νέου τό ἔναυσμα γιά μιά ἐμβάθυνση, σέ διορθόδοξο ἐπίπεδο, στό εὐρέως συζητούμενο σήμερα θέμα τῆς «λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως».
* * *


Ἡ ἐν λόγῳ ἐνέργεια τῶν Ὀρθοδόξων Προκαθημένων πρέπει νά χαιρετισθεῖ μέ ἰδιαίτερη χαρά καί ἱκανοποίηση. Καί τοῦτο διότι προϊόντος τοῦ χρόνου, ἀφ’ἑνός μέ τό πρόσχημα τῆς «λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως», ἤ «λειτουργικῆς ἀνανεώσεως», ἤ ἀκόμη «λειτουργικῆς μεταρρυθμίσεως», καί ἀφ’ἑτέρου, μέ τήν ἄκριτη καί καταχρηστική ἐφαρμογή, ἀπό κληρικούς ὅλων τῶν βαθμῶν, τῆς νηφάλιας ὑποδείξεως τοῦ Τυπικοῦ «ὡς δόξει τῷ προεστῶτι», παρεισέφρησαν στήν λατρεία μας ἐκκεντρικότητες καί παρατυπίες, πού «ὅσο κι’ ἄν φαίνονται εὐλαβεῖς καί ἐντυπωσιακές, δέν βρίσκουν ἔρεισμα στήν λειτουργική παράδοσι».
Ὡστόσο, ἡ ὑπό σύσταση «Διορθόδοξος Ἐπιτροπή Λατρείας», προτοῦ χωρήσει στό σοβαρό καί ὑπεύθυνο αὐτό θέμα τῆς «λειτουργικῆς ἀνανεώσεως», προκειμένου ὅπως ἀντλήσει ἀπό τήν ἀρχαία λειτουργική μας παράδοση στοιχεῖα, πού μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἀτόνισαν, παρερμηνεύθηκαν ἤ καταργήθηκαν, καί ἐπανεισαγάγει αὐτά στήν σημερινή λειτουργική πράξη τῆς Ἐκκλησίας μας, θά ἔπρεπε σέ μιά πρώτη φάση νά ἐπιβάλει κάποια τάξη καί «λειτουργική πειθαρχία» στά σήμερον ἀπειθαρχήτως τελεσιουργούμενα.

Μιά πρώτη προσπάθεια πρός τήν κατεύθυνση αὐτή θά ἦταν, ἀφ’ἑνός, ἡ ἐπαναφορά στήν προβλεπόμενη ἀπό τήν τυπική διάταξη φυσική τους θέση, τῶν οὐσιαστικῶν ἐκείνων στοιχείων τῆς Θείας Λειτουργίας, τά ὁποῖα μετατοπίσθηκαν, πρός ἐξοικονόμηση χρόνου ἤ μέ τό πρόσχημα τῆς «παρουσίας στό Ναό περισσοτέρων πιστῶν», χάνοντας τοιουτοτρόπως τόν συμβολισμό καί τήν σημασία τους. Καί ἀφ’ἑτέρου, ἡ ἐπάνοδος στήν ἀρχική τους θέση τῶν τελετουργικῶν ἐκείνων πράξεων, πού ἐνῶ ἀποτελοῦν μέρος αὐτοτελῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν τοῦ ἡμερήσιου λατρευτικοῦ κύκλου, ὅπως ὁ Ἑσπερινός καί ὁ Ὄρθρος, ἐνσωματώθηκαν προϊόντως τοῦ χρόνου στήν Θεία Λειτουργία, χωρίς ὅμως νά ἔχουν ὁποιαδήποτε λειτουργική συνάφεια μέ αὐτήν. Καί τοῦτο, χάριν εὐκολίας, ἤ μέ τό ἴδιο πάντοτε πρόσχημα «νά ὑπάρχει περισσότερος κόσμος» κατά τήν τέλεσή τους!
Τό μέτρο αὐτό εἶναι, νομίζω, ἐπιβεβλημένο. Διότι οἱ αὐθαίρετες μετατοπίσεις λατρευτικῶν στοιχείων ἀπό μιά Ἀκολουθία σέ ἄλλη, κυρίως δέ ἀπό τόν Ἑσπερινό ἤ τόν Ὄρθρο στήν Θεία Λειτουργία, διακόπτουν τήν φυσική ροή τῶν τελεσιουργουμένων, καί γενικά παραβιάζουν τήν Τυπική Διάταξη.
* * *
Πάμπολλες εἶναι σήμερα οἱ λειτουργικές παρατυπίες, οἱ ὁποῖες μέ τόν καιρό ἀπέβησαν, ἤ τείνουν νά ἀποβοῦν, «παράδοση». Καλύπτουν ἕνα εὐρύ φάσμα, πού μεταξύ ἄλλων ἀφορᾷ στήν φύση καί τόν τρόπο τῆς ἀρχιερατικῆς «συλλειτουργίας», τήν ἀμφίεση τῶν κληρικῶν κατά τήν τέλεση τῶν Μυστηρίων (κυρίως τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Γάμου), τόν τρόπο εὐλογίας τῶν Ἐπισκόπων καί τῶν Πρεσβυτέρων, τόν τρόπο μνημονεύσεως κατά τήν Θ. Λειτουργία ζώντων καί τεθνεώτων, τόν χρόνο καί τόν τρόπο τοῦ θυμιάζειν, ἤ ἀκόμη τόν τρόπο τοῦ ἀναπέμπειν εὐχές. Μεταξύ ὅμως τῶν πλέον ὀφθαλμοφανῶν παρατυπιῶν πού γίνονται σήμερα ἄκριτα καί ἀβασάνιστα, καί οἱ ὁποῖες ἀναστατώνουν τήν δομή τῆς Θείας Λειτουργίας καί ἀλλοιώνουν τήν οὐσία τῶν τελεσιουργουμένων, μπορεῖ νά ἀναφερθοῦν δειγματοληπτικά οἱ ἀκόλουθες:

α) Ἡ «κατόπιν ἑορτῆς» ἀνάγνωση, κατά τήν Πασχαλινή Θ. Λειτουργία, τοῦ Κατηχητικοῦ Λόγου τοῦ Ἱ. Χρυσοστόμου.

