Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Τo «Πηδάλιο» αποτελεί, ως γνωστόν, μια συλλογή κανόνων της Ορθόδοξης Εκκλησίας που εκπονήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα από τους λόγιους αγιορείτες μοναχούς Νικόδημο Αγιορείτη και Αγάπιο, σε δημώδη γλώσσα, και περιέχει παράθεση, ερμηνεία και «συμφωνία» των κανόνων των Αγίων Αποστόλων, των Οικουμενικών συνόδων, των τοπικών συνόδων και των Πατέρων της Εκκλησίας, με σκοπό, όπως εξαγγέλλεται στο προοίμιο του βιβλίου, να ωφεληθούν οι χριστιανοί. Στις εκτεταμένες υποσημειώσεις, οι δύο μοναχοί ασχολούνται με πολλά σύγχρονά τους θέματα και συνήθειες, που κάποιες φορές υπερβαίνουν το κείμενο του κανόνα.
Το «Πηδάλιο» είναι ένα βιβλίο αναφοράς για την Εκκλησία, γέννημα της Τουρκοκρατίας. Αυτή η «σκοτεινή» περίοδος του Ελληνισμού, λόγω της σκλαβιάς, λησμονούμε πως μας έδωσε πολύ σημαντικά πονήματα, με τα οποία ασχολείται σήμερα ενδελεχώς η επιστημονική έρευνα.
Το «Πηδάλιο» έχει επικριθεί από πολλούς, ακόμα και θεολόγους, ως ένα «συντηρητικό και σχολαστικό» βιβλίο, που διέπεται από αυστηρό και νομικίστικο πνεύμα, αλλά σίγουρα θα πρέπει να το δούμε ως καρπό της εποχής του, μια συγκεκριμένης εποχής που ήταν η Τουρκοκρατία.
Θυμήθηκα τώρα ότι το «Πηδάλιο» γιατί έχει ενδιαφέρουσες υποσημειώσεις σε σχέση με το θέμα των ημερών, δηλαδή την μετάδοση της Θείας Ευχαριστίας σε συνθήκες επιδημίας, βλ. κορωνοϊό, εν προκειμένω.
Σε μια ερμηνευτική υποσημείωση, λοιπόν, πάνω στον ΚΗ΄ κανόνα της Στ’ Οικουμενικής Συνόδου, διαβάζουμε στο «Πηδάλιο» αυτολεξεί τα κάτωθι:
“Όθεν και Ιερείς και Αρχιερείς πρέπει εν καιρώ πανώλης να μεταχειρίζωνται τρόπον εις το να μεταλαμβάνουν τους ασθενούντας, όστις να μη παραβαίνη τον Κανόνα τούτον, ουχί βάλλοντες μέσα εις σταφίδα τον άγιον Άρτον, αλλά εις τι αγγείον ιερόν, και εκείθεν να τον λαμβάνουν, ή οι μόρται (μόρτης: άνθρωπος που είχε πάθει ανοσία στην πανούκλα και προσέφερε τις υπηρεσίες του στην κοινότητα θάβοντας τους νεκρούς και περιθάλποντας τους ασθενείς), η οι ασθενείς, δια λαβίδος. Το δε αγγείον συν τη λαβίδι να βάνεται εις ξύδι, και το οξύδι να ρίπτηται εις το χωνευτήριον, ή με όποιον άλλον τρόπον δυνηθώσι ασφαλέστερον και κανονικόν”.
Με άλλα λόγια οι ασθενείς από πανώλη δεν κοινωνούν από το κοινό άγιο ποτήριο, αλλά σε ξέχωρο σκεύος, στο οποίο δεν γίνεται κατάλυση από τον ιερέα και απλώς πλένεται με ξύδι.
Άραγε γιατί αυτή η πρακτική; Δεν είναι προληπτική και αποτρεπτική;
Στο πνεύμα, λοιπόν, της οικονομίας θα μπορούσε η Εκκλησία να βρει ένα τρόπο για να κατευνάσει τον λογισμό των πολλών, που την θεωρούν άκαμπτη και απροσάρμοστη στις σύγχρονες συνθήκες και απαιτήσεις.
Στην λογική της προσαρμογής και της ευελιξίας κινείται η πρόσφατη εγκύκλιος του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Ελπιδοφόρου, με αφορμή την εμφάνιση της πανδημίας Covid-19.
Η ακαμψία και η ευκαιρία για «ομολογία πίστεως» είναι ανωφελείς και μάταιοι στην παρούσα συγκυρία.
