Υπό Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση
Αποτελεί ιδιαίτερη τιμή δι’ εμέ η ευγενής πρόσκληση να ομιλήσω κατά την σεμνή αυτή τελετή, που είναι αφιερωμένη σε τρεις κορυφαίους Άρχοντες Πρωτοψάλτες, τους αμίμητους και ανεπανάληπτους Ιάκωβο Ναυπλιώτη τον μεγαλοπρεπή, Κωνσταντίνο Πρίγγο τον καλλικέλαδο, και Θρασύβουλο Στανίτσα τον ηδύμολπο, οι οποίοι επί μιά και πλέον πεντηκονταετία κατά τον κ΄ αιώνα , από το 1911 μέχρι το 1964, κόσμησαν διαδοχικά, ο ένας μετά τον άλλον, τους χορούς του Πατριαρχικού Ναού στο Φανάρι και κατηύθυναν τις προσευχές των πιστών ως θυμίαμα ενώπιον του Θεού.
Ευχαριστώ εκ βάθους καρδίας τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου κ. Χρυσόστομο τον Β΄, για την πρόφρονα και τιμητική αυτή πρόσκληση, συγχαίρω δε θερμά τον Τελετάρχη της Αγιωτάτης Εκκλησίας Κύπρου και Μουσικολογιώτατο Άρχοντα Πρωτοψάλτη κ. Γεώργιο Αραούζο για την λαμπρή πρωτοβουλία του να προβεί στην διοργάνωση της οφειλετικής αυτής εκδηλώσεως τιμής στους τρεις «δασκάλους». Μιάς τελετής που είναι συνέχεια εκείνης που είχε αφιερωθεί προ μερικών ετών από την Εκκλησία Κύπρου στον έτερο μεγάλο «δάσκαλο» και παραγωγικό μελοποιό της καθ’ημάς Ορθοδόξου Ανατολής, τον Πέτρο Λαμπαδάριο τον Πελοποννήσιο.
* * *
Ένα τέτοιο «Τρισάγιο», λοιπόν, μπορεί να θεωρηθεί και η σημερινή εκδήλωση εις τιμήν και μνήμην των προαναφερθέντων τριών κορυφαίων Πρωτοψαλτών της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας. Των χαρισματικών αυτών υμνητών του εν Τριάδι Θεού και πιστών συνεχιστών της Ορθοδόξου ψαλτικής παραδόσεως, έτσι όπως είχε αναπτυχθεί αυτή διά μέσου των αιώνων στην Κωνσταντινούπολη, Βασιλίδα των πόλεων και κέντρο αναφοράς της Πανορθοδοξίας.
Ο θρυλικός Ιάκωβος Ναυπλιώτης γεννήθηκε στη Νάξο το 1864 και εκοιμήθη εν Κυρίω τον Δεκέμβριο του 1944 στο Ψυχικό Αθηνών, «εν γήρει πίονι», στην σεβαστή, για την εποχή εκείνη, ηλικία των ογδόντα ετών. Εκείνο, όμως, που έχει ενδιαφέρον δεν είναι τόσο η προχωρημένη ηλικία κατά την οποία εξεμέτρησε το ζην, όσο η μακροβιότητά του μέσα στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι. Προσελήφθη το 1878, επί πρώτης Πατριαρχείας Ιωακείμ του Γ΄, και σε ηλικία μόλις 14 ετών, ως α’ Κανονάρχης παρά τους πόδας του περίφημου Πρωτοψάλτου και Τυπικάρη Γεωργίου Βιολάκη. Αφού δε πέρασε, το ένα μετά το άλλο, από όλα τα στάδια της ιεραρχίας των Πατριαρχικών Χορών, (τουτέστι από τις θέσεις του β΄ Δομεστίχου, του α΄ Δομεστίχου, του Άρχοντος Λαμπαδαρίου), το 1911 χειροθετήθηκε κατά την δεύτερη Πατριαρχεία Ιωακείμ του Γ΄, σε Άρχοντα Πρωτοψάλτη της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, παραμένοντας στην αξιοζήλευτη αυτή θέση επί 28 συναπτά έτη[2]. Πέρασε δηλ. μιά ολόκληρη ζωή, 60 χρόνια, μέσα στον Πατριαρχικό Ναό, αναμέλποντας με την ηγεμονική και γλυκύτατη φωνή του, δόξα και αίνο στον Θεό.
