Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βενιαμίν στηρίζει την πρώτη Ι. Σύνοδο της Εκκλησίας της Αλβανίας (1937) |
Του Αριστείδη Πανώτη
Μ. Ιερομνήμονος της Μ.τ.Χ.Ε.
χώρα που σήμερα ονομάζεται Αλβανία είναι
ποικιλόμορφης γεωλογικής και
φυλετικής συνθέσεως. Έχει παράκτια Ιόνια ζώνη και Μεσόγεια εσωτερική ορεινή
έκταση με λεκάνες, δάση και λίμνες και κατά περιοχές πολυφυλετική εθνολογική
σύνθεση. Λόγω των ανά τους αιώνες πολεμικών περιπετειών του αρχαίου ανατολικού
Ιλλυρικού στον τόπο αυτό έχει συμβεί μια φυλετική κράση με διάφορα ανατομικά
χαρακτηριστικά που διατηρούνται μέχρι σήμερα. Ένας τόπος που φαίνεται πώς
έπαιξε σημαντική επιρροή στην διαμόρφωση της γλωσσικής παραδόσεως ήταν η
κεντρική περιοχή του «Άρβανου», όπου
“παρών” ήταν και το ελληνικό στοιχείο και εκ του οποίου και διεσπάρη στην Οικουμένη ο αρβανιτόφωνος πληθυσμός.1
γνώμη του σπουδαίου ιστορικού Βυζαντινολόγου
Κ. Άμαντου «υπάρχει άφθονο
ελληνικό αίμα» στον πυρήνα του λαού της αρχαίας Ιλλυρίας, στο δυτικό τμήμα της
οποίας συντελέστηκε η εθνοφυλετική σύνθεση του σημερινού αλβανικού λαού. 2 Στον χώρο αυτό
πέρασε η πολιτιστική επιρροή της ελληνιστικής παραδόσεως ήδη από τον 3ον π.Χ. αιώνα έχουμε το θέατρο από τον Βασιλέα της Ηπείρου Πύρρο, αλλά και
την διέλευση της καταστροφικής ρωμαϊκής λεγεώνος του ύπατου Αιμίλιου Παύλου και μαρτυρίες από τη
κεντρομόλο ένταξη στην εξουσίας του
Ιλλυρικού ως αποικίας υπό του Ιουλίου
Καίσαρα το 44 π.Χ.
Γενική άποψη του Παλαιοχριστιανικού ερειπιώνα του Βοθρωτού |
την τελευταία περιοδεία στην Δύση3 τέλος έρχεται
στην Ήπειρο και ο κλητός Απόστολος Παύλος, όταν αποφάσισε και πάλι να ταξιδεύσει για να στηρίξει την διωκόμενη από
τον Νέρωνα Εκκλησία της Ρώμης. Το φθινόπωρο του 66 έρχεται στην παρά το
Άκτιον πόλη της Νικοπόλεως για να παραχειμάσει μαζί με τον Λουκά και να μεταβεί το 67 στη Ρώμη.4 Η Νικόπολη είχε στενή θαλάσσια ανταπόκριση με τον βορειότερο λιμένα του
Βοθρωτού, που ήταν ο πιο κοντινός ασφαλής λιμένας για πλεύση
προς τις έναντι ιταλικές ακτές. Από
την πόλη αυτή ο Παύλος γράφει την επιστολή του στην Κρήτη προς τον Τίτο και από
εκεί ευαγγελίζεται την σποράν του στις γύρω περιοχές μέσα τον πρώτον αιώνα και μνημονεύονται κληρονόμοι της μαθητείας του, όπως ο Καισάριος,
ο Άστιος (98) και ο εξ Αυλώνος Ελευθέριος (137) και ο εκ Βοθρωτού Θερινός,
καθώς και η πλειάδα των μαρτύρων αναμφισβήτητης ελληνικής καταγωγής , όπως
δείχνουν τα ονόματά τους. Αυτοί πότισαν
με το αίμα τους την εκεί τοπική Εκκλησία και χάραξαν το σταυρικό μέλλον της ανά
τους αιώνες, κάτι που συνεχώς εμπλουτίζεται
από τις έρευνες και ανασκαφές, ιδίως αυτές που άρχισαν επί του αλβανικού εδάφους απέναντι
από την νήσο της Κέρκυρας. Ο παλαιοχριστιανικός ερειπιώνας του Βουθρωτού5, με τις γύρω επισκοπές π.χ. της
Φοινίκης, της Κασσιώπης κ. ά., που δείχνουν την εις Χριστόν πίστη του
τόπου την οποία και σήμερα διαιωνίζουν οι ορθοδόξοι Χειμαρριώτες χριστιανοί. Τα ευρεθέντα οικοδομήματα στο Βουθρωπό μαρτυρούν
την αρχαία δόξα της εκεί Εκκλησίας, που απεκάλυψε
ο ιταλός αρχαιολόγος L. Ugobini το 1928. Αυτό το
συγκρότημα αποτελείται από το Επισκοπείο,
την μετ΄αιθρίου ξυλόστεγη τρίκλιτη Βασιλική, καθώς και το περίκεντρο Βαπτιστήριο
στο έδαφος του οποίου διασώθηκε σπουδαίο ψηφιδωτό σε επτά
κύκλους με πρωτότυπες συμβολικές συνθέσεις σχετιζόμενες με την σωτηριώδη
σημασία του αγίου Βαπτίσματος, δηλαδή
ένα σύνολο κτισμάτων των αρχών του 6ου αιώνα (458-535). Αυτό το Βαπτιστήριο, με τα εικονιζόμενα και μόνον θέματα εκφράζει πρώϊμες εικονογραφικών σκέψεις που δείχνουν τόπο «φωτιστικού» κέντρου της εκεί Εκκλησίας, πιθανόν
συνδεόμενου με το έργο διαδόσεως του Ευαγγελίου και σε περιοχές της ενδοχώρας. Την ίδια εποχή έχουμε και στην
Νικόπολη παρόμοια έξαρση της ναοδομίας των Βασιλικών και της χρήσεως των
ψηφιδωτών δαπέδων, μάλιστα και με
επιγραφές. Βέβαια η σπουδαιότατη πόλη της Ρωμαϊκής “Epirus nova” ήταν η Επίδαμνος, το Δυρράχιο, με το σημαντικό
λιμάνι απέναντι από τις ιταλικές πόλεις, που καταστάθηκε κύριος
κόμβος μεταξύ της Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης και της Δυτικής Ευρώπης. Η
επισκοπή της πόλεως αυτής το 449 αναβαθμίστηκε
σε αρχιεπισκοπή και στις αρχές του 9ου αιώνα γίνεται η πρώτη πόλη του συσταθέντος «ομώνυμου Θέματος».
