Η παλαιά Μητρόπολη του Βουκουρεστίου |
Αριστείδης Πανώτης Άρχων Μ. Ιερομνήμων της Μ.τ.Χ.Ε.
Θεολόγος
ιστορικός –συγγραφέας – Αρχισυντάκτης της Θ.Η.Ε.
ιστορικός –συγγραφέας – Αρχισυντάκτης της Θ.Η.Ε.
Η στενότερη συνεργασία των Ορθοδόξων της Ανατολικής Ευρώπης με τον Οικουμενικό Θρόνο καταστάθηκε περισσότερο αισθητή κατά τα χρόνια αυτά της παγκόσμιας συρράξεως, με την εμφάνιση των νέων ιδεολογιών που τράφηκαν από τους ολοκληρωτικούς ανταγωνισμούς των ισχυρών κρατών που πληρώθηκαν ακριβά από τους φιλειρηνικούς πληθυσμούς. Ήδη το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον Ιανουάριο του 1923 στο επίσημο περιοδικό του με τίτλο: «Το Μέγα βήμα προς την αλληλεγγύην εν τη Ορθοδοξία» συμφωνεί για τη στενότερη προσέγγιση προς επίλυση των διαφόρων χρονιζόντων θεμάτων και για την αντιμετώπιση των έξωθεν επιβουλών που είναι πόθος όλων των Ορθοδόξων της Ανατολικής Ευρώπης και ιδίως όλων αυτών που πρόσφατα ανασυνδέθηκαν με την Μητέρα τους Εκκλησία και έλαβαν κανονικά από το Πατριαρχείο την αυτοδιοίκησή τους μετά πολυετή δεσποτική τσαρική κατοχή.
ΡΟΥΜΑΝΙΑ
Αυτό το άρθρο απηχεί και τις σκέψεις του Πριμάτου της Ρουμανίας πατριάρχη Μύρωνα, μιας ισχυρής προσωπικότητας της εποχής, που παρενέβη και στην Συνδιάσκεψη της Λωζάννης υπέρ των δικαίων του Πατριαρχείου ως «υπερεθνικού εκκλησιαστικού κέντρου» όλων των Ορθοδόξων της Οικουμένης (Περ. Εκκλ. Αλήθεια,Κπ. ο.π. σσ. 79). Οι ανακαινιστικές σκέψεις των Ρουμάνων κληρικών και θεολόγων εντοπίστηκαν στο συγκληθέν στο Βουκουρέστι Συνέδριο 150 ιερέων εξ’ όλης της Εκκλησίας στην Ρουμανία. Σ’ αυτό, παριστάμενων και αρχιερέων και του αρμόδιου υπουργού Παιδείας και καθηγητών της Θεολογικής Σχολής Βουκουρεστίου, τέθηκαν από τον καθηγητή πρωτ. Ποπέσκου προς μελέτη τέσσερα θέματα: α) της θέσεως της Εκκλησίας στο Κράτος και έναντι των λοιπών Ομολογιών, β) του δικαιώματος της Εκκλησίας να κατέχει και να διαχειρίζεται την περιουσία της, γ) ο θρησκευτικός γάμος να είναι υποχρεωτικός στην χώρα, καθώς και η Κυριακή αργία και επίσης και το μάθημα των θρησκευτικών στους ορθοδόξους μαθητές και να διδάσκεται μόνον από θεολόγους κληρικούς και δ) να ιδρυθεί «Παγκληρική Ένωση» για όλους τους ιερείς της χώρας, ακόμη δε εκφράζεται και η ευχή να δοθεί γρήγορα λύση στον δεύτερο γάμο των χηρευόντων κληρικών «για να παραμένουν φρονιμώτεροι». Απώτερος στόχος αυτού του συνεδρίου ήταν να γίνουν σεβαστά τα δίκαια και η αυτονομία της τοπικής Εκκλησίας και συνταγματικά να κατοχυρωθεί ως η «επικρατούσα» Εκκλησία στην Ρουμανία για να προστατευθεί η ορθοδοξία της από τις πιέσεις των γύρω Ρωμαιοκαθολικών, που εξωθούσαν τους πιστούς προς τον Ουνιτισμό. Στο συνέδριο αυτό παρουσιάστηκαν τα χρονίζοντα προβλήματα σε όλες σχεδόν τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες. Αυτό το