Ο Ναυπλιώτης είχε το σπάνιο προνόμιο να βρεθεί στην αυλή του Φαναριού, σε μιά εποχή κατά την οποία τους χορούς του Πατριαρχικού Ναού κοσμούσαν λαμπροί μύσται της Εκκλησιαστικής μας μουσικής. Όπως ήδη ελέχθη, από μικρό παιδί άκουε Βιολάκη. Ο οποίος Βιολάκης είχε ακούσει τον προκάτοχό του Γεώργιο Ραιδεστινό τον β΄, ένα άλλο λαμπρό μελοποιό και Πρωτοψάλτη της Μεγάλης Εκκλησίας, και αυτός με την σειρά του τον περίφημο δάσκαλό του Κωνσταντίνο Πρωτοψάλτη, που ήταν μαθητής Γεωργίου του Κρητός και του Μανουήλ Πρωτοψάλτου. Επρόκειτο για μιά σπάνια σε ποιότητα αλληλοδιαδοχή κορυφαίων ψαλτών και μελοποιών. Αλλά και ως δεύτερος Δομέστιχος, ο Ιάκωβος Ναυπλιώτης είχε την τύχη να μαθητεύσει δίπλα στον άγνωστο για πολλούς αλλά εξαίρετο Λαμπαδάριο των χρόνων εκείνων Νικόλαο Στογιάννη και να μυηθεί από αυτόν στα μυστικά της ψαλτικής παράδοσης του Πατριαρχικού Ναού. Καθώς μαρτυρούσε ο αείμνηστος Άγγελος Βουδούρης, καθηγητής θρησκευτικών σε γυμνάσια της Πόλης, και για κάποιο διάστημα Δομέστιχος του Ναυπλιώτη (1924-1928), ο Λαμπαδάριος Νικόλαος, που αγνοούσε το νέο γραφικό σύστημα των Γρηγορίου, Χρυσάνθου και Χουρμουζίου, έψαλλε πάντοτε από μουσικά χειρόγραφα με την παλαιά γραφή. Τοιουτοτρόπως εμύησε και τον επί εξαετία Δομέστιχό του Ναυπλιώτη στην παλαιά αυτή γραφή, και τον βοήθησε να μορφωθεί «εις το κατά το ύφος του Πατριαρχικού Ναού ψάλλειν τα εκκλησιαστικά μέλη», Έτσι, λέγει ο Βουδούρης, ο Ναυπλιώτης, «διέσωσε την μουσικήν πράξιν των αρχαιοτέρων πρωτοψαλτών και αυτός την σήμερον, (το 1937), είναι ο συνεχιστής της πατριαρχικής παραδόσεως»[3].
Σχολιάζοντας την μοναδική προσφορά του Ναυπλιώτη στην εκκλησιαστική μουσική τέχνη, ο καθηγητής της Πατριαρχικής Μουσικής Σχολής Θεοδόσιος Γεωργιάδης, σε ιστορικο-τεχνικό περί μουσικής πόνημα που είχε εκδώσει το 1936, υπογράμμιζε ότι «ο νυν πρωτοψάλτης της Μεγάλης Εκκλησίας, ο αμίμητος εκτελεστής της ιεράς ημών Ψαλμωδίας, είναι ο μόνος περισώσας το ανέκαθεν ιεροπρεπές ύφος εν τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, ψάλλων εν αυτή εμμελέστατα διά της γλυκυτάτης και ηγεμονικωτάτης φωνής του, ην σχεδόν ουδείς των προκατόχων αυτού είχε. Διό και, προσέθετε, δικαίως επωνομάσθη ”Μέγας Πρωτοψάλτης”, ούτινος το κενόν θα τύχη δυστυχώς μιά των ημερών δυσαναπλήρωτον»[4].