Έκτοτε διατελεί υπό την εξάρτηση από τον θρόνον της Νέας Ρώμης-Κων/πόλεως όλη
την δεύτερη χριστιανική χιλιετία. Παρά
την καταστροφική μανία των κατά καιρούς
επιδρομέων και δυναστών της χώρας η οργανωμένη εκκλησιαστική ζωή της διαφαίνεται
από το πλήθος των διασωθέντων μνημείων που
μαρτυρούν ότι η Μητρόπολη Δυρραχίου την δεύτερη χιλιετία αποτελεί επίλεκτη
έπαλξη της Ανατολής προς τη Δύση.6 Υπό την
συνεχή επιστασία του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης η τοπική
Εκκλησία παραμένει ζώσα από τον ΙΑ΄ – ΙΓ΄ αιώνα και
μεταξύ των αρχιερέων που τη διεποίμαναν
είναι: ο Λαυρέντιος (1025), ο Κωνσταντίνος Καβάσιλας (1180), ο Ρωμανός (1240)
κ. ά. Από το Δυρράχιο καταγόταν ο μεγάλος βυζαντινός μουσικός Άγιος Ιωάννης ο
Κουκουζέλης (ΙΒ’ αι. ή κατ’ άλλους ΙΔ΄ αι.), ο οποίος έζησε στο Άγιον Όρος. Η τελευταία μνεία επισκόπου Δυρραχίου υπό τον
Κων/πόλεως είναι το 1280 και έκτοτε η πόλη φθίνει εκ της παρεμβάσεως των Δυτικών και εξ αυτού διατελεί
υπό την προστασία της αρχιεπισκοπής Αχρίδος. Τον ΙΒ΄αιώνα η ιστοριογράφος Άννα
Κομνηνή στην «Αλεξιάδα» της για πρώτη φορά κάνει μνεία περί κάποιου
«Κομισκορτίου εξ Αρβάνου», περιοχής που σηματοδοτεί την εκκίνηση από εκεί του «αρ(λ)βανίτικου»
στοιχείου που καθίσταται μετά ταύτα διαχρονικά ίδιος παράγοντας μέσα το
χωνευτήρι των φυλών και των πολιτισμών του αρχαίου Ιλλυρικού. Στον Άθωνα επίσης
ασκήτευσαν (ΙΔ’ αι.) οι Άγιοι Νήφων από το Λούκοβο Χειμάρας και ο Νείλος
Εριχιώτης από τα Κάνινα. Η νίκη του 1389 των Τούρκων στο Κοσσυφοπέδιο τους άνοιξε
το δρόμο τους προς κατάκτηση των νοτιότερων εδαφών της Βαλκανικής που κατέληξε
στην Άλωση της Βασιλεύουσας. Τότε αρχίζει η αντίσταση του Ιωάννη Καστριώτη, του
Σκεντέρμπεη, μέχρι το 1478 κατά των
προερχόμενων εξ Ανατολίας Τούρκων, που για να εδραιωθούν την κυριαρχία τους αρχίζουν τους εξισλαμισμούς με την χορηγία
προνομίων στους εκτουρκισμένους για να υπονόμευση της συνεργασίας των αρχαίων
Ιλλυριών και τις εξεγέρσεις κατά της σουλτανικής κυριαρχίας. Εκεί έφθασε και έδρασε σωστικά για τον λαό
του Θεού κατά τα έτη 1775-1779 και ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός και περάτωσε την αποστολή του με το μαρτύριό τη ζωή του το 1779 στο Βεράτιο. Η Εκκλησία Κων/πόλεως ποτέ
δεν έπαυσε να ανανεώνει τον εκεί ιστό της αρχιερωσύνης της με
θερμουργούς ιεράρχες που απέτρεψαν το χριστεπώνυμο ποίμνιό τους να μην αρνηθούν την πίστη και την
ιστορική τους προέλευση μέχρι το 1912, όταν συγκροτήθηκε το νέο Αλβανικό κράτος. 7
Το κεντρικό κλίτος της ξυλόστεγης Βασιλικής |
αρχές του 20ου αιώνα στην νότια κυρίως πλευρά της νέας χώρας διασώθηκε
το ελληνορθόδοξο ποίμνιο που αποτελούσε τότε το 25 % εκ του συνόλου του
αλβανικού λαού. Το 1899 μητροπολίτης Δυρραχίου ήταν ο Προκόπιος Λαζαρίδης, ο
οποίος γενικά εργάστηκε με αφοσίωση για
την πνευματική κατάρτιση του ποιμνίου και έδειξε ειδική μέριμνα για τη στήριξη
των κρυπτοχριστιανών της περιοχής της Σπαθίας της Βορείου Ηπείρου. Ακόμη και ως
συνοδικός Μητροπολίτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου έθεσε το θέμα εκλατινισμού
των ορθοδόξων της Βοσνίας Ερζεγοβίνης με αφορμή την εκεί εκλογή νέου επισκόπου.
