16.4 C
Athens
Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου, 2024

Πώς το Φανάρι υπερασπίζεται την καθολικότητα της Ορθοδοξίας

Ο Πάπας Ρώμης Ιωάννης ΚΓ΄ συνομιλεί στις 13 Οκτωβρίου με Μοσχοβίτες παρατηρητές τονίζοντας
τις προσδοκίες του εκ των Ορθοδόξων
Η Μοσχόβια υπόσκαψη της Β΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως 
Του καθηγητού Αριστείδη Πανώτη 
Είναι ιστορική διαπίστωση ότι παρά τα σχίσματα και των πικρών και θλιβερών γενομένων αδικιών και βιαιοπραγιών που συνέβησαν μέσα στην Εκκλησία τη δεύτερη χιλιετία, ποτέ δεν έπαυσε η νοσταλγία της εν Χριστώ αδελφότητος της πρώτης χιλιετίας. Το οικόσημο της Μίας, Αγίας Αποστολικής και Καθολικής Εκκλησίας Του φέρει την εντολή του Κυρίου της «ίνα πάντες εν ώσιν». Εξ αυτού και την δευτέρα χιλιετία συνέχισαν τις προσπάθειες αναστηλώσεως «της μιας πανταχού Αδελφότητος» της Εκκλησίας1. Στις αρχές του 20ού αιώνα το θεσμικό Κέντρο των Ορθοδόξων στην Ανατολή καθοδηγούμενο από τον εμπειρότατο πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ ιδίως μετά την καταδίκη το 1872 του ρωσικού «Εθνοφυλετισμού» και κατά την δεύτερη πατριαρχία του προς αποτροπή της σλαβοποιήσεως της Μακεδονίας (1902-1909), αποφάσισε να προωθήσει την διορθόδοξη συνεργασία με την επισήμανση των εκκλησιαστικών θεμάτων που πρέπει να λυθούν με Πανορθόδοξη Σύνοδο. Η πρωτοβουλία του αυτή έδωσε τις πρώτες διορθόδοξες προϋποθέσεις για τις σχέσεις με την ετερόδοξη Χριστιανοσύνη που εξετέθησαν συνοπτικά στην περίφημη «Συνοδικήν Εγκύκλιον του 1920». Μέσα από τον ανατρεπτικό κυκλώνα των μεταρρυθμιστικών φατριών ξεκίνησε το 1917 στη Μόσχα ο ζήλος για την εξέταση των ζητημάτων που πρέπει να βρουν λύση με Πανορθόδοξη Σύνοδο.  Όμως η σώφρων τροχοπέδη του Οικουμενικού Πατριαρχείου τότε δια του πατριάρχη Μελετίου Δ΄ έδωσε δια του «Διορθόδοξου Συνεδρίου της Κων/πόλεως» την πρώτη μορφή του θεματολογίου των εκκλησιαστικών προβλημάτων που πρέπει συνοδικά να επιλυθούν. Το ίδιο θέμα απασχόλησε και την «Διορθόδοξη Σύναξη» στη μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους το 1932 και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εκ τρίτου σταθεροποιήθηκε ο Κατάλογος των θεμάτων με την «Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη» στις 24/7-1/10- 1961 στη Ρόδο. Η πρόθυμη σύγκληση αυτής της Διασκέψεως στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Θρόνου, με την συμφωνία των τεσσάρων παλαίφατων Πατριαρχείων και της Κύπρου και η πρόθυμη αποδοχή από όλες τις κληθείσες κανονικές Εκκλησίες ανάγκασε και το Πατριαρχείο της Μόσχας να πειθαρχήσει στην πανορθόδοξη συμφωνία για τη σύγκληση κατά την κρατούσα από αιώνων Τάξη. Η οκταήμερη αυτή συνάντηση εργασίας ήταν η πρώτη ελεύθερη επικοινωνία ιεραρχών, κληρικών και θεολόγων επί του ελευθέρου εδάφους και έδωσε την ευκαιρία να ανοίξουν στόματα και να μιλήσουν για ό,τι ανάδελφο έπραξε το Πατριαρχείο της Μόσχας στους ορθοδόξους άλλων «αυτοκεφάλων» Εκκλησιών υπό τον έλεγχο του Σοβιετικού κράτους. Όσοι εκ του Παραπετάσματος απεσταλμένοι είχαν σπουδάσει ή μετεκπαιδευθεί στην Θεολογική Σχολή των Αθηνών και όσοι είχαν ελληνίδες συζύγους, μίλησαν ειλικρινά και ελεύθερα στους παλαιούς συμφοιτητές τους και μορφώθηκε πλέον αντικειμενική γνώμη για το μαρτύριο που πέρασαν στον «παράδεισο» του υπαρκτού Σοσιαλισμού, πριν αυτά αποκαλυφθούν με την Περεστρόϊκα.