* * *
Ο Πρίγγος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1892. Τα πρώτα μουσικά γράμματα τα διδάχθηκε σε νεαρά ηλικία από τον Ευστράτιο Παπαδόπουλο τον Βυζάντιο, μαθητή του Γεωργίου Ραιδεστινού, και στην συνέχεια φοίτησε στην Πατριαρχική Μουσική Σχολή, με «δάσκαλο» τον Ιάκωβο Ναυπλιώτη, δίπλα στον οποίο τελειοποιήθηκε τόσο στην θεωρία, όσο και στην ορθογραφία της εκκλησιαστικής μας μουσικής[5].
Από το 1908-1938 ήταν, σε αντίθεση με τον προκάτοχό του Ναυπλιώτη, ένα είδος «περιπλανώμενου εκκλησιαστικού τροβαδούρου»! Τον συναντούμε αρχικά στην Πόλη, όπου μέχρι το 1925 διετέλεσε Δομέστιχος ή Ψάλτης σε πολλούς Ναούς της Βασιλεύουσας, και σ’αυτόν ακόμη τον Πατριαρχικό Ναό ως β΄Δομέστιχος, (1911-1913) την εποχή κατά την οποία Πρωτοψάλτης ήταν ο Ιάκωβος Ναυπλιώτης και Λαμπαδάριος ο Κωνσταντίνος Κλάββας. Στην συνέχεια, τον βλέπουμε να ασκεί την ψαλτική τέχνη στον ελλαδικό χώρο επί μιά οκταετία. Πρώτα στην Τήνο και την Καβάλα, ακολούθως δε, και επί πέντε έτη, στην Θεσσαλονίκη, συγκεκριμένα, στους Ιερούς Ναούς της Παναγίας Αχειροποιήτου και της Υπαπαντής, όπου αφήκε εποχή. Παρενθετικά μπορεί να λεχθεί ότι έτσι μπορεί να εξηγηθεί η μέχρι σήμερα προσήλωση μεγάλης μερίδας των Θεσσαλονικέων ψαλτών στο Κωνσταντινουπολίτικο ύφος του ψάλλειν.
Ο Πρίγγος επανήλθε στην Πόλη το 1933, και αφού διετέλεσε, για σύντομα χρονικά διαστήματα, Πρωτοψάλτης τριών περιώνυμων Ναών της Ρωμιοσύνης, τουτέστι της Αγίας Τριάδος Σταυροδρομίου, του Αγίου Ιωάννου των Χίων στο Γαλατά και του Αγίου Δημητρίου Ταταούλων, προσελήφθη ως Λαμπαδάριος του Πατριαρχικού Ναού τον Φεβρουάριο του 1938. Καθώς προελέχθη, στον διορισμό του αυτό συνετέλεσε μεγάλως ο Ναυπλιώτης, ο οποίος γνώριζε τον Πρίγγο εκ του σύνεγγυς, ήδη από την εποχή της θητείας του ως β΄ Δομεστίχου στο Πατριαρχείο, αλλά και από την φοίτησή του στην εν Φαναρίω Πατριαρχική Μουσική Σχολή. Και τον ήθελε απέναντι του στο στασίδι του Λαμπαδαρίου ο Ναυπλιώτης, όντας πεπεισμένος ότι «διά να διαφυλαχθή το πατριαρχικόν ύφος, ο μόνος κατάλληλος (ήταν) είναι ο Πρίγγος»
[6].Απέναντι στον κολοσσό Ναυπλιώτη, ο Λαμπαδάριος Κωνσταντίνος Πρίγγος παρέμεινε μόλις περί το ένα έτος, μέχρι τον Μάρτιο του 1939, για να διαδεχθεί τον πρεσβύτερο στην ηλικία και την ψαλτική ιεραρχία συνάδελφο και «δάσκαλό» του, όταν αυτός λόγω γήρατος υπέβαλε στον Πατριάρχη Βενιαμίν την παραίτησή του. «Άξιος διάδοχος πανάξιου προκατόχου»[7], ο Πρωτοψάλτης πλέον Πρίγγος, λάμπρυνε τον Δεξιό Πατριαρχικό Χορό επί μιά ολόκληρη εικοσαετία (1939-1959).