Η Οθωμανική Διοίκηση τότε θορυβημένη για την φροντίδα υπέρ των κρυπτοχριστιανών ζήτησε και πέτυχε
την απομάκρυνση από το Δυρράχιο του μητροπολίτη Προκοπίου το 1906. Τελικά το 1911 αυτός μετατέθηκε στη Μητρόπολη
Ικονίου της Ελληνορθόδοξης Ανατολίας
όπου και ανέπτυξε πολύπτυχη δράση και τέλος
προασπιζόμενος την ορθή χριστιανική πίστη και την τάξη της Εκκλησίας αναχαίτισε την προσπάθειας των Νεότουρκων να
οργανώσουν τουρκο-ορθόδοξη “Εκκλησία” στην Τουρκία αποβιώσας στην
Εξορία.8
Ανασκαφές Επισκοπείου |
την αρχή του 20ου αιώνα η Τσαρική διπλωματία συνεχίζει να
καταδολιεύεται την ενότητα της Ορθοδοξίας την οποίαν διαχρονικά εγγυάται
και προασπίζει ο Οικουμενικός Θρόνος της Κων/πόλεως. Η «Εθνοφυλετική» πλάνη του Πανσλαβισμού διαδίδεται πέραν των Βουλγάρων και των Αντιοχειανών αραβοφώνων και
στις ομογενείς ορθόδοξες Μειονότητες όπου μετανάστευσαν σε διάφορες χώρες όπως
και στην Αίγυπτο. Για το λόγο αυτό ο πατριάρχης
Ιωακείμ Γ΄ ανάθεσε το 1908 την ποιμαντική πρόνοια για την ελληνική ομογένεια της Αμερικής στην Ιερά
Σύνοδο των Αθηνών και εκείνη αδιαφόρησε μέχρι το 1917! Οι μετανάστες εκ της αλβανόφωνης διασποράς στις Η.Π.Α., αυτομόλησαν εκ της
ορθοδόξου ενότητος και σε αυτό συνετέλεσε ένα ελληνικής μορφώσεως πρόσωπο, ο
Θεοφάνης Μαυρομάτης εκ Θράκης, γνωστός πλέον ως «Φαν
Στίλιαν Νόλι». Αυτός ξεκίνησε ως
ελληνοδιδάσκαλος στους Συριάνους του Καΐρου, έμαθε αραβικά και καταστάθηκε υπό
των ρωσόπληκτων αραβόφωνων φανατικός εχθρός
του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Περί το 1908 μετανάστευσε στις Η.Π.Α. και
συνδέθηκε στη Βοστώνη με τους εκεί Αλβανούς
εθνικιστές μετανάστες της οργανώσεως «Βάτρα». Όχημα για την ανάδειξή του χρησιμοποίησε την ιερωσύνη που έλαβε
το 1908 από τον Ρώσος πανσλαβιστή επίσκοπο Πλάτωνα (Ροζδεστβένσκιυ). Αυτός ήταν
πολυτάλαντο τυχοδιωκτικής ψυχοσυνθέσεως πρόσωπο και ασχολήθηκε και με την μετάφραση στην νέα αλβανική γλώσσα των
λειτουργικών κειμένων της Εκκλησίας. Έπαιξε
πρωτεύοντα ρόλο στο εθνικιστικό κίνημα του Αλβανισμού
στις ΗΠΑ. μαζί με τους ιερείς
Αθανάσιο Μάρκου και Ευάγγελο Τσαμτσή.9 Ως διχαστικό «εθνοφυλετιστή» φιλορωσικής εμπνεύσεως τον
εγνώρισαν ο Μελέτιος Μεταξάκης καθώς και
οι Αμερικής Αλέξανδρος και Αθηναγόρας,
όπως μου είπε ο τελευταίος ως Οικουμενικός Πατριάρχης για τις ημέρες του στη
Βοστώνη και στη Φλώριδα. Εξ αυτών και όλες
οι κανονικές ορθόδοξές Εκκλησίες των Η.Π.Α.
τον θεωρούσαν αποσυνάγωγο.
Το περίφημο Βαπτιστήριο |
1920 οι κληρικοί της φατρίας «Φαν Νόλι» έρχονται
στην Αλβανία γεμάτοι μίσος για το Φανάρι.
Η κατασταθείσα πρώτη αλβανική κυβέρνηση
κατ΄απαίτηση των εθνικιστών εκδίωξε από Δυρραχίου τον μητροπολίτη Ιάκωβο, ο οποίος ως
Έξαρχος του Πατριαρχείου εγκαταστάθηκε στην Μητρόπολη Κορυτσάς. Εκεί κατέφθασε και ο Φανόλις με τη μαφία του
και εξεδίωξε και από εκεί τον μητροπολίτη Ιάκωβο. Στην Κορυτσά με εθνικιστικό ζήλο ο
«αρχιμανδρίτης» Θεοφάνης Νόλις βίαια επιδίωξε τον εξοστρακισμό της ελληνικής γλώσσας από την ορθόδοξη
λατρεία και σχολική παιδεία για να εξαλβανίσει την τοπική Εκκλησία και τελικά
λόγω της γλωσσομάθειάς του γίνεται εκπρόσωπος της Αλβανίας στην «Κοινωνία των Εθνών» και φεύγει στη
Γενεύη για την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων του νεοσύστατου κράτους.