Ἡ μεταφορά τοῦ μεγαλειώδους αὐτοῦ Λόγου ἀπό τόν Ὄρθρο τοῦ Πάσχα στό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας, (μετά τήν ὀπισθάμβωνο Εὐχή καί πρίν τήν ἀπόλυση), εἶναι ἀνεδαφική καί λειτουργικά ἀπαράδεκτη.
Εἶναι γνωστό ὅτι τά ἀρχαῖα Τυπικά ὥριζαν ὅπως ὁ Κατηχητικός αὐτός Λόγος ἀναγινώσκεται μετά τό Δοξαστικό τῶν Αἴνων «Ἀναστάσεως ἡμέρα…», δίκην προτροπῆς τοῦ λειτουργοῦ πρός τόν «εὐσεβή καί φιλόθεο» λαό νά συμμετάσχει μέ ἀγαλλίαση καί χαρά στό ἐντός ὀλίγου παρατεθησόμενο «συμπόσιον τῆς πίστεως», τήν Θεία Εὐχαριστία. Ἐπρόκειτο, καί πρόκειται φυσικά, γιά μιά πανηγυρική πρόσκληση στούς πιστούς, καί τῆς «ἑνδεκάτης» ἀκόμη ὥρας, νά εἰσέλθουν «εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου», νά γίνουν «κοινωνοί τῆς ἱερᾶς καί πνευματικῆς Τραπέζης, δεχόμενοι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Ἀναστάντος ″εἰς πίστιν ἀκαταίσχυντον, εἰς ἀγάπην ἀνυπόκριτον, εἰς πλησμονήν σοφίας″» . Αὐτή εἶναι ἡ ὀρθή θεολογική καί λειτουργική ἑρμηνεία τοῦ ὑπέροχου αὐτοῦ πατερικοῦ κειμένου. Ὡς ἐκ τούτου, δέν εὐσταθεῖ ἡ «κατόπιν ἑορτῆς» ἀνάγνωσή του, ὅπως δέν ἔχει νόημα καί ἡ πρόσκληση τῶν πιστῶν στήν Θεία Εὐχαριστία, μετά τήν ὁλοκλήρωσή της! Διότι, ὅταν ὁ Ἱ. Χρυσόστομος ὁμιλεῖ γιά τήν «γέμουσα Τράπεζα» καί τό «συμπόσιον τῆς πίστεως», δέν ἀναφέρεται φυσικά στό ἑόρτιο πασχαλινό τραπέζι τοῦ κάθε νοικοκυριοῦ, τῆς ὁποιασδήποτε «κατ΄οἶκον ἐκκλησίας», ἀλλά σ’αὐτή τήν Τράπεζα τῆς Εὐχαριστίας τήν ὁποία παραθέτει «Ἡ» Ἐκκλησία.
Λειτουργικά ὀρθή θά ἦταν ἡ ἀνάγνωση τοῦ Κατηχητικοῦ Λόγου ἄν ὄχι στήν ἀρχική του μετά τούς Αἴνους θέση, ὁπωσδήποτε προτοῦ οἱ πιστοί κληθοῦν νά προσέλθουν «μετά φόβου Θεοῦ» στήν μετάληψη τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ἄν καί, μπροστά στήν συνήθεια πού ἐπεκράτησε ἐδῶ καί χρόνια στήν «Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα», ἀλλά καί στήν ἑλληνική ὀρθόδοξη διασπορά, νά φεύγουν δηλ. δρομαῖοι οἱ «φιλέορτοι πιστοί»(;!) ἀπό τήν Ἐκκλησία μέ τήν λαμπάδα στό χέρι, καί νά «τήκωνται ὡσεί κηρός ἀπό προσώπου πυρός» μόλις ἠχήσει τό «Χριστός Ἀνέστη», θά ἦταν ἴσως ἐνδεδειγμένο, καί ποιμαντικά ὠφέλιμο, ὁ Κατηχητικός αὐτός Λόγος νά ἀπαγγέλλεται εὐθύς μετά τήν ἐξαγγελία τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Καί τοῦτο, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι τό πλήρωμα, ἴσως φιλοτιμούμενο, δέν θά «διεσκορπίζετο» ὅπως «οἱ ἐχθροί Αὐτοῦ», καί δέν θά ἐτρέπετο εἰς φυγήν «ἀπό προσώπου τοῦ Θεοῦ», ἀλλά θά εὐδοκοῦσε νά μετάσχει στήν πρώτη Εὐχαριστιακή Σύναξη τῆς καινῆς κτίσεως, στήν πασχαλινή αὐτή Θεία Λειτουργία, -ἀπαρχή καί πρότυπο τῆς κάθε Λειτουργίας-, προκειμένου νά βιώσει τό Μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως, νά κοινωνήσει «τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματος», νά μεταλάβει «Σῶμα Χριστοῦ».

β) Ἡ μετάθεση τοῦ κηρύγματος ἀπό τήν κανονική του θέση, στήν ὥρα τοῦ Κοινωνικοῦ.