Είχα την τύχη να γνωρίσω τον Πρίγγο προσωπικά περί τα μέσα του 1944, όταν σε ηλικία 10 ετών, δρασκέλιζα το κατώφλι του Πατριαρχικού Ναού για να ενταχθώ στην χορεία των κανοναρχών του, όπου έμεινα για ένα μικρό διάστημα, προτού περάσω, κατόπιν «άνωθεν εντολής», στον αριστερό χορό, «παρά τους πόδας» του Λαμπαδαρίου Στανίτσα, ο οποίος τότε στερούνταν ικανού αριθμού κανοναρχών. Και οφείλω να ομολογήσω ότι την εποχή εκείνη της ακμής των Πατριαρχικών χορών, ήταν αναπανάληπτη εμπειρία και σπάνιο προνόμιο το να σιγοψάλλεις με Στανίτσα και να ακούς Πρίγγο.
Ο Κωνσταντίνος Πρίγγος ήταν μιά εξαιρετικά συμπαθής και επιβλητική φυσιογνωμία, προσιτός πάντοτε και εύχαρις στην συναναστροφή, χωρίς κανένα ίχνος έπαρσης, που ως γνωστόν είναι γνώρισμα πολλών καλών, αλλά και μέτριων, ψαλτών! Βασική του ανησυχία και προσπάθεια ήταν η διαφύλαξη, με κάθε τρόπο, του Πατριαρχικού ψαλτικού ήθους και ύφους, έτσι όπως το είχε διδαχθεί από τον Ναυπλιώτη, και αυτός από τους προκατόχους του.
Ο Πρίγγος ουδέποτε διεκδίκησε πατρότητα για τις συνθέσεις του, κυρίως όσον αφορά στις τρεις κλασσικές και ευρύτατα διαδεδομένες μουσικές συλλογές του, δηλ. την Μεγάλη Εβδομάδα, το Δοξαστάριο και το Αναστασιματάριο. Και τούτο διότι δεν θεωρούσε εαυτόν «συνθέτη», αλλά απλώς «καταγραφέα» αυτών που είχε ακούσει και μάθει. Αυτών που ψάλλονταν με λιτότητα και κατάνυξη μέσα στον Πατριαρχικό Ναό, αδιάκοπα και επί αιώνες.