31 Μαρτίου 1922 το Φανάρι αποστέλλει
στην Αλβανία τους εξ αυτής καταγόμενους
δύο επισκόπους: Μιλητουπόλεως
Ιερόθεο και τον Συνάδων Χριστόφορο σε
αναγνωριστική αποστολή. Οι αρχιερείς
όμως αυτοί προσχώρησαν στην αλβανορθόδοξη κίνηση και μάλιστα αποδέχτηκαν να
γίνουν μητροπολίτες, ο μεν πρώτος Κορυτσάς, ο δε δεύτερος Βερατίου (Βελεγράδων)
για να χειροτονήσουν τελικά επίσκοπο τον
περιώνυμο Φαν Νόλι στη Μητρόπολη Δυρραχίου! Οι απόψεις αυτές υιοθετήθηκαν
και από την αλβανική κυβέρνηση, που εσπευσμένα
επιδίωκε την απεξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της τοπικής
Εκκλησίας στην Αλβανία. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1922 συνέρχεται στο Βεράτιο «Κληρικολαϊκό
συνέδριο» εκ 33 μόνον μελών κατώτατης εκκλησιαστικής μορφώσεως με πρόεδρο τον
εκ Κορυτσάς ιερέα Ιωσήφ Παπαπέτρου, ενώ αποκλείστηκαν όλοι οι
ελληνόφωνοι κληρικοί και λαϊκοί της χώρας. Εξ
αυτού μια «ορθόδοξη» μειοψηφία πραξικοπηματικά ανακήρυξε την Ορθόδοξη
Εκκλησία στην Αλβανία ως δήθεν «Αυτοκέφαλη», με έδρα την Κορυτσά και συνέταξε κανονισμό
διοικήσεως από 14 άρθρα με αρχιερατικό επίτροπο τον θρασύτατο, πονηρότατο και
αγράμματο πρεσβύτερο Βασίλειο Μάρκου (Ατ Βασίλη). Οι κληρικοί και λαϊκοί που διαφώνησαν με
αυτήν την άκυρη αυθαιρεσία και μάλιστα δεν συμμετείχαν για το δήθεν «ιστορικό γεγονός»
σε «δοξολογίες», κατηγορήθηκαν από την κυβέρνηση ως «προδότες
της πατρίδος» και φυλακίστηκαν,
όπως ο παπά Αθανάσιος Γεωργιάδης
κ.ά. Έτσι αναγόρευσαν στις 17-18 Νοεμβρίου 1922, σε μητροπολίτες Κορυτσάς και
Βελεγράδων οι προαναφερθέντες, προκειμένου να συγκροτήσουν την συνοδική βάση
της Αλβανικής Εκκλησίας. Στις 30 Νοεμβρίου οι αυτοί δύο «συνοδικοί» εξέλεξαν τον
Θεοφάνη Μαυρομάτη (Φαν-Νολι) για την
Μητρόπολη Δυρραχίου και την χειροτονία του την πραγματοποιούν στην Κορυτσά
στις 4 Δεκεμβρίου του 1923. Η χειροτονία
αυτή ήταν επιθυμία του τότε προέδρου της
Αλβανικής Κυβερνήσεως Αχμέτ Ζώγου γιατί νόμιζε ότι ο Θεοφάνης που ήταν και ο αρχηγός του κόμματος των φιλελευθέρων, θα
έθετε τέρμα στην πολιτική του δραστηριότητα και θα ενδιαφερόταν πλέον αποκλειστικά
με τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα. ¨Όμως ο Φαν Νόλι ήταν περισσότερο φιλόδοξο πολιτικό
πρόσωπο και πολύ σύντομα διέψευσε τους πάντες. Στις εκλογές του Δεκεμβρίου του
1923 κατέβηκε ως υποψήφιος της επαρχίας του και ο λαός που εποίμανε τον εξέλεξε
ως βουλευτή Δυρραχίου!
Το σπουδαίο ψηφιδωτό του δαπέδου του Βαπτιστηρίου |
Μάϊο του 1923 οι Ελληνορθόδοξοι της Βόρειας Ηπείρου αναζήτησαν, όπως οι γείτονες Σέρβοι, την ανεξάρτητη
εκκλησιαστική τους υπόσταση και απευθύνονται και αυτοί στην θεσμική τους Μητέρα
της Κων/πόλεως. Επταμελής αντιπροσωπεία μετέβη στο Φανάρι και διεξήχθησαν
συνομιλίες. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο μέχρι
τις 6 Δεκεμβρίου 1923 δεν είχε λάβει καμία απόφαση για το εκκλησιαστικό ζήτημα
της Αλβανίας, αφού ο πατριαρχικός θρόνος εχήρευε μετά την παραίτηση του
πατριάρχου Μελετίου Δ΄. Η πηγή της ορθόδοξης ευσεβείας, το Φανάρι, επιδιώκει να γίνεται σεβαστή από την τοπική
κοσμική εξουσία η κανονική τάξη που
ρυθμίζει τα πάντα από αιώνων η «Εκκλησιολογία» της κατ’ Ανατολάς Εκκλησίας. Ύστερα, όμως, από τις εξελίξεις στην Αλβανία, η
Πατριαρχική Ιερά Σύνοδος της Κων/πόλεως, με την συμφωνία και της Ελληνικής Κυβερνήσεως
για την ελληνική μειονότητα της Βορείου Ηπείρου, έδειξε ότι μπορεί να παραχωρηθεί «ανεξαρτησία» στην τοπική Εκκλησία της
Αλβανίας αν παραμεριζόταν ο φιλόδοξος
και αντιπατριαρχικός εθνοφυλετιστής Θεοφάνης Νόλι και εκλεγεί αρχιεπίσκοπος ο Μιλητουπόλεως Ιερόθεος γιατί
αυτό που πρώτευε και απασχολούσε έντονα το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την
Ελληνική Κυβέρνηση ήταν να βρεθεί λύση για το εκκλησιαστικό ζήτημα της
Αλβανίας. Ενώ, όμως, καταβάλλονταν προσπάθειες για έναρξη των διαπραγματεύσεων τον
Ιούνιο του 1924 εκδηλώθηκε επανάσταση στην Αλβανία, που ανέτρεψε τον Αχμέτ
Ζώγου. Τότε με την συμβολή των μπέηδων κλήθηκε ο αρχηγός των Φιλελευθέρων και
μητροπολίτης Δυρραχίου Θεοφάνης Νόλι να σχηματίσει κυβέρνηση με την οποία κυβέρνησε τη χώρα ως Καίσαρας περίπου επί
εξάμηνο. Και η στιγμή της αποκαλύψεως ποιός στην πραγματικότητα ήταν ο Φαν Νόλι
ήλθε στις αρχές Δεκεμβρίου 1924. Το
νεοσύστατο σοβιετικό καθεστώς σκέπτεται να αλώσει τον Αλβανισμό της νέας
κρατικής οντότητας.