βλέπουμε και στο θεματολόγιο του συσταθέντος τότε γνωστού ως «Συνεδρίου της Κων/πόλεως»του 1923, του οποίου η σύγκληση ήταν όντως πανορθόδοξο αίτημα, αν κρίνουμε από τις παράλληλες κινήσεις την ίδια εποχή στη Μόσχα και στο Βουκουρέστι. Εξ’ αυτού και η απάντηση του Πατριάρχου Μελετίου εκ του θεσμικού κέντρου της Μητέρας Εκκλησίας με το «Συνέδριο της Κων/πόλεως». Για την λύση του σοβαρού θέματος της θέσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Ρουμανικό κράτος σπουδαία βαρύτητα είχε το υψηλό κύρος του Πατριάρχη Μύρωνα και η ένθερμη συμπαράσταση στη Γερουσία του περίφημου βυζαντινολόγου καθηγητή Μ. Γιόργκαν, οι οποίοι συνετέλεσαν για να ανατραπούν οι σχεδιασμοί της τότε κυβερνήσεως Βρατιάνου «περί ισοτιμίας» των Εκκλησιών στη Ρουμανία και τελικά ψηφίστηκε ο νόμος του κράτους για τα 13.000.000 των Ορθοδόξων Ρουμάνων που αναγνώρισε ως «κυρίαρχη» Εκκλησία του κράτους (Biserika dominanta) μόνον την Ορθόδοξη Εκκλησία και την ξεχώρισε από την Ελληνοκαθολική Εκκλησία των Ουνιτών, ώστε μόνη να ρυθμίζει την διοίκησή της με την συνεργασία του κλήρου και του λαού της. Σ’ αυτήν την αρχική καταξίωση της τοπικής Εκκλησίας, που τότε συντελέστηκε, οφείλεται και η μετά ταύτα θαυμαστή οργάνωση της τοπικής αυτής Εκκλησίας κατά την περίοδο του μεσοπολέμου μέχρι την επιβολή στη χώρα στις 30 Απριλίου 1948 της ερυθρής δικτατορίας του δήθεν λαϊκού κράτους!
ΡΩΣΙΑ – ΔΙΑΣΠΟΡΑ
Κατά τον «Εμφύλιο Πόλεμο» στη Ρωσία 1917-1922 μεταξύ του Κόκκινου Στρατού του βορρά και του Λευκού Στρατού του νότου, η Αυτοκρατορική Εκκλησία πληρώνει τον εναγκαλισμό της με την απολυταρχία των τσάρων, με το αιματηρό τίμημα του Αθεϊστικού Διωγμού. Όσοι αρχιερείς, κληρικοί, μοναχοί και πιστοί παρέμειναν εδραίοι στην Ορθοδοξία και ευρίσκοντο σε περιοχές ελεγχόμενες από τους Μπολσεβίκους, κατά τον πλέον φρικιαστικό τρόπο μαρτύρησαν. Μετά την κατάρρευση του Στρατού του νότου όσοι επέζησαν τράπηκαν σε φυγή κυρίως δια του ελεύθερου λιμένα της Οδησσού και μεταξύ αυτών ήταν και ο Κιέβου Αντώνιος Χραποβίτσκυ, ο οποίος κατέφυγε στο Φανάρι και η εκεί Ομογένεια τον φιλοξένησε, η δε Ελλάδα στην Αθήνα τον τίμησε και με την ανώτατη διάκρισή της. Στο Φανάρι ζήτησαν προστασία και πολλοί άλλοι Ρώσοι αρχιερείς και κληρικοί από την νότια Ρωσία και από τις επιχορηγούμενες Αποστολές εκ Ρωσίας, που στερήθηκαν πλέον τις οικονομικές προσόδους τους, όπως ήταν εξ Αμερικής ο αρχιεπίσκοπος Αλέξανδρος και εκ της Κίνας ο αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος κ.α., που κατέφυγαν για προστασία και κοινωνία στην «αιχμάλωτη» Μητέρα τους. Η Κων/πόλη τότε δέχθηκε μυριάδες προσφύγων εκ Ρωσίας που το Πατριαρχείο και η εκεί Ομογένεια τους περιέθαλψε στα καθιδρύματά της και τους διέθρεψε μέχρι να βρεθούν τρόποι μεταφοράς τους στην Ευρώπη και στην Αμερική.