Όμως η σύνθεση της ρωσικής Αντιπροσωπείας όταν γνωστοποιήθηκε τέθηκε υπό παρατήρηση δεδομένης της τάσεως αυτού του Πατριαρχείου να διατελεί υπό την κρατική επιστασία από τον 18ον αιώνα και να προωθεί τις αντικανονικές αντιλήψεις του. Συμμετείχαν σε αυτήν τρία αρχιερατικά μέλη με πρώτον και πρόεδρο τον αρχιεπίσκοπο Γιαροσλάβ Νικόδημο Ρότωφ, διάδοχο του Κιέβου Νικολάου Γιαρουσέβιτς, του εκ της τρόϊκας του «Ιστορικού Συμβιβασμού» με τους Σοβιετικούς και πρώτου προϊστάμενου του αρμόδιου «οργάνου» ρυθμίσεως των σχέσεων Σοβιετίας και Εκκλησίας. Οι άλλοι δύο ιεράρχες ήταν ο Βασίλειος Κριβοσέϊν και ο Αλέξιος Ρίντιγκερ. Και οι δύο παρέμεναν «ακοινώνητοι» με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ο μεν πρώτος ως «υπερόριος» Βρυξελλών και έκπτωτος εξ Αγίου Όρους και Ελλάδος ήταν σκληρός διεκδικητής της πρωτοκαθεδρίας της Τριτορωμαϊκής ουτοπίας, αλλά άριστος ελληνιστής, ο δε δεύτερος ήταν «επιβάτης» της Μητροπόλεως Ταλλίνης, κατασταθείσης αυτονόμου υπό του Οικουμενικού Θρόνου το 1923 που καταπατήθηκε πάλι το 1940 με την σοβιετική κατοχή. Η «ακοινωνησία» των δύο εγκαίρως επισημάνθηκε και ζητήθηκε η αντικατάστασή τους. Η παρουσία του πρώτου οικονομήθηκε ως μεταφραστή, ενώ του δευτέρου ήταν αδιανόητη και αντικαταστάθηκε δια του διδάκτορα της Θεολογίας Φιλάρετου Βαχρομέεφ, μετά επισκόπου στο Λένινγκραντ και μετά Μητροπολίτη Μίνσκ και Εξάρχου Ανατολικής Ευρώπης. Άπαντες ήταν επίλεκτοι του κρατικού παρεμβατισμού και της δεσποτείας της Μόσχας στις φερόμενες ως «αυτοκέφαλες» Εκκλησίες της Ανατολικής Ευρώπης. Ο μητροπολίτης Νικόδημος Ρότωφ μιλώντας στον Τύπο διασκέδασε τα διαδιδόμενα περί ανταγωνισμών Φαναρίου και Μόσχας, αφού τα αποφασισθέντα υπογράφηκαν με ομοφωνία. Όμως στην πραγματικότητα η τήρηση της κανονικής τάξεως ενοχλούσε τους Μοσχοβίτες, θηρευτές της φιλοπρωτείας και με την πρώτη ευκαιρία θέλησαν να επιδείξουν την απεξάρτησή τους από κάτι που βεβαίωνε το Πανορθόδοξο κύρος του Οικουμενικού Θρόνου. 