Ναός του 10ου αιώνα |
Στο Δυρράχιο έφθασε μια
σοβιετική αποστολή, με αρχηγό τον Μ. Κρακοβίετσκι. Τότε ο πρωθυπουργός Θεοφάνης, που εγνώρισε τον
μεγάλο διωγμό της Εκκλησίας στη Ρωσία συγκάλεσε το κυβερνητικό Συμβούλιο για να
αρχίσει συνομιλίες μαζί τους. Η
πλειοψηφία όμως των μπέϊδών, που τον στήριζαν εναντιώθηκε να τους δεχθούν στα Τίρανα γιατί αυτό θα εξέθετε την Αλβανία στο
αντισοβιετικό Δυτικό κόσμο και θα καθιστούσε
δημοφιλέστερο τον Φαν Νόλι στον κομματικό αγώνα γνωστού όντως ότι χαρακτηριζόταν
για τα φρονήματά του ως «κόκκινο»
Δεσπότη ! Έτσι τα Χριστούγεννα του 1924 ο Αχμέτ Ζώγου και το κόμμα του
οργανώνουν πραξικόπημα που πετυχαίνει και στις 21 Ιανουαρίου 1925 ο Ζώγου εκλέγεται πρόεδρος της
Αλβανικής Δημοκρατίας και καταδιώκει τον Φαν Νόλι από το Δυρράχιο και την Αλβανία και για να σωθεί κατέφυγε στην Γερμανία
και τελικά επέστρεψε στην «εθνικιστική ολκάδα του» της Βοστώνης των Η.Π.Α. για να συνεχίσει τον ανθελληνικό
και διχαστικό ρόλο του μέχρι τον θάνατό
του στις 13 Μαρτίου 1965.
την επάνοδό του στην εξουσία του Αχμέτ Μουχτάρ Ζογολί, γνωστού σε εμάς ως Ζώγου,
επιδιώκεται η λύση του εκκλησιαστικού ζητήματος της Αλβανίας. Το 1926 το Φανάρι έστειλε στην Αλβανία ως Έξαρχο τον
Μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθο, με σκοπό να μελετήσει το εκκλησιαστικό
πρόβλημα του περιέπλεξαν με τις παρεμβάσεις τους οι «εθνοφυλετικοί» εθνικιστές. Ο Χρύσανθος επιδίωξε να αρθεί κάθε
αλβανική καχυποψία εναντίον της Ελλάδος, επειδή δεν παραιτείτο αυτή των επί της Βορείου Ηπείρου δικαιωμάτων
της. Οι Αλβανοί διέδιδαν ότι η
Αθήνα επιδίωκε την απεξάρτηση των
ελληνικών μειονοτήτων από το κράτος τους
και την ενσωμάτωσή τους στην ελληνική επικράτεια και
γι’ αυτό δεν παραιτείτο των δικαιωμάτων της επί της Βορείου Ηπείρου.
Όμως οι εθνικιστές Αλβανοί αγνοούσαν ότι οι μειονότητες αυτές είναι ο καλύτερος φραγμός για την ανάσχεση των προσβολών
των από βορρά ανθελλήνων γειτόνων, βέβαια εφ’ όσον το εκεί κράτος θα σεβόταν τα δίκαια της θρησκείας, της γλώσσης και της ιστορικής μνήμης
και ταυτότητος της εκεί μειονότητος. Η άφιξη του Χρυσάνθου στην Αλβανία υπήρξε
πολύτιμη λόγω των διαπραγματευτικών ικανοτήτων του για να ανασυγκροτηθεί κανονικά η τοπική Εκκλησία και να υφίσταται η τάξη στην νεοσύστατη Εκκλησία
και η προστασία της δικαιοδοσίας του
Πατριαρχείου. Το Φανάρι μελέτησε τις
τοπικές δυσκολίες των εκεί πιστών και χορήγησε πρώτα το «αυτόνομο» και όχι το
«αυτοκέφαλο» καθεστώς διοικήσεως, για να μην καταστεί η εκεί τοπική Εκκλησία
απροστάτευτη από το θεσμικό της Κέντρο της και μεταβληθεί σε παίγνιο της
αλλόθρησκης και εθνικιστικής εξουσίας των κυβερνώντων την Αλβανία. Στο βορρά αυτής
της χώρας βρίσκονται πληθυσμοί υπό την εκκλησιαστική διοίκηση και επιρροή του
Βατικανού και όπως αυτό το ορθόδοξο ποίμνιο του νότου δεν έπρεπε να παραμείνει
απροστάτευτο από το θεσμικό του κέντρο της Κων/πόλεως. Η συμφωνία που επιτεύχθηκε από τον Χρύσανθο με
το εκεί κράτος καθορίζει ότι: α) Η Ορθόδοξη Αλβανική Εκκλησία περιλαμβάνει τις
Μητροπόλεις: Τιράνων, Κορυτσάς, Αργυροκάστρου, Βερατίου και Δυρραχίου, που συναποτελούν
την επαρχιακή Σύνοδο με όλες τις εξουσίες και τις κανονικές ευθύνες για να
συνέρχεται ως τακτική δις του έτους. β) Ο Μητροπολίτης Τιράνων θα είναι και ο
Αρχιεπίσκοπος και πρόεδρος αυτής της Συνόδου. γ) Για τη
γλώσσα της λατρείας θα εξακολουθήσει το ισχύον καθεστώς που χρησιμοποιεί τόσο
την ελληνική όσο και την αλβανική γλώσσα κατά περίπτωση εκάστης ενορίας. Το
