Gen Pyotr Wrangel, chairman of the Russian All-Military Union (second left), and Metropolitan Anthony, in Dedinje, Belgrade. Easter, April 1927 |
Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Σε πρόσφατη ανάρτησή μας είχαμε υποστηρίξει την θέση, ότι για μας η Αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ουκρανίας είναι υπόθεση ελευθερίας.
Είχαμε υπενθυμίσει με έμφαση ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησαν οι διαδικασίες για την Αυτοκεφαλία, υπογράμμισε κάτι πέρα από το κανονικό και κανονολογικό του πράγματος. Είπε ότι «είναι δικαίωμά της» και ότι το «δικαιούται» να λάβει την Αυτοκεφαλία.
Με αυτό το σκεπτικό δεν μπαίνουμε σε αντιπαράθεση επιχειρημάτων με πολλούς και διαφόρους οι οποίοι προσπαθούν να αποδομήσουν την ιστορική αυτή απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Άλλωστε τα κείμενα που έχουν παραχθεί από το Φανάρι, αλλά και από εγκρίτους θεολόγους οι οποίοι στηρίζουν την απόφαση της Αυτοκεφαλίας, αποτελούν από μόνα τους ικανή απάντηση σε όσους επιτίθενται στην Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως.
Όμως, δεν μπορούμε να προσπεράσουμε κείμενα όπως αυτά του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αλβανίας κ. Αναστασίου, τα οποία αποτελούν αφορμή για σπουδή.
Ήδη κάναμε μία αναφορά στην απαντητική επιστολή του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, η οποία έχει δημοσιευθεί στην επίσημη ιστοσελίδα της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας με τον τίτλο «Περί τοῦ Οὐκρανικοῦ ζητήματος. 2α ἀπόκριση – Ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ» (21-03-201).
Με αφορμή την αναφορά του Αρχιεπισκόπου κ. Αναστασίου στο Βουλγαρικό Σχίσμα, δημοσιεύσαμε κείμενα από το επίσημο περιοδικό Ορθοδοξία του έτους 1935, που αναφέρονται σε όλη την επίπονη διαδικασία της αποκατάστασης του Βουλγαρικού σχίσματος, η οποία έγινε το έτος 1945. Επισημάναμε ότι, τόσο ο Οικουμενικός Πατριάρχης όσο και ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, απευθύνονταν στους εκκλησιαστικούς παράγοντες της Βουλγαρίας, σαν να μην ήταν εν σχίσματι και αφωρισμένοι, αλλά με τους τίτλους τους κανονικά, ως σε αδελφούς γνήσιους.
Σήμερα, στεκόμαστε σε ένα άλλο, ακανθώδες θέμα, στο οποίο αναφέρεται ο Μακαριώτατος στην επιστολή του προς τον Πατριάρχη, αυτό της λεγόμενης ROCOR (Russian Orthodox Church Outside Russia – Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία εκτός Ρωσίας), σημειώνοντας τα εξής:
«Ἡ περίπτωσις ἐξάλλου τoῦ Οὐκρανικοῦ ζητήματος οὐδεμίαν ἀναλογίαν ἔχει πρός τήν ROCOR (Russian Orthodox Church Outside Russia). Αὕτη ἀναφέρεται εἰς ἀποκοπήν τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς ἐκ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, τελούσης ὑπό Σοβιετικήν ἐπιτήρησιν. Δέν ὑπῆρξαν ἀφορισμοί οὔτε ἀναθεματισμοί καί ἡ ἀποστολική διαδοχή δέν ἠμφισβητήθη. Ὅτε κατέρρευσεν τό ἀθεϊστικόν καθεστώς, ἐπῆλθεν ἡ ἐπανένωσις. Εἶναι δέ ἀξιοσημείωτον ὅτι ἡ διόρθωσις τῆς διασπάσεως, συνετελέσθη δι’εἰδικῆς ἱεροτελεστίας καί εὐχῆς ἐπανεντάξεως ἐντός τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Σωτῆρος».