Το πρόβλημα της εγκαταστάσεως των εκ Ρωσίας ιεραρχών στο μέσο των φυγάδων χριστιανών ήταν από τα δυσκολότερα ζητήματα γιατί έθετε το κανονικό πρόβλημα της «υπερόριας» ασκήσεως του «ενόριου επισκοπικού λειτουργήματος», που εξ αρχής τέθηκε ως θεμελιώδης αρχή για την πρόληψη κάθε αταξίας και έριδος μέσα στη ζωή της Εκκλησίας. Ο κάθε επίσκοπος είναι εκλεγμένος και συνδεδεμένος με το «ενόριο» ποίμνιο συγκεκριμένου πολίσματος και δεν είναι αυτόβουλος ποιμήν πάσης άλλης γειτονικής ποίμνης ανήκοντος σε έτερο υπεύθυνο «ενόριον» επίσκοπον. Εξ’ αυτού και το περιστατικό ότι κατά τον διωγμό του κλήρου και του λαού από το νησί της Κύπρου υπό των Αράβων, αυτός εγκαταστάθηκε μετά «προνομίων» κανονικά τον 7ον αιώνα με τον λθ΄(36) κανόνα της Ε/Στ΄ Οικ. Συνόδου σε τότε κενό χώρο, στην περιοχή της Μητροπόλεως Κυζίκου, που ονομάστηκε «Νέα Ιουστινιανούπολη» και ο τίτλος αυτός και σήμερα συνάπτεται με τη φήμη του αρχιεπισκόπου Κύπρου.
Πολλοί από τους πρόσφυγες αρχιερείς αντιλήφθηκαν ότι υφίστανται πλέον εντός της Μιας κανονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας με μόνον εφόδιον την κανονικότητά τους και έγιναν διάφορες προτάσεις. Οι «εμιγκρέδες» της Δυτικής Ευρώπης ζήτησαν άμεση εξάρτηση εκ του Οικουμενικού Θρόνου και το Φανάρι επικέντρωσε την προσοχή του στο πρόσωπο του Μητροπολίτη πρώην Βολυνίας Ευλόγιου Γεωργιέφσκυ1 μάρτυρα της τότε παρακμής του τσαρικού καθεστώτος. Αυτός είχε λάβει εντολή ελευθερίας κινήσεως από τον Πατριάρχη Τύχωνα πριν απομονωθεί και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι (1926-1946) μέσα στα όρια της συσταθείσας το 1922 Μητροπόλεως Θυατείρων και Μεγάλης Βρεταννίας. Εκ των πρώτων μελημάτων του ήταν με κάθε τρόπο να προσεγγίσει τους ορθοδόξους ομογενείς του σε κατ’ οίκον εκκλησίες για τη θεία ορθόδοξη λατρεία, όπου υφίστατο κατάλληλος χώρος, και συγκρότησε δίκτυο κοινοτήτων-ενοριών γύρω από το Παρίσι και τις δυτικές πόλεις. Η δεύτερη επιδίωξή του ήταν να συστήσει ένα Ιερατικό Σεμινάριο για να μορφωθεί εκκλησιαστικά ο νέος κλήρος. Αυτό σε λίγο μετεξελίχθηκε κατάλληλα εμπλουτισθέν με αξιόλογα στελέχη στο Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου που αποτέλεσε από το 1925 πυρήνας διαδόσεως της κατ’ Ανατολάς εκκλησιαστικής Παραδόσεως στον τότε ευρωπαϊκόν κόσμο .Προσωπικότητες όπως οι επίσκοποι Βενιαμίν Φεντσένκοφ και Σέργιος Μπεζοβράζοφ, μετά επίσκοπος Κατάνης, ο Α. Καρτασώφ καθώς και οι πρωθιερείς Σέργιος Μπουλγάκοφ, Βασίλειος Ζενκόβσκυ, Γεώργιος Φλορόβσκυ, Νικόλαος Αφανάσιεφ, Κυπριανός Κέρν κ.ά. κατέστησαν με την προστασία του Φαναρίου την στεγαζόμενη σε πενιχρά κτίρια Σχολή σε εργαστήριο θεολογικής σκέψεως και σπουδής.