Τό ὅτι ἡ θέση τοῦ κηρύγματος τοῦ Θείου λόγου, εἶναι εὐθύς μετά τήν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου, δέν ἐπιδέχεται συζήτηση. Περί τούτου μαρτυρεῖ ἡ ἀρχαία λειτουργική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, (πού, σημειωτέον, τηρεῖται μέχρι σήμερα στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὅπως καί σέ πολλές ἄλλες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες), ἀλλά πρό πάντων αὐτή ἡ πρό τοῦ Εὐαγγελίου ἀναγινωσκομένη εὐχή, μέ τήν ὁποία ὁ λειτουργός δέεται ὅπως ὁ Φιλάνθρωπος Δεσπότης, «ἐλλάμψῃ…ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν…τό τῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς», καί «διανοίξῃ» «τούς τῆς διανοίας ἡμῶν ὀφθαλμούς, εἰς τήν τῶν εὐαγγελικῶν (Του) κηρυγμάτων κατανόησιν» . Κατανόησιν, στήν ὁποία θά συμβάλει ἀκριβῶς τό ὑπό τοῦ λειτουργοῦ ἐκφωνηθησόμενο κήρυγμα. Μέ τόν Θεῖο λόγο λοιπόν, πού πρέπει νά εἶναι κυρίως «ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν», ὁλοκληρώνεται τό πρῶτο, τό διδακτικό, μέρος τῆς εὐχαριστιακῆς Συνάξεως, ἡ λεγομένη «λειτουργία τοῦ λόγου».
Ἡ μετάθεση λοιπόν τοῦ κηρύγματος τοῦ Θείου λόγου, ἀπό τήν φυσική του μετά τήν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν θέση, στήν ὥρα τοῦ Κοινωνικοῦ, μέ τό ἴδιο πάντοτε πρόσχημα «νά ὑπάρχει ἐκκλησίασμα στό Ναό», ὄχι μόνο ἐπιφέρει «μιά παρέκβαση στήν ἱερουργία», καθώς εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ καθηγητής Ἰωάννης Φουντούλης, ἀλλά καί εἶναι ἀμφίβολο ἄν «διευκολύνῃ τόν πιστό στό νά σκέπτεται ἀποκλειστικῶς καί μόνο τήν ἀθάνατο τράπεζα τοῦ Κυρίου, τῆς ὁποίας θά κληθῇ νά μετάσχῃ» . Κυρίως σέ περίπτωση κατά τήν ὁποία ὁ κηρύττων, ἀντί νά ἑρμηνεύει τόν Θεῖον λόγον, φληναφεῖ ἀσυνάρτητα (σύνηθες φαινόμενο!), ἤ προβαίνει σέ κοινωνικοπολιτικά «μανιφέστα», (καί τοῦτο ὄχι σπάνιο δεῖγμα «κηρυκικῆς δεξιοτεχνίας»!), πού δέν ἁρμόζουν μέ τήν ἱερή στιγμή τῆς περισυλλογῆς τοῦ πιστοῦ καί τῆς προετοιμασίας του νά προσέλθει «μετά φόβου Θεοῦ» στήν Θεία Κοινωνία.

γ) Ἡ τέλεση μνημοσύνου, ὡς αὐτοτελοῦς ἱεροπραξίας, μετά τήν ἀπόλυση τῆς Θείας Λειτουργίας.


Ὁ νεωτερισμός αὐτός, τόν ὁποῖο ἐπέβαλε, -μέ τήν ἀνοχή ὡς μή ὤφελε τοῦ ἱερατείου-, ἡ «ἐκβιομηχάνιση» ἀπό ἐξειδικευμένα Γραφεῖα Τελετῶν τῆς κατανυκτικῆς αὐτῆς ἱερουργίας, ἀποτελεῖ ἀνοσιούργημα καί, αὐτό τοῦτο, βλασφημία τῶν Θείων. Ἁπλούστατα διότι, ἡ ἐπιμνημόσυνος ἀκολουθία «εἰς μακαρίαν μνήμην καί αἰωνίαν ἀνάπαυσιν» ἑνός πιστοῦ, ἀποτελεῖ, ἀπό τούς χρόνους ἤδη τῆς πρωτογενοῦς Ἐκκλησίας, ἀναπόσπαστο μέρος τῆς Θείας Λειτουργίας.
Βασικό δίδαγμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι ἡ «λογική καί ἀναίμακτος λατρεία» μιᾶς δεδομένης ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος δέν προσφέρεται μόνο ὑπέρ τῶν προσκομισάντων τά τίμια δῶρα ζώντων, ἀλλά καί ὑπέρ «πάντων τῶν κεκοιμημένων ἐπ’ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου» πατέρων, μητέρων, ἀδελφῶν, ἀναδόχων καί ἡγουμένων ἡμῶν ἐν τῇ πίστει. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο ὁ λειτουργός, προετοιμάζοντας τά προτεθησομένα Τίμια Δῶρα, ἐπί τοῦ Δισκαρίου καί κάτω ἀπό τόν Ἀμνό καί τίς μερίδες τῆς Παναγίας καί τῶν ἐννέα Ταγμάτων, «καί λοιπάς προσφέρει μερίδας…ὑπέρ τοῦ προσενεγκόντος καί ὑπέρ ὧν τά δῶρα προσήγαγε, τελευταῖον δέ ὑπέρ τῶν ἐν Χριστῷ κοιμηθέντων». Καί διά τοῦτο, ἐπίσης, μετά τήν Μικρά Εἴσοδο, ψάλλει τό ἀπολυτίκιο τῶν τεθνεώτων «Μνήσθητι Κύριε ὡς ἀγαθός τοῦ δούλου (τῆς δούλης) σου…», καί μνημονεύει, μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων, τό ὄνομα ἐκείνου ὑπέρ οὗ τελεῖται τό μνημόσυνο, δεόμενος ὅπως ὁ Θεός ἀναπαύσει αὐτόν «ὅπου ἐπισκοπεῖ τό φῶς τοῦ προσώπου Του».
Τό μνημόσυνο δέν εἶναι ὑπόθεση ἰδιωτική τῆς οἰκογένειας ἤ τῶν φίλων τοῦ τεθνεῶτος, ἀλλά ὁλοκλήρου τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας εἶναι αὐτός μέλος διά τοῦ Βαπτίσματος. Διά τοῦτο ἀκριβῶς, ἡ λειτουργική πράξη τῆς Ἐκκλησίας προβλέπει τήν τέλεση του μέσα στά πλαίσια τῆς Θείας Εὐχαριστίας κατά τήν ὁποία ἅπαντες, κλῆρος καί λαός, ζῶντες καί τεθνεῶτες, ἡ θριαμβεύουσα καί ἡ στρατευομένη Ἐκκλησία, γίνονται Σῶμα Χριστοῦ.

δ) Ἡ μεταφορά τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ τῶν Θεοφανείων, ἀπό τόν Ὄρθρο πρός τό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας. 


