Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος
Δικηγόρος – Άρχων Ασηκρήτις της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας
Εδώ και αρκετό καιρό, παρακολουθώ με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την επικαιρότητα στα θέματα, που αφορούν την άσκηση της λατρείας στον χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος. Και το τονίζω αυτό, διότι βάσει του ισχύοντος νομοκανονικού καθεστώτος το Άγιο Όρος, η Δωδεκάνησος και η Αρχιεπισκοπή Κρήτης καλύπτονται από την απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Προ ημερών, στις 16 Μαρτίου συνεδρίασε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος και έλαβε συγκεκριμένες αποφάσεις, έχοντας ενώπιον της τα δεδομένα της εξαπλώσεως του πασίγνωστου πλέον κορωνοϊού στη χώρα μας.
Κύριος προσανατολισμός των αποφασισθέντων μέτρων ήταν μια ενδιάμεσης γραμμής πολιτική, η οποία ούτε οδηγούσε στο κλείσιμο των ιερών ναών και στην πλήρη αναστολή των ιεροπραξιών ούτε όμως επικροτούσε και την πλήρη λειτουργία αυτών και την ανεμπόδιστη άσκηση της ελευθερίας της λατρείας.
Η απόφαση αυτή προκάλεσε την άμεση θα έλεγα αντίδραση της Κυβερνήσεως, η οποία θεωρώντας προφανώς, ότι η απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου ήταν ανεπαρκής και μη αντάξια των περιστάσεων, αποφάσισε (με συγκεκριμένες εξαιρέσεις) την προσωρινή απαγόρευση της τελέσεως κάθε είδους λειτουργιών και ιεροπραξιών σε όλους ανεξαιρέτως τους χώρους θρησκευτικής λατρείας (κάθε είδους και κάθε νομικού, κανονικού και εν γένει θρησκευτικού καθεστώτος ναών και παρεκκλησίων, ευκτηρίων οίκων, τεμενών κ.λπ.) κάθε δόγματος και θρησκείας, ανεξαρτήτως μεγέθους και χωρητικότητάς τους, στο σύνολο της Επικράτειας, για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας και για το χρονικό διάστημα από 16.3.2020 έως και 30.3.2020, κατά τα αναφερόμενα στις σχετικές εισηγήσεις της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19.
Η Εκκλησία της Ελλάδος, όπως είναι σαφές από την μεταγενέστερη απόφαση της Κυβερνήσεως, βίωσε την αποδοκιμασία και την απόρριψη. Το θέμα, όμως, θα ξανατεθεί – έστω και τυπικώς – στις 30 Μαρτίου, όταν θα λήξει η προσωρινή απαγόρευση και θα πρέπει να αποφασισθεί είτε η παράταση της αναστολής είτε η άρση της. Και τότε θα κληθεί η Εκκλησία της Ελλάδος να πάρει κάποια απόφαση. Ποια θα είναι αυτή;
Πάγια θέση μου ήταν και είναι, ότι οι ιεροί κανόνες – αν και παλαιά χρονικώς νομοθεσία και έχουσα ανάγκη κωδικωποιήσεως και ανανεώσεως – παρέχει κατ΄ ελάχιστον ψήγματα λύσεων – αν όχι ολοκληρωμένες λύσεις – για τα πλείστα των ζητημάτων που αναφύονται σήμερα.
Ένα τέτοιο ζήτημα είναι και η κατάσταση, που δημιουργήθηκε εξαιτίας του κορωνοϊού. Και το ερώτημα, που τίθεται, είναι, αν η κανονική νομοθεσία δίδει λύση ή σημείο εκκινήσεως για την σωστή κατεύθυνση για την αντιμετώπιση του ζητήματος, που δημιουργήθηκε.
Έχω την αίσθηση, ότι συμβαίνει το δεύτερο. Και θα εξηγήσω αμέσως γιατί:
Η Α΄ Οικουμενική σύνοδος αντιμετώπισε το ζήτημα του ακρωτηριασμού τόσο κληρικών όσο και μελλόντων να ενταχθούν στον κλήρο. Και ειδικότερα, όσον αφορά στους ακρωτηριαζόμενους κληρικούς, διέκρινε μεταξύ:
α) ακρωτηριασμού που οφείλεται σε λόγους ανεξάρτητους της θελήσεως του ακρωτηριαζομένου (ακούσιος ακρωτηριασμός) και
β) ακρωτηριασμού που οφείλεται σε πρωτοβουλία του ακρωτηριασθέντος (εκούσιος ακρωτηριασμός.
Εκ των δύο αυτών διακρίσεων, ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην περίπτωσή μας παρουσιάσει αυτή του ακούσιου ακρωτηριασμού.
Συμφώνως, λοιπόν, προς το α΄εδάφιο του 1ου κανόνα της Α΄ Οικουμενικής συνόδου: «Εἴ τις ἐννόσῳ ὑπὸ ἰατρῶν ἐχειρουργήθη, ἢ ὑπὸ βαρβάρων ἐξετμήθη, οὗτος μενέτω ἐν τῷ κλήρῳ».
Όπως προκύπτει από την κανονική αυτή διάταξη, η Εκκλησία αναγνωρίζει δύο περιπτώσεις ακούσιου ακρωτηριασμού.