Όμως η φιλοτσαρική ομάδα που ήδη από το 1917 διαφώνησε με την εκλογή του Τύχωνα ως Πατριάρχη, συνέστησε από το 1919 στη Σταυρούπολη της Νοτιοδυτικής Ρωσίας την «Προσωρινή Ανώτατη Εκκλησιαστική Διοίκηση» υπό τον πρώην Κιέβου Αντώνιο. Αυτός για να αποφύγει το οικτρό τέλος του Κιέβου Βλαδιμήρου από τους Μπολσεβίκους μετά την κατάρρευση του Λευκού Στρατού κατέφυγε στη Κων/πολη.2 Εκεί αρχικά θέλησε να συνεργαστεί ως παλαιός σχολάρχης με το Φανάρι κυρίως στη Σχολή της Χάλκης, η οποία τότε φιλοξενούσε ορφανά του διωγμού από τη Ρωσία και τον Πόντο, κάτι που εκτίμησε η ελληνική κυβέρνηση και όταν ήλθε στην Αθήνα τον περιέβαλε με ακαδημαϊκές και πολιτικές ανώτατες τιμές.3 Όμως μετ’ ολίγον οι διαφυγώντες Ρώσοι αρχιερείς εραστές του τσαρικού παρελθόντος τους, κατέφυγαν στην προστασία του φυλετικά συγγενούς λαού των Σέρβων και με την άδεια του Πατριάρχη Σερβίας Δημητρίου (1920-1930) συνέρχονται σε «Αρχιερατικό Συνέδριο» στο Κάρλοβιτς της Σερβίας. Για να υπάρξουν εκκλησιολογικά οι σύνεδροι επιδιώκουν να διεκδικήσουν κανονικό έδαφος όπως συνέβη με τους Κυπρίους που τους προσφέρθηκε μέρος της Μητροπόλεως Κυζίκου τον 7ον αιώνα. Όμως αντί να απευθυνθούν στην Εκκλησία της Κων/πόλεως, όπως έπραξε ο μητροπολίτης Ευλόγιος, διάλεξαν από εθνοφυλετικό γόητρο τον δρόμον της αυθαιρεσίας του τσαρικού καθεστώτος και συνέπηξαν την λεγόμενη «Υπερόρια Σύνοδον του Καρλοβιτσίου» ως «Διαρκή Σύνοδον» και αξίωσαν όλοι ομογενείς τους ιεράρχες να εξαρτηθούν μόνον απ’ αυτήν. Εξ αυτού και αρνηθέντος του μητροπολίτη Ευλόγιου4 να συνεργαστεί μαζί τους τον κατέστησαν το 1925 υπόδικον. Όμως παρενέβη ο πρώην Κων/πόλεως και τότε δευτερόθρονος ήδη πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος και δι’ επιστολής προς τον πρ. Κιέβου Αντώνιο απέδειξε το ανυπόστατο της υπερόριας δικαιοδοσίας, αλλά και το εν γένει ανύπαρκτο αυτής στη διαχρονική πορεία της κανονικής Εκκλησίας.5 Η «Υπερόριος αυτή Σύνοδος» του Καρλοβιτσίου στην Ευρώπη και στην Αμερική, γνωστή σήμερα και ως ROCOR προκάλεσε μεγάλη διαταραχή στην Ορθοδοξία.6 Αυτήν τη πληγή αγκάλιασε το «πολυπαίπαλον» (πανουργότατον) Πατριαρχείο Μόσχας ενδιαφερόμενον μόνον για τον πολλαπλασιασμό του όγκου του. Τότε προς τιθάσευση αυτού του «νεοπλάσματος» ο πολύπειρος πατριάρχης Μελέτιος αποφαίνεται ότι: «η κάθε Υπερόριος Εκκλησία αντίκειται προς τους Ιερούς Κανόνες και την πράξη της Εκκλησίας» και επομένως: α) Ο Σερβίας δύναται να παραχωρήσει εντός του κανονικού εδάφους του την απρόσκοπτη άσκηση των καθηκόντων τους των εμπερίστατων Ρώσων Ιεραρχών. β) Ουδεμία εξουσία έχουν να χειροτονούν «επί των βαρβαρικών χωρών» που ανήκουν κατά τον 28ον Κανόνα της Δ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στον «Πρώτον» της Εκκλησίας Κων/πόλεως. γ) Ο Μητροπολίτης Ευλόγιος καταστάθηκε δια της αναθέσεως εις αυτόν της Εξαρχίας Δυτικής Ευρώπης αρχιερεύς του Οικουμενικού Θρόνου και ουδεμία ανύπαρκτη «υπερόρια Σύνοδος» μπορεί να τον κρίνει!7 Όμως είναι γνωστόν ότι ο «ενόριος προσδιορισμός της διακονίας» μέσα σε συγκεκριμένα όρια πόλεως η περιοχής είναι προϋπόθεση για την εγκατάσταση του ευχαριστιακού σώματος τοπικής Εκκλησίας. Εξ αυτού κατά την κανονική τάξη το ελληνόφωνο, σλαβονικό, αραβόφωνο, γαλλόφωνο και λοιπό ετερόφωνο ποίμνιο των ορθοδόξων της Γαλλίας ποιμαίνεται κανονικά και ελεύθερα μέσα στην υφιστάμενη δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Γαλλίας. Όπως πράττουν και οι πιστοί της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας διαφόρων φυλών και γλωσσών που εκκλησιάζονται στους απανταχού ναούς τους. Οι λοιποί ορθόδοξοι ανήκουν σε ανύπαρκτες εκκλησιολογικά «υπερόριες» εθνοφυλετικές παρασυναγωγές.