Είναι ενδιαφέρον να παρατηρηθεί ότι στά προαναφερθέντα μουσικά βιβλία του Πρίγγου, σπάνια συναντά κανείς τρίγοργα ή τετράγοργα. Όλες οι συνθέσεις του έχουν μια απλούστατη γραφή. Είναι απέριττες και κυρίως ευανάγνωστες. Γι’αυτό ίσως είχε επιφυλάξεις για την τύποις έκδοση των έντεχνων, μελωδικών, αλλά πολλές φορές εξεζητημένων «Λειτουργικών» του σε όλους τους ήχους, διότι, καθώς έλεγε, αυτά δεν εκφράζουν το απλό Πατριαρχικό ύφος, αλλά είναι προς χρήσιν στα πανηγύρια των ενοριών! Είναι δε αλήθεια ότι την εποχή εκείνη στον Πατριαρχικό Ναό ο Πρίγγος συνήθως έψαλλε τα μεγαλειώδη στην απλότητά τους Λειτουργικά εις ύφος «κλιτόν»˙ σπάνια, εκείνα του Γερασίμου Κανελίδη˙ σε επισημότερες δε μέρες, τα λεγόμενα «Πατριαρχικά» σε ήχο πλ. α΄, που αποδίδονται μεν στον Ιάκωβο Ναυπλιώτη, αλλά βασικά είναι ποίημα του Μάρκου Βασιλείου. Να σημειωθεί πως στο Πατριαρχείο, τόσο τις Κυριακές, όσο και κατά τις διάφορες εορτές του ενιαυτού, ανέκαθεν δινόταν βαρύτητα στον Όρθρο, με τα αργά Ευλογητάρια, τους ρυθμικούς Αναβαθμούς και Κανόνες, τις αργές Καταβασίες, τους Αίνους, τα Εωθινά και τα έντεχνα Δοξαστικά. Εξ ου και η συρροή των πιστών στον Ναό, από όρθρου βαθέως! Η Θεία Λειτουργία, εκτός των Χερουβικών και των Κοινωνικών, που όντως ήταν έντεχνα και μεγαλειώδη, είχε μιά κατανυκτική λιτότητα.Ο Πρίγγος έπειτα από μιά πολυετή παρουσία και προσφορά στην Εκκλησία και στην πατρώα εκκλησιαστική μουσική, παραιτήθηκε για λόγους υγείας το 1959 από την Πρωτοψαλτεία και εξεμέτρησε το ζην στην Αθήνα το 1964, σε ηλικία 72 ετών, αφήνοντας αγαθές αναμνήσεις, πάμπολλους μαθητές και θιασώτες, (στην Θεσσαλονίκη κυρίως), και μιά πολύτιμη μουσική κληρονομία στην νεώτερη ψαλτική γενεά.
Τον Πρίγγο διαδέχθηκε ο επί μιά εικοσαετία, (από τον Μάρτιο του 1939), Λαμπαδάριός του Θρασύβουλος Στανίτσας, ο «ρυθμικός, ακριβής και ηδύμολπος…μελοποιός και μελωδός»[8] .
Ὁ Στανίτσας γεννήθηκε το 1910 στα Ψωμαθειά[9], την ανθούσα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950 συνοικία της Κωνσταντινούπολης, με τους πέντε ενοριακούς Ναούς, και τα σωζόμενα μέχρι σήμερα ερείπια της περιώνυμης Ιεράς Μονής του Στουδίου. Μαθήτευσε δίπλα στους Δημήτριο Θεραπειανό, Δημήτριο Βουτσινά, Γιάγγο Βασιλειάδη, Μιχαήλ Χατζηαθανασίου και Ιωάννη Παλάση. Και αφού έψαλε αρχικά σε Ναούς της γενέτειράς του, στον Άγιο Μηνά, την Θεία Ανάληψη και τον Άγιο Κωνσταντίνο, (όπου σημειωτέον είχε διαπρέψει περί τα τέλη του ιζ΄ και τις αρχές του ιη΄ αιώνα ο πολύς Πέτρος Μπερεκέτης, ο επιλεγόμενος Γλυκύς), κατέληξε στον Άγιο Νικόλαο της πολυάριθμης Κοινότητος του Γαλατά, ως αριστερός ψάλτης, έχοντας απέναντί του τον δάσκαλό του Παλάση.
Από αυτήν ακριβώς την θέση, ο 29χρονος, αλλά ήδη σε όλη την Πόλη φημισμένος για την καλλιφωνία του, Στανίτσας, καλείται να διαδεχθεί στην Λαμπαδαρεία τον Πρίγγο, που αναδεικνυόταν σε Άρχοντα Πρωτοψάλτη, εις διαδοχήν του Ναυπλιώτη. Δύσκολο εγχείρημα καθώς ομολογούσε κι ο ίδιος. Διότι ψάλλοντας μέχρι τότε αντίκρυ στον καινοτόμο Παλάση[10], και χωρίς καμμιά θητεία στον Πατριαρχικό Ναό, ούτε καν ως κανονάρχης, στην αρχή συνάντησε δυσκολίες να τιθασεύσει τους αυθορμητισμούς του και να προσαρμοσθεί στην λιτή Φαναριωτική ψαλτική παράδοση. Ωστόσο, ακούοντας Πρίγγο, βοηθούμενος δε από τον Πρώτο Δομέστιχο Αναστάσιο Μιχαηλίδη[11], ο Στανίτσας γρήγορα προσαρμόσθηκε στο πατριαρχικό ύφος, κομίζοντας όμως «την γνωστή ιδιόμολπη τεχνοστρέφειά του»[12].