προτεινόμενον σχέδιο διοικήσεως περιλαμβάνει ένδεκα όρους προστασίας του
ορθοδόξου ποιμνίου της αρχαίας Ιλλυρίας, προς διαφύλαξη της ενότητός του με την
καθολική Ορθοδοξία. Όμως εξ αντιγραφής
των πολιτειοκρατικών αντιλήψεων περί της Εκκλησίας, που εφαρμόστηκαν περίπου προ 100ετίας και από
τους Βαυαρούς στην Ελλάδα, συντάσσεται και «Καταστατικός
Χάρτης» το 1929, όταν την 1 Σεπτεμβρίου 1928 είχε καταργηθεί η Δημοκρατία
στην Αλβανία και ο Ζώγου αυτοανακηρύχθηκε σε Βασιλέα της Αλβανίας, χωρίς βέβαια να αναγνωριστεί από κανένα βασιλικό οίκο του κόσμου! Οι διατάξεις του
Χάρτη αυτού θέτουν την τοπική Εκκλησία υπό τον απόλυτον έλεγχο ενός αλλοθρήσκου
Βασιλέως και της κυβερνήσεώς του ,κατά την αντικανονική «πολιτειοκρατική Εκκλησιολογία» που είναι ξένη προς το πνεύμα των Ι.
Κανόνων της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτοί όμως αποκλείουν
οποιασδήποτε επέμβαση αλλότριας εξουσίας στα της Εκκλησίας έξωθεν των δομών της
Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η πολιτειοκρατική
παρέμβαση στα της Εκκλησίας θεωρείται συνοδικά ως πλάνη και κακοδοξία ήδη από το 1720 που επεβλήθη στη Ρωσία από τον Μ. Πέτρο. Για να
αντιμετωπιστεί η εισαγωγή της πλάνης αυτής το
Πατριαρχείο συνέταξε σχετικό πρωτόκολλο, το οποίο προέβλεπε «ο πρώτος Αρχιεπίσκοπος να μην εκλεγεί από
τους υποψηφίους που θα πρότεινε η αλβανική κυβέρνηση». Όμως το αλβανικό
υπουργικό Συμβούλιο καταψήφισε το Πρωτόκολλο αυτό και η όλη κατάσταση επιβαρύνονταν
επί πλέον εξαιτίας των εκκλησιαστικών αρχών της Σερβίας και κυρίως της
Ρουμανίας, που επιθυμούσαν να επιβάλουν δικούς τους επισκόπους στην Αλβανία. Όλους αυτούς που επιβλήθηκαν εθνοφυλετικά στο κανονικό έδαφος της Εκκλησίας Κων/πόλεως, καθώς
και τον περιώνυμο παπά-Βασίλη, τους καθήρεσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεδομένου
ότι δεν υπήρχε προ του 1937 κανονική «Αυτοκέφαλος» Εκκλησία” στην Αλβανία και ποτέ δεν αναγνωρίζεται κάτι που δεν
υπήρχε. Οι εμπλοκές διαφόρων γειτονικών
Εκκλησιών στα της εν Αλβανία Εκκλησία ανήκουσα στη δικαιοδοσία από χιλίων ετών στον Οικουμενικόν Θρόνον, είχε ως
συνέπεια την καθυστέρησε την αναγνώριση
της διοικητικής ανεξαρτησίας της αυτόθι Εκκλησίας μέχρι το 1937. Προκειμένου δε
να υπογραφεί ο σχετικός Τόμος υποχρεώθηκε πρώτα να παραιτηθεί (Μάιος 1936) ὁ
τοποθετηθείς υπό της κοσμικής εξουσίας ως
αρχιεπίσκοπος Βησσαρίων Τζοβάνι (1929-1937), παλαιός συναγωνιστής του Φανόλη.
Μόλις αυτό συνετελέσθη ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βενιαμίν (1936-1946) υπέγραψε στις
12 Απριλίου 1937 τον σχετικό Τόμο της κανονικής απεξαρτησίας της τοπικής
Εκκλησίας της Αλβανίας εκ της Κων/πόλεως
και εκδόθηκε το «Πατριαρχικόν και Συνοδικόν Γράμμα προς το εν Αλβανίᾳ Ορθόδοξον
πλήρωμα», που του αναγγέλλονται τα καθέκαστα και επιζητείται ο ορθόδοξος λαός της
Αλβανίας να περιβάλει με απόλυτον σεβασμόν την πενταμελή Ιερά Σύνοδό που θα αποτελεί από τούδε την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή της εκεί
Εκκλησίας. Σε αυτήν την Ιερά Σύνοδον ως
τακτικά μέλη εξελέγησαν μητροπολίτες: στην Κορυτσά
ο Αγιορείτης Ευλόγιος Κουρίλας και στο Αργυρόκαστρο ο καθηγητής Παντελεήμων
Κοτόκος, οι οποίοι και θα εξέλεγαν τον Δυρραχίου
ως αρχιεπίσκοπο Τιράνων. Η κανονική αυτή επιστολή δεν αναφέρεται σε καμιά προηγούμενη εθνοσυνέλευση,
όπως εκείνη του Βερατίου του 1922, και σιωπηρά
αντιπαρέρχεται τα θλιβερά της επακόλουθα.