Το πρόβλημα της εγκαταστάσεως των εκ Ρωσίας ιεραρχών στο μέσο των φυγάδων χριστιανών ήταν από τα δυσκολότερα ζητήματα γιατί έθετε το κανονικό πρόβλημα της «υπερόριας» ασκήσεως του «ενόριου επισκοπικού λειτουργήματος», που εξ αρχής τέθηκε ως θεμελιώδης αρχή για την πρόληψη κάθε αταξίας και έριδος μέσα στη ζωή της Εκκλησίας. Ο κάθε επίσκοπος είναι εκλεγμένος και συνδεδεμένος με το «ενόριο» ποίμνιο συγκεκριμένου πολίσματος και δεν είναι αυτόβουλος ποιμήν πάσης άλλης γειτονικής ποίμνης ανήκοντος σε έτερο υπεύθυνο «ενόριον» επίσκοπον. Εξ’ αυτού και το περιστατικό ότι κατά τον διωγμό του κλήρου και του λαού από το νησί της Κύπρου υπό των Αράβων, αυτός εγκαταστάθηκε μετά «προνομίων» κανονικά τον 7ον αιώνα με τον λθ΄(36) κανόνα της Ε/Στ΄ Οικ. Συνόδου σε τότε κενό χώρο, στην περιοχή της Μητροπόλεως Κυζίκου, που ονομάστηκε «Νέα Ιουστινιανούπολη» και ο τίτλος αυτός και σήμερα συνάπτεται με τη φήμη του αρχιεπισκόπου Κύπρου.
Πολλοί από τους πρόσφυγες αρχιερείς αντιλήφθηκαν ότι υφίστανται πλέον εντός της Μιας κανονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας με μόνον εφόδιον την κανονικότητά τους και έγιναν διάφορες προτάσεις. Οι «εμιγκρέδες» της Δυτικής Ευρώπης ζήτησαν άμεση εξάρτηση εκ του Οικουμενικού Θρόνου και το Φανάρι επικέντρωσε την προσοχή του στο πρόσωπο του Μητροπολίτη πρώην Βολυνίας Ευλόγιου Γεωργιέφσκυ1 μάρτυρα της τότε παρακμής του τσαρικού καθεστώτος. Αυτός είχε λάβει εντολή ελευθερίας κινήσεως από τον Πατριάρχη Τύχωνα πριν απομονωθεί και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι (1926-1946) μέσα στα όρια της συσταθείσας το 1922 Μητροπόλεως Θυατείρων και Μεγάλης Βρεταννίας. Εκ των πρώτων μελημάτων του ήταν με κάθε τρόπο να προσεγγίσει τους ορθοδόξους ομογενείς του σε κατ’ οίκον εκκλησίες για τη θεία ορθόδοξη λατρεία, όπου υφίστατο κατάλληλος χώρος, και συγκρότησε δίκτυο κοινοτήτων-ενοριών γύρω από το Παρίσι και τις δυτικές πόλεις. Η δεύτερη επιδίωξή του ήταν να συστήσει ένα Ιερατικό Σεμινάριο για να μορφωθεί εκκλησιαστικά ο νέος κλήρος. Αυτό σε λίγο μετεξελίχθηκε κατάλληλα εμπλουτισθέν με αξιόλογα στελέχη στο Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου που αποτέλεσε από το 1925 πυρήνας διαδόσεως της κατ’ Ανατολάς εκκλησιαστικής Παραδόσεως στον τότε ευρωπαϊκόν κόσμο .Προσωπικότητες όπως οι επίσκοποι Βενιαμίν Φεντσένκοφ και Σέργιος Μπεζοβράζοφ, μετά επίσκοπος Κατάνης, ο Α. Καρτασώφ καθώς και οι πρωθιερείς Σέργιος Μπουλγάκοφ, Βασίλειος Ζενκόβσκυ, Γεώργιος Φλορόβσκυ, Νικόλαος Αφανάσιεφ, Κυπριανός Κέρν κ.ά. κατέστησαν με την προστασία του Φαναρίου την στεγαζόμενη σε πενιχρά κτίρια Σχολή σε εργαστήριο θεολογικής σκέψεως και σπουδής.