Όπως παρατηρεί ο φιλόλογος και μουσικός ερευνητής Μανόλης Χατζηγιακουμής, που επί μιά δεκαπενταετία είχε συνεργασθεί με τον Στανίτσα στα πλαίσια του προγράμματος καταγραφής σε ψηφιακούς δίσκους (CD) αρχαίων και νεώτερων εκκλησιαστικών μελών, όπως και καλοφωνικών ειρμών, από το «Κέντρον Ερευνών και Εκδόσεων», ο Θρασύβουλος Στανίτσας ήταν, χωρίς αμφιβολία, ο τελευταίος μιάς μεγάλης και μακροχρόνιας παράδοσης σπουδαίων Πρωτοψαλτών του Πατριαρχικού Ναού. Ήταν «ψάλτης με πλούσιο και βαθύ αίσθημα, λαμπρή άρθρωση, δωρικό και πειθαρχημένο ύφος, εξαίρετη τεχνική και, πάνω απ’όλα, γνώστης μεγάλος του παραδοσιακού τρόπου ψαλμωδίας, έντεχνος ωστόσο και απόλυτα προσωπικός. Η ανάμνηση του τρόπου που έψαλλε παραμένει ακόμη πολύ ζωηρή σε όλους τους παλαιούς και νεώτερους ψάλτες»[13]. Και επιτρέψατέ μου να δηλώσω πως η ανάμνησή του παραμένει πάντα ζωντανή και στην μνήμη μου έπειτα από έξι δεκαετίες, μιά και είχα το προνόμιο να μαθητεύσω κοντά του επί μια τετραετία, (προτού μεταβώ στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης), και να μάθω από εκείνον το αλφαβητάρι της εκκλησιαστικής μας μουσικής.
Πράγματι ο Στανίτσας, προικισμένος από τον Θεό με ένα σπάνιο φωνητικό τάλαντο και κάτοχος όσον ολίγοι των ιδιαιτεροτήτων της βυζαντινής μουσικής, ήταν, κατά κοινή ομολογία, ένας ασυναγώνιστος ψάλτης, διακρινόμενος για την ακριβέστατη εκτέλεση των διαστημάτων της μουσικής κλίμακος και την απαράμιλλη ερμηνεία των χαρακτήρων ποιότητος, όπως εξ άλλου μαρτυρεί και το ηχητικό υλικό που βρίσκεται σήμερα στην διάθεσή μας. Αξέχαστες και κλασσικές στο είδος τους θα παραμείνουν οι εκτελέσεις του, αρχικά ως Λαμπαδαρίου και στη συνέχεια ως Πρωτοψάλτου, των αργών «Αινείτε…» του Ιακώβου Πρωτοψάλτου, των Κοινωνικών, του «Άνωθεν οι Προφήται…» του Κουκουζέλη, (όταν την εποχή εκείνη ο Πατριάρχης ενδυόταν τα αρχιερατικά του άμφια στον Σολέα την Κυριακή της Ορθοδοξίας), του τροπαρίου της Κασσιανής, της φήμης «Τον Δεσπότην και Αρχιερέα ημών…», των Χερουβικών του Κωνσταντίνου Πρωτοψάλτου, αλλά και δικών του αυτοσχέδιων Χερουβικών και Κοινωνικών, του ελαφρά διασκευασμένου από τον ίδιο «Αγαπήσω Σε Κύριε…» του Ιακώβου Πρωτοψάλτου και πολλών άλλων μνημειωδών μαθημάτων. Όπως αλησμόνητος και παροιμιώδης θα παραμείνει ο έντεχνος και ιδιοπρόσωπος τρόπος με τον οποίο ερμήνευε τους καλοφωνικούς ειρμούς κατά την διανομή από τον Πατριάρχη του αντιδώρου ή του ευλογημένου