10.5 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ

Παραθέτουμε ακολούθως την ομιλία, την οποία πραγματοποίησε ο Αρχιμανδρίτης ΡΩΜΑΝΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ, με την ευλογία και προτροπή του Σεβ. Μητροπολίτου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ. Ευγενίου, στον Μητροπολιτικό Ναό Εισοδίων της Θεοτόκου πόλεως Ρεθύμνης, το εσπέρας της Κυριακής της Ορθοδοξίας, 8ης Μαρτίου 2020, αμέσως μετά την ακολουθία του Κατανυκτικού Εσπερινού.

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε Πά­τερ και Δέ­σπο­τα,
Πανοσιολογιώτατοι, Αι­δε­σι­μολογιώτατοι και Οσιολογιώτατοι Πα­τέ­ρες,
Φι­λό­χρι­στοι και Χρι­στώ­νυ­μοι Α­δελ­φοί,
Κυ­ρι­α­κή της Ορ­θο­δο­ξί­ας σή­με­ρα και σε ό­λες τις το­πι­κές Ορ­θό­δο­ξες Εκ­κλη­σί­ες, σε ό­λους τους Ι­ε­ρούς Να­ούς της Ορ­θο­δό­ξου Οι­κου­μέ­νης, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν λαμ­πρές λα­τρευ­τι­κές εκ­δη­λώ­σεις με λι­τά­νευ­ση των ι­ε­ρών ει­κό­νων, εις α­νά­μνη­σιν «τῆς ἀ­να­στη­λώ­σε­ως τῶν ἁ­γί­ων καὶ σε­πτῶν Εἰ­κό­νων, γε­νο­μέ­νης πα­ρὰ τῶν ἀ­ει­μνή­στων Αὐ­το­κρα­τό­ρων Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, Μι­χα­ὴλ καὶ τῆς μη­τρὸς αὐ­τοῦ Θε­ο­δώ­ρας, ἐ­πὶ τῆς Πα­τρι­αρ­χεί­ας τοῦ ἁ­γί­ου καὶ ὁ­μο­λο­γη­τοῦ Με­θο­δί­ου», ό­πως α­να­γνώ­σα­με στο Συ­να­ξά­ρι­ο της με­γά­λης αυ­τής Ε­ορ­τής.
Υ­πάρ­χει πάν­τα ο φό­βος, και αυ­τός με­γι­στο­ποι­εί­ται ό­σο α­πο­μα­κρυ­νό­μα­στε χρο­νι­κά και βι­ω­μα­τι­κά α­πό τα κο­ρυ­φαί­α γε­γο­νό­τα της Πί­στε­ως, να εκ­πέ­σου­με σε μι­α φολ­κλο­ρι­κού χα­ρα­κτή­ρα ε­πι­φα­νει­α­κή α­νά­μνη­ση και τε­λι­κά «θε­α­τρι­κή» α­πό­δο­ση και α­να­πα­ρά­στα­ση των γε­γο­νό­των αυ­τών, χω­ρίς την α­ναγ­καί­α προ­ϋ­πό­θε­ση της θε­ο­λο­γι­κής, εκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κής και εν τέ­λει σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κής προ­βο­λής τους στην έκ­φρα­ση της Πί­στε­ως «Εἰς Μίαν, Ἁ­γί­αν, Κα­θο­λι­κὴν καὶ Ἀ­πο­στο­λι­κὴν Ἐκ­κλη­σί­αν», ό­πως αυ­θεν­τι­κώς α­πο­τυ­πώ­θη­κε εν Πνεύ­μα­τι Α­γί­ω α­πό τους Α­γί­ους Πα­τέ­ρες στο Σύμ­βο­λο της Πί­στε­ως. Η «ι­δε­ο­λο­γι­κο­ποί­η­ση» της Πί­στε­ως και η συ­να­φής «θρη­σκει­ο­ποί­η­ση» της Εκ­κλη­σί­ας εί­ναι ο μέ­γι­στος πνευ­μα­τι­κός ε­χθρός που α­πει­λεί την ον­το­λο­γί­α της, ως Κι­βω­τού της σω­τη­ρί­ας, ως πε­ρι­έ­χον­τος τα πάν­τα, σύμ­φω­να με το «τὰ πάν­τα καὶ ἐν πᾶ­σι Χρι­στός» του Α­πο­στό­λου Παύ­λου (Κολ. γ΄ 11), κα­θι­στών­τας την «πε­ρι­ε­χό­με­νο» α­φη­ρη­μέ­νων υ­περ­βα­τι­κών, φι­λο­σο­φι­κών και η­θι­κι­στι­κών δι­δα­σκα­λι­ών, και «μέ­σο» ε­πί­τευ­ξης αλ­λο­τρί­ων προς την σω­τη­ρι­ώ­δη α­πο­στο­λή της στό­χων. Αυ­τό α­κρι­βώς εί­ναι η λε­γό­με­νη «εκ­κο­σμί­κευ­ση», ο δι­αρ­κής και πλέ­ον ε­πι­κίν­δυ­νος και ύ­που­λος πει­ρα­σμός, γι­α την κα­τα­νί­κη­ση του ο­ποί­ου το πρώ­το και μέ­γι­στο υ­πό­δειγ­μα μας έ­δω­σε ο ί­δι­ος ο Κύ­ρι­ός μας Ι­η­σούς Χρι­στός, ό­ταν αν­τι­με­τώ­πι­σε τον πει­ρά­ζον­τα δι­ά­βο­λο στην έ­ρη­μο (βλ. Ματθ. δ΄ 1-11, Μάρκ. α΄ 12-13, Λουκ. δ΄ 1-13).
Ε­κτός α­πό την «ι­δε­ο­λο­γι­κο­ποί­η­ση» και τη «θρη­σκει­ο­ποί­η­ση», έ­νας άλ­λος με­γά­λος πει­ρα­σμός που ε­πι­χεί­ρη­σε να αλ­λοι­ώ­σει τον χα­ρα­κτή­ρα της Εκ­κλη­σί­ας, α­πό την πρώ­τη στιγ­μή της εμ­φά­νι­σης και δι­α­δρο­μής της στην Ι­στο­ρί­α, εί­ναι η πο­λυ­δι­ά­σπα­ση, η «συ­νο­μο­σπον­δι­ο­ποί­η­ση», ό­πως εύ­στο­χα έ­χει ε­πι­ση­μά­νει, με α­φορ­μή τις τρέ­χου­σες ε­ξε­λί­ξεις στην εκ­κλη­σι­α­στι­κή ε­πι­και­ρό­τη­τα, ο Πα­να­γι­ώ­τα­τος Οι­κου­με­νι­κός Πα­τρι­άρ­χης μας κ.κ. Βαρ­θο­λο­μαί­ος.
Και με πολ­λή θλί­ψη δι­α­βά­σα­με πρό­σφα­τα στο α­να­κοι­νω­θέν μι­ας συ­νάν­τη­σης κά­ποι­ων Προ­κα­θη­μέ­νων και εκ­προ­σώ­πων Ορ­θο­δό­ξων Εκ­κλη­σι­ών, η ο­ποί­α πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε κα­τά πα­ρά­βα­ση των ι­ε­ρών θε­σμί­ων και της κα­νο­νι­κής τά­ξης της Εκ­κλη­σί­ας στο Αμ­μάν της Ι­ορ­δα­νί­ας, να υι­ο­θε­τεί­ται ο α­νορ­θό­δο­ξος και ε­πι­κίν­δυ­νος ό­ρος Orthodox Communion, δη­λα­δή «Ορ­θό­δο­ξη Κοι­νω­νί­α», γι­α να πε­ρι­γρά­ψει, κα­τά την προ­βλη­μα­τι­κή α­πό α­πό­ψε­ως Ορ­θο­δό­ξου δογ­μα­τι­κής αν­τί­λη­ψη των συμ­με­τα­σχόν­των σε αυ­τή τη συ­νάν­τη­ση, την Μί­α, Α­γί­α, Κα­θο­λι­κή και Α­πο­στο­λι­κή Εκ­κλη­σί­α. Ο ό­ρος αυ­τός πα­ρα­πέμ­πει ευ­θέ­ως -και α­πο­κα­λυ­πτι­κώς γι­α το πώς αν­τι­λαμ­βά­νον­ται ο­ρι­σμέ­νοι την Ορ­θό­δο­ξο Εκ­κλη­σί­α- στον προ­τε­σταν­τι­σμό του Anglican Communion, δη­λα­δή της «Αγ­γλι­κα­νι­κής Κοι­νω­νί­ας», μι­ας παγ­κό­σμι­ας χα­λα­ρής «συ­νο­μο­σπον­δί­ας» Εκ­κλη­σι­ών που βρί­σκον­ται σε ευ­χα­ρι­στι­α­κή κοι­νω­νί­α με­τα­ξύ τους, με ι­στο­ρι­κό λί­κνο, αλ­λά ό­χι ι­ε­ραρ­χι­κό κέν­τρο, την Εκ­κλη­σί­α της Αγ­γλί­ας.