Αυτή η ευκαιρία τους δόθηκε όταν η Ρώμη ανήγγειλε στις 25 Ιανουαρίου 1959 την σύγκληση της «Β΄  Βατικανής Συνόδου» και στις 24 Ιουλίου 1962 προσκαλούνται υπό του πάπα Ιωάννη ΚΓ΄ δια του καρδιναλίου Αυγουστίνου Μπέα και δια του Οικουμενικού Πατριαρχείου οι Ορθόδοξοι να συμμετέχουν ως Παρατηρητές στην πρώτη φάση της, από τις 11 Οκτωβρίου μέχρι τις 8 Δεκεμβρίου 1962. Τότε ο πατριάρχης Αθηναγόρας πραγματοποιούσε την επίσκεψή του στο Άγιον Όρος και στην Ελλάδα. Η πρόσκληση έφθασε στο Φανάρι στις αρχές Αυγούστου και ο περιοδεύων Πατριάρχης τηλεφωνικά ενημερώθηκε και έδωκε εντολή να συσκεφθούν οι συνοδικοί αρχιερείς για να την μελετήσουν ώστε να μην επαναληφθούν άτοπα παλαιοτέρων εποχών και να διασφαλιστεί το κύρος της Ορθοδοξίας ως κατά πάντα ισότιμης αδελφής Εκκλησίας. Μετά τα συνοδικά αποφασισθέντα ο πατριάρχης Αθηναγόρας αποφασίζει την σύγκληση από τις 26-29 Σεπτεμβρίου 1963 στη Ρόδο την «Β΄ Πανορθοδόξη Διάσκεψη» με θέμα την από κοινού παρουσία Παρατηρητών στην Σύνοδο του Βατικανού για να εκφραστεί η ενότητα της Ορθοδοξίας ως της Μιας του Χριστού Εκκλησίας. Η προεδρία της Διασκέψεως ανατέθηκε στον μητροπολίτη Χαλκηδόνος Μελίτωνα για να εξάγει το άριστον δυνατόν αποτέλεσμα από τις ανταλλαγείσες συνομιλίες. Τότε συνέβη και το αξιοθρήνητο συμβάν λόγω της έντονης «αγοροφοβίας» που καλλιεργούν τα ζηλωτικά κυκλώματα των θρησκευτικών οργανώσεων και μυθολογούσαν γελοιότητες, όπως τα περί «προδοσίας της Ορθοδοξίας» και ότι αυτή είναι μία «νέα Φλωρεντία», που τρομοκράτησαν τον γέροντα αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Β΄, παλαιόν πρωτεργάτην του οικουμενικού διαλόγου που παρέσυρε με συνοδική απόφαση σε αποχή της Ελλαδικής Εκκλησίας και οι Μοσχοβίτες χαιρεκακούσαν για την ποιότητα του εκκλησιαστικού φρονήματος των Ελλαδιτών! Στη συνελθούσα Διάσκεψη τελικά αποφασίστηκε πόσο επιθυμητός είναι από όλους τους Ορθοδόξους ένας γόνιμος θεολογικός Διάλογος, χωρίς να επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος, τόσον στη μεθοδολογία του Διαλόγου, όσον και στην ερμηνευτική των υφιστάμενων διαφορών. Μακρές συζητήσεις περί του χαρακτήρα αυτής της αποστολής κάλυψαν τέσσερις μέρες και η κωλυσιεργία των Μοσχοβιτών ήταν προφανής για να αναβληθεί οποιαδήποτε απόφαση και να παραμείνει το Φανάρι εκτεθειμένο ενώπιον της Ρώμης.

Το συμπέρασμα των συζητήσεων ήταν ότι θα πρέπει να δηλωθεί ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία του Χριστού Εκκλησία και ότι η Εκκλησία Κων/πόλεως υπερασπίζεται την καθολικότητα της και όχι τον εθνοφυλετισμό που την κομματιάζει και την καθιστά όργανο του κράτους. Η Ορθοδοξία δεν είναι «Συνομοσπονδία τοπικών Εκκλησιών» όπως δοξάζουν οι προτεσταντίζοντες που αθετούν τα κανονισθέντα υπό των Πατέρων σε Οικουμενικές Συνόδους. Η Ορθόδοξη Εκκλησιολογία διδάσκει ότι: «Η Εκκλησία γέγονεν, ουχ’ ίνα διηρημένοι ώμεν οι συνελθόντες, αλλ’ ίνα οι διηρημένοι συνημμένοι και τούτο η σύνοδος δείκνυσιν ….