Δρ Αντώνιος Χατζόπουλος
Άρχων Ιερομνήμων της Μ.τ.Χ.Ε.
Ο πατρικός μου οίκος βρισκόταν στο Ταρλἀμπασι του Πέρα, σε οικοδομή 140 ετών, που στέκει ακόμη όρθια και είναι αδύνατο να μην έχω ισχυρό συναισθηματικό δεσμό με την όμορφη αυτή γειτονιά, καθότι είναι η γενέθλια γη. Κατοικούσαμε λίγα βήματα μακριά από το ιστορικό και όμορφο τέμενος Emin Camii (1570), σε μικρή απόσταση από γερμανικό και αρμενικό Ναό, όχι μακριά από τον Άγιο Κωνσταντίνο και την Παναγία Εισοδίων. Στην καθημερινή διαδρομή, με τους συμμαθητές μας προς την Αστική μας Σχολή Αϊναλήτσεσμε περνούσαμε οπό το στενό του τότε εβραϊκού Νοσοκομείου Ιερεμία, στον παιδίατρο Μπεράχα του οποίου, μας πήγαιναν οι γονείς μας, όταν προέκυπτε ασθένεια. Στους περιπάτους μας περνούσαμε μπροστά από το εντυπωσιακό κτίριο του τουρκικού Λυκείου Galatasaray, από τον ιταλικό Ναό Σαντ Αντώνιο της Μεγάλης Οδού, από τις ιστορικές εβραϊκές Συναγωγές του Γαλατά, αλλά το σημαντικότερο όλων ήταν ότι μετείχαμε στα ήθη, έθιμα και τις παραδόσεις όλων των συμπολιτών μας, που τους συναντούσαμε στην καθημερινή μας ζωή. Η διαπολιτισμικότητα ως βιωμένη εμπειρία. Φρονώ ότι σπάνια ο Πολίτης, οποιασδήποτε καταγωγής και θρησκείας θα μπορούσε να είναι εθνικιστής και φοβικός, τουναντίον είναι κοσμοπολίτης και οικουμενικών οριζόντων, καθότι η συναναστροφή με τους άλλους και η διαφορετικότητα είναι παρούσες κάθε στιγμή. Αυτό ισχύει διαχρονικά στην Πόλη και πιστεύω ότι σχεδόν ο κάθε κάτοικός της, και σήμερα, εκών άκων, είναι μέτοχος αυτής της πραγματικότητας. Η φράση-μαρτυρία του Μανουήλ Γεδεών που γράφτηκε, όταν ίδιος ήταν υπερογδοηκοντούτης και απηχούσε την πραγματικότητα της από δεκαετιών βιωμένης προσωπικής του εμπειρίας, πιστεύω ότι ισχύει και σήμερα: «Τουλάχιστον οι εν Κωνσταντινουπόλει Χριστιανοί και Μωαμεθανοί εκτιμώμεν και ηγαπώμεν αλλήλους» [Μ. Γεδεών, Καλφάδων Ανάστασις, Εγκυκλ. Ημερολόγιον Σ. Ζερβόπουλου, Κωνσταντινούπολις,1934, σελ. 78].