Αυ­τήν την υ­πο­κα­τά­στα­ση της κα­νο­νι­κό­τη­τας της Εκ­κλη­σί­ας, ό­πως δι­α­μορ­φώ­θη­κε α­πό τις α­πο­φά­σεις των Οι­κου­με­νι­κών Συ­νό­δων και α­πό την κα­θη­γι­α­σμέ­νη πρά­ξη της Εκ­κλη­σί­ας δι­ά των αι­ώ­νων, με μι­α ρο­μαν­τι­κού και συμ­βο­λι­κού χα­ρα­κτή­ρα ι­στο­ρι­κό­τη­τα α­πη­χεί και ο εκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κός νε­ο­λο­γι­σμός της α­πό­δο­σης της ι­δι­ό­τη­τας της «Μη­τέ­ρας Εκ­κλη­σί­ας» στο Πα­τρι­αρ­χεί­ο Ι­ε­ρο­σο­λύ­μων, αν­τί­θε­τα προς την ρη­τή και σα­φή Ι­ε­ραρ­χί­α της Εκ­κλη­σί­ας που α­πέ­δω­σε στον Θρό­νο των Ι­ε­ρο­σο­λύ­μων την έ­σχα­τη θέ­ση α­νά­με­σα στους Πρε­σβυ­γε­νείς Πα­τ­ρι­αρ­χι­κούς Θρό­νους. Μι­α υ­πέ­ρο­χη θε­ο­λο­γι­κή ερ­μη­νεί­α αυ­τής της ι­ε­ραρ­χι­κής θέ­σε­ως του Πα­τρι­αρ­χεί­ου Ι­ε­ρο­σο­λύ­μων βρί­σκου­με α­πο­τυ­πω­μέ­νη στα «Πρα­κτι­κὰ τῆς ἐν τῷ να­ῷ τῆς Θε­ο­τό­κου τῆς Πα­ρα­μυ­θί­ας (Βλὰχ Σε­ρα­ΐ­ου) Συ­νό­δου τῆς κυ­ρω­σά­σης τὴν ἐγ­κα­θί­δρυ­σιν τοῦ ἐν Ρωσ­σί­ᾳ Πα­τρι­αρ­χι­κοῦ Θρό­νου», του έ­τους 1593, ε­πί του Οι­κου­με­νι­κού Πα­τρι­άρ­χου Ι­ε­ρε­μί­ου Β΄ του Τρα­νού, με τη συμ­με­το­χή και των λοι­πών Πα­τρι­αρ­χών της Α­να­το­λής, ό­που δι­α­βά­ζου­με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ό­τι η Εκ­κλη­σί­α το­πο­θέ­τη­σε τον Θρό­νο των Ι­ε­ρο­σο­λύ­μων «ἔ­σχα­τον τῶν ἄλ­λων πα­τρι­αρ­χι­κῶν Θρό­νων, ἵ­να μὴ φαν­τα­σί­αν τι­να πα­ρά­σχοι­εν τῶν ἄλ­λων προ­τι­μή­σαν­τες τὴν τοῦ Χρι­στοῦ βα­σι­λεί­αν δο­ξά­ζειν ἐ­πί­γει­ον» (βλ. Καλ­λι­νί­κου Δε­λι­κά­νη, Πα­τρι­αρ­χι­κών Εγ­γρά­φων, Τό­μος Γ΄, Εν Κων­σταν­τι­νου­πό­λει, 1905, σελ. 14). Με α­πλά λό­γι­α, αν και η Εκ­κλη­σί­α ι­στο­ρι­κά και γε­ω­γρα­φι­κά ξε­κί­νη­σε α­πό τα Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα, ο Θρό­νος των Ι­ε­ρο­σο­λύ­μων σκο­πί­μως δεν το­πο­θε­τή­θη­κε πρώ­τος στην τά­ξη των Πα­τρι­αρ­χεί­ων, γι­α να μη θε­ω­ρη­θεί ό­τι η Εκ­κλη­σί­α εί­ναι μι­α εγ­κό­σμι­α και ε­πί­γει­α Βα­σι­λεί­α του Χρι­στού, που ε­πρό­κει­το να κα­τα­κτή­σει τον κό­σμο και να τον υ­πο­τά­ξει στην ι­στο­ρι­κή-γε­ω­γρα­φι­κή Ι­ε­ρου­σα­λήμ, ό­πως α­κρι­βώς δη­λα­δή φαν­τά­ζον­ταν και προσ­δο­κού­σαν οι Ε­βραί­οι, πα­ρερ­μη­νεύ­ον­τας τις προ­φη­τεί­ες της Πα­λαι­άς Δι­α­θή­κης σχε­τι­κά με τον α­να­με­νό­με­νο Μεσ­σί­α.
Η Εκ­κλη­σί­α του Χρι­στού δεν εί­ναι η ι­στο­ρι­κή Ι­ε­ρου­σα­λήμ, αλ­λά η Νέ­α Ι­ε­ρου­σα­λήμ και η Νέ­α Σι­ών, ό­πως ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος την πε­ρι­έ­γρα­ψε στην προς Ε­βραί­ους ε­πι­στο­λή του: «Οὐ γὰρ προ­σε­λη­λύ­θα­τε ψη­λα­φω­μέ­νῳ ὄ­ρει καὶ κε­καυ­μέ­νῳ πυ­ρὶ καὶ γνό­φῳ καὶ σκό­τῳ καὶ θυ­έλ­λῃ καὶ σάλ­πιγ­γος ἤ­χῳ καὶ φω­νῇ ρη­μά­των … ἀλ­λὰ προ­σε­λη­λύ­θα­τε Σι­ὼν ὄ­ρει καὶ πό­λει Θε­οῦ ζῶν­τος, ῾Ι­ε­ρου­σα­λὴμ ἐ­που­ρα­νί­ῳ, καὶ μυ­ρι­ά­σιν ἀγ­γέ­λων, πα­νη­γύ­ρει καὶ ἐκ­κλη­σί­ᾳ πρω­το­τό­κων ἐν οὐ­ρα­νοῖς ἀ­πο­γε­γραμ­μέ­νων, καὶ κρι­τῇ Θε­ῷ πάν­των, καὶ πνεύ­μα­σι δι­κα­ί­ων τε­τε­λει­ω­μέ­νων» («Γι­α­τί, βέ­βαι­α, δεν έ­χε­τε προ­σέλ­θει σ’ έ­να βου­νό που μπο­ρεί κα­νείς να το ψη­λα­φί­σει ό­πως το Σι­νά, και που το κα­λύ­πτουν φλό­γες φω­τι­άς και νέ­φος και σκο­τά­δι και α­νε­μο­θύ­ελ­λα και ή­χοι σάλ­πιγ­γας και λό­γι­α που εκ­φέ­ρον­ται με δυ­να­τή φω­νή … Α­πε­ναν­τί­ας, έ­χε­τε προ­σέλ­θει στο ό­ρος Σι­ών και στην πό­λη του Ζων­τα­νού Θε­ού, στην ε­που­ρά­νι­α Ι­ε­ρου­σα­λήμ, και σε μυ­ρι­ά­δων αγ­γέ­λων, σε πα­νη­γύ­ρι και εκ­κλη­σί­α πρω­τό­το­κων υι­ών, που έ­χουν κα­τα­γρα­φεί στους ου­ρα­νούς, και στον Θε­ό, που εί­ναι ο κρι­τής ό­λων, κα­θώς και στα πνεύ­μα­τα δι­καί­ων αν­θρώ­πων που έ­χουν φτά­σει στην τε­λεί­ω­ση»(Ε­βρ. ιβ΄ 18-19, 22-23). Υ­πό το αυ­τό πνεύ­μα πρέ­πει να ερ­μη­νεύ­σου­με και τους λό­γους του ί­δι­ου του Κυ­ρί­ου μας προς την Σα­μα­ρεί­τι­δα, ό­πως τους κα­τα­γρά­φει ο Ευ­αγ­γε­λι­στής Ι­ω­άν­νης: «Γυ­ναί­κα, πί­στε­ψέ με, ό­τι έρ­χε­ται ο και­ρός, που δε θα λα­τρεύ­ε­τε τον Πα­τέ­ρα ού­τε στο βου­νό αυ­τό ού­τε στα Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα. … Έρ­χε­ται … ο και­ρός, α­πό τώ­ρα κι­ό­λας, κα­τά τον ο­ποί­ο οι α­λη­θι­νοί λα­τρευ­τές θα λα­τρεύ­ουν το Θε­ό πνευ­μα­τι­κά και α­λη­θι­νά. Και α­σφα­λώς έτ­σι τους θέ­λει ο Πα­τέ­ρας ε­κεί­νους που τον λα­τρεύ­ουν. Ο Θε­ός εί­ναι πνεύ­μα κι ε­κεί­νοι που τον λα­τρεύ­ουν, πρέ­πει να τον λα­τρεύ­ουν πνευ­μα­τι­κά και α­λη­θι­νά» (Ι­ω­άν. δ΄ 21, 23-24).