άρτου σε πανηγυρικούς Εσπερινούς. Και έψαλλε ο Στανίτσας ωδάς τω Κυρίω, πιστεύοντας ότι η μουσική της Εκκλησίας μας είναι το στοιχείο εκείνο που συντελεί στην επικοινωνία του ανθρώπου πρός τον Θεό και στην ολοκλήρωση της συμμετοχής του στο μυστήριο της Θείας Λατρείας. «Το ύψιστον, το οποίον προσπαθεί να επιτύχη η μελωδική μουσική της Εκκλησίας μας, έλεγε, δεν είναι η ευχαρίστησις, η τέρψις του ακροατού, ή του πιστού. Είναι η μετάθεσις του εαυτού του εις το εξαϋλωμένον αντικείμενον της λατρείας του. Η μετακίνησις και η συμμετοχή από τα γήϊνα εις τα επουράνια»[14].
Ὁ Στανίτσας δεν πρόλαβε να χαρεί την Πρωτοψαλτεία του. Τέσσερα χρόνια μετά την ανάληψη των καθηκόντων του στον Δεξιό Πατριαρχικό χορό, απελάθηκε το 1964 από τις Τουρκικές Αρχές μαζί με περίπου τριάντα χιλιάδες Έλληνες υπηκόους, σε μιά περίοδο σοβαρής κρίσεως των Ελληνο-Τουρκικών σχέσεων, εξ αφορμής του Κυπριακού. Έτσι, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η φιλακόλουθη και φιλόμουση Πολίτικη Ρωμιοσύνη έχασαν τον πολλά ακόμη υποσχόμενο Πρωτοψάλτη τους.
Τον κέρδισε όμως η Αθήνα. Καθώς δε παρατηρεί ο καθηγητής Γρηγόριος Στάθης, η έλευση του Στανίτσα στην Ελλάδα «ήταν μιά ιδιαίτερη ευεργεσία, διότι με την απαράμιλλη γλυκύτητα της φωνής του, την τεχνική δεξιοτεχνία του, την καταπληκτική ακρίβεια και απόδοση των διαστημάτων και των λεπτών ηχοχρωμάτων,…έφερε ένα άλλο αέρα, που φύσηξε και αναζωογόνησε τα ψαλτικά πράγματα στην πολύμορφη από άποψη εκκλησιαστικής μουσικής Αττική»[15].
Και εδώ γεννάται το εύλογο ερώτημα: Ήταν ο Στανίτσας του Αγίου Δημητρίου Αμπελοκήπων όμοιος με εκείνον που είχε αφήσει εποχή για ένα τέταρτο αιώνος στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό του Φαναρίου; Η απάντηση, χωρίς δισταγμό, είναι: όχι ακριβώς! Διότι όσο κι αν εκόμιζε μαζί του την Πατριαρχική παράδοση ως προς το Τυπικό και τον τρόπο του ψάλλειν, ήταν αναμενόμενο κατά κάποιο τρόπο να προσαρμοσθεί στην Ελλαδική πραγματικότητα. Καθώς δε έλεγε κάποτε ο θαυμαστής και στενός του φίλος, Μητροπολίτης Πέργης Ευάγγελος, ο Στανίτσας μεταβαίνοντας στην Ελληνική Πρωτεύουσα «έπρεπε να αλλοιωθεί. Και νομίζω αλλοιώθηκε»[16]. Ωστόσο, στο Κλεινόν Άστυ ο μεγάλος αυτός υμνωδός, δημιούργησε σχολή και αφήκε την σφραγίδα της απαράμιλλής του τέχνης, που είναι εμφανέστατη στο πλούσιο μουσικοσυνθεντικό του έργο, αρχής γενομένης από το, μοναδικό στο είδος του, «Τριώδιο». Εξεμέτρησε