Με βαθύ, πάντοτε, σεβασμό προς τον πολιό Αρχιεπίσκοπο κ. Αναστάσιο, θα αναφερθούμε σε ιστορικές πηγές, που καταδεικνύουν και αποδεικνύουν ότι και η περίπτωση της ROCOR ήταν ένα Σχίσμα, όπως όλα τα άλλα, όπως και αυτό στην Εκκλησία της Ουκρανίας, η θεραπεία μάλιστα του οποίου έγινε με τρόπο εξόχως προβληματικό από εκκλησιολογικής και κανονικής απόψεως. Δηλαδή, εάν θα πρέπει κανείς να ισχυρισθεί ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο ζήτημα της ROCOR και σε εκείνο της Ουκρανίας, αυτή η διαφορά μάλλον βρίσκεται στον αντίποδα εκείνου που θέλει να υποσημειώσει ο Μακαριώτατος.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.
Ο Μακαριώτατος στην επιστολή του ισχυρίζεται ότι στην περίπτωση της ROCOR «δέν ὑπῆρξαν ἀφορισμοί οὔτε ἀναθεματισμοί καί ἡ ἀποστολική διαδοχή δέν ἠμφισβητήθη». Δηλαδή, θεωρεί ότι δεν υπήρξαν εκκλησιαστικές ποινές, οι οποίες να καθιστούν άκυρους και ανενεργούς τους κληρικούς της ROCOR, γιατί αυτό είναι το κρίσιμο ζήτημα. Εάν δηλαδή, σε όλα αυτά τα χρόνια που η ROCOR λειτουργούσε αυτόνομα και έξω από τη Ρωσική Εκκλησία τα μυστήρια και η ιερωσύνη των κληρικών της ήταν κανονικά και ενεργά, κάτι το οποίο θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς εάν δεν υπήρχαν σχετικές εκκλησιαστικές ποινές από μέρους της Ρωσικής Εκκλησίας, από την οποία αντικανονικά είχαν αποκοπεί. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Στις 22 Ιουνίου 1934, ο Μητροπολίτης Μόσχας και Κολόμνας Σέργιος Στραγκορόντσκι (ως Τοποτηρητής τότε του Πατριαρχικού Θρόνου, από το 1943 πλέον Πατριάρχης Μόσχας) μαζί με τη Σύνοδο της Ρωσικής Εκκλησίας, στην οποία προήδρευε, εξέδωσαν την ακόλουθη Πράξη, με την οποία καταδίκαζαν τους πρωταίτιους του Σχίσματος, από τους οποίους προήλθε η λεγόμενη ROCOR και οι οποίοι είχαν βρει καταφύγιο και «φιλοξενία» στη Σερβική Εκκλησία, στη σερβική πόλη Καρλόβτσι:
«1. Τους Αρχιερείς και Κληρικούς της λεγόμενης ομάδας του Καρλόβτσι, επαναστάντες κατά της νόμιμης Ιεραρχίας τους και παρά τις νουθεσίες πολλών ετών εμμένοντες στο Σχίσμα, να κριθούν στο εκκλησιαστικό δικαστήριο με την κατηγορία ότι παραβίασαν τους Αποστολικούς Κανόνες 31, 34 και 35, τους Κανόνες 13 και 15 της Πρωτοδευτέρας Συνόδου και άλλους, με την ποινή της απομακρύνσεως αυτών από τις εκκλησιαστικές τους θέσεις (εάν τις κατέχουν), μέχρι τη μετάνοιά τους ή μέχρι τη δικαστική απόφαση.
2. Να απαγορευθεί το ιερουργείν στους Σεβασμιώτατους: πρώην Μητροπολίτη του Κιέβου Αντώνιο (Χραποβίτσκι), πρώην Αρχιεπίσκοπο Κισσεάνου Αναστάσιο (Γριμπανόβσκι), πρώην Αρχιεπίσκοπο της Ζαμπάικαλιε Μελέτιο (Ζαμπορόβσκι), πρώην Αρχιεπίσκοπο Φινλανδίας Σεραφείμ (Λουκιάνωφ), πρώην Επίσκοπο της Καμτσάτκας Νέστωρα(Ανισιμώφ), καθώς και στον Επίσκοπο Τύχωνα (Λιασσενκό), στον Επίσκοπο Τύχωνα (Τρόιτσκι), επικεφαλής των «Καρλόβτσων» στην Αμερική, και στον Επίσκοπο Βίκτωρα (Σβιάτιν) στο Πεκίνο.