Η ρωμαίηκη αυτή γειτονιά, όπως την αποκαλούν οι συμπολίτες μας Τούρκοι, δηλ το Tarlabaşı, κατοικήθηκε κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, είχε τότε ρωμαίηκο πληθυσμό 60.000 και ήταν από τις πλέον πολυπληθείς περιοχές της Πόλης με ομογενειακό στοιχείο. Το έτος 1934 στην Πόλη κατοικούσαν 450.000 Τούρκοι, 90.000 Έλληνες, 40.000 Εβραίοι και 45.000 Αρμένιοι, [Karl Baedeker, Mittelmeer, Handbuch für Reisende, Leipzig, 1934, σελ.515]. Στην ευρύτερη περιοχή του Πέρα υπήρχαν περί τα τέλη του 19ου αιώνα 47 ομογενείς τραπεζίτες και ο πρόεδρος του Χρηματιστηρίου της Κωνσταντινούπολης ήταν Ρωμηός/Έλληνας, [Ο Κόσμος, Κωνσταντινούπολη, 4.12.1882]. Οι κάτοικοι της γειτονιάς μου δεν θέλησαν να υστερούν σε τίποτα από τους πλουσίους κατοίκους τραπεζίτες και μεγαλέμπορους του Πέραν! Εις πείσμα όλων λοιπόν οι εργατικοί και φιλότιμοι Πολίτες κατασκεύαζαν πέτρινα και κομψά σπίτια (σώζονται χιλιάδες στην περιοχή) και με θρησκευτικό ζήλο έκτισαν μεγαλοπρεπή Ναό με τρούλο, τον Άγιο Κωνσταντίνο (1861], που ήταν ο δεύτερος Ναός στο Πέρα, μετά την Παναγία (1804). Ίδρυσαν δε και Αστική Σχολή δίπλα στο Ναό. Στο Ταρλάμπαση ζούσαν πολλοί υπάλληλοι, ακολουθούσαν οι έμποροι και οι εργάτες, αλλά και επιστήμονες. Μεταξύ των διαφόρων επαγγελματιών υπήρχαν ξυλουργοί, υποδηματοποιοί, παντοπώλες, μηχανικοί, μουσικοί, φωτογράφοι, ζωγράφοι, δικηγόροι και ιατροί, ενώ υπάρχουν και πολλοί εκπαιδευτικοί. Οι κάτοικοι προέρχονταν από την Πόλη και την Μικρασία, αλλά και από τον ελλαδικό χώρο όπως Καρπενήσι, Άνδρο, Σιάτιστα, Ήπειρο, Πελοπόννησο, Αθήνα, κ.ά. Εδώ κατοικούσαν επίσης και οι οικονομικά ασθενέστεροι Ομογενείς, οι οποίοι δαψιλώς στηρίζονταν από την Κοινότητα Σταυροδρομίου (συσσίτια, ιατρείο, επιδόματα σε τροφούς εκθέτων και ορφανών παιδιών και σε πτωχούς, κ.ά.) Αρθρογράφος της εποχής αναφερόμενος στις αντιθέσεις του Πέραν γράφει:«…τα πτωχά παιδία που περιφέρονται και δεν έχουν την δυνατότητα να αγοράσουν κάτι από τα καταστήματα», [Ανωνύμου, Βυζαντινή Κίνησις, Σαββατιαία Επιθεώρησις, Κωνσταντινούπολη, Δεκέμβριος 1877].
Η περιοχή γνώρισε μεγάλες δόξες, η Ομογένεια εδώ, δεν αναπολεί διαρκώς το ένδοξο παρελθόν, αλλά ομού με τους κοινοτικούς παράγοντες και με την απόλυτη στήριξη του Οικουμενικού μας Πατριάρχη δημιουργεί έργα αντάξια της ιστορίας της.
Σήμερα οι περισσότεροι Χριστιανοί της Πόλης ζουν στα ιστορικά Ταταύλα (Kurtuluş), σε απόλυτη σύμπνοια με τους Τούρκους κατοίκους. Οι φούρνοι αυτές τις Άγιες ημέρες του Πάσχα παράγουν πασχαλινά τσουρέκια (Paskalya çöreği), πωλούν κόκκινα αυγά και βαφές, αλλά και παραδοσιακά εόρτια εδέσματα. Η πολιτική Ηγεσία της Χώρας εύχεται κάθε χρόνο ‘καλό Πάσχα’ με μηνύματά της, οι δε Δήμαρχοι της περιοχής, αλλά και άλλων περιοχών αναρτούν σε κεντρικές οδούς μεγάλα πανό με πασχαλινές ευχές προς τους «Συμπολίτες μας Χριστιανούς». Αυτή η κουλτούρα της έμπρακτης αποδοχής των διαφορετικών πολιτισμών που είναι παράδοση αιώνων στην Πόλη, είναι εξαιρετικά σημαντική για τις επερχόμενες γενιές.