Ἡ αὐθαίρετη μετακίνηση τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, ἀπό τόν Ὄρθρο στό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων, μέ τήν δικαιολογία «νά εἶναι παρόντες οἱ καθυστερημένοι», λειτουργικά δέν εὐσταθεῖ, παραποιεῖ δέ τό νόημα τῆς ἱεροτελεστίας αὐτῆς.
Ὅπως ὁμιλοῦν ἀφ’ ἑαυτῶν οἱ εὐχές τοῦ Ἁγιασμοῦ, καί γενικά ἡ ὅλη μεγαλειώδης ἀσματική ἀκολουθία τῆς Δεσποτικῆς αὐτῆς Ἑορτῆς, ὁ πιστός πού συμμέτεχει στήν Εὐχαριστιακή Σύναξη τῆς ἡμέρας αὐτῆς, δέν γίνεται κοινωνός τοῦ «βαπτισθησομένου» Χριστοῦ. Προτρέπεται πρῶτα, διαρκοῦντος τοῦ Ὄρθρου, νά γίνει μάρτυς τῆς Θεοφανείας. Καλεῖται νά δεῖ «τό ἀληθινόν φῶς» τό ὁποῖο «ἐπεφάνη καί πᾶσι τόν φωτισμόν δωρεῖται», καί νά θεωρήσει τόν «περιβάλλοντα τόν οὐρανόν ἐν νεφέλαις» νά περιβάλλεται «τά ρεῖθρα τά Ἰορδάνια» καί νά «καθαίρεται τήν ἡμῶν κάθαρσιν» . Καλεῖται ὁ πιστός νά βοήσει «ἁγίασον ἐμέ καί τά ὕδατα Σωτήρ ὁ αἴρων τοῦ κόσμου τήν ἁμαρτίαν» . Νά φωνήσει τό «ὁ ἐπιφανείς καί σώσας ἡμᾶς Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, δόξα σοι» . Οὕτως ὥστε, κατά τήν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας, νά ἀξιωθεῖ νά γίνει κοινωνός καί ὅμαιμος τοῦ ἤδη ἐν Ἰορδάνῃ ἐπιφανέντος καί ὑπό τοῦ Προδρόμου βαπτισθέντος ἠγαπημένου Υἱοῦ τοῦ Πατρός, τοῦ Σταυρωθέντος δέ στή συνέχεια, καί παθόντος, καί ταφέντος καί ἀναστάντος διά τήν ἡμῶν σωτηρίαν Χριστοῦ. Παρέλκει λοιπόν νά ὑπογραμμισθεῖ ὅτι ἡ ἑτερόχρονη καί «κατόπιν ἑορτῆς» τέλεση τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ εἶναι ἄνευ νοήματος.

ε) Ἡ λιτάνευση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στό τέλος τῆς Θ. Λειτουργίας τήν Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως καί τήν ἑορτή τῆς Ὑψώσεως.


Ἡ μετατόπιση τῆς περιφορᾶς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἀπό τό τέλος τῆς Δοξολογίας, ψαλλομένου τοῦ ἀσματικοῦ «Ἅγιος ὁ Θεός…», (καθώς προβλέπει ἡ Τυπική διάταξη), πρός τό τέλος τῆς Εὐχαριστιακῆς Συνάξεως τῶν ἀνωτέρω ἑορτῶν, μέ τό ἴδιο πάντοτε πρόσχημα «νά ὑπάρχει κόσμος στό Ναό», δέν δικαιολογεῖται καί ἀποτελεῖ σολοικισμό. Διότι οἱ πιστοί, προτοῦ συμμετάσχουμε τῆς Θείας Λειτουργίας τῶν ἑορτῶν αὐτῶν, πρῶτον δεόμεθα τοῦ Κυρίου «ἀξιῶσαι πάντας ἡμᾶς τόν Σταυρόν τόν τίμιον προσκυνῆσαι, καί φθάσαι τήν ἀνάστασιν». Παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς παράσχει εἰρήνη, ἵνα «τά κοσμοσωτήρια φθάσαι πάνσεπτα πάθη, καί τήν λαμπράν καί κοσμοχαρμόσυνον προσκυνῆσαι τοῦ Πάσχα κυριώνυμον καί φωσφόρον ἡμέραν» .
Στόν Ὄρθρο λοιπόν τῶν ἑορτῶν αὐτῶν, ὁ πιστός καλεῖται πρῶτα νά προσκυνήσει τόν Τίμιο Σταυρό, νά «ἀπαρνηθεῖ ἑαυτόν» καί νά «ἄρει τόν Σταυρόν αὐτοῦ», γενόμενος τοιουτοτρόπως συνοδοιπόρος τοῦ πρός τό Πάθος πορευομένου Χριστοῦ (Ματθ.8, 34). Αὐτήν ἀκριβῶς τήν πρός τό ἑκούσιον Πάθος πορεία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ συμβολίζει ἡ Μεγάλη Εἴσοδος. Εἰκονίζει τήν εἴσοδό Του «στήν ἁγία Πόλη γιά νά ἱερουργήσει τό πανσεβάσμιο μυστήριο τῆς θυσίας Του».
Ἐφ’ ὅσον λοιπόν ἡ Θεία Λετουργία εἶναι πάντοτε «Ἀναστάσιμο γεγονός», εἴτε τήν Κυριακή τελεῖται, εἴτε μιά ὁποιαδήποτε ἄλλη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, δέν ἔχει κανένα νόημα ἡ λιτάνευση τοῦ Σταυροῦ μετά τήν ὁλοκλήρωσή της. Τοὐτέστι σέ μιά στιγμή κατά τήν ὁποία οἱ πιστοί «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι…», προσκυνοῦμε καί δοξολογοῦμε τόν ἤδη εἰς τούς οὐρανούς «ὑψωθέντα» Κύριο.

στ) Ἡ μετάθεση τῆς εὐλογίας τῶν βαΐων ἀπό τόν Ὄρθρο τῆς Ἑορτῆς τῶν Βαΐων, πρός τό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας.