Μετά την απόφανση του πατριάρχου Βενιαμίν ειδοποιήθηκαν για την σύσταση της νέας
Εκκλησία οι τότε λοιπές ορθόδοξες Εκκλησίες,
χωρίς να ζητηθεί καμία
προσυμφωνία τους όπως και στο παρελθόν για παρόμοιες απόφανση αυτοδιοικήσεως.
Γράφεται δε στο επίσημο αυτό έγγραφο ότι
στην νέα Εκκλησία κατά την ορθόδοξη τάξη
δεν υφίσταται φυλετικός διαχωρισμός κατά την απόφανση καταδίκης του «Εθνοφυλετισμού» της Μεγάλης Συνόδου του 1870,
αλλά
συμμετέχουν «πάσαι αι εν Αλβανίᾳ
Κοινότητες των Ορθοδόξων Αλβανών, Ελλήνων, Αρουμούνων, Σλάβων κ. ἄ.» Και η
Μητέρα Εκκλησία αποφαίνεται: Ότι όλα
τα μέλη της, άνευ διακρίσεως τινός φυλετικής,
έχουν εκκλησιαστικά «τα αυτά δικαιώματα», διότι αυτή η απόφανση «θέτει
νέο, κανονικό και έγκυρο θεμέλιο στην Εκκλησία της Αλβανίας».13
Ο «Τιράνων» Παΐσιος Βοντίτσας που αναγνώρισε το 1948 ως «Πρώτον» τον τον Μόσχας Αλέξιο Α΄ κατ’ εντολή των Κομμουνιστών της “Τρίτης Ρώμης” |
παγιωθεί, γιατί κηρύχτηκε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Παρενεβλήθη η ιταλική κατοχή
της Αλβανίας που οι μητροπολίτες Κορυτσάς Ευλόγιος και Αργυροκάστρου Παντελεήμων
εκπατρίστηκαν και η τοπική Εκκλησία σχεδόν αποδεκατίστηκε. Ο Μουσολίνι και οι
Φασίστες του επιδίωξαν δόλια να συνδέσει
τους Ελληνορθοδόξους της Αλβανίας με τους Αρβανιτόφωνους της Σικελίας και Κάτω
Ιταλίας, που ήθελε να αφελληνίσει και είχε συνδέσει με τη Μονή Παναγίας της Κρυπτοφέρρης, υπαγόμενης στην Εκκλησία της Ρώμης. Μετά τον
Β΄ Πόλεμο η φιλοσοβιετική αλβανική
κυβέρνηση επιχείρησε να υπαγάγει την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας στην Μόσχα.14 Ο μέχρι τότε αρχιεπίσκοπος Τιράνων Χριστόφορος
Κίσσης (1937-1948) φυλακίστηκε και πέθανε στη φυλακή. Με διάταγμα του 1949
κρατικοποιήθηκε όλη η περιουσία της Εκκλησίας και το κομμουνιστικό καθεστώς
αναγόρευσε ως αρχιεπίσκοπο Τιράνων τον μέχρι τότε Επίσκοπο Κορυτσάς Παΐσιο Βοντίτσα
(1948-1966), ο οποίος κατ’εντολή των τότε κυριάρχων περιφρόνησε τον
Οικουμενικόν Θρόνον και αναγνώρισε ως
«Πρώτον» τον Μόσχας Αλέξιον μεταβάς στη
Μόσχα το 1948 στο δήθεν τότε ορθόδοξο «Συνέδριο». Μετά συγκρότησε αντικανονική Ιεραρχία με την οποία
διοικούσε την Εκκλησία εκ του Φώτιου Ντούνη ως Κορυτσάς και εκ του Δαμιανού Κοκονέση ως
Αργυροκάστρου και ως Βελεγράδων τον
Δανιήλ Τσούλη!. Σε απάντηση ο νέος πατριάρχης Αθηναγόρας, άριστος γνώστης του
«Ηπειρωτικού ζητήματος» και τα εν Αμερικής συμβαίνοντα με τον Φάν Όλι, απέστειλε στις Η.Π.Α. το 1950 τον επίσκοπο
Λεύκης Μάρκον Λίππα σε απάντηση ο Παΐσιος
το 1951 «χειροτονήσει» για τις Η.Π.Α. τον
αμόρφωτο κομμουνιστή Στέφανο Λάσκα, που τον
απέρριψαν οι 13 Αλβανόφωνες κοινότητες των
Η.Π.Α. Προ του 1967 η Ορθόδοξος Εκκλησία της Αλβανίας
είχε 4 επαρχίες, 19 αρχιερατικές περιφέρειες, 330 Ενορίες και 25 Μονές. Το 1967
κατά το «Ε΄ Συνέδριο του Κομμουνιστικού
Κόμματος» διακηρύχτηκε ότι η Αλβανία είναι «το πρώτο αθεϊστικό κράτος στην υφήλιο»!