Κυ­ρι­α­κή της Ορ­θο­δο­ξί­ας, λοι­πόν, σή­με­ρα. Και η Εκ­κλη­σί­α μας δι­α­κη­ρύσ­σει: «Αὕ­τη ἡ πί­στις τῶν Ἀ­πο­στό­λων, αὕ­τη ἡ πί­στις τῶν Πα­τέ­ρων, αὕ­τη ἡ πί­στις τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων, αὕ­τη ἡ πί­στις τὴν Οἰ­κου­μέ­νην ἐ­στή­ρι­ξεν». Ποι­α εί­ναι ό­μως αυ­τή η Πί­στη; Εί­ναι η Πί­στη των Α­πο­στό­λων και των Πα­τέ­ρων. Εί­ναι η Πί­στη των Οι­κου­με­νι­κών Συ­νό­δων. Εί­ναι η Πί­στη που εκ­κλη­σι­ο­ποι­ή­θη­κε δι­ά μέ­σου των αι­ώ­νων, με την κα­θη­γι­α­σμέ­νη πρά­ξη της Εκ­κλη­σί­ας, με την «ε­φηρ­μο­σμέ­νη Ορ­θο­δο­ξί­α», θα μπο­ρού­σα­με να πού­με, υι­ο­θε­τών­τας, κα­τ’ α­να­λο­γί­αν, αυ­τόν τον ε­πι­στη­μο­νι­κό ό­ρο. Και αυ­τή η «ε­φηρ­μο­σμέ­νη Ορ­θο­δο­ξί­α» έ­χει Κα­νό­νες, έ­χει αρ­χές, έ­χει Πο­λί­τευ­μα. Πο­λί­τευ­μα Συ­νο­δι­κό αλ­λά και ταυ­τό­χρο­να Ι­ε­ραρ­χι­κό, κα­το­χυ­ρω­μέ­νο α­πό την Α­γί­α Γρα­φή και α­πό την Ι­ε­ρά Πα­ρά­δο­ση της Εκ­κλη­σί­ας. Και η ι­σορ­ρο­πί­α και αλ­λη­λο­πε­ρι­χώ­ρη­ση α­νά­με­σα στις δύ­ο αυ­τές ι­δι­ό­τη­τες, συ­νο­δι­κό­τη­τα και ι­ε­ραρ­χι­κό­τη­τα, έ­χουν ο­ρι­ο­θε­τη­θεί με τό­ση σο­φί­α και χά­ρη Θε­ού, ώ­στε να α­πο­τρέ­πε­ται η πα­ρέκ­κλι­ση εί­τε προς το έ­να ά­κρο, δη­λα­δή τον «πα­πι­σμό», εί­τε προς το άλ­λο, δη­λα­δή τον «προ­τε­σταν­τι­σμό». Η Ορ­θο­δο­ξί­α εί­ναι η μέ­ση και βα­σι­λι­κή ο­δός των Πα­τέ­ρων, η ο­ποί­α πάν­το­τε α­να­γνώ­ρι­ζε ό­τι υ­πάρ­χει η Σύ­νο­δος, και ό­τι η Σύ­νο­δος αυ­τή δεν ση­μαί­νει έ­να ο­ρι­ζόν­τι­ο ι­σο­πε­δω­τι­κό ά­θροι­σμα «αν­τι­προ­σώ­πων», κα­τά τα κο­σμι­κά πρό­τυ­πα του «κοι­νο­βου­λευ­τι­σμού», αλ­λά έ­να ε­νι­αί­ο και α­δι­άρ­ρη­κτο ι­ε­ραρ­χι­κό σύ­στη­μα, στο ο­ποί­ο υ­πάρ­χει ο Πρώ­τος, ο δεύ­τε­ρος, ο τρί­τος και ού­τω κα­θε­ξής. Στην Ορ­θο­δο­ξί­α δεν συγ­χέ­ε­ται η ι­σό­τη­τα του χα­ρί­σμα­τος της ι­ε­ρω­σύ­νης με την ι­ε­ραρ­χι­κό­τη­τα του α­ξι­ώ­μα­τος της δι­οι­κη­τι­κής και ποι­μαν­τι­κής ευ­θύ­νης. Ε­άν δεν υ­πήρ­χε αυ­τή η ι­ε­ραρ­χι­κό­τη­τα, αυ­τό το πρω­τεί­ο ευ­θύ­νης, που δεν εί­ναι ε­ξου­σί­α, αλ­λά θυ­σι­α­στι­κή δι­α­κο­νί­α και α­νά­λω­ση του ε­νός, του Πρώ­του, του Υ­πευ­θύ­νου, του Η­γου­μέ­νου, υ­πέρ των πολ­λών, δεν θα μας προ­έ­τρε­πε ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος: «Να υ­πα­κού­τε και να πει­θαρ­χεί­τε στους προ­ε­στώ­τες σας, γι­α­τί αυ­τοί α­γρυ­πνούν γι­α χά­ρη των ψυ­χών σας, κα­θώς θα λο­γο­δο­τή­σουν γι’ αυ­τό στο Θε­ό» (Ε­βρ. ιγ΄ 17). Έτ­σι συγ­κρο­τή­θη­κε η Εκ­κλη­σί­α α­πό την πρώ­τη στιγ­μή σε ό­λα τα ε­πί­πε­δα: Στο Μο­να­στή­ρι, με Πρώ­το τον Η­γού­με­νο, στη Μη­τρό­πο­λη, με Πρώ­το τον Μη­τρο­πο­λί­τη, στην το­πι­κή Αυ­το­κέ­φα­λη Εκ­κλη­σί­α, με Πρώ­το τον Προ­κα­θή­με­νο, Πα­τρι­άρ­χη ή Πρό­ε­δρο της Συ­νό­δου της Το­πι­κής Εκ­κλη­σί­ας, σε Οι­κου­με­νι­κό ε­πί­πε­δο με Πρώ­το, προ του με­γά­λου σχί­σμα­τος του 1054, τον της Πα­λαι­άς Ρώ­μης Ε­πί­σκο­πο και έ­κτο­τε τον της Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως-Νέ­ας Ρώ­μης Ε­πί­σκο­πο και Οι­κου­με­νι­κό Πα­τρι­άρ­χη.
Στο ση­μεί­ο αυ­τό, και προ­κει­μέ­νου να σκι­α­γρα­φή­σου­με κά­πως αυ­τό το Πρω­τεί­ο Ευ­θύ­νης του Αρ­χι­ε­πι­σκό­που Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως-Νέ­ας Ρώ­μης και Οι­κου­με­νι­κού Πα­τρι­άρ­χου, ό­πως δι­α­μορ­φώ­θη­κε μέ­σα στην Εκ­κλη­σί­α, α­πό την Εκ­κλη­σί­α και γι­α την Εκ­κλη­σί­α, δι­ά των αι­ώ­νων, θε­ω­ρώ α­ναγ­καί­ο να πα­ρα­θέ­σω α­πο­σπά­σμα­τα α­πό το ΣΥΝΤΟΜΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ, ό­πως δη­μο­σι­εύ­ε­ται στην επίσημη ιστοσελίδα του:
«Ἡ πο­λι­τι­κή καί πο­λι­τι­στι­κή αἴ­γλη, δι᾽ ἧς πε­ρι­ε­βλή­θη ἡ Κων­σταν­τι­νού­πο­λις ὡς ἡ νέ­α πρω­τεύ­ου­σα τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πλέ­ον αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, προ­ε­κά­λε­σε ση­μαν­τι­κάς ἀ­να­κα­τα­τά­ξεις εἰς τήν ὀρ­γά­νω­σιν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τόν 4ον ἤ­δη αἰ­ῶ­να. Ἡ δι­α­μόρ­φω­σις τῆς ὑ­ψη­λῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κής θέ­σε­ως τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως ὡς πνευ­μα­τι­κοῦ κέν­τρου τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς οἰ­κου­μέ­νης συ­νε­τε­λέ­σθη τα­χύ­τα­τα. (…)
Κα­τά τό δι­αῤ­ῥεῦ­σαν δι­ά­στη­μα με­τα­ξύ τῆς Α´ καί τῆς Β´ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου (325-381), ἐν­τός πεν­τή­κον­τα πε­ρί­που ἐ­τῶν, ἡ Κων­σταν­τι­νού­πο­λις δι­α­μορ­φοῦ­ται εἰς ἡ­γέ­τι­δα Ἐκ­κλη­σί­αν, ὡς φαί­νε­ται ἐκ τοῦ πρω­τα­γω­νι­στι­κοῦ ρό­λου τῶν Ἐ­πι­σκό­πων αὐ­τῆς κα­τά τήν δι­άρ­κει­αν τῶν τρι­α­δο­λο­γι­κῶν αἱ­ρέ­σε­ων, μέ συ­νέ­πει­αν νά προ­ε­δρεύ­σουν τῶν ἐρ­γα­σι­ῶν τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, με­τά τόν θά­να­τον τοῦ Με­λε­τί­ου Ἀν­τι­ο­χεί­ας, δύ­ο Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­ποι Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ὁ Ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος ὁ Θε­ο­λό­γος καί με­τά τήν πα­ραί­τη­σιν αὐ­τοῦ ὁ δι­ά­δο­χός του Ἅ­γι­ος Νε­κτά­ρι­ος Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως. Ἡ Σύ­νο­δος αὕ­τη ἐῤ­ῥύθ­μι­σε τήν πα­γι­ω­θεῖ­σαν ἐν τῇ πρά­ξει πρω­τεύ­ου­σαν θέ­σιν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ὁ­ρί­σα­σα ἐν τῷ 3ῳ κα­νό­νι αὐ­τῆς «τόν μέν­τοι Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως Ἐ­πί­σκο­πον ἔ­χειν τά πρε­σβεῖ­α τῆς τι­μῆς με­τά τόν τῆς Ῥώ­μης Ἐ­πί­σκο­πον, διά τό εἶ­ναι αὐ­τήν νέ­αν Ῥώ­μην». Κα­τά τήν ἐ­πι­τυ­χῆ δι­α­τύ­πω­σιν τοῦ Σάρ­δε­ων Μα­ξί­μου εἰς τό πε­ρί τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου ἔρ­γον αὐ­τοῦ «ὁ 3ος κα­νών δέν ὑ­πῆρ­ξε προ­ϊ­όν αὐ­θαι­ρε­σί­ας, ἀλλ᾽ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἐ­ξε­λί­ξε­ως τῶν 50 ἐ­τῶν καί ὥ­ρι­μος καρ­πός τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς συ­νει­δή­σε­ως τῶν ἐκ­κλη­σι­ῶν τῆς Ἀ­να­το­λῆς καί τῶν νέ­ων συν­θη­κῶν τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας» (σελ. 109). (…)
Ἡ Δ´ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος ὁ­λο­κλη­ρώ­νει οὕ­τω τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κήν ὕ­ψω­σιν τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, συμ­πλη­ροῦ­σα τάς ῥυθ­μί­σεις τῆς Β´ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου. Ὁ Ἐ­πί­σκο­πος αὐ­τῆς δέν εἶ­ναι πλέ­ον με­τά τόν Ῥώ­μης, ὡς ὥ­ρι­ζεν ἡ Β´ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος, ἀλ­λά με­τά τοῦ Ῥώ­μης «τά ἴ­σα πρε­σβεῖ­α ἀ­πέ­νει­μαν τῷ τῆς νέ­ας Ῥώ­μης Ἁ­γι­ω­τά­τῳ Θρό­νῳ» (28ος κα­νών). Διά τῶν κα­νό­νων 9 καί 17 αὐ­τῆς δί­δε­ται ἐ­πί­σης εἰς τόν Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως τό δι­καί­ω­μα τοῦ ἐκ­κλή­του, τοῦ νά δι­κά­ζῃ ἐν πε­ρι­πτώ­σει ἐκ­κλή­σε­ως ὑ­πε­ρο­ρί­ους κλη­ρι­κούς τῶν λοι­πῶν Πα­τρι­αρ­χεί­ων. Εἰς τάς δύ­ο αὐ­τάς πε­ρι­πτώ­σεις ἀ­σκή­σε­ως ὑ­πε­ρο­ρί­ου ἁρ­μο­δι­ό­τη­τος, ἤ­τοι εἰς τήν δι­και­ο­δο­σί­αν ἐ­πί τῆς δι­α­σπο­ρᾶς καί εἰς τήν ὑ­πά­την δι­κα­στι­κήν ἐ­ξου­σί­αν ἐν τῷ θε­σμῷ τοῦ ἐκ­κλή­του ἐκ­δη­λοῦ­ται ἐμ­φα­νῶς ἡ πρω­τεύ­ου­σα θέ­σις τοῦ Θρό­νου τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως. Εἰς οὐ­δέ­να ἄλ­λον Θρό­νον ἐ­πι­τρέ­πουν οἱ κα­νό­νες ἄ­σκη­σιν ὑ­πε­ρο­ρί­ου ἁρ­μο­δι­ό­τη­τος.