Σολοικισμό ἀποτελεῖ καί ἡ αὐθαίρετη αὐτή καινοτομία, πού εἰσήχθη, κυρίως, στό χῶρο τῆς Διασπορᾶς, μέ τό ἴδιο πάντοτε ἐπιχείρημα τῆς παρουσίας περισσοτέρων πιστῶν στό Ναό.
Ὡστόσο, δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ τυπική διάταξη τῆς Ἑορτῆς αὐτῆς προβλέπει ἡ μέν εὐλογία τῶν βαΐων νά γίνεται στόν Ὄρθρο, μετά τά Ἐξαποστειλάρια, ἡ δέ διανομή τους στούς πιστούς εὐθύς ἀμέσως, κατά τήν διάρκεια τῶν Αἴνων. Καί τοῦτο διά νά εἶναι ἕτοιμος ὁ πιστός, ὅπως μέ τήν ἔναρξη τῆς Θ. Λειτουργίας ὑποδεχθεῖ συμβολικά, καθώς «ὁ πλεῖστος ὄχλος», τόν «μέλλοντα εἰσιέναι εἰς τήν Ἁγίαν Πόλιν» Χριστό, κρατώντας τά βαΐα τῶν φοινίκων καί συμπορευόμενος μέ Αὐτόν πρός τό Πάθος, εἰκονίζοντας τοιουτοτρόπως τήν συνανάβασή του «μέ τόν δοξασμένο Κύριο στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, στήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν» . Ὅπως λέγει ὁ Ἀνδίδων Θεόδωρος, ἡ λιτάνευση τῶν Τιμίων Δώρων «καί ἡ τούτων πρός τό θυσιαστήριον εἴσοδος, κατά τό χερουβικόν, τήν ἀπό Βηθανίας πρός τήν Ἱερουσαλήμ δηλοῖ τοῦ Κυρίου εἰσέλευσιν».
Τό ζητούμενο, λοιπόν, μέ τήν εὐλογία καί τήν διανομή τῶν κλάδων τῶν φοινίκων κατά τήν ἑορτή αὐτή, δέν εἶναι ἡ μετά τήν ἀπόλυση καί κατόπιν ἑορτῆς «ἔξοδος» τῶν πιστῶν ἀπό τόν Ναό κρατώντας βαΐα, ἀλλά ἡ «ὑποδοχή» τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς βαϊφόρους πιστούς, καί ἡ νοερῷ τῷ τρόπῳ «εἴσοδος» αὐτῶν στήν Ἱερουσαλήμ μαζύ μέ τόν «ἐρχόμενον πρός τό ἑκούσιον Πάθος» Κύριο, κατά μίμηση «τῶν Ἑβραίων παίδων», οἱ ὁποῖοι «ὡς βασιλεῖ καί νικητῇ τοῦ θανάτου τόν ὕμνον ἀνέφερον αἰσθητῶς» πρός τόν Κύριον Ἰησοῦν .

ζ) Ἡ εὐλογία τῶν ἄρτων (Ἀρτοκλασία) στό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας.