3. Να ειδοποιηθούν οι Ορθόδοξοι Ποιμένες, ο Κλήρος και ο Λαός ότι αυτοί που έρχονται σε κοινωνία με τους σχισματικούς και δέχονται από αυτούς τα μυστήρια και την ευλογία υπόκεινται, σύμφωνα με τους Κανόνες, στην ίδια ποινή με αυτούς».
Η παραπάνω καταδικαστική των Σχισματικών του Καρλόβτσι (μετέπειτα ROCOR) Πράξη της Κανονικής Ρωσικής Εκκλησίας υπό τον Μητροπολίτη Σέργιο κοινοποιήθηκε και σε όλους τους Προκαθημένους των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ήταν συνεπώς μια πράξη καθολικού κύρους για την Ορθόδοξη Εκκλησία ανά τον κόσμο. Ο μόνος που αντέδρασε σε αυτήν την καταδίκη ήταν ο τότε Σέρβος Πατριάρχης Βαρνάβας, αφού, όπως είπαμε, το λίκνο των Σχισματικών της ROCOR ήταν η σερβική πόλη Καρλόβτσι και όλα αυτά είχαν ξεκινήσει υπό την «ομπρέλα» της Σερβικής Εκκλησίας… Στον Πατριάρχη Σερβίας Βαρνάβα απέστειλε αυστηρή επιστολή ο Μητροπολίτης Μόσχας Σέργιος, με την οποία τον απειλούσε ότι θα διακόψει την ευχαριστιακή κοινωνία μαζί του εάν δεν σεβαστεί τις αποφάσεις της Ρωσικής Εκκλησίας: «Εάν η Υμετέρα Αγιότητα θα αγνοήσει την παρούσα μου επιστολή, συνεχίζοντας να επιδεικνύει την εν προσευχή και εν γένει κοινωνία Υμών μετά των σχισματικών, αυτό θα σημαίνει ότι η μεταξύ ημών ευχαριστιακή κοινωνία διακόπηκε» (Η συγκεκριμένη στάση της Σερβικής Εκκλησίας, η οποία επί σειρά πολλών δεκαετιών αγνοούσε την κανονική τάξη της Εκκλησίας και ήταν σε κοινωνία με τους σχισματικούς της ROCOR, αξίζει ιδιαίτερης αναφοράς, υπό το πρίσμα μάλιστα της πρόσφατης απόφασης της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Σερβίας σχετικά με το ουκρανικό ζήτημα)…
Μάλιστα το μίσος και η εχθρότητα ανάμεσα στην κανονική Ρωσική Εκκλησία και τη σχισματική ROCOR μαρτυρείται με ένα χαρακτηριστικό περιστατικό που κατέγραψε ο γνωστός Ιεράρχης της Ρωσικής Εκκλησίας στο Λονδίνο, Μητροπολίτης Αντώνιος του Σουρόζ, και παραθέτουμε σε ελληνική μετάφραση:
«Μετά από πολλά χρόνια, το 1949-1050, βρέθηκα εδώ ως ιερέας και γνώρισα τον ιερέα της Εκκλησίας της διασποράς (ROCOR), ο οποίος τώρα είναι η κεφαλή της, τον Μητροπολίτη Βιτάλιο. Αυτός ήταν προϊστάμενος εκείνης της ενορίας και εγώ της άλλης. Τότε εμείς μοιραζόμασταν έναν ναό. Μετά από κάθε δική μου ακολουθία έκανε αγιασμό στο ναό κατά το τυπικό αγιασμού ναού από τους αιρετικούς μιανθέντος. Αποφάσισα να τον γνωρίσω και πήγα σ’ αυτόν… Νόμιζα πως δεν θα με δεχτεί με καλό τρόπο, αλλά δεν θα του επιτρέψω να με δεχτεί με άσχημο τρόπο, και όταν μπήκε στο δωμάτιο που βρισκόμουν του είπα αμέσως: «πάτερ Βιτάλιε, ο Χριστός εν τω μέσω ημών!» – δεν είχε τι να κάνει παρά να απαντήσει: «και είναι και θα είναι». Απ’ αυτό ξεκίνησε. Στη συνέχεια συναντιόμασταν μια φορά το μήνα περίπου και όταν γίναμε πιο οικείοι τον ρώτησα: «πάτερ Βιτάλιε, τι γνώμη έχετε για μένα;» Μου λέει: «Ξέρετε κάτι, αφού είστε ένας άνθρωπος αληθινός θα σας απαντήσω ευθέως. Εάν θα ήθελα να είμαι ευγενικός απλώς θα έλεγα ότι δεν είστε ιερέας, αλλά θα σας πω την αλήθεια: είστε ο ιερέας του σατανά…» (πηγή: εδώ).