Ἡ προ­νο­μι­α­κή αὕ­τη θέ­σις τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου, στη­ρι­ζο­μέ­νη εἰς ῥη­τάς κα­νο­νι­κάς δι­α­τά­ξεις, κα­τέ­λη­ξεν ἐν τῇ ἱ­στο­ρί­ᾳ τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, πέ­ραν τῆς νο­μι­κῆς θε­με­λι­ώ­σε­ως, εἰς φυ­σι­κόν αὐ­τῆς γνώ­ρι­σμα. Ὁ ὀρ­θό­δο­ξος πο­λι­τι­σμός δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά κα­τα­νο­η­θῇ, ἄν ἀ­φαι­ρέ­σῃ κα­νείς τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λιν, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πέ­βη τό μέ­γα Κέν­τρον τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας καθ᾽ ὅ­λην τήν δυ­να­μι­κήν ἱ­στο­ρι­κήν της πο­ρεί­αν. Κα­τά τήν πε­ρί­ο­δον αὐ­τήν τῆς ἰ­σχύ­ος καί τῆς ἀ­κμῆς τό Οἰ­κου­με­νι­κόν Πα­τρι­αρ­χεῖ­ον ἐ­πρω­το­στά­τη­σεν εἰς τήν δι­α­τύ­πω­σιν καί δι­α­μόρ­φω­σιν τῶν δογ­μά­των, εἰς τήν σύγ­κλη­σιν τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, εἰς τήν ἀ­νά­πτυ­ξιν τοῦ Μο­να­χι­σμοῦ, εἰς τόν ἐμ­πο­τι­σμόν συ­νό­λου τῆς ζω­ῆς ἐν τῇ αὐ­το­κρα­το­ρί­ᾳ ὑ­πό τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ πνεύ­μα­τος ἐν ἁρ­μο­νι­κῇ συ­νερ­γα­σί­α με­τά τῆς πο­λι­τι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας, ὥ­στε πράγ­μα­τι τό Βυ­ζάν­τι­ον νά ἀ­πο­τε­λῇ μο­να­δι­κόν ἐν τῇ παγ­κο­σμί­ῳ ἱ­στο­ρί­ᾳ πα­ρά­δειγ­μα γνη­σί­ας βι­ώ­σε­ως τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου τοῦ Χρι­στοῦ. Ἤ­σκη­σεν ἐ­πί­σης ἐ­πι­τυ­χέ­στα­τον ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κόν ἔρ­γον ἤ­δη ἀ­πό τῆς ἐ­πο­χῆς τοῦ Ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου, τό ὁ­ποῖ­ον ἐ­κο­ρυ­φώ­θη κα­τά το­ύς 9ον καί 10ον αἰ­ῶ­νας διά τῆς ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κῆς ἐ­ξορ­μή­σε­ως πρός τόν σλα­βι­κόν κό­σμον. Με­τέ­δω­σεν εἰς το­ύς σλα­βι­κούς λα­ούς τό ἀ­πο­τε­θη­σαυ­ρι­σμέ­νον ἐκ μα­κρο­χρο­νί­ου ἱ­στο­ρι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας ὀρ­θό­δο­ξον πνεῦ­μα καί δι­ε­πό­τι­σε δι᾽ αὐ­τοῦ ὀν­το­λο­γι­κῶς τά βά­θη τοῦ σλα­βι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ, ὅ­στις εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νά κα­τα­νο­η­θῇ ἄ­νευ ἀ­να­φο­ρᾶς εἰς το­ύς πνευ­μα­τι­κούς του γεν­νή­το­ρας. Διά τῆς ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κῆς αὐ­τῆς δρά­σε­ως κα­τέ­στη Μή­τηρ Ἐκ­κλη­σί­α πάν­των τῶν λα­ῶν τῶν προ­σελ­θόν­των δι᾽ αὐ­τῆς εἰς τήν χρι­στι­α­νι­κήν πί­στιν. Ὡς δέ πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ δι­ά­ση­μος κα­νο­νο­λό­γος Νι­κό­δη­μος Μί­λας, «φυ­σι­κή συ­νέ­πει­α τού­των εἶ­ναι ὅ­τι αἱ ἐκ­κλη­σί­αι τῶν ἐ­θνῶν τού­των ἀ­πο­τεί­νον­ται, πρός δι­α­κα­νο­νι­σμόν τοῦ ἐ­σω­τε­ρι­κοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ αὐ­τῶν βί­ου, εἰς τήν Μη­τέ­ρα Ἐκ­κλη­σί­αν αἰ­τού­με­ναι ὁ­δη­γί­ας πρός τοῦ­το καί πρός πάν­τα κα­θό­λου τά ἄ­γνω­στα καί ἀ­σα­φῆ αὐ­ταῖς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά ζη­τή­μα­τα» (Ἐκ­κλ. Δί­και­ον, σελ. 156-157).
Ἡ πνευ­μα­τι­κή αὕ­τη μη­τρό­της τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως ἐ­πε­κτεί­νε­ται εἰς πάν­τας το­ύς Χρι­στι­α­νούς, το­ύς ἐν τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ ὄν­τας καί τρε­φο­μέ­νους ἐκ τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τῶν Πα­τέ­ρων καί τῶν Συ­νό­δων, κα­τά τήν εὔ­στο­χον δι­α­τύ­πω­σιν τοῦ Πα­τρι­άρ­χου Ἠ­σα­ῒ­ου, γρά­φον­τος πρός το­ύς Ἀρ­με­νί­ους ἐ­πι­θυ­μοῦν­τας νά ἐ­πι­στρέ­ψουν εἰς τήν Ὀρ­θό­δο­ξον Ἐκ­κλη­σί­αν: «Μη­τρός λό­γον ἡ­μεῖς ἐ­πέ­χο­μεν πρός τε ὑ­μᾶς καί πάν­τας το­ύς βου­λο­μέ­νους Χρι­στι­α­νούς καί εἶ­ναι καί ὀ­νο­μά­ζε­σθαι ὡς καί ὑ­μεῖς ἀ­κρι­βῶς ἴ­στε. Καί γάρ ἐξ ἡ­μῶν αἱ δι­δα­σκα­λί­αι τῶν θεί­ων Πα­τέ­ρων καί τῶν Ἁ­γί­ων δέ Συ­νό­δων ἡ θε­ό­πνευ­στος νο­μο­θε­σί­α, ἐξ ἡ­μῶν ὡς ἀ­πό πη­γῆς τι­νος εἰς τό τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας πλή­ρω­μα ἐ­ξε­χύ­θη­σαv» (Μiklοsich-Μuller) 2,259).