Ἡ πανάρχαια αὐτή λειτουργική πράξη, πού ἀνάγεται στούς χρόνους τῆς πρωτογενοῦς Ἐκκλησίας καί ἀποτελεῖ κατάλοιπο τῶν «ἀγαπῶν» τῶν πρώτων χριστιανικῶν κοινοτήτων, ἀνέκαθεν εἶχε συνδεθεῖ μέ τήν ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἑσπερινοῦ τῶν Ὁλονυκτιῶν, καί δέν εἶχε καμμία ἀπολύτως σχέση μέ τήν Θεία Λειτουργία. Ἐτελεῖτο κυρίως σέ πανηγύρεις Ναῶν καί Μονῶν, εἰς ἀνάμνησιν τοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ θαύματος πολλαπλασιασμοῦ ἀπό τόν Κύριο τῶν πέντε ἄρτων, εἰς εὐλογίαν δέ, ἀλλά καί θρέψιν, ἐκείνων πού συμμετεῖχαν στήν μακρά καί ἐξαντλητική ὁλονύκτιο ἀγρυπνία. Ὁ ἄρτος, ἐξ ἄλλου, ὡς βασικό στοιχεῖο τῆς σιτήσεως τοῦ ἀνθρώπου, πάντοτε «ἀπήλαυε…τῆς δεούσης τιμῆς ἐν τῷ χριστιανισμῷ, ἐν τῷ ὁποίῳ ἐθεωρήθη ὡς τό κατ’ἐξοχήν ὑπό τοῦ Κυρίου εὐλογηθέν εἶδος διατροφῆς».
Στήν σημερινή λειτουργική πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ εὐλογία τῶν πέντε ἄρτων, καί τῶν λοιπῶν βασικῶν στοιχείων διατροφῆς τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ σίτου, δηλ., τοῦ οἴνου καί τοῦ ἐλαίου, συνεχίζει νά γίνεται σέ πανηγυρικούς Ἑσπερινούς, σέ Ὁλονυκτίες, ὅπως καί σέ Ὄρθρους μεγάλων ἑορτῶν, μέ τήν εὐχή ὅπως «ὁ εὐλογῶν καί ἁγιάζων τά σύμπαντα» Χριστός, εὐλογήσει τούς προσφερομένους ἄρτους, καί ἁγιάσει τοιουτοτρόπως «τούς ἐξ αὐτῶν μεταλαμβάνοντας πιστούς δούλους» Του .
Ἄν ὅμως σέ πανηγύρεις Ναῶν, ἡ τέλεση τῆς Ἀρτοκλασίας στό τέλος τοῦ Ὄρθρου μπορεῖ νά γίνει ἀποδεκτή κατ’ οἰκονομίαν, πρέπει νά θεωρηθεῖ ὀθνεία καί ἐκτός τόπου καί χρόνου, ἡ εὐλογία καί κλάσις τῶν ἄρτων στό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας, μετά δηλαδή τήν κλάσιν καί τόν καθαγιασμόν τοῦ εὐχαριστιακοῦ «Ἄρτου τῆς ζωῆς» . Ὅπως ἔλεγε πολύ εὔστοχα ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Πριγκηποννήσων Δωρόθεος, «τό ἔλασσον δέν ἕπεται τοῦ μείζονος»! Ἡ Θεία Λειτουργία ἀποτελεῖ τήν κατακλεῖδα καί τό ἐπισφράγισμα τοῦ ἡμερήσιου λατρευτικοῦ κύκλου. Ὡς ἐκ τούτου, δέν ἐπιδέχεται κανένα «συμπλήρωμα» τύπου Ἀρτοκλασίας, δοθέντος ὅτι μετά τήν ὁλοκλήρωση τῆς ἀναιμάκτου Θυσίας, «ἤνυσται καί τετέλεσται» τό μυστήριον τῆς Θείας Οἰκονομίας, οἱ δέ μετασχόντες σ’αὐτήν, εἶδαν τῆς «Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ τόν τύπον», ἐνεπλήσθησαν τῆς ἀτελευτήτου ζωῆς Του, καί ἀπήλαυσαν τῆς ἀκενώτου Του τρυφῆς.
* * *
Καί ταῦτα μέν ὅσον ἀφορᾷ στίς λειτουργικές παρατυπίες πού εἰσεχώρησαν βαθμιαίως στήν Λατρεία μας, καί οἱ ὁποῖες ἀλλοιώνουν τήν οὐσία τῶν τελεσιουργουμένων. Στό σημεῖο ὅμως αὐτό, θά ἦταν ἴσως ἐνδεδειγμένο νά ἀναφερθοῦν καί οἱ κενοί περιεχομένου νεωτερισμοί ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι «εὐσεβείας» ἕνεκα, ἤ μέ τήν ἐντύπωση ὅτι συμβάλλουν στήν «λειτουργική ἀνανέωση», ἄρχισαν νά εἰσάγονται βαθμιαίως σέ Ἀκολουθίες τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Ἑβδομάδος. Νεωτερισμοί, πού δέν ἀποκλείεται σέ λίγο νά θεωρηθοῦν ἀπό τό πλήρωμα ὡς ἕνα «ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ» στοιχεῖο τῆς Ὀρθοδόξου λειτουργικῆς «παραδόσεως»! Ὁ λόγος, περί τῆς ἐνεργοῦ συμμετοχῆς τοῦ χοροστατοῦντος Ἀρχιερέως στήν λιτανεύση τοῦ Ἐσταυρωμένου κατά τόν Ὄρθρο τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, ἤ στήν Ἀποκαθήλωση κατά τόν Ἑσπερινό τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ὅπως καί περί τῆς τελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Μεγάλου Σαββάτου ἐπί τοῦ Κουβουκλίου, πού βρίσκεται στό κέντρο τοῦ Σολέα.
Ἐν τούτοις, δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ ἐν χρήσει σήμερα τυπική διάταξη τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ὁρίζει ὅπως, ἡ (σχετικά νέα, μόλις τό 1864 ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Σωφρόνιο θεσπισθεῖσα) τελετή τῆς περιφορᾶς τοῦ Σταυροῦ μετά τό ε΄ Εὐαγγέλιο τοῦ Ὄρθρου τῆς Μ. Παρασκευῆς , ὅπως καί ἡ τελετή τῆς Ἀποκαθηλώσεως, γίνεται ἀπό τό Πρεσβυτέριο καί ὄχι ἀπό τόν χοροστατοῦντα Ἀρχιερέα. Ἡ τυπική αὐτή διάταξη ἔχει κάποια ἐξήγηση. Καί αὐτή εἶναι ὅτι, ὁ ἐπί τοῦ Θρόνου «εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ» ἱστάμενος Ἀρχιερεύς, δέν μπορεῖ νά λιτανεύει τό σῶμα Ἐκείνου τόν ὁποῖον αὐτός εἰκονίζει! Οὔτε δέ νά «ὑποδύεται» τόν ἀπό Ἀριμαθαίας Νικόδημο καί νά προβαίνει, τρόπον τινά, στήν «ἰδίαν αὐτοῦ ἀποκαθήλωση»!