Για την σχισματική τακτική του Πατριαρχείου Μόσχας προς τους Ρώσους της Διασποράς, δείτε την μαρτυρία του καθηγητού Κυριάκου Παπαδόπουλου, που έχουμε δημοσιεύσει προ μηνών στο Φως Φαναρίου εδώ.
Από τα παραπάνω εκτεθέντα και ο πλέον αδαής μπορεί να κατανοήσει ότι η ROCOR ήταν Σχισματική Εκκλησία, καταδικασμένη με εκκλησιαστικές ποινές από τη Ρωσική Εκκλησία και συνεπώς όλα όσα τελεσιουργούνταν εντός της ήταν άκυρα, κατά τους Κανόνες της Εκκλησίας. Πολλώ δε μάλλον άκυρες ήταν οι χειροτονίες που τελούνταν από αυτούς τους Σχισματικούς επί 70 τουλάχιστον χρόνια, από την επίσημη δηλαδή καταδίκη τους μέχρι και την αποκατάσταση της ευχαριστιακής τους κοινωνίας με τη Ρωσική Εκκλησία, που έγινε το 2007. Αναρωτιόμαστε, λοιπόν, ποια είναι η διαφορά, την οποία ανίχνευσε ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος, ώστε να ισχυρίζεται στο προαναφερθέν γράμμα του ότι: «Ἡ περίπτωσις ἐξάλλου τoῦ Οὐκρανικοῦ ζητήματος οὐδεμίαν ἀναλογίαν ἔχει πρός τήν ROCOR (Russian Orthodox Church Outside Russia)»…
Το δεύτερο σημείο της αναφοράς του Μακαριωτάτου που χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς είναι το εξής: «Ὅτε κατέρρευσεν τό ἀθεϊστικόν καθεστώς, ἐπῆλθεν ἡ ἐπανένωσις. Εἶναι δέ ἀξιοσημείωτον ὅτι ἡ διόρθωσις τῆς διασπάσεως, συνετελέσθη δι’ εἰδικῆς ἱεροτελεστίας καί εὐχῆς ἐπανεντάξεως ἐντός τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Σωτῆρος».
Διέλαθε, προφανώς, της προσοχής του Μακαριωτάτου ότι η επανένωση της ROCOR με τη Ρωσική Εκκλησία δεν έγινε «ὅτε κατέρρευσεν τό ἀθεϊστικόν καθεστώς» (η διάλυση της Σοβιετικής Ενώσεως συνέβη στις 26 Δεκεμβρίου 1991), αλλά 16 ολόκληρα χρόνια μετά, το 2007. Και όπως έγραψε ο Οικουμενικός Πατριάρχης στο από 20-02-2019 Γράμμα Του προς τον Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας, η επανένωση αυτή έγινε «ὑψηλῇ πολιτικῇ πιέσει»… Γι’ αυτό άλλωστε και η αποκατάσταση της κοινωνίας ανάμεσα στη Ρωσική Εκκλησία και τους Σχισματικούς της ROCOR έγινε με τρόπο πρωτόγνωρο για την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία. Κι, ακόμη, δεν έχουμε εντοπίσει πουθενά μαρτυρία ή ντοκουμέντο για την πραγματοποίηση «εἰδικῆς ἱεροτελεστίας καί εὐχῆς ἐπανεντάξεως ἐντός τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Σωτῆρος», όπως γράφει ο Αρχιεπίσκοπος κ. Αναστάσιος.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για την υπογραφή μιας «Πράξεως», μιας συμφωνίας, στις 17 Μαΐου 2007, εορτή της Αναλήψεως του Σωτήρος, στον Ιερό Ναό του Σωτήρος στη Μόσχα, ανάμεσα στον τότε Πατριάρχη Μόσχας Αλέξιο Β΄ και τον τότε Πρωθιεράρχη της ROCOR, τον Μητροπολίτη Ανατολικής Αμερικής και Νέας Υόρκης Λαύρο (Σκούρλα).