Όμως η φιλοτσαρική ομάδα που ήδη από το 1917 διαφώνησε με την εκλογή του Τύχωνα ως Πατριάρχη, συνέστησε από το 1919 στη Σταυρούπολη της Νοτιοδυτικής Ρωσίας την «Προσωρινή Ανώτατη Εκκλησιαστική Διοίκηση» υπό τον πρώην Κιέβου Αντώνιο. Αυτός για να αποφύγει το οικτρό τέλος του Κιέβου Βλαδιμήρου από τους Μπολσεβίκους μετά την κατάρρευση του Λευκού Στρατού κατέφυγε στη Κων/πολη.2 Εκεί αρχικά θέλησε να συνεργαστεί ως παλαιός σχολάρχης με το Φανάρι κυρίως στη Σχολή της Χάλκης, η οποία τότε φιλοξενούσε ορφανά του διωγμού από τη Ρωσία και τον Πόντο, κάτι που εκτίμησε η ελληνική κυβέρνηση και όταν ήλθε στην Αθήνα τον περιέβαλε με ακαδημαϊκές και πολιτικές ανώτατες τιμές.3 Όμως μετ’ ολίγον οι διαφυγώντες Ρώσοι αρχιερείς εραστές του τσαρικού παρελθόντος τους, κατέφυγαν στην προστασία του φυλετικά συγγενούς λαού των Σέρβων και με την άδεια του Πατριάρχη Σερβίας Δημητρίου (1920-1930) συνέρχονται σε «Αρχιερατικό Συνέδριο» στο Κάρλοβιτς της Σερβίας. Για να υπάρξουν εκκλησιολογικά οι σύνεδροι επιδιώκουν να διεκδικήσουν κανονικό έδαφος όπως συνέβη με τους Κυπρίους που τους προσφέρθηκε μέρος της Μητροπόλεως Κυζίκου τον 7ον αιώνα. Όμως αντί να απευθυνθούν στην Εκκλησία της Κων/πόλεως, όπως έπραξε ο μητροπολίτης Ευλόγιος, διάλεξαν από εθνοφυλετικό γόητρο τον δρόμον της αυθαιρεσίας του τσαρικού καθεστώτος και συνέπηξαν την λεγόμενη «Υπερόρια Σύνοδον του Καρλοβιτσίου» ως «Διαρκή Σύνοδον» και αξίωσαν όλοι ομογενείς τους ιεράρχες να εξαρτηθούν μόνον απ’ αυτήν. Εξ αυτού και αρνηθέντος του μητροπολίτη Ευλόγιου4 να συνεργαστεί μαζί τους τον κατέστησαν το 1925 υπόδικον. Όμως παρενέβη ο πρώην Κων/πόλεως και τότε δευτερόθρονος ήδη πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος και δι’ επιστολής προς τον πρ. Κιέβου Αντώνιο απέδειξε το ανυπόστατο της υπερόριας δικαιοδοσίας, αλλά και το εν γένει ανύπαρκτο αυτής στη διαχρονική πορεία της κανονικής Εκκλησίας.5 Η «Υπερόριος αυτή Σύνοδος» του Καρλοβιτσίου στην Ευρώπη και στην Αμερική, γνωστή σήμερα και ως ROCOR προκάλεσε μεγάλη διαταραχή στην Ορθοδοξία.6 Αυτήν τη πληγή αγκάλιασε το «πολυπαίπαλον» (πανουργότατον) Πατριαρχείο Μόσχας ενδιαφερόμενον μόνον για τον πολλαπλασιασμό του όγκου του. Τότε προς τιθάσευση αυτού του «νεοπλάσματος» ο πολύπειρος πατριάρχης Μελέτιος αποφαίνεται ότι: «η κάθε Υπερόριος Εκκλησία αντίκειται προς τους Ιερούς Κανόνες και την πράξη της Εκκλησίας» και επομένως: α) Ο Σερβίας δύναται να παραχωρήσει εντός του κανονικού εδάφους του την απρόσκοπτη άσκηση των καθηκόντων τους των εμπερίστατων Ρώσων Ιεραρχών. β) Ουδεμία εξουσία έχουν να χειροτονούν «επί των βαρβαρικών χωρών» που ανήκουν κατά τον 28ον Κανόνα της Δ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στον «Πρώτον» της Εκκλησίας Κων/πόλεως. γ) Ο Μητροπολίτης Ευλόγιος καταστάθηκε δια της αναθέσεως εις αυτόν της Εξαρχίας Δυτικής Ευρώπης αρχιερεύς του Οικουμενικού Θρόνου και ουδεμία ανύπαρκτη «υπερόρια Σύνοδος» μπορεί να τον κρίνει!7 Όμως είναι γνωστόν ότι ο «ενόριος προσδιορισμός της διακονίας» μέσα σε συγκεκριμένα όρια πόλεως η περιοχής είναι προϋπόθεση για την εγκατάσταση του ευχαριστιακού σώματος τοπικής Εκκλησίας. Εξ αυτού κατά την κανονική τάξη το ελληνόφωνο, σλαβονικό, αραβόφωνο, γαλλόφωνο και λοιπό ετερόφωνο ποίμνιο των ορθοδόξων της Γαλλίας ποιμαίνεται κανονικά και ελεύθερα μέσα στην υφιστάμενη δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Γαλλίας. Όπως πράττουν και οι πιστοί της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας διαφόρων φυλών και γλωσσών που εκκλησιάζονται στους απανταχού ναούς τους. Οι λοιποί ορθόδοξοι ανήκουν σε ανύπαρκτες εκκλησιολογικά «υπερόριες» εθνοφυλετικές παρασυναγωγές.