Παρόμοιες, «εὐλαβεῖς» θεωρούμενες, ἐκδηλώσεις, δέν ἔχουν κανένα ἐκκλησιολογικό καί θεολογικό ἔρεισμα. Ὅπως δέν ἔχει θεολογικό ὑπόβαθρο καί ἡ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Μεγάλου Σαββάτου στόν σολέα καί πάνω στό Κουβούκλιο, προφανῶς μέ τήν ἐσφαλμένη ἐντύπωση ὅτι τοῦτο συμβολίζει τόν Τάφο τοῦ Κυρίου! Τό Κουβούκλιο εἶναι ἁπλῶς ἕνα «προσκυνητάρι», ἐπί τοῦ ὁποίου, κατά τόν Ἑσπερινό τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, τοποθετεῖται πρός προσκύνηση ἡ κεντητή ἤ ἐπί ξύλου ἁγιογραφημένη εἰκόνα τοῦ Ταφέντος Χριστοῦ. Ὁ κατ’ ἐξοχήν Τάφος τοῦ Κυρίου, «τό καινόν αὐτοῦ μνημεῖον», κυρίως κατά τήν συγκεκριμένη αὐτή ἅγια ἡμέρα τοῦ ἐνιαυτοῦ, εἶναι αὐτή ἡ Ἁγία Τράπεζα, ὅπου εἶναι ἐναποτεθειμένη, ἀπό τόν Ὄρθρο τοῦ Μεγάλου Σαββάτου μέχρι τήν Ἀπόδοση τοῦ Πάσχα, ἡ εἰκόνα τοῦ Ἐπιταφίου.
Λόγου γενομένου ὅμως περί Ἀποκαθηλώσεως, θά ἔπρεπε ἴσως νά παρατηρηθεῖ ὅτι καί ἡ ἐπ’ ἐσχάτων, ἐκτός Ναοῦ καί ἐκτός Ἱερᾶς Ἀκολουθίας τελούμενη «ἀναπαράσταση» τῆς Ἀποκαθηλώσεως, εἶναι ἐντελῶς ξένη πρός τό ὀρθόδοξο λειτουργικό ἦθος! Ἡ ἐν λόγῳ δυτικῆς ἐμπνεύεως «ἀναπαράσταση», πού γίνεται κατά μίμηση προφανῶς τῶν ἀνά δεκαετία στό Oberammergau τῆς Βαυαρίας ὀργανουμένων λαϊκῶν (θεατρικῶν) παραστάσεων τοῦ Πάθους, δέν προσφέρει ἀπολύτως τίποτε στόν ὀρθόδοξο πιστό. Ἡ ὅλη ἀτμόσφαιρα τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, εἰδικώτερα δέ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, εἶναι τόσο φορτισμένη ἀπό συγκίνηση, κατάνυξη καί θρησκευτική εὐλάβεια, ὥστε νά παρέλκει ἡ παρεμβολή κάθε ἐπιπρόσθετου, «δῆθεν» λατρευτικοῦ, στοιχείου τήν ἡμέρα αὐτή. Καί βέβαια, μπορεῖ νά παρατηρηθεῖ συναφῶς ὅτι, ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἕνα θρησκευτικοῦ περιεχομένου δράμα, ἐκτελούμενο ἀπό ἠθοποιούς, καί ἕτερο, τό ἀπό λειτουργούς τοῦ Ὑψίστου τελεσιουργούμενο «Θεῖον Δράμα».
* * *
Τό Β΄ Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο, πού εἶχε συνέλθει στόν Βόλο, ἀπό 22-25 Ὀκτωβρίου 2000, στά πλαίσια τῆς συνεχιζόμενης στόν ἑλλαδικό χῶρο ἔρευνας γύρω ἀπό ἐπίκαιρα λειτουργικά θέματα, μεταξύ ἄλλων εἶχε ὑπογραμμίσει ὅτι μέ τόν ὅρο «λειτουργική ἀναγέννηση» δέν πρέπει νά ἐννοεῖ κανείς «κάποιας μορφῆς καινοτομία, ἀλλά ἀναβάπτιση στόν λειτουργικό πλοῦτο τῆς ἀρχέγονης Ἐκκλησίας, μέσα στά δεδομένα τῆς σύγχρονης ζωῆς» . Καί εἶχε ἀπόλυτο δίκαιο.
Πρέπει νά παρατηρηθεῖ ὅμως, ὅτι «Λειτουργική ἀναγέννηση» καί «ἀναβάπτιση» στόν ἀρχαῖο πλοῦτο τῆς Ἐκκλησίας, δέν σημαίνει ἀπαραιτήτως μετατόπιση τοῦ Ἐωθινοῦ Εὐαγγελίου ἀπό ἕνα σημεῖο σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ Ὄρθρου, ἤ ἀνάγνωση εἰς ἐπήκοον ὅλων τῶν «μυστικῶν εὐχῶν» τῆς Ἀναφορᾶς, ἤ, ἀκόμη, συμμετοχή τοῦ πληρώματος στήν ψαλμωδία. Οὔτε, φυσικά, σημαίνει ἐπαναφορά στήν λατρεία στοιχείων τά ὁποῖα ἔπαυσαν πλέον νά ἔχουν τήν σημασία πού εἶχαν πρό δεκαπέντε αἰώνων, ὅπως π.χ. ἡ ὑπέρ τῶν κατηχουμένων Ἐκτενής δέηση. Πραγματική «ἀνανέωση» στήν Λατρεία μας θά ἐπραγματοποιεῖτο σέ περίπτωση κατά τήν ὁποία ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στό σύνολό της ἀποφάσιζε ὅπως στό ἑξῆς ἡ προσκομιδή (μέ τήν ἔννοια τῆς προσφορᾶς καί ὄχι τῆς προετοιμασίας) τῶν πρός καθαγιασμό προσφερομένων Τιμίων Δώρων καί ἡ προετοιμασία τους (μέ τήν σημασία τῆς σήμερα τελούμενης «Προσκομιδῆς»), γίνεται, σύμφωνα μέ τήν ἀρχαία λειτουργική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, μέσα στά πλαίσια τῆς Θείας Λειτουργίας ὡς ἀναπόσπαστο μέρος αὐτῆς, ὄχι δέ ἐκτός Λειτουργίας καί ὑπό μορφή μιᾶς ἰδιαίτερης ἱεροτελεστίας.
Ἡ διάταξη τῆς Θείας Λειτουργίας, ἔτσι ὅπως διαμορφώθηκε μετά τόν ιγ΄ αἰώνα, καί ἱερουργεῖται σήμερα στούς ἀνά τήν οἰκουμένη ὀρθοδόξους Ναούς, παρουσιάζει τήν ἑξῆς παραδοξότητα. Σέ μία αὐτοτελῆ δηλ. Ἱερά Ἀκολουθία, στόν Ὄρθρο, παρεμβάλλεται μιά ἄλλη, αὐτοτελής καί αὐτή (μέ ἔναρξη καί ἀπόλυση) Ἀκολουθία, τοὐτέστιν ἡ λεγόμενη «Προσκομιδή», κατά τήν ὁποία «θύεται ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ» καί «αἴρεται ἀπό τῆς γῆς ἡ ζωή αὐτοῦ» . Τό παράδοξο εἶναι ὅτι ὁ ἤδη τεθυμένος Ἀμνός, στήν συνέχεια λιτανεύεται ὡς προσκομιζόμενο (τοὐτέστι προσφερόμενο) Δῶρο, κατά τήν Μεγάλη Εἴσοδο τῆς Θείας Λειτουργίας, προκειμένου ὅπως προτεθεῖ ἐπί τῆς Ἁγίας Τραπέζης καί ἀρχίσει τοιουτοτρόπως ἡ προσφερόμενη ἀπό τόν λειτουργό «Ἀναίμακτος Θυσία». Μέ τόν τρόπο ὅμως αὐτό δίδεται ἡ ἐντύπωση ὅτι τό ἱερατεῖο προβαίνει σέ δύο θυσίες! Μιά ἀνολοκλήρωτη, ἐκείνη τῆς «Προσκομιδῆς», καί μιά «τετελειωμένη», ἐκείνη δηλ. τήν ὁποία προσφέρει κατά τήν Ἀναφορά τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Πρός ἀποφυγή τοῦ σολοικισμοῦ αὐτοῦ, θά ἦταν λειτουργικά ὀρθό, ἡ προσκομιδή τῶν πρός καθαγιασμό προσφερομένων Δώρων καί ἡ πρόθεσή τους ἐπί τῆς Ἁγίας Τραπέζης, νά γίνεται, κατά τό πρότυπο τῆς Λειτουργίας τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, εὐθύς μετά τά ἀναγνώσματα καί τό κήρυγμα, οὕτως ὥστε, ψαλλομένου τοῦ Χερουβικοῦ, ὁ ἱερουργός νά ἔχει τήν ἄνεση νά προβεῖ στήν προετοιμασία τῶν καθαγιασθησομένων Δώρων. Ἔτσι θά ὑπάρχει κάποια ἀλληλουχία καί λογική στήν προσφερόμενη ἀπό τήν Ἐκκλησία «Λογική Λατρεία». 