Η πρώτη περίπτωση είναι, όταν ο ακρωτηριασμός οφείλεται σε πρόβλημα υγείας και επέρχεται κατόπιν εγχειρήσεως από ιατρό, συμφώνως με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης.
Η δεύτερη περίπτωση είναι, όταν ο ακρωτηριασμός οφείλεται σε πράξη βαρβάρων, η οποία, λαμβανομένων υπόψιν των συνθηκών και περιστάσεων της εποχής, επεσυνέβαινε σε κατάσταση πολεμικής δραστηριότητας ή αιχμαλωσίας.
Και οι δύο αυτές περιπτώσεις έχουν δύο κοινά σημεία.
Το πρώτο είναι, ότι το δυσάρεστο συμβάν του ακρωτηριασμού επήλθε χωρίς τη θέληση του ακρωτηριασθέντος.
Το δεύτερο είναι, ότι οι δύο αυτοί λόγοι, δηλαδή οι επιταγές της ιατρικής επιστήμης (νόσος που αντιμετωπίζεται ιατρικώς) και η ανωτέρα βία (πράξη βίας από τρίτα πρόσωπα), γίνονται εξ ίσου δεκτοί από την Εκκλησία, ως λόγοι που αποκτούν προβάδισμα και προτεραιότητα απέναντι στη διδασκαλία της,στην Παράδοσή της και στην εκκλησιαστική τάξη της και αποτελούν κριτήρια αποφάσεως από την Εκκλησία, για το αν ο κληρικός θα παραμείνει στον κλήρο ή όχι σε περίπτωση ακρωτηριασμού.
Στο ίδιο μήκος κύματος με τον 1ο κανόνα της Α΄ Οικουμενικής συνόδου κινείται και ο 8ος κανόνας της Πρωτοδευτέρας Οικουμενικής συνόδου, ο οποίος δεν αρκείται μόνο στην ανανέωση της θέσεως της Εκκλησίας περί αποδοχής του ακρωτηριασμού, που οφείλεται σε ασθένεια η οποία προκάλεσε την δι΄ εγχειρήσεως παρέμβαση της ιατρικής επιστήμης. Προχωρεί και ένα βήμα παραπάνω, αποδεχόμενη την παρέμβαση της ιατρικής επιστήμης ως αναγκαία ίαση της νόσου και όχι ως ύβρι της ανθρώπινης υπάρξεως: «….εἰ δὲ λαϊκὸς εἴη, ἀφορίζεσθαι· πλήν, εἰ μή που νόσημά τι περιπεσὸν πρὸς ἐκτομὴν τοῦ πεπονθότος ἐκβιάζοιτο. Ὥσπερ γὰρ ὁ τῆς ἐν Νικαίᾳ συνόδου πρῶτος Κανόνας τοὺς ἐννόσῳ χειρουργηθέντας οὐ κολάζει διὰ τὸ νόσημα, οὕτω καὶ ἡμεῖς οὔτε τοὺς ἱερεῖς, ἐπιτάσσοντας εὐνουχίζεσθαι τοὺς νοσοῦντας, κατακρίνομεν, οὔτε μὴν τοὺς λαϊκούς, αὐτοχειρίᾳ πρὸς τὴν ἐκτομὴν χρεωμένους, αἰτιώμεθα· τοὺτο γὰρ ἰατρείαν τοῦ νοσήματος, ἀλλ᾿ οὐκ ἐπιβολὴν τοῦ πλάσματος, ἣ τῆς πλάσεως ὕβριν λογιζόμεθα».
Εν κατακλείδι, οι ιεροί κανόνες αποδεικνύουν περίτρανα, ότι η Εκκλησία αποδέχεται την Ιατρική επιστήμη, τις μεθόδους της και τα πορίσματά της και δίδει σ’ αυτήν προβάδισμα, όταν έχει να αντιμετωπίσει έκτακτη κατάσταση, η οποία οφείλεται σε λόγους υγείας ή ανωτέρας βίας.
Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, η Εκκλησία της Ελλάδος – είτε αντιμετωπίσει την έκτακτη αυτή κατάσταση, που δημιούργησε ο κορονωϊός, ως νόσο είτε ως ανωτέρα βία – οφείλει να κινείται κατά την λήψη των αποφάσεών της εντός του πλαισίου, που οι δύο αυτοί κανόνες θέτουν.
Και αν τυχόν δεν το έκανε πλήρως κατά τη λήψη της αποφάσεως της 16ης Μαρτίου, ας το πράξει τουλάχιστον, όταν θα κληθεί να αποφασίσει επί της παρατάσεως ή της άρσεως της αναστολής.
Άλλωστε, η αντίστοιχη απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου συνιστά πρώτης τάξεως οδηγό, ιδίως δε η γνωστή πλέον σε όλους διατυπωθείσα ορθότατη άποψη του Παναγιωτάτου, ότι: «Αυτό που κινδυνεύει δεν είναι η πίστη αλλά οι πιστοί, δεν είναι ο Χριστός αλλά οι Χριστιανοί μας, δεν είναι ο Θεάνθρωπος αλλά εμείς οι άνθρωποι». Άποψη, η οποία είναι σε πλήρη συμφωνία με τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα του 1ου κανόνα της Α΄ Οικουμενικής συνόδου και του 8ου της Πρωτοδευτέρας, οι οποίοι βάζουν πάνω απ’ όλα τον άνθρωπο…