καν εκ διαφόρων τόπων (οι προσελθόντες) προσαγορεύονται».2 Το έσχατο όριο αποδοχής της προσκλήσεως ήταν η 15η Σεπτεμβρίου και η Β΄ Διάσκεψη πραγματοποιήθηκε ήδη στο τέλος Σεπτεμβρίου και στις αρχές Οκτωβρίου. Στις 10 Οκτωβρίου ανακοινωθέν της αρχιγραμματείας του Πατριαρχείου προς την αρμόδια Γραμματεία της Ρώμης γνωστοποιεί ότι εκ συμφώνου μετά των εκπροσώπων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών δεν κατέστη εφικτή η αποστολή παρατηρητών στην Β΄ Βατικανή Συνόδο, αλλά άπαντες εύχονται ευόδωση των εργασιών της και η Ορθοδοξία θα παρακολουθήσει μετά βαθέως ενδιαφέροντος και πολλής προσοχής τα πεπραγμένα της τρέφοντας την ελπίδα ότι θα διανοιγούν οδοί προς την καταλλαγήν.3 Αυτό βέβαια δεν σήμαινε ότι δεν υφίσταντο άλλοι ορθόδοξοι προσκεκλημένοι από επιστημονικά ιδρύματα, όπως ο επίσκοπος Κατάνης Κασσιανός της Ιεραρχίας του Οικουμενικού Θρόνου και άλλοι. Τελικά γνωμοδοτείται ότι για να προαχθεί ο Διάλογος μεταξύ των δύο Εκκλησιών πρέπει οι σχέσεις τους να προετοιμασθούν δια της αγάπης και να προσεγγισθούν τα θέματα των υφιστάμενων διαφορών εν πνεύματι αλληλοκατανοήσεως «επί ίσοις όροις». Και ενώ σκόπιμα παρεμποδίστηκε να ληφθεί συλλογική απόφαση περί αποστολής ορθοδόξων Παρατηρητών, το Πατριαρχείο της Μόσχας αποστέλλει δική του αντιπροσωπεία στη Ρώμη, για να επιδείξει πως είναι «υπερόρια και ανεξάρτητη» Εκκλησία και μη παρακωλυόμενη από συλλογικές πανορθόδοξες αποφάσεις συνάξεων που λαμβάνονται με τη πρωτοβουλία του Πατριαρχείου της Νέας Ρώμης! Αυτή η προκλητική, αυθάδης αντιποίηση της κανονικής Τάξεως της κατ’ Ανατολάς Εκκλησίας προκάλεσε ομόφωνη και συμψηφιστική την καταδίκη της παρασπονδίας των Μοσχοβιτών. Η Εκκλησία της Ελλάδος στο επίσημο όργανό της χαρακτηρίζει: «ατυχή την απόφαση της Μόσχας»4 καὶ πολλοὶ διαπρεπείς θεολόγοι, μεταξύ των οποίων ο Ακαδημαϊκός Αμίλκας Αλιβιζάτος5, ο Γενικός Διευθυντής Θρησκευμάτων καθηγητής Βασίλειος Ιωαννίδης6 και άλλοι, όπως και όλος ο ελληνικός και διεθνής Τύπος, ως το «ιστορικό λάθος». Η αθέτηση της Πανορθόδοξης συμφωνίας για την αναβολή της αποστολής παρατηρητών στη Β΄ Βατικανή Σύνοδο υπό της Μόσχας, στην πραγματικότητα επιδίωκε να υπονομεύσει το κύρος της Νέας Ρώμης εμπρός στην «Πρεσβυτέρα» Ρώμη από την έναρξη των καλών σχέσεων των διότι επιδίωκαν σχέσεις με την Ρώμη μόνον κατά τις υποδείξεις και τα συμφέροντα του Κρεμλίνου.

Όμως η παρασπονδία αυτή των Μοσχοβιτών έδωσε την ευκαιρία η «καθεστηκυΐα υπό των Ιερών Κανόνων Καθέδρα της Οικουμένης» με την ευλογημένη πείρα της να υπερβεί την νέα δοκιμασία της ενότητος των Ορθοδόξων και να προετοιμάσει τάχιστα την από κοινού προσπάθεια συμπλησιάσεως των διαφόρων τμημάτων της όλης χριστιανοσύνης με την Γ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη που έζησα στη Ρόδο και αφιέρωσα για τα κατ’ αυτήν τεύχος και κατέγραψα το χρονικό στο περιοδικό «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ»7. Η Γ΄Διάσκεψη επιτέλεσε δύο θετικά έργα: επιβεβαίωσε την ενότητα και το άρρηκτο της Ορθοδοξίας και εχάραξε πρόγραμμα κατά στάδια να προχωρήσει την διακονία της στην ενότητα μετά των τριών Εκκλησιών: α) της «Πρεσβυτέρας» Ρώμης. β) της Αγγλικανικής «κοινωνίας» και γ) των Παλαιοκαθολικών. Έκτοτε όμως συνέβησαν τόσες συνταρακτικές εξελίξεις σε σύντομο χρονικό διάστημα που καλύφθηκαν αιώνες «ανάδελφης» εν Χριστώ ζωής. 

___________________________________
1. Μ. Βασίλειο Migne P.G. τ.32. στ. 562. 
2. Ιωάννης Χρυσόστομος Migne P.G. τ.61.13,228. στ. 562. 
3. «Τόμος Αγάπης»1967. σ. 35 κεξ. 
4. Περ. «Εκκλησία» Νο 21 της 1/11/1962. 
5, Εφ. «Βήμα» 14/11/1962. 
6. «Καθημερινή» 12/10/1962. 
7. Τόμος Α΄. 3-4 1964. 

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