Τό συχνά προβαλλόμενο ἐπιχείρημα ὅτι, ἄν ξαναεισαχθεῖ στήν Θεία Λειτουργία τό παλαιό αὐτό τελετουργικό, ἐνδέχεται νά ἐπιμηκυνθεῖ ἡ διάρκεια της, δέν πείθει. Χρόνος μπορεῖ νά ἐξοικονομηθεῖ ἄν τό κήρυγμα εἶναι σύντομο καί περιεκτικό, ἄν οἱ χοροί ψάλλουν στό σωστό ρυθμό καί χρόνο, καί ἄν οἱ λειτουργοί ὅλων τῶν βαθμῶν, ὅσο καλλίφωνοι καί ἄν εἶναι, ἀπαγγέλλουν εὐλογίες, ἐκφωνήσεις καί συναπτές σέ ὕφος σεμνό καί ἀπέριττο, ἀποφεύγοντας ἀτέλειωτους λαρυγγισμούς, ψιμύθια, «κορῶνες» καί «γραμμές», συχνά δανεισμένες ἀπό ρεπερτόρια λαϊκῶν τραγουδιστῶν!
* * *
Ὡστόσο, πρέπει νά ὁμολογηθεῖ ὅτι ἐπιστροφή στίς πηγές καί «ἀναβάπτιση» στόν λειτουργικό πλοῦτο τῆς πρωτογενοῦς Ἐκκλησίας, χωρίς τήν κατάλληλη προετοιμασία καί λειτουργική ἐπιμόρφωση τῶν πιστῶν, εἶναι ἕνα ριψοκίνδυνο ἐγχείρημα, τό ὁποῖο ἐνδέχεται νά προκαλέσει σκανδαλισμό καί νά ὁδηγήσει στόν κατακερματισμό τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, καθώς ἀπέδειξε ἡ ἀπόπειρα, τόν 17ο αἰῶνα, τοῦ Πατριάρχου Μόσχας Νίκωνος, νά διορθώσει τά γεμᾶτα ἀπό πλάνες λειτουργικά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας. Ἀπόπειρα ἡ ὁποία ἐτάραξε γιά πολύ καιρό τήν Ἐκκλησία αὐτή καί κατέληξε στό σήμερα διαιωνιζόμενο ὀδυνηρό σχίσμα τῶν Παλαιοπίστων, τῶν γνωστῶν καί ὡς Ρασκολνίκων .
Τό βασικό ἐρώτημα εἶναι ἐάν καί κατά πόσο μπορεῖ νά ἐπιχειρηθεῖ σήμερα κάποια «λειτουργική ἀναγέννηση» μέ μιά ἐπιστροφή στίς πηγές, χωρίς τόν κίνδυνο νά ἐμφανισθοῦν στό ὀρθόδοξο στερέωμα ποικίλων εἰδῶν «νεο-ρασκόλνικοι», ἕτοιμοι νά δημιουργήσουν ταραχές καί σχίσματα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἐρώτημα εἶναι ἄν ἕνας Ὀρθόδοξος πιστός, εἴτε Ἕλληνας εἶναι αὐτός, εἴτε Ρῶσσος, ἤ Ἄραψ, ἤ Πολωνός, ἤ Φιλλανδός, ὁ ὁποῖος εἶναι πλέον ἐξοικειωμένος μέ τόν ἐν ἰσχύει λειτουργικό τύπο , καί ἔχει ἴσως τήν ἐντύπωση ὅτι τά τελεσιουργούμενα σήμερα ἀποτελοῦν παλαιά Παράδοση καί εἶναι πανομοιότυπα μέ ἐκεῖνα πού ἐτελοῦντο κατά τούς Ἀποστολικούς χρόνους, θά ἦταν ἔτοιμος καί διατεθειμένος νά δεχθεῖ ἀνεπιφύλακτα τήν ἐκ μέρους τῆς ποιμαινούσης Ἐκκλησίας εἰσαγωγή στήν λατρεία στοιχείων εἰλημμένων ἀπό τήν ἀρχαία λειτουργική πράξη, χωρίς νά θεωρήσει ὅτι αὐτά ἀποτελοῦν καινοτομίες νεωτεριζόντων κληρικῶν καί λειτουργιολόγων . Ὅπως παρατηροῦσε πρίν μερικά χρόνια ἡ φίλη Καίτη Χιωτέλλη, ἐξ ἀφορμῆς μιᾶς συζητήσεως γύρω ἀπό τό θέμα τῆς «λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως», τό ἐρώτημα εἶναι πῶς ἡ Ἐκκλησία θά μποροῦσε σήμερα «νά μετακινήσει τόν ὀγκόλιθο τῆς ἄγνοιας, τῶν προλήψεων, τῶν συνηθειῶν τῶν ἐκκλησιαζομένων, πού εἶναι ἕτοιμοι νά ἀντιμετωπίσουν μέ καχυποψία κάθε προσπάθεια πού θά τολμοῦσε νά ξυπνήσει τήν καθησυχασμένη τους συνείδηση»;
Πρίν ἀπό τρεῖς καί πλέον δεκαετίες, καί σέ ἐποχή κατά τήν ὁποία ξαναγινόταν λόγος περί «λειτουργικῆς ἀνανεώσεως», μέ ἀφορμή τίς τομές πού εἶχε κάμει στήν λατρεία τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ἡ Β΄Βατικανή Σύνοδος, ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης Διονύσιος, παραπέμποντας σέ χειρόγραφες σημειώσεις τοῦ καθηγητοῦ τότε, καί μετέπειτα Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Ἱερωνύμου Κοτσώνη, παρατηροῦσε ὅτι σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξο ἀντίληψη, «Λειτουργική ἀνανέωση» σημαίνει κυρίως νά καταστήσουμε «προσιτήν εἰς εὐρύτερα στρώματα πιστῶν τήν παραδεδομένην λατρείαν τῆς Ἐκκλησίας, πρός βαθυτέραν κατανόησιν καί πρός συμμετοχήν περισσοτέρων εἰς αὐτήν, εἰς ἐποικοδομήν καί πρός ἐνίσχυσιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς μορφώσεως τῶν πιστῶν» . Καί ἔτσι εἶναι! «Λειτουργική ἀναγέννηση» ἤ «ἀνανέωση» δέν μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ παρά μόνο μέ τήν κατάλληλη διαφώτιση τοῦ εὐσεβοῦς μέν, ἀλλά στήν πλειοψηφία του λειτουργικά ἀπαίδευτου πληρώματος, τό ὁποῖο εἶναι καιρός πλέον νά συνειδητοποιήσει ὅτι λατρεία δέν σημαίνει «τυπολατρία», ἀλλά συνειδητή συμμετοχή στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας.
Τό «πῶς» καί «σέ τί» ἀκριβῶς πιστεύει σήμερα ὁ ἁπανταχοῦ τῆς γῆς Ὀρθόδοξος, εἶναι ἕνα οὐσιῶδες καί ἐπίκαιρο ἐρώτημα, τό ὁποῖο πρέπει νά προβληματίσει σοβαρά τήν ἀνά τήν οἰκουμένην Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Ἡ πρό ἑξαετίας ἀπό τούς Προκαθημένους τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν μας προταθεῖσα «Διορθόδοξος Ἐπιτροπή Λατρείας», ἀποτελεῖ, χωρίς ἀμφιβολία, τό κατάλληλο «Φόρουμ» γιά ἕνα τέτοιο προβληματισμό.

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