_________________________
1. Θ.Η.Ε.τ. 5. 1055-1058.
2. Θ.Η.Ε. τ.Β . στ. 990-993.
3. Αρ.Πανώτη. «Συνοδικόν».τ. Γ , μέρος Α’, σ.202-203.
4. Θ.Η.Ε. τ.Ε . στ. 1055-1058
5. Θ.Η.Ε. τ.Β στ. 991-993.Περ. «Πάνταινος» Αλεξ. 1927 σ.514-516 αναδημοσιευθείσα στην «Ορθοδοξία» Κπόλεως τ. ΚΓ 1948. Πβλ. και τους 35ον Αποστ. κανόνα και τον 2ον της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου ως και τον 16ον της Αντιόχειας.
6. Μετά τον θάνατο του Αντωνίου και των διαδόχων του σε πολυκέφαλη τυχοδιωκτική φατρία διασπείρουσα την «Αρχιερωσύνη» προς σύσταση παρασυναγωγών.
7. Η Εξαρχία αυτή κατοχυρώθηκε με πατριαρχικό και συνοδικό Τόμο στις 17 Φεβρουαρίου του 1931, ο οποίος ήρθη μόλις το 2018.
ΑΛΒΑΝΙΑ
Η καταβολή του αποστολικού θεμελίου στο νοτιοδυτικό Ιλλυρικό όπου σήμερα η Αλβανία επιβεβαιώνεται από τον πρώτο αιώνα από κείμενα του Αποστόλου των Εθνών Παύλου 1 και από μαρτυρίες που συνεχώς εμπλουτίζονται με τις έρευνες και ανασκαφές περί την Εγνατία Οδό που οδηγούσε από την Θεσσαλονίκη προς την Επίδαμνο (Δυρράχιο). Την χώρα αυτοί διέτρεχαν οι επίσκοποι διάδοχοι του Καισάριου, όπως ήταν ο Άστιος που μαρτύρησε το 98 και ο εξ Αυλώνος Ελευθέριος το 137, καθώς και πλειάδα άλλων μαρτύρων που χάραξαν το σταυρικό μέλλον της εκεί τοπικής Εκκλησίας. Είναι συνεχής η εκεί παρουσία σε όλους τους αιώνες η οργανωμένη εκκλησιαστική ζωή όπως φαίνεται από το πλήθος των αρχαίων βασιλικών που βρίσκονται εκεί και τα μεσαιωνικά καθολικά των Μονών που διασώθηκαν από την καταστροφική μανία των κατά καιρούς επιδρομέων και δυναστών της περιοχής που επιδίωξαν να αφανίσουν την εις Χριστόν πίστη στη χώρα. Όμως η Εκκλησία Κων/πόλεως συνεχώς ανανέωνε τον ιστό της αρχιερωσύνης με θερμουργούς ιεράρχες που αναλάμβαναν την ηγεσία του εκεί χριστεπώνυμου ποιμνίου της και αυτό διασώθηκε μέχρι το 1912 όταν συνεστήθη το νέο Αλβανικό κράτο στην νότια πλευρά του οποίου διασώθηκε το ελληνορθόδοξο ποίμνιο που αποτελούσε το 25 % εκ του συνόλου του αλβανικού λαού. Τον Μάϊο του 1923 οι Ελληνορθόδοξοι αναζητούν την ανεξάρτητη εκκλησιαστικότητά τους, όπως οι γείτονες Σέρβοι και απευθύνονται στην θεσμική τους Μητέρα της Κων/πόλεως, όπως έπραξαν και οι λοιποί Ορθόδοξοι στην Ανατολική Ευρώπη. Επταμελής αντιπροσωπεία μετέβη στο Φανάρι και διεξήχθησαν συνομιλίες, Το Πατριαρχείο μελέτησε τις τοπικές δυσκολίες των εκεί πιστών στην Ορθοδοξία και χορήγησε στην εν