Τότε απαγορεύθηκε κάθε εκδήλωση λατρείας και άρχισε ο εξευτελιστικός αποσχηματισμός
των ιερέων, οι φυλακίσεις και οι διωγμοί των αντιφρονούντων και μετατράπηκαν οι
ναοί σε διάφορα πολιτιστικά και
ψυχαγωγικά κέντρα καθώς κορυφώθηκε και η ξέφρενη αντιθρησκευτική
προπαγάνδα. Ο διάδοχος του Παϊσίου Δαμιανός,
επειδή αρνήθηκε να εγκρίνει την άθλια τακτική κατά της Εκκλησίας, συνελήφθη και φυλακίστηκε το
1967 πέθανε στη φυλακή το 1973 σε ηλικία
80 ετών. Όμως, η πίστη δεν έσβησε γιατί παρουσιάστηκε πάλι το φαινόμενο των
κρυπτοχριστιανών που τόσο απασχόλησε το Πατριαρχείο στην αρχή του 20ου αιώνα. Πολλοί ιερείς που είχαν αποσχηματιστεί
τελούσαν μυστικά τη Θεία Λειτουργία στα σπίτια τους με κίνδυνο της ζωής τους. Τα
ιερά σκεύη, τις εικόνες και τα εκκλησιαστικά βιβλία τους τα είχαν κρύψει σε κρυφά
μέρη, για να μην τα παραδώσουν στις αθεϊστικές αρχές. Οι
τόποι λατρείας εκκλησιών και μονών είχαν
κατασχεθεί και οι επίσκοποί και πολλοί ιερείς απεβίωσαν ύστερα από οδυνηρές
κακουχίες. Ο δικτάτορας Εμβέρ Χότζα απέθανε στις 11 Απριλίου 1985 από κοιλιακή
μαρμαρυγή! Είπεν « άφρων εν τη καρδία αυτού ότι
ουκ έστι Θεός» 15 και ήλθε
εξ ουρανού η απάντηση: Η Εκκλησία της Αλβανίας αναγεννάται εκ της τέφρας
της και στερεώνεται δύο φορές μέσα στον 20ον αιώνα και πάλιν υπό της Μητέρας της
Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως!
Βυζαντινός ναός του 13ου αιώνα |
Θεμέλια του Επισκοπείου |
«Αθηνά» ΜΓ΄(1931) σ3 κ. εξ.
Κ. Άμαντου. «Οι βόρειοι γείτονες της Ελλάδος». Αθήναι 1923 σσ. 129 κ. εξ. του
ιδίου. «Αλβανία, εθνολογία και ιστορία».
Αθήνα 1940 και Δ. Ζακυθηνού. La Greceetles Balkans.Αθήναι 1947.
Β΄ Τιμ. δ΄ 10.
664-5.
βασιλείας του εκ Δυρραχίου Αναστασίου Α΄,
του επιλεγόμενου «Δίκορου», (491-518), που ήταν φειδωλός σε χορηγίες και απεβίωσε 88 ετών.
πέρασε στην κυριαρχία της Δημοκρατίας της Βενετίας και το 1213 καταλήφθηκε από το Δεσποτάτο της
Ηπείρου. Το Δυρράχιο απέκρουσε πολιορκία από τον ο Μωάμεθ Β΄ το 1461, αλλά υποτάχθηκε τελικά
στις Οθωμανικές δυνάμεις το 1501 κι άρχισαν
την χορήγηση πλήθους προνομίων στους εκτουρκισμένους. Στις 29 Νοεμβρίου
1912 το Δυρράχιο έγινε πρωτεύουσα του Νομού του Δυρραχίου μετά το Συνέδριο της
Λούσνιε στις 11 Φεβρουαρίου 1920 έγινε νέα πρωτεύουσα τα Τίρανα.
1923, ο.π. σσ. 148-150
διέταξε την εξορία του από το Ικόνιο και εξορίστηκε στο Ερζερούμ από τον Οκτώβριο του 1920 έως τον Μάιο του
1922. Μετά από πολλές έντονες ψυχικές και σωματικές ταλαιπωρίες στις οποίες
είχε υποβληθεί, παρέδωσε την ψυχή του απομονωμένος στη Μονή Τιμίου Προδρόμου
στο Ζιντζίντερε (τα Φλαβιανά) κοντά στην Καισάρεια, στις 20 Απριλίου 1923.
Ψευδοεπίσκοπος Φαν Νόλι», Εκκλησιαστική Αλήθεια, 1922, σ. 410. 33. Ευαγ.
Κωσταρίδου, «Η Αυτοκέφαλος Αλβανική Εκκλησία», Χριστιανικόν Ημερολόγιον, 6,
1930, σ. 55. K
66 J. Γκέργκι
Σιμάκας (π. Δανιήλ). Ο «Θεοφάνης Μαυρομάτης. Επιπτώσεις των εθνικιστικών τάσεων
στη μετάλλαξη της εθνικής συνειδήσεως και πίστεως». Διδ. διατρ. Θεσσαλονίκη
2011 σσ. 254. Όπου και η πλήρης βιβλιογραφία.
«Περί του Μυτιλήνης Ιακώβου Γκίγκιλα».
διατρ. Θεσσαλονίκη 2016 σσ. 338..
Νόλι. «Αυτοβιογραφία». Βοστώνη 1960.
τ. Β΄, στηλ. 20-27. όπου και η μέχρι τότε βιβλιογραφία.
Μόνον όταν εκβιάστηκε η Εκκλησία Κων/πόλεως να παραχωρηθεί στη
Μητρόπολη Μόσχας η πατριαρχία, ίσως
εκ προγνώσεως της φύσεως του ορμέμφυτου της καταγωγής του λαού αυτού,
ζητήθηκε η συγκατάθεση των παλαίφατων Πατριαρχείων, δηλαδή μετά από χίλια χρόνια συστάσεως του
πατριαρχικού θεσμού, για να είναι οι πάντες συνυπεύθυνοι για τις αντικανονικές εκτροπές αυτού του «εκ των βαρβάρων λαών» νεόφυτου Πατριαρχείου.
Απόστ. Γλαβίνας. «Η Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη
Εκκλησία της Αλβανίας». Θεσσαλονίκη 1985 και Μιχ.Τρίτος. «Η Εκκλησία του Ανατολικού
Ιλλυρικού και Αλβανίας». Θεσσαλονίκη 1999.
2.