Με­τά τήν ἀ­πώ­λει­αν τῆς ἐ­ξω­τε­ρι­κῆς αἴ­γλης καί δυ­νά­με­ως, λό­γῳ συγ­κυ­ρι­α­κῶν ἐ­πι­δρά­σε­ων, τό Οἰ­κου­με­νι­κόν Πα­τρι­αρ­χεῖ­ον ἀ­νέ­λα­βεν ὡς στορ­γι­κή μή­τηρ τό ἔρ­γον τῆς προ­στα­σί­ας καί πε­ρι­θάλ­ψε­ως τῶν ὑ­πο­δού­λων ὀρ­θο­δό­ξων λα­ῶν καί μέ πολ­λήν σύ­νε­σιν καί σο­φί­αν ἐ­κι­νή­θη μέ­σα εἰς τάς νέ­ας συν­θή­κας τῶν και­ρῶν, κα­τορ­θῶ­σαν νά συν­τη­ρή­σῃ τήν ὀρ­θό­δο­ξον πί­στιν καί τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­αν τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων. Ἡ ἐμ­φά­νι­σις τῆς πλη­θύ­ος τῶν Νε­ο­μαρ­τύ­ρων κα­τά τήν πε­ρί­ο­δον αὐ­τήν ἀ­πο­τε­λεῖ δό­ξαν καί καύ­χη­μα διά τήν Ὀρ­θό­δο­ξον Ἐκ­κλη­σί­αν, συν­δέ­ου­σα αὐ­τήν μέ τήν ἀρ­χαί­αν Ἐκ­κλη­σί­αν τῶν πρώ­των αἰ­ώ­νων, τῶν δι­ωγ­μῶν καί τῶν μαρ­τυ­ρί­ων. Καί ἀ­σφα­λῶς ὁ κίν­δυ­νος τοῦ ἐ­ξισ­λα­μι­σμοῦ δέν ἦ­το ἡ μό­νη ἀ­πει­λή ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ὀρ­θο­δό­ξου πλη­ρώ­μα­τος. Ἦ­το ἐξ ἴ­σου με­γά­λος καί ὁ κίν­δυ­νος τοῦ ἐκ μέ­ρους τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων ἀ­σκου­μέ­νου προ­ση­λυ­τι­σμοῦ, οἵ­τι­νες, εὑ­ρόν­τες τόν ὀρ­θό­δο­ξον λα­όν ἐν πτω­χεί­ᾳ καί ἀ­δυ­να­μί­ᾳ, εἰ­σῆλ­θον εἰς τήν αὐ­λήν τῶν προ­βά­των οὐ­χί ἐκ τῆς θύ­ρας, ὡς οἱ ποι­μέ­νες, ἀλλ᾽ ἀλ­λα­χό­θεν, ὡς κλέ­πται καί λῃ­σταί, ἵ­να θύ­σουν καί ἀ­πο­λέ­σουν (Ι­ω. 10,1-8). Ὑ­πάρ­χει πλη­θύς ἱ­στο­ρι­κῶν στοι­χεί­ων πε­ρί τῆς σθε­να­ρᾶς στά­σε­ως τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου ἔ­ναν­τι τῆς ξέ­νης προ­πα­γάν­δας, ἡ ὁ­ποί­α δυ­στυ­χῶς κα­τέ­φυ­γεν εἰς ἀ­θέ­μι­τα μέ­σα πρός ἐ­πι­τυ­χί­αν τῶν σκο­πῶν της· ὠρ­γά­νω­σεν ἐκ­στρα­τεί­αν δυ­σφη­μή­σε­ως καί κα­τα­συ­κο­φαν­τή­σε­ως τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου μέ ἱ­στο­ρι­κάς καί δῆ­θεν ἐ­πι­στη­μο­νι­κάς με­λέ­τας, δι­ε­γεί­ρου­σα κυ­ρί­ως τάς ἐ­θνι­κάς εὐ­αι­σθη­σί­ας τῶν ὀρ­θο­δό­ξων λα­ῶν, ὥ­στε νά ἀ­πο­δυ­να­μω­θῇ ἡ ἐ­πί­δρα­σις τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου καί νά κα­τα­στῇ οὕ­τως εὐ­ά­λω­τος λεί­α τῶν ξέ­νων «Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῶν».
Τό Οἰ­κου­με­νι­κόν Πα­τρι­αρ­χεῖ­ον με­τά τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως δι­ε­φύ­λα­ξε καί τήν ἐ­θνι­κήν συ­νεί­δη­σιν τῶν λα­ῶν τῆς Βαλ­κα­νι­κῆς. Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α δέν κα­τα­πνί­γει τόν ὑ­γι­ῆ ἐ­θνι­κι­σμόν· τόν ἐν­τάσ­σει ἁρ­μο­νι­κῶς μέ­σα εἰς τήν πλη­θύν τῶν ἄλ­λων γνω­ρι­σμά­των, τῶν συ­να­πο­τε­λούν­των τήν ἀν­θρω­πί­νην πλευ­ράν τοῦ θε­αν­θρω­πί­νου σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὑ­πό τήν σκέ­πην καί κα­θο­δή­γη­σιν τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου οἱ ὀρ­θό­δο­ξοι λα­οί ἐ­καλ­λι­έρ­γη­σαν τάς ἐ­θνι­κάς των γλώσ­σας, ἀ­νέ­πτυ­ξαν ἰ­δί­αν ἕ­κα­στος ἐκ­κλη­σι­α­στι­κήν γραμ­μα­τεί­αν, ἤ­κου­σαν τό Εὐ­αγ­γέ­λι­ον «τῇ ἰ­δί­ᾳ ἕ­κα­στος δι­α­λέ­κτῳ» (Πράξ. 2,8), ὡς κα­τά τήν ἡ­μέ­ραν τῆς Πεν­τη­κο­στῆς. Τό φαι­νό­με­νον τοῦ σκλη­ροῦ καί ἀ­κάμ­πτου ἐ­κλα­τι­νι­σμοῦ τῆς Θε­ο­λο­γί­ας καί τῆς λα­τρεί­ας, τό ὁ­ποῖ­ον μέ­χρι τῆς Β΄ Βα­τι­κα­νεί­ου Συ­νό­δου κα­τε­δυ­νά­στευ­σε καί ἠ­φά­νι­σε τά ἐ­θνι­κά στοι­χεῖ­α τῶν Ῥω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν λα­ῶν, οὐ­δέ­πο­τε ἔ­σχε χώ­ραν ἐν τῇ Ὀρ­θο­δο­ξί­ᾳ, ὡς τοῦ­το ἄ­ρι­στα κα­τα­φαί­νε­ται εἰς τήν πε­ρί­πτω­σιν τῶν σλα­βι­κῶν λα­ῶν, τήν γρα­πτήν γλῶσ­σαν τῶν ὁ­ποί­ων ἐ­δη­μι­ούρ­γη­σεν ἡ Κων­σταν­τι­νού­πο­λις. Ἐν τῇ Ὀρ­θο­δό­ξῳ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ οἱ λα­οί τῆς Βαλ­κα­νι­κῆς δι­ε­τή­ρη­σαν ἀ­λώ­βη­τα τά ἐ­θνι­κά καί φυ­λε­τι­κά των γνω­ρί­σμα­τα, ὥ­στε νά δυ­νη­θοῦν κα­τά τόν 19ον αἰ­ῶ­να νά δι­εκ­δι­κή­σουν τήν ἐ­θνι­κήν των αὐ­το­τέ­λει­αν καί ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­αν. Καί μό­νον ὅ­ταν ὁ ἐ­θνι­κι­σμός δι­ε­ξε­δί­κη­σε κυ­ρί­αρ­χον θέ­σιν, ὅ­ταν ἐ­τέ­θη ἐ­πί κε­φα­λῆς τῶν γνω­ρι­σμά­των τῶν συ­νι­στών­των τήν Ἐκ­κλη­σί­αν καί ἠ­πει­λεῖ­το οὕ­τω ὁ πνευ­μα­τι­κός ὑ­πε­ρε­θνι­κός χα­ρα­κτήρ αὐ­τῆς, ἡ ἐ­πί πνευ­μα­τι­κῶν γνω­ρι­σμά­των ἑ­δρα­ζο­μέ­νη ἑ­νό­της τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τό­τε τό Οἰ­κου­με­νι­κόν Πα­τρι­αρ­χεῖ­ον κα­τε­δί­κα­σε τήν τά­σιν αὐ­τήν τοῦ «ἐ­θνο­φυ­λε­τι­σμοῦ» ὡς ἐ­πι­κίν­δυ­νον και­νο­το­μί­αν.