Αλβανία Εκκλησία, το «αυτόνομο» και όχι το «αυτοκέφαλο» καθεστώς διοικήσεως, για να μην κατασταθεί η εκεί τοπική Εκκλησία απροστάτευτη από το θεσμικό της Κέντρο της και τελικά κατασταθεί παίγνιο της αλλόθρησκης και εθνικιστικής εξουσίας των κυβερνώντων την Αλβανία, δεδομένου ότι προς βορρά κυρίως βρίσκονταν Ρωμαιοκαθολικοί πληθυσμοί υπό την Βατικάνειο επιρροή. Το Πατριαρχείο θέσπισε ανεξάρτητη διοίκηση στην Αλβανία ώστε να αποτελείται από μια Αρχιεπισκοπή και τέσσερις Μητροπόλεις, που συναποτελούν την επαρχιακή Σύνοδο με όλες τις εξουσίες και τις κανονικές ευθύνες για να συνέρχεται ως τακτική δις του έτους και στη θεία λατρεία της να χρησιμοποιεί τόσο την ελληνική όσο και την αλβανική γλώσσα κατά περίπτωση εκάστης ενορίας. Το προτεινόμενον σχέδιο διοικήσεως περιλαμβάνει ένδεκα όρους προστασίας του ορθοδόξου ποιμνίου του αρχαίου Ιλλυρικού, προς διαφύλαξη της ενότητός του με την Καθολική Ορθοδοξία.2 Όμως το κράτος μολύνθηκε από τις «εθνοφυλετικές» δοξασίες και προσωπικές επιδιώξεις που σε άλλες ευκαιρίες εκθέσαμε. Εξ αυτών ήταν η περίπτωση του Θεοφάνη Μαυρομμάτη (Φανόλη) και του παπα-Βασίλη κ.α. που περιέπλεξαν για χρόνια τα εκκλησιαστικά στην Αλβανία και καθυστέρησε η αναγνώριση της αυτοδιοικήσεως τους γεγονός που συντελέστηκε μόλις το 1937. Στη συνέχεια παρενεβλήθη η ιταλική κατοχή που επιδίωξε δόλια να συνδέσει τους Ελληνορθοδόξους της Αλβανίας με τους Αρβανιτόφωνους της Σικελίας και Κάτω Ιταλίας, που είναι συνδεδεμένοι με τη Μονή Παναγίας της Κρυπτοφέρρης υπαγόμενης στην Εκκλησία της Ρώμης.-
Αυτά είναι τα σπουδαιότερα γεγονότα τα οποία συνέβησαν στο μέσο του Α΄ και του Β΄ Μεγάλων Παγκοσμίων Πολέμων, το άλλως λεγόμενο «Μεσοπόλεμο», τα οποία επιβεβαίωσαν μέσα στον 20ον αιώνα το προνόμια και δίκαια της Εκκλησίας Κων/πόλεως, που έχουν άμεση σχέση με την ευταξία μέσα στην δικαιοδοσία της και στην κατ’ Ανατολάς Αγία Ορθόδοξο Καθολική Εκκλησία.-
Αυτά είναι τα σπουδαιότερα γεγονότα τα οποία συνέβησαν στο μέσο του Α΄ και του Β΄ Μεγάλων Παγκοσμίων Πολέμων, το άλλως λεγόμενο «Μεσοπόλεμο», τα οποία επιβεβαίωσαν μέσα στον 20ον αιώνα το προνόμια και δίκαια της Εκκλησίας Κων/πόλεως, που έχουν άμεση σχέση με την ευταξία μέσα στην δικαιοδοσία της και στην κατ’ Ανατολάς Αγία Ορθόδοξο Καθολική Εκκλησία.-
1 Ρωμ.ιε .19, Τίτου γ΄12, Β΄ Τιμ. δ΄ 10.
2 Περ. Εκκλ. Αλήθεια, Κπ. 1923, ο.π. σσ. 148-150.
Συνεχίζεται
Α. Π.