Solemn signing of the Act of Canonical Communion in the Cathedral of Christ the Savior, Moscow. Left to right: Archpriest Alexander Lebedev, First Hierarch of the ROCOR Metropolitan Laurus, Patriarch Alexy II of Moscow and All Russia, Protopriest Nikolai Balashov. 17 May 2007 |
Η αποδοχή των Σχισματικών από την Εκκλησία της Ρωσίας δεν έγινε με τον κανονικό τρόπο που ορίζει η Παράδοση της Εκκλησίας. Δηλαδή, δεν υπήρξε… μετάνοια και αποδοχή του λάθους εκ μέρους τους, ούτε σχετικό αίτημα προς την Ρωσική Εκκλησία (όπως π.χ. συνέβη στην περίπτωση της θεραπείας του Βουλγαρικού Σχίσματος), ούτε έκδοση σχετικής Συνοδικής Αποφάσεως της Ρωσικής Εκκλησίας που να τους συγχωρεί και να τους αποκαθιστά στους βαθμούς της ιερωσύνης και να αναγνωρίζει τα μυστήριά τους. Έγινε με την υπογραφή μια συμφωνίας ανάμεσα σε δύο ισότιμα και ομόλογα μέρη, σαν να μην είχε… συμβεί τίποτα επί ένα αιώνα, σχεδόν, Σχίσματος και εχθρότητας μεταξύ τους. Το ίδιο το περιεχόμενο μάλιστα της συμφωνίας αυτής αποδεικνύει ότι πρόκειται περισσότερο για προϊόν πολιτικής συναλλαγής και λιγότερο για εκκλησιαστική θεραπεία Σχίσματος. Εν προκειμένω, οι υποχωρήσεις έγιναν, «ὑψηλῇ πολιτικῇ πιέσει», από την πλευρά της Ρωσικής Εκκλησίας, η οποία υποχρεώθηκε να καθίσει στο ίδιο τραπέζι και να υπογράψει, ως ίσος προς ίσον, μια συμφωνία με αυτούς που επί ένα αιώνα καταδίκαζε ως Σχισματικούς και δεν αναγνώριζε κανένα Μυστήριο και καμία εγκυρότητα της υποστάσεώς τους.
Τέλος, ο Αρχιεπίσκοπος κ. Αναστάσιος καταγράφει κάτι ακόμη που δεν ανταποκρίνεται στα γεγονότα της 17ης Μαΐου 2007 στον Καθεδρικό Ναό του Σωτήρος στη Μόσχα. Γράφει ότι έγινε ειδική ιεροτελεστία για την επανένταξη των Σχισματικών. Με αυτό προσπαθεί να πει ότι τάχα έγινε κάτι παρόμοιο με την αποκατάσταση του Μελιτιανού Σχίσματος, όταν οι κληρικοί είχαν αποκατασταθεί στην ιερωσύνη «δι’ ἁπλῆς χειροθεσίας μετ’ εὐχῆς». Ε, λοιπόν, στην περίπτωση της ROCOR ούτε χειροθεσίες έγιναν ούτε ευχές για τη βεβαίωση «ἑκάστων ἐν τοῖς οἰκείοις ἱερατικοῖς βαθμοῖς» από τον Πατριάρχη της Μόσχας. Ο Πατριάρχης της Μόσχας, μετά την υπογραφή της Συμφωνίας, απλά ανέπεμψε μια γενική ευχή για την ενότητα, χωρίς φυσικά ούτε να λέγει ούτε να υπονοεί ότι εύχεται για την… επέλευση του Αγίου Πνεύματος στους Σχισματικούς προκειμένου Αυτό να καταστήσει ισχυρές και έγκυρες τις χειροτονίες τους. Μάλιστα, αμέσως μετά, και με μόνη, την υπογραφή της Συμφωνίας, τα δύο επανενωθέντα μέρη, Ρωσική Εκκλησία και ROCOR, προέβησαν στην πρώτη Συλλειτουργία στο Ναό του Σωτήρος.