Ἡ δη­μι­ουρ­γί­α ἀ­νε­ξαρ­τή­των ἐ­θνι­κῶν κρα­τῶν εἰς τόν χῶ­ρον τῆς Βαλ­κα­νι­κῆς εἶ­χεν ὡς ἄ­με­σον συ­νέ­πει­αν τήν δη­μι­ουρ­γί­αν αὐ­το­κε­φά­λων το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Τό Οἰ­κου­με­νι­κόν Πα­τρι­αρ­χεῖ­ον μο­λο­νό­τι ἔ­βλε­πε συῤ­ῥι­κνου­μέ­νην τήν τε­ρα­στί­αν αὐ­τοῦ δι­και­ο­δο­σί­αν, πα­ρε­χώ­ρη­σε διά τῆς κα­νο­νι­κῆς ὁ­δοῦ τό αὐ­το­κέ­φα­λον εἰς τάς Ἐκ­κλη­σί­ας τῶν νέ­ων χω­ρῶν τῆς Βαλ­κα­νι­κῆς, ἀν­τέ­δρα­σε δέ μό­νον εἰς πε­ρι­πτώ­σεις προ­σβο­λῆς τῆς κα­νο­νι­κῆς τά­ξε­ως καί ὑ­πε­ρε­ξάρ­σε­ως ἐ­θνο­φυ­λε­τι­κῶν κρι­τη­ρί­ων. Ἡ πο­λυ­δι­ά­σπα­σις πάν­τως αὐ­τή εἰς ἐ­θνι­κάς Ἐκ­κλη­σί­ας ἦ­το νέ­ον φαι­νό­με­νον εἰς τήν ζω­ήν τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ πρό πολ­λῶν αἰ­ώ­νων πα­ρα­χώ­ρη­σις τοῦ αὐ­το­κε­φά­λου εἰς τήν Ἐκ­κλη­σί­αν τῆς Ρωσ­σί­ας (1589) δέν εἶ­χεν δη­μι­ουρ­γή­σει προ­βλή­μα­τα εἰς τάς σχέ­σεις τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων καί λό­γῳ τῆς εὐ­πει­θεί­ας τῆς θυ­γα­τρός πρός τήν Μη­τέ­ρα Ἐκ­κλη­σί­αν, ἀλ­λά καί λό­γῳ τῆς μή ἐμ­φα­νί­σε­ως εἰ­σέ­τι καί ἐ­ξάρ­σε­ως τῆς ἀρ­χῆς τῶν ἐ­θνο­τή­των, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πο­τε­λέ­σα­σα τήν βά­σιν τῆς ὑ­πάρ­ξε­ως τῶν νέ­ων κρα­τῶν καί συν­δε­θεῖ­σα μέ τάς με­τα­ξύ αὐ­τῶν ἐ­θνι­κάς δι­εκ­δι­κή­σεις συ­νε­τέ­λε­σε καί εἰς τήν ψύ­χραν­σιν τῶν σχέ­σε­ων με­τα­ξύ τῶν αὐ­το­κε­φά­λων Ἐκ­κλη­σι­ῶν, ἰ­δι­αι­τέ­ρως κα­τά τάς πε­ρι­ό­δους τῶν μα­κρο­χρο­νί­ων πο­λε­μι­κῶν συγ­κρού­σε­ων. (…)
Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, οὖ­σα πρω­τό­θρο­νος με­τα­ξύ τῶν αὐ­το­κε­φά­λων Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν καί ἔ­χου­σα ἐξ ἱ­στο­ρι­κῶν καί θε­ο­λο­γι­κῶν λό­γων τό δι­καί­ω­μα καί τήν εὐ­θύ­νην τῆς ἐ­νάρ­ξε­ως καί τοῦ συν­το­νι­σμοῦ τῶν δι­ορ­θο­δό­ξου ση­μα­σί­ας ἐ­νερ­γει­ῶν, δέν παύ­ει νά ἀ­πο­τε­λῇ το­πι­κήν Ἐκ­κλη­σί­αν, ἧς ἡ δι­και­ο­δο­σί­α πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται εἰς συγ­κε­κρι­μέ­νην γε­ω­γρα­φι­κήν πε­ρι­ο­χήν, ὅ­περ ἰ­σχύ­ει κα­τά το­ύς κα­νό­νας δι᾽ ὅ­λας τάς Ἐκ­κλη­σί­ας, καί διά τήν Ρώ­μην, πλήν τοῦ προ­νο­μί­ου τῆς ἀ­σκή­σε­ως ὑ­πε­ρο­ρί­ου ἁρ­μο­δι­ό­τη­τος εἰς τάς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Δι­α­σπο­ρᾶς, ἀ­πο­νε­μη­θέν­τος ἀ­πο­κλει­στι­κῶς εἰς τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λιν, καί τοῦ θε­σμοῦ τοῦ ἐκ­κλή­του. (…)
Ἡ εὐ­ρυ­τά­τη δι­και­ο­δο­σί­α τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως ἤρ­ξα­το στα­δι­α­κῶς μει­ου­μέ­νη διά τῆς πα­ρα­χω­ρή­σε­ως τῆς αὐ­το­κε­φά­λου ἀ­ξί­ας εἰς τάς το­πι­κάς Ἐκ­κλη­σί­ας: εἰς τήν Ἐκ­κλη­σί­αν τῆς Ῥωσ­σί­ας (1589), εἰς τήν Ἐκ­κλη­σί­αν τῆς Ἑλ­λά­δος (1850), εἰς τήν Ἐκ­κλη­σί­αν τῆς Σερ­βί­ας (1879), εἰς τήν Ἐκ­κλη­σί­αν τῆς Ῥου­μα­νί­ας (1885), εἰς τήν Ἐκ­κλη­σί­αν τῆς Ἀλ­βα­νί­ας (1937) καί εἰς τήν Ἐκ­κλη­σί­αν τῆς Βουλ­γα­ρί­ας (1945).
Σο­βα­ρω­τέ­ρα ἦ­το ἡ συῤ­ῥί­κνω­σις τῆς δι­και­ο­δο­σί­ας τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου, ἡ προ­κύ­ψα­σα ἐκ τῆς φυ­γῆς τῶν ὀρ­θο­δό­ξων πλη­θυ­σμῶν ἐκ τῶν πα­τρο­γο­νι­κῶν αὐ­τῶν ἑ­στι­ῶν ἐν Πόν­τῳ, Θρά­κῃ καί Μ. Ἀ­σί­ᾳ, αἱ ὁ­ποῖ­αι ὡς εἴ­δο­μεν ἀ­πε­τέ­λουν διά τῶν αἰ­ώ­νων τόν ἱ­στο­ρι­κόν γε­ω­γρα­φι­κόν χῶ­ρον τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς αὐ­τοῦ δι­και­ο­δο­σί­ας. Ἡ φυ­γή αὐ­τή συ­νε­τε­λέ­σθη με­τά τόν μι­κρα­σι­α­τι­κόν πό­λε­μον τοῦ 1922 ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ δέ μέ­χρι σή­με­ρον. (…)
Ἐκ τῶν πλη­θυ­σμῶν οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐγ­κα­τε­στά­θη­σαν εἰς Εὐ­ρώ­πην, Ἀ­με­ρι­κήν καί Αὐ­στρα­λί­αν, ἱ­δρύ­θη­σαν νέ­αι Ἀρ­χι­ε­πι­σκο­παί καί Μη­τρο­πό­λεις, μέ πο­λύν δυ­να­μι­σμόν με­τα­ξύ ἄλ­λων προ­ηγ­μέ­νων ὡς ἐ­πί τῶν πο­λύ λα­ῶν. Ἐκ τῆς συ­νυ­πάρ­ξε­ως δέ αὐ­τῆς ἀ­να­μέ­νει πολ­λά ἀ­γα­θά ἡ Ὀρ­θό­δο­ξος Ἀ­να­το­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α.
Ἐ­κτός τῶν ὁ­ρί­ων τοῦ τουρ­κι­κοῦ κρά­τους ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν νά πα­ρα­μέ­νουν ἐ­πί­σης ὑ­πό τήν ἂ­με­σον δι­και­ο­δο­σί­αν τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου αἱ μη­τρο­πό­λεις τῆς Δω­δε­κα­νή­σου, ἡ ἡ­μι­αυ­τό­νο­μος Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Κρή­της, ἡ μο­να­στι­κή πο­λι­τεί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους καί ἄλ­λα Πα­τρι­αρ­χι­κά Ἱ­δρύ­μα­τα καί Ἑ­στί­αι ἐν ὅ­λῃ τῇ Οἰ­κου­μέ­νῃ. Ἐ­πί­σης, εἰς τήν δι­και­ο­δο­σί­αν τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου ἀ­νή­κουν καί αἱ μη­τρο­πό­λεις τῶν λε­γο­μέ­νων «Νέ­ων Χω­ρῶν», τῶν ὁ­ποί­ων ἡ δι­οί­κη­σις ἐ­δό­θη τό 1928 ἐ­πι­τρο­πι­κῶς εἰς τήν Ἐκ­κλη­σί­αν τῆς Ἑλ­λά­δος.».