το ζην το 1987, έπειτα από πολύχρονη οδυνηρή ασθένεια, αφού όμως πρόλαβε να εγγράψει, λίγο πρίν την τελευτή του, και σε συνεργασία με το «Κέντρον Ερευνών και Εκδόσεων», περί τους 45 καλοφωνικούς ειρμούς και πολλά κρατήματα σπουδαίων συνθετών, όπως των Αρσενίου του μικρού, Μπαλασίου ιερέως, Πέτρου Μπερεκέτη, Ιωάννου Πρωτοψάλτου, Γερμανού Νέων Πατρών, Παναγιώτου Χαλάτζογλου και Δανιήλ Πρωτοψάλτου. Παρά την κάμψη της φωνής του Στανίτσα, λόγω προχωρημένης ηλικίας, οι ερμηνείες των ειρμών και των κρατημάτων αυτών, προβάλλουν την απαράμιλλη τέχνη του διδασκάλου, αποτελούν δε «μοναδικό ιστορικό τεκμήριο και σπουδαίο, ταυτόχρονα, καλλιτεχνικό μάθημα και πολύτιμη παρακαταθήκη για την ιστορία της νεώτερης Εκκλησιαστικής Μουσικής»[17].
Καθώς διαπιστώσατε, κατά την ομιλία αυτή, έγινε συχνά λόγος περί «πατριαρχικής ψαλτικής παραδόσεως», όπως και περί «Πατριαρχικού ύφους» και «ήθους» του ψάλλειν. Διά τούτο είναι ίσως ενδεδειγμένο να γίνη μιά σύντομη αναφορά, δίκην κατακλείδος, στο πολυθρύλητο και συχνά παρερμηνευμένο αυτό «πατριαρχικό ύφος».
Το ύφος αυτό είναι ένας απλός και απέρριτος τρόπος του ψάλλειν, στην εδραίωση του οποίου συνέβαλε μεγάλως ο πολύς Πέτρος ο Πελοποννήσιος. Μπορεί δε να λεχθεί ότι ο τρόπος αυτός του ψάλλειν δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια συνεπής υπακοή στο γράμμα και το πνεύμα του 75ο Κανόνος της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, που ορίζει ότι οι ψάλλοντες στον Ναό δεν πρέπει να εκστομίζουν άτακτες κραυγές κατά απρεπή και ανάρμοστο στην Εκκλησία τρόπο, αλλά να αναμέλπουν ύμνους και ωδές μετά προσοχής και κατανύξεως («Τους επί τω ψάλλειν εν ταις εκκλησίαις παραγινομένους, βουλόμεθα μήτε βοαίς ατάκτοις κεχρήσθαι, και την φύσιν πρός κραυγήν εκβιάζεσθαι, μήτε τι επιλέγειν των μή τη εκκλησία αρμοδίων τε και οικείων˙ αλλά μετά πολλής προσοχής και κατανύξεως, τας ψαλμωδίας προσάγειν τω των κρυπτών εφόρω Θεώ») [18]. Και το πατριαρχικό αυτό ύφος διακρίνεται για τον σωστό τονισμό των λέξεων, την σεμνότητα, λιτότητα και σοβαρότητά του, και πάνω απ’ όλα, για την εκκλησιαστική ιεροπρέπειά του.
Αυτό ακριβώς το ύφος παρέλαβαν από τους κορυφαίους προκατόχους των οι τρεις τιμώμενοι σήμερα αείμνηστοι Πρωτοψάλτες, και αυτό το ψαλτικό ήθος μετέδωσαν στους διαδόχους των, διά να αινούν «το όνομα του Θεού μετ΄ωδής» και να μεγαλύνουν «αυτόν εν αινέσει» [19].
Να είναι η μνήμη αυτών αιωνία!