Αλλά εδώ ας θυμηθούμε και τα της προετοιμασίας και της αποξήρανσης της Ιεράς Παρακαταθήκης κατά την Μεγάλη Πέμπτη, όπως τα έχει καταγράψει ο αείμνηστος καθηγητής Ιωάννης Φουντούλης (Απαντήσεις εις Λειτουργικάς απορίας. Τόμος Α’. ΣΤ’ έκδοσις.
Εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι, 1991).
Ο μεγάλος λειτουργιολόγος του καιρού μας σημειώνει ρητώς πως “εκεί που πρέπει να στρέφεται η προσοχή των ιερέων μας είναι στο να γίνεται πλήρως η αποξήρανσις και ει δυνατόν αυθημερόν ή την επομένη, το πολύ, ημέρα, για να αποφεύγεται η τυχόν αλλοίωσις του αγίου άρτου και για να είναι ευκολώτερος ο μελισμός του.”
Την σχετική παράδοση περιγράφει η «Ιερά Ανθολογία» του ιεροδιδασκάλου Δανιήλ Γεωργοπούλου (έκδοσις 5η, εν Αθήναις 1898, σελ. 100).
Ιδού η σχετική λεπτομερής διάταξη:
«Μετά δε το τέλος της λειτουργίας απλώνει το αντιμίνσιον (ο ιερεύς) εις την αγίαν τράπεζαν και εκβαλών από τον αρτοφόρον (τον άγιον άρτον) τον βάλλει εις το δισκάριον και θυμιάσας κύκλω και προσκυνήσας ευλαβώς τον μελίζει με την αγίαν λόγχην εις μερίδια μικρά μετ’ ευλαβείας και φόβου˙ μετά δε ταύτα βάλλει εκ δεξιών της αγίας τραπέζης σκαμνίον και εν αυτώ πλίνθον ή λίθον και επάνω εις αυτό σκεύος πήλινον ή χαλκούν ή σιδηρούν καθαρόν με κάρβουνα αναμμένα και προσκυνήσας ευλαβώς, λαμβάνει τον άγιον δίσκον, όστις να μη είναι από κασσίτερον, με μεγάλην προσοχήν και τον βάλλει επάνω εις το σκεύος, εν ω είναι τα κάρβουνα, προσέχων καλώς δια να ξηρανθώσιν αι μερίδες κατά μικρόν, γυρίζων αυτάς με την αγίαν λόγχην, και να μη παρακαώσιν, αφού δε καλώς θερμανθή το δισκάριον το κατεβάζει και το βάλλει επάνω εις το άγιον αντιμίνσιον ή εις τα καλύμματα, προσέχων μη παραζεσταθή και καώσιν˙ όταν δε αι μερίδες ψυχρανθώσι, βάλλει τον δίσκον εκ δευτέρου εις το πυρ, και ούτω ποιήσας πολλάκις έως να ξηρανθώσι καλώς, τότε τας βάλλει εις το αρτοφόριον και το βάλλει εις τον τόπον του προσκυνήσας ευλαβώς και διπλώνει το αντιμίνσιον».
Ο καθηγητής Ι. Φουντούλης σημειώνει ότι “ο τρόπος αυτός της αποξηράνσεως παρουσιάζεται κάπως απηρχαιωμένος. Ο ιερεύς, του οποίου ο ναός διαθέτει σύγχρονα ηλεκτρικά μέσα, μπορεί ασφαλώς να τα χρησιμοποιήση και στην περίπτωσι αυτή ή κατά την κρίσι του να τελειοποιήση τα παραδεδομένα.”
Από τα παραπάνω γίνεται εμφανές ότι η Εκκλησία προέβλεψε την τυχόν αλλοίωση του αγίου άρτου και έλαβε τα σχετικά μέτρα, τα οποία προφανώς διαφοροποιούνται με τις εποχές, αλλά μας υπενθυμίζουν ότι το μυστήριο της Ευχαριστίας δεν είναι μια μαγική διαδικασία, αλλά εντάσσεται στην λογική λατρεία.
Είναι δυνατόν η Ιεραρχια μα μην το γνωρίζει αυτό; Καλά είναι να απευθυνθεί το ερώτημα προς την Ι. Σ. της Ελλάδος για να πάρουμε μια ξεκάθαρη θέση εφόσον πρόκειται για πανδημία παρόμοιας της πανώλης