Με­τά την πα­ρά­θε­ση αυ­τού του ι­στο­ρι­κού, και ι­δι­αί­τε­ρα των α­να­φο­ρών στην ι­στο­ρι­κή συρ­ρί­κνω­ση των ο­ρί­ων της α­μέ­σου δι­και­ο­δο­σί­ας του Οι­κου­με­νι­κού Πα­τρι­αρ­χεί­ου ως Το­πι­κής Εκ­κλη­σί­ας, θε­ω­ρώ α­πα­ραί­τη­το να υ­πο­γραμ­μί­σω το ε­ξής. Η συρ­ρί­κνω­ση αυ­τή, που έ­γι­νε εν πολ­λοίς, ό­πως πε­ρι­γρά­ψα­με, με την ε­κού­σι­α α­πό μέ­ρους της Με­γά­λης Εκ­κλη­σί­ας χο­ρή­γη­ση κα­θε­στώ­τος Αυ­το­κε­φα­λί­ας σε δι­ά­φο­ρες το­πι­κές Εκ­κλη­σί­ες, δεν ση­μαί­νει σε κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση και την αν­τί­στοι­χη α­πο­μεί­ω­ση της Πρω­το­θρό­νου και Πρω­τευ­θύ­νου θέ­σε­ώς της μέ­σα στην Εκ­κλη­σί­α, ό­πως ε­πι­χει­ρούν να ε­πι­βά­λουν κά­ποι­οι, ε­πι­κα­λού­με­νοι ό­χι τους Κα­νό­νες, την Τά­ξη, την Πα­ρά­δο­ση, την Α­λή­θει­α της Εκ­κλη­σί­ας, αλ­λά την ι­σχύ των α­ριθ­μών, του πλού­του και της κρα­τι­κής δυ­νά­με­ως, έ­χον­τας με τον τρό­πο αυ­τό εν­δώ­σει στον πει­ρα­σμό, ό­πως μας τον πε­ρι­γρά­φει ο Ευ­αγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος: «Ξα­νά ο δι­ά­βο­λος τον παίρ­νει μα­ζί του σ’ έ­να πο­λύ ψη­λό βου­νό και του δεί­χνει ό­λα τα βα­σί­λει­α του κό­σμου και τη δό­ξα τους και του λέ­ει: «Ό­λα αυ­τά σ’ ε­σέ­να θα τα δώ­σω, αν πέ­σεις και με προ­σκυ­νή­σεις» (Ματθ. δ΄ 8-9). Και φυ­σι­κά η α­πάν­τη­ση του Κυ­ρί­ου μας εί­ναι γνω­στή: «ὕ­πα­γε ὀ­πί­σω μου, σα­τα­νᾶ· γέ­γρα­πται γάρ, Κύ­ρι­ον τὸν Θε­όν σου προ­σκυ­νή­σεις καὶ αὐ­τῷ μό­νῳ λα­τρεύ­σεις» (Ματθ. δ΄ 10). Αλ­λά και ο ι­ε­ρός ψαλ­μω­δός λέ­γει κά­τι πα­ρεμ­φε­ρές, με το ο­ποί­ο ε­μείς, τα ευ­λο­γη­μέ­να τέ­κνα της Α­γί­ας του Χρι­στού Με­γά­λης Εκ­κλη­σί­ας, α­παν­τού­με σε ό­σους α­πέ­ναν­τι στην Α­λή­θει­α αν­τι­πα­ρα­βάλ­λουν τα θέλ­γη­τρα και τα φό­βη­τρα του κό­σμου, δι­εκ­δι­κών­τας να α­να­τρέ­ψουν ό­ρους και κα­νό­νες ε­πί των ο­ποί­ων θε­με­λι­ώ­θη­κε η Εκ­κλη­σί­α: «οὗ­τοι ἐν ἅρ­μα­σι καὶ οὗ­τοι ἐν ἵπ­ποις, ἡ­μεῖς δὲ ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου Θε­οῦ ἡ­μῶν με­γα­λυν­θη­σό­με­θα. αὐ­τοὶ συ­νε­πο­δί­σθη­σαν καὶ ἔ­πε­σαν, ἡ­μεῖς δὲ ἀ­νέ­στη­μεν καὶ ἀ­νωρ­θώ­θη­μεν» (Ψαλμ. ιθ΄ 8-9).
Γι­α την Ορ­θο­δο­ξί­α και τον ρό­λο του Οι­κου­με­νι­κού Πα­τρι­αρ­χεί­ου στο σύγ­χρο­νο κό­σμο μί­λη­σε προ­σφυ­έ­στα­τα ο Πα­να­γι­ώ­τα­τος Οι­κου­με­νι­κός Πα­τρι­άρ­χης κ.κ. Βαρ­θο­λο­μαίος, σε πρό­σφα­τη συ­νέν­τευ­ξή του σε μι­α με­γά­λη ε­φη­με­ρί­δα του Βε­λι­γρα­δί­ου, α­πευ­θυ­νό­με­νος στους Σέρ­βους Ορ­θο­δό­ξους α­δελ­φούς.
Ο Σέρ­βος δη­μο­σι­ο­γρά­φος ρώ­τη­σε τον Πα­να­γι­ώ­τα­το: «Πώς θα πε­ρι­γρά­φα­τε τη θέ­ση της Ορ­θο­δο­ξί­ας στο σύγ­χρο­νο κό­σμο; Ποι­ος εί­ναι ο ρό­λος σας ως Οι­κου­με­νι­κού Πα­τρι­άρ­χη; Έ­χω στο μυ­α­λό τον Σέρ­βο θε­ο­λό­γο Stojan Gosevic, ο ο­ποί­ος κά­πο­τε δι­α­τύ­πω­σε την ά­πο­ψη ό­τι «αν δεν υ­πήρ­χε το Οι­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεί­ο, θα έ­πρε­πε να το δη­μι­ουρ­γή­σου­με». Θα μπο­ρού­σε να υ­πάρ­ξει Ορ­θο­δο­ξί­α χω­ρίς το Οι­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεί­ο της Κων­σταν­τι­νού­πο­λης;».
Και έ­λα­βε την α­κό­λου­θη α­πάν­τη­ση: «Η θέ­ση της Ορ­θο­δο­ξί­ας στο σύγ­χρο­νο κό­σμο δεν εί­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κή α­πό αυ­τήν που ή­ταν κα­τά τα προ­η­γού­με­να χρό­νι­α, αρ­χής γε­νο­μέ­νης α­πό το υ­πε­ρώ­ο της Πεν­τη­κο­στής. Μπο­ρεί σή­με­ρα να έ­χου­με νέ­α δε­δο­μέ­να, κοι­νω­νι­κά, ε­πι­στη­μο­νι­κά κ.λπ., αλ­λά ο προ­ο­ρι­σμός και η α­πο­στο­λή της Εκ­κλη­σί­ας δεν άλ­λα­ξαν. Η Εκ­κλη­σί­α εί­ναι η Κι­βω­τός της σω­τη­ρί­ας και της α­λη­θεί­ας, ό­πως την α­πε­κά­λυ­ψε ο Τρι­α­δι­κός Θε­ός στον κό­σμο. Εί­ναι ο χώ­ρος ό­που τε­λε­σι­ουρ­γεί­ται η με­τα­μόρ­φω­ση του αν­θρώ­που και ε­πι­τυγ­χά­νε­ται η έ­νω­σή του με τον Θε­ό. Η Εκ­κλη­σί­α, δη­λα­δή, εί­ναι «η Βα­σι­λεί­α του Θε­ού» στον κό­σμο. Ό­λα τα άλ­λα που βλέ­που­με σή­με­ρα, τα ο­ποί­α μπο­ρεί να εν­τυ­πω­σι­ά­ζουν και να προ­κα­λούν θαυ­μα­σμό, ό­πως έρ­γα φι­λαν­θρω­πί­ας, πο­λι­τι­σμού, κοι­νω­νι­κά, α­κα­δη­μα­ϊ­κά ή και α­να­πτυ­ξι­α­κά, ό­σο ση­μαν­τι­κά κι αν φαί­νον­ται, δεν παύ­ουν να εί­ναι πα­ρε­πό­με­να του βα­σι­κού σκο­πού και προ­ο­ρι­σμού της Εκ­κλη­σί­ας. Και φυ­σι­κά δεν μπο­ρούν με τί­πο­τα να αν­τι­κα­τα­στή­σουν τον κυ­ρί­αρ­χο και πρω­ταρ­χι­κό μυ­στη­ρι­α­κό και σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα της Ορ­θο­δό­ξου Εκ­κλη­σί­ας μας.
Ό­σον α­φο­ρά τώ­ρα στο ρό­λο του Οι­κου­με­νι­κού Πα­τρι­αρ­χεί­ου στον κό­σμο και στην Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α, θα προ­τι­μού­σα, αν­τί να α­να­πτύ­ξω μί­α α­πάν­τη­ση, να προ­τρέ­ψω ό­λους τους κα­λούς σας α­να­γνώ­στες να α­να­τρέ­ξουν στην εκ­κλη­σι­α­στι­κή ι­στο­ρί­α, στους Ι­ε­ρούς Κα­νό­νες, στην Πα­τε­ρι­κή μας δι­δα­σκα­λί­α και στην Ι­ε­ρά Πα­ρά­δο­ση και ε­κεί θα δι­α­πι­στώ­σουν ποι­ος εί­ναι ο ρό­λος και η ευ­θύ­νη του Οι­κου­με­νι­κού και Α­πο­στο­λι­κού Θρό­νου. Ε­μείς, ως τα­πει­νοί δι­ά­κο­νοι και συ­νε­χι­στές του Α­πο­στό­λου Αν­δρέ­α, δεν κά­νου­με τί­πο­τε πα­ρα­πά­νω α­πό αυ­τό που οι Ι­ε­ροί Κα­νό­νες μάς κλη­ρο­δό­τη­σαν. Η φρά­ση αυ­τή του γνω­στού Σέρ­βου θε­ο­λό­γου Stojan Gosevic ε­πα­λη­θεύ­ε­ται α­πό την πρά­ξη των Οι­κου­με­νι­κών Συ­νό­δων και την Πα­ρά­δο­ση της Εκ­κλη­σί­ας μας. Ό,τι εί­ναι και ό,τι έ­χει το Οι­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεί­ο το ο­φεί­λει στην Εκ­κλη­σί­α. Δεν εί­μα­στε μι­α αυ­το­δη­μι­ούρ­γη­τη ον­τό­τη­τα αλ­λά μι­α ύ­παρ­ξη που προ­έ­κυ­ψε α­γι­ο­πνευ­μα­τι­κώς.» (Συ­νέν­τευ­ξη της Α.Θ. Πα­να­γι­ό­τη­τος, του Οι­κου­με­νι­κού Πα­τρι­άρ­χου κ.κ. Βαρ­θο­λο­μαί­ου α­πό το δη­μο­σι­ο­γρά­φο Zivojin Rakocevic γι­α τη Σερ­βι­κή ε­φη­με­ρί­δα «Politika»).