Επομένως, η «ιεροτελεστία» που επικαλείται ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας ήταν η υπογραφή της Πράξεως Επανένωσης. Όμως η υπογραφή ενός συμβολαίου δεν είναι «ιεροτελεστία» και σίγουρα δεν αποκαθιστά Σχίσματα με «μυστηριακό» τρόπο. Στην περίπτωση της θεραπείας του Ουκρανικού ζητήματος η έκκλητος βοήθεια του Κωνσταντινουπόλεως εκφράστηκε, πριν από τη συλλειτουργία, και με Σεπτό Πατριαρχικό Γράμμα προς τους δύο πρώτους των θεραπευθέντων σχισμάτων με το οποίο διευκρινίζεται η κατά φιλανθρωπίαν αποκατάσταση και η συγχώρεση ζώντων και τεθνεώτων όπως απαιτεί η εκκλησιαστική πρακτική.
Τα παραπάνω νομίζουμε είναι αρκετά για να εννοήσει ο κάθε καλοπροαίρετος ότι η θεραπεία του Σχίσματος στην Εκκλησία της Ουκρανίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο έγινε σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες και την Τάξη της Εκκλησίας, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στην «συγκόλληση» ανάμεσα στη Ρωσική Εκκλησία και στη Σχισματική ROCOR.
Το τί ακριβώς είναι πλέον αυτή η ROCOR κανείς δεν μπορεί να το πει με βεβαιότητα, στηριζόμενος στην Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και διαβάζοντας με προσοχή το κείμενο της Συμφωνίας ανάμεσα στα δύο μέρη (δημοσιευμένο στην επίσημη σελίδα της Ρωσικής Εκκλησίας). Ούτε «Αυτοκέφαλη» Εκκλησία είναι αλλά ούτε και κανονικό τμήμα της Ρωσικής Εκκλησίας είναι. Αποτελεί μια ιδιάζουσα (suigeneris) περίπτωση αναγκαστικής συνύπαρξης με μοναδικό θεμέλιο την εθνοφυλετική ενότητα των Ρώσων παγκοσμίως.
Τα θέματα της Ρωσικής Διασποράς, ειδικά, την περίοδο του Κομμουνισμού είναι τεράστια και πολυμορφικά. Αίφνης, σκέφτομαι κάτι πολύ ενδιάφερον, που έχει σχέση με τον σπουδαίο εκείνο Μητροπολίτη Αντώνιο του Σουρόζ.
Το 1974, όταν ο μεγάλος συγγραφέας Αλεξάντρ Σολζενίτσιν εξορίστηκε από τη Σοβιετική Ένωση και συκοφαντήθηκε από τους Ρώσους Μητροπολίτες, ο Μητροπολίτης Αντώνιος έγραψε μια ανοιχτή επιστολή που δημοσιεύτηκε στην Times του Λονδίνου. Σε αυτή την επιστολή έγραφε τα εξής: «Ως επικεφαλής της Ρωσικής Ορθόδοξης Πατριαρχικής Εκκλησίας της Δυτικής και της Βόρειας Ευρώπης επιθυμώ, εν ονόματι εμού του ιδίου και όλου του κλήρου και των πιστών, να αποκηρύξω τις δηλώσεις εναντίον τον Solzhenitsyn που περιέχονται στην επιστολή του Μητροπολίτη Σεραφείμ του Krutitsky και Kolomna», και πρόσθεσε, «Χωρίς ουδόλως να είναι προδότης της πατρίδας του, ο Solzhenitsyn επιδεικνύει μια βαθειά αφοσίωση και αγάπη “μέχρι θανάτου” για τη Ρωσία, με τον ατρόμητο αγώνα του για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την αλήθεια και την ελευθερία». Τονίζει, επίσης, ότι όποιος συμφωνεί με τον Μητροπολίτη Σεραφείμ «πλανάται». (βλ. την διδακτορική διατριβή του π. Ιωάννου Πάλμερ για τον Μητροπολίτη Αντώνιο Σουρόζ).
Εν κατακλείδι, η Εκκλησία της Ρωσίας έχει ακόμα πολύ δρόμο προς την κανονικότητα και την αληθή εκκλησιολογία. Η περίπτωση της Ουκρανίας ανέδειξε τις πολύ αδύναμες πλευρές της, οι οποίες θέλουν αρετή και τόλμη για να ανδρωθούν. Ευχόμεθα!