Επαναλαμβάνομεν, αγαπητοί προσκυνηταί, και την στιγμήν αυτήν, αυτό το οποίον λέγομεν εις παρομοίας περιστάσεις: Μη λησμονήσετε τας ρίζας σας. Να διδάσκετε εις τα τέκνα σας τας ωραίας παραδόσεις μας, να τα βοηθήτε να συνειδητοποιήσουν την σημασίαν της μικρασιατικής καταγωγής των. Να δεχθούν ότι «έχουν πατρίδα», εις την οποίαν, όπως συμβαίνει σήμερα εις την Τρίγλιαν, και εις άλλας εορτάς αλλαχού εις την μικρασιατικήν γην, ακούεται και πάλιν το «Εν Ιορδάνη», το «Χριστός Ανέστη» το «Εν τη Γεννήσει», διαβάζεται το Ευαγγέλιον της εν Χριστώ σωτηρίας και ευφραίνονται αι ψυχαί όσων ημετέρων αναπαύονται εδώ, προσδοκώντες ανάστασιν νεκρών.
Στη συνέχεια ο Οικουμενικός Πατριάρχης επεσήμανε:
Ποτέ η ιστορική πορεία της Εκκλησίας δεν υπήρξεν «ειδυλλιακή». Διότι η Εκκλησία δεν είναι άσαρκος, δεν ζη έξω από την πολυκύμαντον ιστορικήν πραγματικότητα. Ο λαός του Θεού πορεύεται προς τα Έσχατα διά μέσου της ιστορίας, με την οποίαν βεβαίως δεν ταυτίζεται, αλλά την μεταμορφώνει εν Χριστώ.
Είναι βέβαιον ότι εις την Μικράν Ασίαν δεν υπάρχουν πλέον τα εξωτερικά μεγαλεία του Γένους. Υπάρχει όμως η πνευματική ημών παρουσία, η οποία αποκαλύπτεται μέσα από τους ερειπωμένους ναούς, υπάρχουν τα σιωπηλά σχολεία, τα «θεόκτιστα» σπίτια, όλα με χάριν, όλα με αρχοντιάν και καλαισθησίαν, όλα κατά το ανθρώπινον μέτρον. Όταν οι ημέτεροι φθάνουν εις την γην των Πατέρων, τότε μία αγία δύναμις τους καθηλώνει, τους ελκύει, τους αποκαλύπτει αγνώστους πνευματικούς θησαυρούς, κρυμμένα θαύματα. Ακούουν άρρητα ρήματα, υφίστανται την «καλήν αλλοίωσιν», αισθάνονται ως να έχουν επιστρέψει εις τον οίκον του Πατρός, ως να τους εχαρίσθη το πολυτιμότατον των δώρων. Δεν νιώθουν απλώς «σαν στο σπίτι τους», αλλά είναι «στο σπίτι τους».
Παρόμοια αισθήματα κατακλύζουν τους προσκυνητάς, όταν ευρίσκωνται και εν Φαναρίω, εις το Πάνσεπτον Κέντρον της Ορθοδοξίας, όπου διασώζονται και φυλάσσονται ανυστάκτως τα όσια και τα ιερά του Γένους. Από εκεί θα εκκινώμεν και εις το μέλλον διά να επισκεπτώμεθα τα ιερά προσκυνήματα και να λειτουργώμεν εις τους ναούς, εις τα ηγιασμένα χώματα της Μικράς Ασίας. Σας καλούμεν να συμμετέχετε όσον συχνότερα δύνασθε. Και σας παρακαλούμεν να προσεύχεσθε διά την Αγίαν του Χριστού Μεγάλην Εκκλησίαν, διά να κρατύνη ο Χριστός την μαρτυρίαν της εν τω κόσμω, τον καθημερινόν μας αγώνα εις αυτήν.
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο Παναγιώτατος εξέφρασε την ευαρέσκεια του προς τον συμπροσευχόμενο Επίσκοπο Ερυθρών Κύριλλο, Τοποτηρητή της Ι.Μητροπόλεως Προύσης, ο οποίος, παρά το πρόσφατο ατύχημα που είχε, φρόντισε για την άρτια οργάνωση της πανηγύρεως. Επίσης τις ευχαριστίες του εξέφρασε και προς τον πρώην Μητροπολίτη Προύσης και νυν Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ελπιδοφόρο, για όλα όσα έκανε κατά την θητεία του ως Ποιμενάρχης της ιστορικής αυτής Επαρχίας του Θρόνου, μεταξύ των οποίων και ο περυσινός Αγιασμός των υδάτων στην Τρίγλια, για πρώτη φορά μετά το 1922.
Μετά τη Θεία Λειτουργία ο Παναγιώτατος απένειμε το οφφίκιο του Άρχοντος Πρωτέκδικου της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας στον κ.Χαράλαμπο Σιούφα, Νομικό και Ιεροψάλτη, Αντιπρόεδρο του εν Αθήναις Συλλόγου Μουσικοφίλων Κωνσταντινουπόλεως. Να σημειωθεί ότι αντιπροσωπεία του Συλλόγου, υπό την ηγεσία του Προέδρου του, Άρχοντος Σταματίου Κίσσα, έψαλε κατά την Θεία Λειτουργία.
Ακολούθως, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, οι Αρχιερείς, οι επίσημοι και ο πιστός λαός εν πομπή και με τη συνοδεία πολλών μονίμων κατοίκων της Τρίγλιας και της φιλαρμονικής του τοπικού Δήμου των Μουδανιών μετέβησαν στην προκυμαία της Τρίγλιας όπου ο Παναγιώτατος προεξήρχε της τελετής του Αγιασμού των υδάτων και της καταδύσεως του Σταυρού.
Τον Παναγιώτατο προσφώνησε ο Επίσκοπος Ερυθρών Κύριλλος και ακολούθως ο Πατριάρχης έριξε τον Σταυρό στην θάλασσα. Τον ανέσυρε o κ.Τιμόθεος Τιμούρ, Καθηγητής Πανεπιστημίου στην Πόλη, στον οποίο ο Παναγιώτατος προσέφερε ως ευλογία επιστήθιο σταυρό.
Φωτογραφίες: Νίκος Μαγγίνας / Οικουμενικό Πατριαρχείο