Με παρόμοιο τρόπο είχε αναφερθεί στο Θεσμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου ο κορυφαίος θεολόγος, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου κ. Ιωάννης, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Αν δεν υπήρχε ο θεσμός αυτός, θα έπρεπε να είχε εφευρεθεί. Χωρίς το Οικουμενικό Πατριαρχείο η Ορθοδοξία θα περιπέσει στη δίνη των εθνικισμών, στην καυχησιολογία του παρελθόντος, στην εσωστρέφεια της αυτάρκειας, στην περιφρόνηση του συγχρόνου κόσμου. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο απέδειξε ότι μπορεί να μετουσιώνει το παρελθόν σε παρόν, το παρόν σε μέλλον, το χθες και το σήμερα σε αύριο. Και τούτο, γιατί πέρα από τη θεσμική του ιδιότητα, είναι φορέας μιάς ανοικτής νοοτροπίας, μιάς καθολικότητας και μιάς ευαισθησίας για τον άνθρωπο κάθε εποχής. Και αυτό αποτελεί την κατ᾿ άνθρωπον εγγύηση του μέλλοντός του».

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε Πά­τερ και Δέ­σπο­τα, 
Κα­τα­κλεί­ον­τας τον λό­γο, ε­πι­τρέψ­τε μου να Σας ευ­χα­ρι­στή­σω εγ­κάρ­δι­α, δι­ό­τι η α­γά­πη και α­φο­σί­ω­σή Σας προς τον Πάν­σε­πτο και Θε­ο­δό­ξα­στο Οι­κου­με­νι­κό Θρό­νο και τον Προ­κα­θή­με­νο αυ­τού, Παναγιώτα­το Πρω­θι­ε­ράρ­χη της Ορ­θο­δο­ξί­ας, που τον κο­σμεί και τον δι­α­κο­νεί αυ­το­θυ­σι­α­στι­κά ε­δώ και τρεις πε­ρί­που δε­κα­ε­τί­ες, εί­ναι ε­κεί­να που και ε­μέ­να προ­σω­πι­κά έ­χουν εμ­πνεύ­σει ό­λα αυ­τά τα χρό­νι­α που ο Θε­ός με ευ­λό­γη­σε να βρί­σκο­μαι πλη­σί­ον Σας και να γί­νο­μαι αυ­τό­πτης και αυ­τή­κο­ος μάρ­τυ­ρας των ιε­ρών Σας βη­μα­τι­σμών στην το­πι­κή μας Εκ­κλη­σί­α, αλ­λά και εν γέ­νει στην Α­γί­α μας Εκ­κλη­σί­α. Θε­ω­ρώ ι­δι­αί­τε­ρη τι­μή γι­α τη Μη­τρό­πο­λή μας, γι­α το Ρέ­θυ­μνο, γι­α την Κρή­τη, το γε­γο­νός ό­τι και Ε­σείς, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, ό­πως και οι λοι­ποί ε­κλε­κτοί Ι­ε­ράρ­χες της Εκ­κλη­σί­ας Κρή­της, έ­χε­τε κλη­θεί περιοδικώς να συμ­με­τά­σχε­τε στο Μέ­γα Βου­λευ­τή­ρι­ο της Εκ­κλη­σί­ας, στην Α­γί­α και Ι­ε­ρά Σύνο­δο του Οικουμε­νι­κού μας Πα­τρι­αρ­χεί­ου. Μά­λι­στα, οι δι­κές Σας θη­τεί­ες σε αυ­τήν έ­χουν α­πό τον Θε­ό ι­δι­αι­τέ­ρως ευ­λο­γη­θεί και, κα­τά κά­ποι­ον τρό­πο, μνη­μει­ω­θεί α­νε­ξί­τη­λα στην Ι­στο­ρί­α της Εκκλησί­ας, α­φού και η δι­κή Σας υ­πο­γρα­φή έ­χει τε­θεί σε ι­στο­ρι­κές, μέ­γι­στες α­πο­φά­σεις της Α­γί­ας του Χρι­στού Με­γά­λης Εκκλη­σί­ας, με­τα­ξύ των ο­ποί­ων α­ξί­ζει να α­να­φέ­ρω τις α­γι­ο­κα­τα­τά­ξεις μεγάλων συγ­χρό­νων Α­γί­ων αλ­λά και την ο­πωσ­δή­πο­τε κο­ρυ­φαί­α α­πό­φα­ση γι­α την χο­ρή­γη­ση του Τόμου της Αυ­το­κε­φα­λί­ας στην Αγιωτά­τη Εκ­κλη­σί­α της Ου­κρα­νί­ας, σύμ­φω­να με τους Ι­ε­ρούς Κανόνες, την Τά­ξη και τα απαράγραπτα Δί­και­α και Προ­νό­μι­α του Οι­κου­με­νι­κού μας Πα­τρι­αρ­χεί­ου. 
Ε­άν ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος δι­δά­χθη­κε την πα­τρώ­α ευ­σέ­βει­α «πα­ρά τους πό­δας Γα­μα­λι­ήλ», και ό­λοι εμείς ε­δώ, η εν Ρε­θύ­μνη και Αυ­λο­πο­τά­μω πα­ροι­κού­σα Εκ­κλη­σί­α, έ­χου­με δι­δα­χθεί α­πό Ε­σάς, Σεβασμι­ώ­τα­τε, να α­γα­πού­με το Οι­κου­με­νι­κό μας Πα­τρι­αρ­χεί­ο, τη Μη­τέ­ρα μας Εκ­κλη­σί­α, και να μαρ­τυ­ρού­με χω­ρίς φό­βο και χω­ρίς ι­δι­ο­τέ­λει­α τα δί­και­ά του και την α­λή­θει­α του, που εί­ναι τα δί­και­α και η α­λή­θει­α της Ορ­θο­δό­ξου Εκ­κλη­σί­ας μας. 
Ε­πι­τρέψ­τε μου α­κό­μη, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, να Σας εκ­φρά­σω την ευ­γνω­μο­σύ­νη μου, κα­θώς, αν και α­μα­θής και ε­λά­χι­στα κα­τηρ­τι­σμέ­νος, δέ­χθη­κα την πα­τρι­κή προ­τρο­πή Σας να μι­λή­σω α­πό­ψε, σε αυ­τήν την επι­λύ­χνι­ο συμ­προ­σευ­χή της το­πι­κής μας Εκ­κλη­σί­ας, γι­α το Οι­κου­με­νι­κό μας Πα­τρι­αρ­χεί­ο και την θέση του μέ­σα στην Ορ­θό­δο­ξο Εκ­κλη­σί­α μας. Σί­γου­ρα, στα χρο­νι­κά πλαί­σι­α μι­ας τέ­τοι­ας ο­μι­λί­ας, δεν εί­ναι δυ­να­τόν ού­τε να σκι­α­γρα­φη­θεί καν αυ­τό το σπου­δαί­ο θέ­μα. Αλ­λά θέ­λω να ελ­πί­ζω ό­τι έ­στω κατα­τέ­θη­καν στην α­γά­πη ό­λων των πα­τέ­ρων και α­δελ­φών που α­νέ­χθη­καν α­πό­ψε τον ο­μι­λη­τή, κάποια ε­ρε­θί­σμα­τα, κά­ποι­ες α­φορ­μές συμ­προ­βλη­μα­τι­σμού, ώ­στε να εν­τρυ­φή­σου­με ό­λοι πε­ραι­τέ­ρω και εις βά­θος στα ζη­τή­μα­τα αυ­τά που α­κρο­θι­γώς ε­ξε­τέ­θη­σαν. 
Συ­νη­θί­ζε­ται να κλεί­νουν οι ο­μι­λί­ες με κά­ποι­ο μή­νυ­μα, που συμ­πυ­κνώ­νει, κα­τά το δυ­να­τόν, την κεντρι­κή τους ι­δέ­α και λει­τουρ­γεί ως καταλύ­της στην κα­τα­νό­η­σή τους. Α­να­ζη­τών­τας αυ­τό το μήνυμα, το βρή­κα σε έ­να α­πό τα πολ­λά σπου­δαί­α κείμε­να, με τα ο­ποί­α έ­χει πλου­τί­σει την σύ­χρο­νη εκ­κλη­σι­α­στι­κή γραμ­μα­τεί­α, ο ε­πί­σης κορυ­φαί­ος θεολό­γος, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της Ναυπάκτου και Α­γί­ου Βλα­σί­ου κ. Ι­ε­ρό­θε­ος. Με αυ­τό το μήνυμα θα μου ε­πι­τρέ­ψε­τε να α­φή­σω αυ­τό το βή­μα, α­φού πρώ­τα εκ­ζη­τή­σω τη συγ­χώ­ρη­ση και την προ­σευ­χή ό­λων σας γι­α το τα­πει­νό μου πρόσω­πο: 
«Ό­ποι­ος υ­πο­νο­μεύ­ει τον ι­ε­ρό θε­σμό του Οι­κου­με­νι­κού Πα­τρι­αρ­χεί­ου, με ο­ποι­ον­δή­πο­τε τρό­πο, ο οποί­ος θε­σμός κα­θι­ε­ρώ­θη­κε α­πό το Ά­γι­ον Πνεύ­μα στις Οι­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους, αυ­τός θα α­πο­τύ­χη σε ό­λους τους χρό­νους και σε ό­λα τα ε­πί­πε­δα. Γι­α­τί δεν πρέ­πει να υ­περ­βαί­νου­με τα ό­ρι­α «ἅ ἔ­θεν­το οἱ Πα­τέ­ρες ἡ­μῶν». Α­μήν.

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